8. Μέρος δεύτερο
Ξαφνικά, το ένα γεράκι έκανε μια γρήγορη βουτιά στον ουρανό και επιτέθηκε στο άλλο. Όταν έγινε αυτή η κίνηση, από το μυαλό του αγοριού πέρασε σαν αστραπή μια εικόνα: ενός στρατού με γυμνά σπαθιά που κάνει εισβολή στην όαση. Η εικόνα έσβησε αμέσως, αλλά τον αναστάτωσε. Είχε ακούσει για τους αντικατοπτρισμούς και ήδη είχε δει μερικούς: ήταν επιθυμίες που μορφοποιούνταν πάνω στην άμμο της ερήμου. Κι όμως, αυτός δεν επιθυμούσε να εισβάλει ένας στρατός στην όαση.
Σκέφτηκε να τα ξεχάσει όλα αυτά και να αφεθεί ξανά στις σκέψεις του. Προσπάθησε να ξανασυγκεντρωθεί στη ροδόχρωμη έρημο και στις πέτρες. Κι όμως, κάτι στην καρδιά του δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Με μεγάλη δυσκολία βγήκε από την κατάσταση έκστασης. Σηκώθηκε κι άρχισε να βαδίζει προς τις φοινικιές. Ακόμη μια φορά καταλάβαινε τις πολλές γλώσσες των πραγμάτων: τώρα η έρημος σήμαινε ασφάλεια, ενώ η όαση είχε μετατραπεί σε κίνδυνο.
Ο καμηλιέρης καθόταν κάτω από μια φοινικιά, κοιτάζοντας κι αυτός το ηλιοβασίλεμα. Είδε το αγόρι να εμφανίζεται πίσω από έναν αμμόλοφο.
- Ένας στρατός μάς πλησιάζει, είπε εκείνο. Είδα ένα όραμα.
- Η έρημος γεμίζει οράματα την καρδιά του ανθρώπου, απάντησε ο καμηλιέρης. Το αγόρι όμως του είπε για τα γεράκια: εκεί που παρακολουθούσε το πέταγμά τους, είχε βυθιστεί ξαφνικά στην Ψυχή του Κόσμου.
Ο καμηλιέρης δεν κουνήθηκε· καταλάβαινε τι εννοούσε το αγόρι. Ήξερε ότι οτιδήποτε πάνω στη γη μπορεί να διηγηθεί την ιστορία όλων των πραγμάτων. Οποιοσδήποτε άνοιγε ένα βιβλίο, τυχαία, σε οποιαδήποτε σελίδα, ή «διάβαζε» τα χέρια των ανθρώπων ή τα χαρτιά της τράπουλας ή το πέταγμα των πουλιών ή οτιδήποτε άλλο θα έβρισκε πάντα κάποιο συνδετικό κρίκο με τα όσα συμβαίνουν. Στην πραγματικότητα, δε φανέρωναν τίποτε τα πράγματα· οι άνθρωποι, παρατηρώντας τα πράγματα, ανακάλυπταν τον τρόπο να διεισδύσουν στην Ψυχή του Κόσμου.
Η έρημος ήταν γεμάτη από ανθρώπους που κέρδιζαν το ψωμί τους επειδή μπορούσαν να διεισδύσουν εύκολα στην Ψυχή του Κόσμου. Ήταν γνωστοί σαν μάντεις και τους σέβονταν οι γυναίκες και οι γέροι. Οι πολεμιστές σπάνια τους αναζητούσαν, γιατί είναι αδύνατο να λάβεις μέρος σε μια μάχη αν ξέρεις ότι θα πεθάνεις. Οι πολεμιστές προτιμούσαν τη γεύση της μάχης και τη συγκίνηση του αγνώστου· το μέλλον είχε γραφτεί από τον Αλάχ και οτιδήποτε είχε γράψει Εκείνος ήταν πάντα για το καλό του ανθρώπου. Οι πολεμιστές, λοιπόν, ζούσαν πάντα το παρόν, γιατί το παρόν ήταν γεμάτο εκπλήξεις κι εκείνοι έπρεπε να προσέχουν πολλά πράγματα: πού ήταν το σπαθί του εχθρού, πού ήταν το άλογό του, ποιο ήταν το επόμενο χτύπημα που θα τους έσωζε τη ζωή.
Ο καμηλιέρης όμως δεν ήταν πολεμιστής και ήδη είχε επισκεφτεί μερικούς μάντεις. Πολλοί είχαν πει σωστά πράγματα, άλλοι είχαν πει λανθασμένα. Μέχρι που ένας απ' αυτούς, ο πιο ηλικιωμένος (και ο πιο σεβαστός), είχε ρωτήσει τον καμηλιέρη για ποιο λόγο ενδιαφερόταν τόσο να μάθει το μέλλον.
- Για να προλάβω να κάνω κάτι, απάντησε ο καμηλιέρης. Και ν' αποτρέψω αυτά που δε θα ήθελα να συμβούν.
- Τότε θα σταματήσει να είναι το μέλλον σου, απάντησε ο μάντης.
- Μπορεί τότε να θέλω να μάθω για το μέλλον για να προετοιμαστώ για όσα θα συμβούν.
- Αν πρόκειται για καλά πράγματα, θα είναι μια ευχάριστη έκπληξη, είπε ο μάντης. Αν πρόκειται για άσχημα πράγματα, θα υποφέρεις πολύ πριν συμβούν.
- Θέλω να μάθω το μέλλον γιατί είμαι άντρας, είπε ο καμηλιέρης στο μάντη. Και οι άντρες ζουν λαμβάνοντας υπόψη τους το μέλλον. Ο μάντης έμεινε για λίγο σιωπηλός. Ήταν ειδικός στο να ερμηνεύει τους οιωνούς σύμφωνα με τη μορφή που σχημάτιζαν μικρά κλαράκια καθώς τα πετούσε κάτω. Εκείνη τη μέρα όμως δεν έριξε τα κλαράκια. Τα τύλιξε σ' ένα μαντίλι και τα ξαναέβαλε στην τσέπη.
- Κερδίζω το ψωμί μου μαντεύοντας το μέλλον των ανθρώπων, είπε εκείνος. Γνωρίζω την τέχνη να πετώ μικρά κλαδιά και ξέρω να τη χρησιμοποιώ για να εισχωρήσω στο χώρο όπου όλα είναι γραμμένα. Εκεί μπορώ να διαβάσω το παρελθόν, ν' ανακαλύψω τα ξεχασμένα και να ερμηνεύσω τα σημάδια του παρόντος.
»Όταν οι άνθρωποι με επισκέφτονται, εγώ δε διαβάζω το μέλλον μαντεύω το μέλλον. Γιατί το μέλλον ανήκει στο Θεό και μόνο εκείνος το αποκαλύπτει υπό εξαιρετικές συνθήκες. Και πώς μπορώ να μαντεύω το μέλλον; Μέσα από σημάδια του παρόντος. Στο παρόν κρύβεται το μυστικό· αν προσέξεις το παρόν, τότε κι αυτό που θα συμβεί στο μέλλον θα είναι καλύτερο. Ξέχασε το μέλλον και ζήσε την κάθε μέρα της ζωής σου σύμφωνα με τα διδάγματα του νόμου και με την πίστη ότι ο Θεός φροντίζει τα παιδιά του. Η κάθε μέρα κυοφορεί την αιωνιότητα.
Ο καμηλιέρης ήθελε να μάθει ποιες ήταν αυτές οι εξαιρετικές συγκυρίες για τις οποίες επέτρεπε ο Θεός την πρόβλεψη του μέλλοντος:
- Όταν Εκείνος ο ίδιος το δείχνει. Και ο Θεός σπάνια δείχνει το μέλλον, για ένα και μοναδικό λόγο: πρόκειται για ένα μέλλον που γράφτηκε για να μεταβάλλεται. Ο Θεός είχε δείξει στο αγόρι ένα μέλλον σκέφτηκε ο καμηλιέρης. Γιατί ήθελε το αγόρι να είναι το όργανό Του.
- Πηγαίνετε να μιλήσετε στους αρχηγούς των φυλών, είπε ο καμηλιέρης. Πείτε τους για τους πολεμιστές που πλησιάζουν.
- Θα με κοροϊδέψουν.
- Είναι άνθρωποι της ερήμου και οι άνθρωποι της ερήμου έχουν συνηθίσει τα σημάδια.
- Τότε θα το έχουν μάθει κιόλας.
- Δεν τους απασχολεί αυτό. Πιστεύουν ότι, αν πρέπει να μάθουν κάτι που ο Αλάχ θέλει να τους μεταδώσει, κάποιος άνθρωπος θα τους το πει. Έχει ξανασυμβεί συχνά. Σήμερα όμως, αυτός ο άνθρωπος είστε εσείς. Το αγόρι σκέφτηκε τη Φατιμά. Κι αποφάσισε να πάει να επισκεφτεί τους αρχηγούς των φυλών.
- ΦΕΡΝΩ ΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ από την έρημο, είπε στο φρουρό που στεκόταν στο έμπα της τεράστιας σκηνής, στη μέση της όασης. Θέλω να δω τους αρχηγούς. Ο φρουρός δεν είπε τίποτε. Μπήκε μέσα και καθυστέρησε πολύ. Βγήκε μετά με ένα νεαρό Άραβα, ντυμένο με χρυσοκέντητα άσπρα ρούχα. Το αγόρι διηγήθηκε στον νεαρό τι είχε δει. Εκείνος του είπε να περιμένει λίγο και ξαναμπήκε.
Ήρθε η νύχτα. Μερικοί Άραβες και έμποροι μπαινόβγαιναν. Σιγά σιγά οι φωτιές έσβησαν και η όαση γινόταν όλο και πιο σιωπηλή, σαν την έρημο. Μόνο το φως της μεγάλης σκηνής ήταν αναμμένο ακόμη. Όλο αυτό το διάστημα, το αγόρι σκεφτόταν τη Φατιμά, χωρίς να έχει καταλάβει ακόμη τη συζήτηση που είχαν το απόγευμα.
Τελικά, ύστερα από πολλές ώρες αναμονής, ο φρουρός κάλεσε το αγόρι να περάσει μέσα.
Αυτό που είδε το άφησε κατάπληκτο. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι στη μέση της ερήμου θα υπήρχε μια τέτοια σκηνή. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με τα πιο ωραία χαλιά που είχε πατήσει ποτέ κι από το ταβάνι κρέμονταν επίχρυσα πολύφωτα, γεμάτα αναμμένα κεριά. Οι αρχηγοί των φυλών κάθονταν στο βάθος της σκηνής, σε ημικύκλιο, ακουμπώντας τα χέρια και τα πόδια τους πάνω σε μεταξωτά μαξιλάρια με πλούσια κεντήματα. Υπηρέτες μπαινόβγαιναν με ασημένιους δίσκους γεμάτους με εξωτικά φαγητά και τσάι. Μερικοί ήταν επιφορτισμένοι να κρατάνε τους ναργιλέδες αναμμένους. Ένα γλυκό άρωμα καπνού γέμισε την ατμόσφαιρα.
Υπήρχαν οχτώ αρχηγοί, αλλά το αγόρι κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν ο πιο σπουδαίος: ένας Άραβας ντυμένος με τα χρυσοκέντητα άσπρα ρούχα, που καθόταν στο κέντρο του ημικύκλιου. Δίπλα του βρισκόταν ο νεαρός Άραβας με τον οποίο είχε μιλήσει πιο πριν.
- Ποιος είναι ο ξένος που μιλά για σημάδια; ρώτησε ένας από τους αρχηγούς κοιτάζοντάς τον. -Εγώ είμαι, απάντησε. Και διηγήθηκε τι είχε δει.
- Και γιατί η έρημος θα τα διηγιόταν αυτά σε έναν ξένο, όταν ξέρει ότι εμείς ζούμε σε αυτό το μέρος εδώ και πολλές γενιές; ρώτησε ένας άλλος αρχηγός φυλής.
- Γιατί τα μάτια μου δε συνήθισαν ακόμη την έρημο, απάντησε το αγόρι. Και μπορώ να βλέπω πράγματα που τα πιο εξοικειωμένα μάτια δεν μπορούν πια να διακρίνουν.
«Επειδή γνωρίζω για την Ψυχή του Κόσμου», σκέφτηκε από μέσα του. Δεν είπε όμως τίποτε, γιατί οι Άραβες δεν πιστεύουν σε τέτοια πράγματα.
- Η όαση είναι ουδέτερο έδαφος. Κανείς δεν επιτίθεται σε μια όαση, είπε ένας τρίτος αρχηγός.
- Απλούστατα, σας λέω αυτά που είδα. Αν δε θέλετε να το πιστέψετε, μην κάνετε τίποτε. Μέσα στη σκηνή απλώθηκε απόλυτη σιωπή, που τη διαδέχτηκε μια ζωηρή συζήτηση μεταξύ των αρχηγών των φυλών. Μιλούσαν μια αραβική διάλεκτο που το αγόρι δεν καταλάβαινε, όταν όμως έκανε να σηκωθεί να φύγει, ένας φρουρός του είπε να μείνει. Το αγόρι άρχισε να φοβάται· τα σημάδια έλεγαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μετάνιωσε που είχε συζητήσει με τον καμηλιέρη για το ζήτημα αυτό.
Ξαφνικά, ο γέρος που καθόταν στη μέση χαμογέλασε ανεπαίσθητα και το αγόρι ηρέμησε. Ο γέρος δεν είχε λάβει μέρος στη συζήτηση και δεν είχε πει λέξη μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αλλά το αγόρι είχε πια συνηθίσει τη Γλώσσα του Κόσμου και αισθάνθηκε ένα κύμα ειρήνης να απλώνεται στη σκηνή. Το ένστικτό του του έλεγε ότι είχε κάνει καλά που είχε έρθει.
Η συζήτηση σταμάτησε. Έμειναν όλοι σιωπηλοί για λίγο περιμένοντας το γέρο να μιλήσει. Στη συνέχεια, εκείνος στράφηκε προς το αγόρι: αυτή τη φορά το πρόσωπό του έδειχνε ψυχρό και απόμακρο.
- Πριν από δυο χιλιάδες χρόνια, σε μια μακρινή χώρα, πέταξαν σ' ένα πηγάδι και πούλησαν σαν σκλάβο έναν άνθρωπο που πίστευε στα όνειρα, είπε ο γέρος. Οι δικοί μας έμποροι τον αγόρασαν και τον έφεραν στην Αίγυπτο. Και όλοι μας ξέρουμε ότι όποιος πιστεύει στα όνειρα ξέρει επίσης να τα ερμηνεύει. «Αν και δεν μπορεί πάντα να τα πραγματοποιήσει», σκέφτηκε το αγόρι, φέρνοντας στο νου του τη γριά τσιγγάνα.
- Εξαιτίας των ονείρων του φαραώ με τις ισχνές και τις παχιές αγελάδες, αυτός ο άνθρωπος έσωσε την Αίγυπτο από την πείνα. Το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Ήταν κι αυτός ξένος σε ξένη χώρα, όπως κι εσύ, και είχε περίπου την ίδια ηλικία με σένα. Η σιωπή συνεχίστηκε. Τα μάτια του γέρου παρέμεναν ψυχρά.
- Ακολουθούμε πάντα την παράδοση. Η παράδοση έσωσε την Αίγυπτο από την πείνα εκείνη την εποχή και την έκανε την πιο πλούσια χώρα. Η παράδοση διδάσκει πως πρέπει οι άνθρωποι να διασχίσουν την έρημο και να παντρέψουν τις κόρες τους. Η παράδοση λέει ότι μια όαση είναι ουδέτερο έδαφος, γιατί και τα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα έχουν οάσεις και είναι ευάλωτες.
Κανείς δεν είπε λέξη ενώ μιλούσε ο γέρος.
- Αλλά η παράδοσή μας λέει επίσης να πιστεύουμε στα μηνύματα της ερήμου. Όσα ξέρουμε μας τα έμαθε η έρημος. Ο γέρος έκανε νόημα και όλοι οι Άραβες σηκώθηκαν. Η συγκέντρωση θα τελείωνε. Έσβησαν τους ναργιλέδες και οι φρουροί στάθηκαν προσοχή. Το αγόρι ετοιμάστηκε να φύγει, αλλά ο γέρος μίλησε ακόμη μια φορά:
- Αύριο θα γίνει παραβίαση μιας συνθήκης, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η οπλοφορία στην όαση. Στη διάρκεια της μέρας θα περιμένουμε τον εχθρό. Όταν ο ήλιος γείρει στον ορίζοντα, οι άντρες θα μου παραδώσουν τα όπλα. Για κάθε δέκα νεκρούς εχθρούς, θα πάρεις ένα χρυσό νόμισμα.
»Παρ' όλα αυτά, δεν επιτρέπεται να βγουν έξω τα όπλα και να μη χρησιμοποιηθούν. Είναι ιδιότροπα σαν την έρημο και, αν αυτό τους γίνει συνήθεια, την επόμενη φορά μπορεί να μην πυροβολήσουν από τεμπελιά. Αν αύριο δε χρησιμοποιηθεί κανένα, ένα τουλάχιστον από αυτά θα στραφεί εναντίον σου.
Η ΟΑΣΗ φωτιζόταν μόνο από την πανσέληνο όταν το αγόρι ξεκίνησε να φύγει. Μέχρι τη σκηνή του, ήταν είκοσι λεπτά δρόμος.
Ήταν τρομαγμένος με όσα είχαν συμβεί. Είχε βυθιστεί στην Ψυχή του Κόσμου και το τίμημα ίσως να ήταν η ζωή του. Ένα μεγάλο στοίχημα. Τα είχε όμως διακινδυνέψει όλα από εκείνη τη μέρα που είχε πουλήσει τα πρόβατά του για να ακολουθήσει τον Προσωπικό του Μύθο. Και, όπως έλεγε ο καμηλιέρης, το να πεθάνεις αύριο είναι εξίσου καλό με το να πεθάνεις οποιαδήποτε άλλη μέρα. Η κάθε μέρα είχε γίνει ή για να τη ζήσουμε ή για να εγκαταλείψουμε τον κόσμο. Τα πάντα κρέμονταν από μια λέξη: Μακτούμπ.
Προχώρησε σιωπηλός. Δε μετάνιωνε. Αν πέθαινε την επομένη, αυτό θα σήμαινε ότι ο Θεός δεν ήθελε να αλλάξει το μέλλον. Αλλά θα πέθαινε αφού είχε διασχίσει το στενό, είχε δουλέψει σ' ένα μαγαζί κρυστάλλων, είχε γνωρίσει τη σιωπή της ερήμου και τα μάτια της Φατιμά. Είχε ζήσει έντονα την καθεμιά από τις μέρες του, από τότε που είχε φύγει από το σπίτι του, εδώ και τόσο καιρό. Αν πέθαινε την επομένη, τα μάτια του θα είχαν δει πιο πολλά πράγματα από τα μάτια άλλων βοσκών και το αγόρι ήταν υπερήφανο γι' αυτό.
Ξαφνικά, άκουσε μια βροντή και μια ριπή του ανέμου τον έριξε κάτω. Ο χώρος γέμισε σκόνη, που σχεδόν έκρυψε το φεγγάρι. Μπροστά του, ένα τεράστιο άσπρο άλογο σηκώθηκε στα πισινά του πόδια μ' ένα τρομακτικό χλιμίντρισμα.
Το αγόρι μόλις και διέκρινε τι γινόταν, αλλά, όταν η σκόνη κατακάθισε κάπως, αισθάνθηκε έναν πρωτόγνωρο τρόμο. Καβάλα στο άλογο καθόταν ένας καβαλάρης ντυμένος στα ολόμαυρα, μ' ένα γεράκι στον αριστερό του ώμο. Φορούσε ένα τουρμπάνι, κι ένα μαντίλι σκέπαζε το πρόσωπό του αφήνοντας ακάλυπτα μόνο τα μάτια. Έμοιαζε να είναι ο απεσταλμένος της ερήμου και ήταν ο πιο επιβλητικός άντρας που το αγόρι είχε δει μέχρι τότε. Ο παράξενος καβαλάρης τράβηξε το γιαταγάνι που ήταν κρεμασμένο από τη σέλα. Το ατσάλι άστραψε στο φεγγαρόφωτο.
- Ποιος τόλμησε να διαβάσει το πέταγμα των γερακιών; ρώτησε με τόσο δυνατή φωνή, που ο αντίλαλός της ακούστηκε ανάμεσα στις πενήντα χιλιάδες φοινικιές της Αλ-Φαγιούμ.
- Εγώ τόλμησα, είπε το αγόρι. Κι αμέσως θυμήθηκε την εικόνα του αγίου Ιακώβου του Ματαμόουρος με το άσπρο άλογο του να ποδοπατάει τους απίστους. Ακριβώς το ίδιο. Μόνο που τώρα οι όροι είχαν αντιστραφεί.
- Εγώ τόλμησα, επανέλαβε το αγόρι και έσκυψε το κεφάλι για να δεχτεί το χτύπημα του σπαθιού. Πολλές ζωές θα σωθούν, γιατί δεν είχατε υπόψη σας την Ψυχή του Κόσμου. Το σπαθί όμως δεν έπεσε με ταχύτητα. Ο ξένος χαμήλωσε το χέρι του σιγά σιγά, ώσπου η άκρη της λεπίδας ν' αγγίξει το μέτωπο του αγοριού. Ήταν τόσο κοφτερή, που βγήκε μια σταγόνα αίμα.
Ο καβαλάρης καθόταν τελείως ακίνητος. Το ίδιο και το αγόρι. Ούτε για μια στιγμή δε σκέφτηκε να ξεφύγει. Μέσα στην καρδιά του μια παράξενη χαρά τον κυρίευε: θα πέθαινε για τον Προσωπικό του Μύθο. Και για τη Φατιμά. Τα σημάδια ήταν αληθινά, λοιπόν. Μπροστά του ήταν ο εχθρός και γι' αυτό δεν έπρεπε να φοβηθεί το θάνατο, γιατί υπήρχε μια Ψυχή του Κόσμου. Σε λίγο θα ήταν μέρος της. Αύριο και ο εχθρός θα ήταν μέρος της.
Ο ξένος όμως απλώς ακουμπούσε το σπαθί στο μέτωπό του.
- Γιατί διάβασες το πέταγμα των πουλιών;
- Διάβασα μόνο αυτά που τα πουλιά ήθελαν να διηγηθούν. Εκείνα θέλουν να σώσουν την όαση κι εσείς θα πεθάνετε. Η όαση έχει περισσότερους άντρες από σας. Το σπαθί εξακολουθούσε ν' ακουμπά στο μέτωπό του.
- Ποιος είσαι εσύ για ν' αλλάξεις τη μοίρα που χάραξε ο Αλάχ;
- Ο Αλάχ δημιουργεί τους στρατούς, δημιουργεί και τα πουλιά. Ο Αλάχ μου έδειξε τη γλώσσα των πουλιών. Όλα γράφτηκαν από το ίδιο Χέρι, είπε το αγόρι, ενώ στο μυαλό του γύρισαν τα λόγια του καμηλιέρη. Τελικά, ο ξένος απομάκρυνε το σπαθί από το κεφάλι του. Το αγόρι αισθάνθηκε μια κάποια ανακούφιση. Δεν μπορούσε όμως να ξεφύγει.
- Προσοχή με τις μαντείες, είπε ο ξένος. Όταν τα πράγματα είναι γραμμένα, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να τα αποφεύγεις. -Είδα μόνο ένα στρατό, είπε το αγόρι. Δεν είδα την έκβαση καμιάς μάχης. Ο καβαλάρης φάνηκε ικανοποιημένος με την απάντηση. Εξακολουθούσε όμως να κρατά το σπαθί στο χέρι.
- Τι γυρεύει ένας ξένος σε ξένη χώρα;
- Ψάχνω για τον Προσωπικό μου Μύθο. Κάτι που ποτέ δε θα καταλάβεις. Ο καβαλάρης ξαναέβαλε το σπαθί στη θήκη και το γεράκι στον ώμο του έβγαλε μια παράξενη κραυγή. Το αγόρι άρχισε να χαλαρώνει.
- Έπρεπε να δοκιμάσω το θάρρος σου, είπε ο ξένος. Το θάρρος είναι το πιο σημαντικό χάρισμα για όποιον ψάχνει τη Γλώσσα του Κόσμου. Το αγόρι ξαφνιάστηκε. Εκείνος ο άνθρωπος μιλούσε για πράγματα γνωστά σε λίγους μόνο ανθρώπους.
- Ποτέ δεν πρέπει να χαλαρώνει κανείς, έστω και αν έχει φτάσει τόσο μακριά, συνέχισε. Πρέπει ν' αγαπά κανείς την έρημο, ποτέ όμως να μην της έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Γιατί η έρημος είναι μια δοκιμασία για όλους τους ανθρώπους: ελέγχει το κάθε βήμα και σκοτώνει τον αφηρημένο. Αυτά τα λόγια τού θύμιζαν εκείνα του γέρου βασιλιά.
- Αν οι πολεμιστές έρθουν και ακόμη έχεις το κεφάλι σου πάνω στους ώμους, μετά τη δύση του ήλιου, αναζήτησε με, είπε ο ξένος. Το ίδιο χέρι που είχε κρατήσει το σπαθί έσεισε ένα μαστίγιο. Το άλογο ξανασηκώθηκε στα πισινά του πόδια προκαλώντας ένα σύννεφο σκόνης.
-Πού μένετε; φώναξε το αγόρι καθώς ο καβαλάρης απομακρυνόταν. Το χέρι με το μαστίγιο έδειξε προς το νότο.
Το αγόρι είχε βρει τον αλχημιστή.
ΤΟ ΠΡΩΙ της επομένης, δυο χιλιάδες ένοπλοι βρίσκονταν κρυμμένοι ανάμεσα στις φοινικιές της Αλ-Φαγιούμ. Πριν φτάσει ο ήλιος στο ζενίθ, πεντακόσιοι πολεμιστές εμφανίστηκαν στον ορίζοντα. Οι καβαλάρηδες μπήκαν στην όαση από τη βόρεια πλευρά· έδιναν την εντύπωση μιας ειρηνικής αποστολής, αλλά κάτω από τους άσπρους μανδύες τους είχαν κρυμμένα τα όπλα τους. Όταν έφτασαν κοντά στη μεγάλη σκηνή, στο κέντρο της Αλ-Φαγιούμ, έβγαλαν τα γιαταγάνια και τα τουφέκια τους. Και επιτέθηκαν σε μια άδεια σκηνή.
Οι άντρες της όασης περικύκλωσαν τους καβαλάρηδες της ερήμου. Σε μισή ώρα τετρακόσια ενενήντα εννιά πτώματα κείτονταν στο έδαφος. Τα παιδιά βρίσκονταν στην άλλη άκρη του φοινικοδάσους και δεν αντιλήφθηκαν τίποτε. Οι γυναίκες προσεύχονταν στις σκηνές για τους άντρες τους, δεν είδαν κι εκείνες τίποτε. Αν δεν υπήρχαν τα σώματα των νεκρών, η όαση θα φαινόταν ότι ζει μια κανονική μέρα.
Μόνο ένας πολεμιστής έμεινε ζωντανός, ο επικεφαλής του αποσπάσματος. Το απόγευμα τον οδήγησαν στους αρχηγούς των φυλών, οι οποίοι τον ρώτησαν γιατί είχε παραβιάσει την παράδοση. Ο επικεφαλής απάντησε ότι οι άντρες του ήταν πεινασμένοι και διψασμένοι, εξαντλημένοι έπειτα από τόσες μέρες μάχης: γι' αυτό είχαν αποφασίσει να εισβάλουν σε μια όαση για να μπορέσουν να συνεχίσουν τον πόλεμο.
Ο αρχηγός της φυλής είπε ότι λυπόταν για τους πολεμιστές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιτρεπόταν να παραβιάζεται η παράδοση. Το μόνο πράγμα που άλλαζε στην έρημο ήταν οι αμμόλοφοι, όταν φυσούσε ο άνεμος.
Στη συνέχεια καταδίκασε τον επικεφαλής σε έναν ατιμωτικό θάνατο. Αντί να τον σκοτώσουν μ' ένα σπαθί ή με μια σφαίρα τουφεκιού, τον απαγχόνισαν από μια φοινικιά. Το πτώμα του κουνιόταν πέρα δώθε στον άνεμο της ερήμου.
Ο αρχηγός της φυλής κάλεσε τον ξένο και του έδωσε πενήντα χρυσά νομίσματα. Μετά του υπενθύμισε ξανά την ιστορία του Ιωσήφ της Αιγύπτου και τον παρακάλεσε να γίνει σύμβουλος της όασης.