59. Μια μικρή τελετή στο δάσος
A|small|ceremony||forest
59. Eine kleine Zeremonie im Wald
59. A small ceremony in the forest
59. Una pequeña ceremonia en el bosque
59. Mała ceremonia w lesie
59. Uma pequena cerimónia na floresta
Είναι η πρώτη φορά σήμερα που ήρθε να δει τα παιδιά ο δασάρχης.
||first||today||came||||the children||forest ranger
This is the first time today that the forester came to see the children.
Ο δασοφύλακας που τον ακολουθούσε του κράτησε τ' άλογό του.
|forest ranger|||following him||held||his horse|
The ranger who was following him held his horse.
Ο δασάρχης κατέβηκε και κοίταξε τις καλύβες.
|forest ranger|went down||looked at||the huts
The forester came down and looked at the huts.
Την πρωινή αυτή ώρα τα παιδιά είχαν τις καθημερινές εργασίες.
|morning|||||||daily|assignments
During this morning hour the children had their daily tasks.
Ο μάγειρας φορούσε την ποδιά του και μαγείρευε· άλλα κοίταζαν τη φωτιά· άλλα σάρωναν το χώμα με μεγάλες σκούπες από φρύγανα.
|the cook|was wearing||apron|||was cooking|others|were looking||||were sweeping||the ground|||brooms of brushwood||brushwood
The cook wore his apron and cooked; others looked at the fire; others swept the earth with large brooms made of toadstools.
Σ' ένα δέντρο από κάτω ο Λάμπρος κι ο Δημητράκης ήταν σκυμμένοι στο βιβλίο.
||tree||under||Lambros|||||bent over||
In a tree below Lambros and Dimitrakis were bent over the book.
Ο Φουντούλης καθόταν και τους άκουγε· ήταν τώρα καλά.
|Fountoulis|was sitting|||was listening|||
Hazel sat listening to them; he was now well.
Ο Μαθιός κι ο Γιώργος, καθισμένοι, μπάλωναν το ρούχο τους.
|||||sitting|patched||clothing|
Mathios and George, sitting down, were mending their clothes.
Έλειπαν δέκα παιδιά, που είχαν πάει για λουτρό στη Ρούμελη.
were missing|||||||bathing||Rumelia
Ten children were missing, who had gone for a bath in Roumeli.
Όλα τ' άλλα δούλευαν στις καλύβες.
|||were working||huts
All the others worked in the huts.
—Μα εδώ είναι πόλη!
|but here||city
-But this is a city!
είπε ο δασάρχης.
||forest ranger
the forester said.
---
Τα παιδιά τον χαιρέτησαν και στάθηκαν εμπρός του.
|||greeted him||stood|in front of|
The children greeted him and stood before him.
—Ήρθα να σας δω, τους είπε.
I came|||||
-"I came to see you," he said to them.
Είχα περιέργεια να σας δω.
I had|curiosity|||
I was curious to see you.
Ποιος είναι ο αρχηγός σας;
Who is your leader?
Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον Αντρέα.
|turned||looked at||
Everyone turned and looked at Andrea.
Εκείνος δε μιλούσε.
he||was speaking
He did not speak.
Ο δασάρχης κρατούσε ένα ωραίο κουτί με βυσσινί χρώμα.
|forest ranger|was holding||nice|||cherry color|color
The forester was holding a nice crimson box.
Από το κουτί έβγαλε ένα λαμπερό άσπρο μετάλλιο.
|||took out||shiny|white|medal
From the box he pulled out a shiny white medal.
—Η τάξη σας, είπε, πήρε το μετάλλιο της δασικής προστασίας.
|class|||won||||forest conservation|protection
-Your class, he said, got the forest protection medal.
Το κράτος μ' έστειλε να σας το δώσω.
|the state||sent||||give
The state sent me to give it to you.
Αυτό θα το κρεμάσετε στο σχολείο και θα μείνει πάντα εκεί, για να δείχνει τι κατορθώνουν τα παιδιά όταν θέλουν.
|||hang||school|||will remain|always||||show||achieve||||they want
This will be hung up at school and will always stay there to show what the children achieve when they want to.
Σας αξίζει.
|you deserve
You deserve it.
Λέγοντας αυτά, έδωσε το μετάλλιο στον Αντρέα.
saying||gave||medal||
Having said that, he gave the medal to Andrea.
Εκείνος το έδωσε στ' άλλα παιδιά.
||gave it|||
He gave it to the other children.
Όλα έσκυψαν, το κοίταξαν και το καμάρωναν, όπως ήταν ωραία σκαλισμένο κι έλαμπε.
|they leaned||looked at it|||admired it|as||beautifully|carved||shone
They all bowed down, looked at it and admired it, as it was beautifully carved and shining.
Ρώτησε έπειτα ο δασάρχης για τη ζωή τους εκεί απάνω, για το φαγητό τους, για τον ύπνο τους, για όλα.
asked|then||forest ranger|||life||up there|up there|||food||||sleep|their||everything
Then the forester asked about their life up there, about their food, about their sleeping, about everything.
Πήγε μέσα στις καλύβες, είδε τους δρόμους και τ' άλλα έργα που έκαναν και χάρηκε για την πάστρα και την τάξη που βρήκε.
He went|||huts|he saw||roads||||works||they made||was pleased|||cleanliness|||order||he found
He went into the huts, saw the roads and the other works they were doing and was glad of the pastra and the order he found.
—Μικρά σπιτάκια έχετε, τους είπε, μα δύσκολα βρίσκει κανείς μια τόσο προκομμένη κοινότητα.
|little houses|||||hardly|one finds||||prosperous|community
-You have small houses, he told them, but it is difficult to find such an advanced community.
Έπειτα ανέβηκε στο κόκκινο άλογό του.
Then|he climbed|||horse|
Then he mounted his red horse.
—Σήμερα, παιδιά, είπε, θα πάω για υπηρεσία στο δάσος.
Today||||I will go||service||
-Today, he said, he said, I'm going on duty in the forest.
Αύριο θα ξανάρθω και θα σας οδηγήσω ψηλά στο νεροπρίονο.
Tomorrow||I will return||||I will guide|up high|to the|water saw
Tomorrow I'll come back and lead you up to the water-saw.
Εκεί θα δείτε αληθινά τι μας δίνει το δάσος.
||you will see|truly|||||forest
There you will truly see what the forest gives us.
Θέλετε;
you want
Do you want?
—Ναι, ναι, ναι!
φώναξαν όλοι μ' ενθουσιασμό.
shouted|everyone||enthusiasm
they all shouted enthusiastically.