77. Ο Γεροθανάσης φοβάται μη δακρύσει
||fears||he cries
77. Der alte Mann hat Angst zu weinen
77. The old man is afraid to weep
77. El viejo tiene miedo de llorar
77. Le vieil homme a peur de pleurer
77. Stary człowiek boi się płakać
77. O velho tem medo de chorar
Ο Γεροθανάσης περπατάει έξω από την καλύβα του μιλώντας με τον Αντρέα, τον Φάνη και τον Δήμο.
||walks|outside|||hut||talking||||||||
Φαίνεται πως έχουν σοβαρή κουβέντα.
it seems|that|they have|serious|conversation
Ο Γεροθανάσης έχει κατεβάσει τα κάτασπρα χοντρά φρύδια του.
|||lowered||snow-white|thick|eyebrows|
Το γαλανό μάτι του φαίνεται αγριεμένο.
|blue|eye||seems|wild
—Τι λέτε, παιδιά μου; φωνάζει.
|you say|children||is calling
Τ' είν' αυτά που λέτε;
||||you say
—Μα είναι καμωμένος για γράμματα, μπαρμπα-Θανάση.
|he is|made||letters||Thanas
Άφησέ τον.
leave|him
—Να πάρει τα μάτια του δηλαδή και να φύγει από ‘δώ το παιδί;
|take||eyes||that is|||leave||||
—Ναι, να πάει σ' όλο το δημοτικό.
||go||||elementary school
—Σ' όλο το δημοτικό; Μα τι; Σοφό θα τον κάμω;
|||elementary||||||make him
---
Για τον Λάμπρο βέβαια μιλούν.
|||surely|they speak
Τα παιδιά θέλουν να τον πάρουν μαζί τους στο σχολείο, να καθίσει χρόνια και να μάθει τα γράμματα καλά.
|||||take|||||||for years|||||letters|
Γιατί να μείνει τσοπάνης;
||stay|shepherd
Why should he remain a shepherd?
Ήρθαν και παρακάλεσαν τον παππού του να τον αφήσει.
They came||they asked|||||him|let
They came and begged his grandfather to let him go.
Μα ο παππούς αγρίεψε.
|||got angry
But the grandfather got angry.
Τότε ο Δημητράκης ξετύλιξε το τετράδιο του Λάμπρου.
|||unrolled||||
—Κοίταξε, παππούλη, είπε, πώς έμαθε και γράφει.
|grandpa|||he learned||
Είκοσι πέντε μέρες έχει που άρχισε την άλφα.
twenty|five||||started||
Και όμως, να πού έφτασε!
||||he arrived
—Τ' είν' αυτά; είπε ο παππούς.
Γράμματα;
—Ναι, είναι γράψιμο του Λάμπρου· αυτά εδώ στο τέλος τα έχει γράψει μοναχός του, με το χέρι του και με τον νου του.
||writing|||||||||written|by himself||||hand||||||
—Yes, it is writing by Lampros; what is here at the end has been written alone, by his own hand and his own mind.
---
---
Ο Γεροθανάσης σήκωσε το κεφάλι, διόρθωσε τ' άσπρα φρύδια του και πήρε το τετράδιο στα χέρια.
||lifted|||adjusted|||eyebrows|||||notebook||
Gerothanas lifted his head, fixed his white eyebrows, and took the notebook in his hands.
Το κοίταξε ανάποδα.
|looked at|upside down
Από σεβασμό όμως τα παιδιά έκαναν πως δεν το κατάλαβαν.
|respect||||pretended||||understood
Ώρα πολλή το κοίταζε.
time|||
For a long time, he was looking at it.
Και θαύμαζε από μέσα του πως έχει εγγόνι που κατόρθωσε να βάλει όλα εκείνα τα γράμματα στη γραμμή.
|he marveled||inside||||grandchild||managed||put|all|those||letters||line
And he marveled inside himself how he had a grandchild who managed to put all those letters in line.
—Τι λέει εδώ; ρώτησε.
—What does it say here? he asked.
Ο Δημητράκης πήρε το τετράδιο και του διάβασε αυτά τα λόγια, που ο Λάμπρος τα είχε γράψει μόνος του με γράμματα μεγάλα ίσα με φασόλια.
|Dimitrakis|took||notebook|||read|||words|||||had|written|by himself|||letters|big|equal||beans
—Την Κυριακή παντρέψαμε την Αφρόδω μας με τραγούδια και βιολιά· και τη δώσαμε του Γιάννη απ' το Περιστέρι· και μας φίλησε κι έφυγε.
|Sunday|we married||Aphrodite|||songs||violins|||we gave her||Giannis|||Peristeri|||kissed||left
—On Sunday we married our Aphrodite with songs and violins; and we gave her to Giannis from Peristeri; and she kissed us and left.
Ο Γεροθανάσης δεν ήθελε να μιλήσει άλλο.
Old Thanasis did not want to speak any further.
—Να πάτε τώρα στο καλό, παιδιά, είπε, θα τα πω με τον κυρ Στέφανο.
|go|now||good||||it|say||||
—You should go now, kids, he said, I will talk to Mr. Stefanos.
Να τος, έρχεται.
|him|he is coming
Here he comes.
---
---
Τα τρία παιδιά έφυγαν.
The three children left.
Ο κυρ Στέφανος, που ήρθε, είχε κι αυτός την ίδια ιδέα.
||||came||||||idea
Mr. Stefan, who came, also had the same idea.
—Μια που το εγγόνι σου παίρνει έτσι τα γράμματα, είπε, κι έχει όρεξη γι' αυτά, πρέπει να τ' αποφασίσεις.
|||grandchild||takes|like this||letters|||he has|appetite||them|you must|||decide
—Now that your grandson is taking the letters like that, he said, and has a desire for them, you must decide.
Εκεί κάτω θα τον προσέχουμε όλοι τον Λάμπρο.
|down|||we will take care of|everyone||
Down there, we will all take care of Lambros.
Στείλε τον στο σκολειό, πέντε, δέκα χρόνια, να μάθει να γράφει, να λογαριάζει, να διαβάζει τα βιβλία.
send|||school|five||years||learn||write||calculate||read||
Send him to school for five or ten years to learn to write, to calculate, to read books.
Τι θα κερδίσεις μ' έναν τσοπάνη παραπάνω;
||gain|||shepherd|more
What will you gain with one more shepherd?
—Το σωστό είναι σωστό, είπε ο Γεροθανάσης.
|correct||correct|||
- The right is right, said Gerothanas.
Εδώ απάνω θα μείνει βλάχος σαν εμάς.
|||stay|a villager||us
Up here, a villager will remain like us.
Καλό ήταν να βγάλουν και τα Θανασαίικα έναν γραμματικό... Μα το βρίσκεις πάλι σωστό, κυρ Στέφανε, να μου φύγουν δύο εγγόνια σε μια βδομάδα;
|||take out|||Thanasa family||grammarian|||find|again|right||Stephen|||leave||grandchildren|||week
It would have been good for the Thanasaeika to produce a scholar... But do you find it right, Mr. Stefanos, that I lost two grandchildren in a week?
Και το γαλανό μάτι του φάνηκε σαν να θόλωσε.
||blue||of the|seemed|||blurred
And his blue eye seemed like it had clouded over.
Ο Γεροθανάσης συνηθίζει να λέει πως ο άντρας πρέπει ν' αρπάζει τη λύπη του καθώς το αγριεμένο άλογο· απ' το γκέμι.
||usually||||||||grab||sorrow||like||wild||||gallop
Old Thanasis is accustomed to saying that a man must seize his sorrow like a wild horse; by the reins.
Λοιπόν, τώρα δα τινάχτηκε λίγο από τον φόβο του, μην πάρει την ντροπή και δακρύσει.
||just|jumped||||fear|||take||shame||cry
So, just now he shook off a bit of his fear, so that he wouldn't feel shame and start to cry.