×

我們使用cookies幫助改善LingQ。通過流覽本網站,表示你同意我們的 cookie 政策.


image

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ «ΖΕΚ-18376» π. Αρσένιος, 20. Ο Σέριι

20. Ο Σέριι

Ο Σέριι αρρώστησε βαρειά. Είχε φρικτούς πόνους στην κοιλιακή χώρα. Μετά τις καθιερωμένες ασπιρίνες, που δεν έφεραν αποτέλεσμα, οι γιατροί του έδωσαν ρεβέντι (ρίζα του φυτού ρήου). Και αυτό αποδείχθηκε ανώφελο. Τον εξέτασαν καλύτερα. Μα τα μέσα πού διέθεταν ήταν ανεπαρκή. Πώς να κάνουν ορθή διάγνωση? Τελικά είπαν ότι είχε καρκίνο στο συκώτι σε προχωρημένο στάδιο. Παρουσίαζε ήδη μεταστάσεις.

Στο νοσοκομείο δεν τον πήραν. Φάρμακα δεν του ξανάδωσαν.Μήτε ασχολήθηκαν πιά μαζί του. Τον είχαν ξεγραμμένο.

Ο Σέριι πέθαινε βασανιστικά. Ενώ βογγούσε από τους πόνους, ήταν αναγκασμένος να μετακινείται, να πηγαίνει στο αποχωρητήριο,να βγαίνει έξω για επιθεώρηση.

Ο π. Αρσένιος τον περιποιόταν υπομονετικά. Προσπαθούσε να τον παρηγορήσει και να τον ανακουφίσει με κάθε δυνατό τρόπο. Πώς όμως να μαλακώσει τους αβάσταχτους πόνους του? Πήγαινε στους γιατρούς και παρακαλούσε να του δώσουν αναλγητικά φάρμακα, αλλά τον έδιωχναν με σκαιότητα.

Ο Σέριι ήταν κακιωμένος με όλους, δεν ήθελε επαφές και κουβέντες ούτε με τους παλιούς του φίλους. Μόνο τον π. Αρσένιο δεχόταν κοντά του. Περίμενε με λαχτάρα την ώρα πού θα ερχόταν, θα καθόταν στην άκρη του κρεβατιού του και θα τον άκουγε να μιλάει για την ζωή του. Τότε ξεχνούσε λίγο τους πόνους του.

Δυό μέρες πριν από το θάνατό του άνοιξε στον παππούλη την καρδιά του.

Πεθαίνω τόσο σκληρά, γιατί έκανα πολλά κακουργήματα, είπε βαριαναστενάζοντας. πολλούς ανθρώπους έφαγα, μεγάλες συμφορές προκάλεσα. Πήρα στραβά τη ζωή απ' την αρχή… δεν έχω την διάθεση μήτε και τη δυνατότητα να μετανοήσω. Είναι τόσα πολλά, άλλωστε, τ' ανομήματά μου… μα και ποιός να με συγχωρέσει? Οι άνθρωποι πού έβλαψα, όσοι ζούν? Για ποιό λόγο? Ή μήπως ο Θεός, στον οποίο δεν πολυπιστεύω?

Από παπαδοσόι είμαι. Ο πατέρας μου ήταν διάκος. Μα δεν πίστευε στον Θεό! Διακονούσε στην εκκλησία για τα λεφτά, σαν επαγγελματίας. Ερχόταν στο σπίτι μετά τα μυστήρια και μετρούσε τα κέρδη. Μ' έστελνε να του αγοράζω βότκα. Μεθούσε. Γελούσε με τα ‘'κορόιδα'', τους πιστούς, πού του γέμιζαν τις τσέπες. Έβριζε και χλεύαζε τα θεία. Μας διηγόταν χωρίς ντροπή, πώς εξαφάνιζε τα χρήματα του δίσκου ή πώς χαριεντιζόταν με μιάν αδιάντροπη γυναίκα.

Μεγάλωσα μέσα στην απιστία, την ανηθικότητα, την υποκρισία. Δεν πίστεψα ποτέ στο Θεό. Κι εκείνους πού πίστευαν, τους θεωρούσα ανόητους, αφελείς – μια πεποίθηση πού κλονίστηκε μέσα μου μονάχα όταν γνώρισα εσάς, όταν είδα τι σημαίνει αληθινός χριστιανός.

Τέλειωσα κι εγώ μια ιερατική σχολή. Χά!… για να γίνω σαν τον πατέρα μου! Τελικά όμως ακολούθησα άλλη ‘'καριέρα''. Από τα χρόνια των σπουδών μου άρχισα να κλέβω. Όσα άρπαζα, τα ξόδευα στο πιοτό και στις γυναίκες του δρόμου. Βρέθηκα καναδυό φορές στη φυλακή, μα κατόρθωσα να το σκάσω.

Μετά ήρθε η επανάσταση – αναρχία, ληστείες, όργια… ‘δεν υπάρχει Θεός!' – σφάζε, καίγε,κατάστρεφε…

Έγινα αρχηγός μιας μικρής συμμορίας. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή δεν σκοτώναμε, μόνο ληστεύαμε. Κάποτε όμως βρεθήκαμε σε κίνδυνο. Αναγκαστήκαμε να χύσουμε ανθρώπινο αίμα. Από κει και πέρα δεν υπήρχε φραγμός. Είναι να μη κάνεις το πρώτο φονικό. Μετά… μετά πιά πού να σταματήσεις?

Μέσα σ' όλα αυτά, πώς να συλλογιστώ το Θεό? Για να πω την αλήθεια, δεν ήθελα να Τον συλλογιστώ. Αυτό το έκανα μόνο όταν σας συνάντησα στο στρατόπεδο. Αναρωτήθηκα μήπως είχατε χάσει τα λογικά σας – πώς να καταλάβω και πώς να εξηγήσω τόση αυτοθυσία, τόση αγάπη για τους ανθρώπους? – ή μήπως αποβλέπατε σε κάποιο κέρδος. Όσο όμως περνούσε ο καιρός, δεν μπορούσα παρά να παραδεχθώ την ειλικρίνεια της πίστεώς σας στο Θεό και της αγάπης σας στο συνάνθρωπο. Από την άλλη μεριά, είδα πώς αλλοιώσατε τις ψυχές ενός εγκληματία, σαν το φίλο μου τον Σαζίκωφ, και ενός άθεου μαρξιστή, σαν τον Αφσένκωφ.

Ναι, έχετε κάποια δύναμη ανώτερη, υπερφυσική, κάποια δύναμη πού παίρνετε από το Θεό για την καλοσύνη σας, ναι,πρέπει να υπάρχει ο Θεός… όταν ήμουνα μικρό παιδί και βοηθούσα τους ιερείς στην εκκλησία, έβλεπα τόσο κόσμο εκεί. Δεν μπορεί να πήγαιναν χωρίς λόγο, ούτε, βέβαια, ήταν όλοι τους κουτοί ή αγράμματοι.

Για μένα πάντως, π. Αρσένιε, κάθε δρόμος προς το Θεό έχει πιά κλείσει. Πεθαίνω… ποτέ δεν φοβήθηκα το θάνατο. Ωστόσο, τώρα νιώθω πώς είναι κάτι φοβερό!

Πριν φύγω απ' τη ζωή, θέλω να σας μιλήσω για δυό περιστατικά,για δυό φόνους πού έκανα… κάποτε ήθελα να εξομολογηθώ, να σας αποκαλύψω όλα μου τα εγκλήματα. Όταν όμως τ' αναλογίστηκα, όταν λίγο μόνο συναισθάνθηκα το πλήθος και τη βαρύτητά τους, θεώρησα πώς θα' ταν άσκοπο. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Να επανορθώσω δεν μπορώ. Και η πέτρινη καρδιά μου δεν λυπάται. Τι νόημα θα είχε λοιπόν η εξομολόγηση?… μόνο δυό γεγονότα, όπως είπα, θα σας αναφέρω, γιατί χρόνια τώρα έρχονται και ξανάρχονται μπροστά στα μάτια μου. Τα βλέπω ακόμα και στα όνειρά μου. Δεν μπορώ να τα ξεχάσω, δεν μπορώ να ησυχάσω…

Το 1930… ένα παλληκαράκι δεκαεφτά μόλις χρονών… το κάρφωσα χωρίς λόγο. Έτσι, για γούστο! Κυλιόταν στα πόδια μου. Ικέτευε.Έκλαιγε. Μα εγώ ήθελα να κάνω τον καμπόσο στη συμμορία μου, να τους δείξω πώς δεν υπολογίζω την ανθρώπινη ζωή. Το' φαγα το παιδί. Και από τότε, μόλις κλείσω τα μάτια, παρουσιάζεται μπροστά μου κλαμένος και ματωμένος…

Μια γυναίκα πάλι… χρόνια με ταλαιπωρεί κι αυτή. Πρώτα την έβλεπα δυό-τρεις φορές την εβδομάδα, τώρα τη βλέπω κάθε μέρα… το 1920 μπήκαμε σ' ένα διαμέρισμα, στην Μόσχα, για να το ληστέψουμε. Οι νοικοκυραίοι έλειπαν στη δουλειά, το ξέραμε. Μα βρέθηκε αναπάντεχα εκεί η αδελφή της οικοδέσποινας. Μας είδε, κατάλαβε, έτρεξε πανικόβλητη μέσα σ' ένα δωμάτιο. Την κλειδώσαμε και αρχίσαμε να γδύνουμε το διαμέρισμα. Υπήρχαν πολλά πολύτιμα πράγματα. Πολλά χρυσαφικά. Μαζέψαμε όσα μπορούσαμε να σηκώσουμε και ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Μα έπρεπε πρώτα να βγάλουμε απ' τη μέση τη γυναίκα. Μας είχε δει, ίσως αργότερα θα μας αναγνώριζε, δεν υπήρχε άλλη λύση. Τα παιδιά ήταν δισταχτικά, μουδιασμένα… αποφάσισα να καθαρίσω ο ίδιος. Άνοιξα την πόρτα. Με κοίταξε – μάτια μεγάλα, τρομαγμένα… κατάλαβε τι την περίμενε. Την πλησίασα. Με χτύπησε στο πρόσωπο και τσίριξε: ‘Είσαι θηρίο, όχι άνθρωπος! Θηρίο! Τέλειωνε γρήγορα!' έβγαλα το μαχαίρι. Στάθηκε ακίνητη, κολλημένη στον τοίχο. Περίμενε το χτύπημα. Για μερικά δευτερόλεπτα δίστασα, τη λυπήθηκα. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε τις εικόνες, πού ήταν σε μια γωνιά. Σταυροκοπήθηκε κάμποσες φορές και ψέλλισε: ‘τέλειωνε… μαζί μου είναι ο Θεός. Παναγιά μου, μη μ' αφήσεις!' κάρφωσα το μαχαίρι δυό φορές κάτω απ' το στήθος της. Γλύστρησε αργά πάνω στον τοίχο, κάνοντας για τελευταία φορά το σταυρό της, κι έπεσε στο πάτωμα μ' ένα άψυχο ‘Κύριε ελέησον'. Και τώρα… τώρα τη βλέπω κι εκείνη συνέχεια μπροστά μου''.

Ο π. Αρσένιος άκουγε σιωπηλός. Άκουγε και προσευχόταν μυστικά. Ωστόσο, οι φρικτές λεπτομέρειες των εγκλημάτων πού περιέγραφε ο ετοιμοθάνατος, τον έκαναν ν' ανατριχιάζει.

Ο γερο-Σέριι πέθαινε οδυνηρά. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο. Από τους πόνους άραγε? Ή μήπως από το μίσος για τους ζωντανούς? Έμεινε έτσι και μετά το θάνατό του: αγριωπό μα και πονεμένο, απειλητικό μα και απελπισμένο…

20. Ο Σέριι 20. Jerez

Ο Σέριι αρρώστησε βαρειά. Είχε φρικτούς πόνους στην κοιλιακή χώρα. Μετά τις καθιερωμένες ασπιρίνες, που δεν έφεραν αποτέλεσμα, οι γιατροί του έδωσαν ρεβέντι (ρίζα του φυτού ρήου). Και αυτό αποδείχθηκε ανώφελο. Τον εξέτασαν καλύτερα. Μα τα μέσα πού διέθεταν ήταν ανεπαρκή. Πώς να κάνουν ορθή διάγνωση? Τελικά είπαν ότι είχε καρκίνο στο συκώτι σε προχωρημένο στάδιο. Παρουσίαζε ήδη μεταστάσεις.

Στο νοσοκομείο δεν τον πήραν. Φάρμακα δεν του ξανάδωσαν.Μήτε ασχολήθηκαν πιά μαζί του. Τον είχαν ξεγραμμένο.

Ο Σέριι πέθαινε βασανιστικά. Ενώ βογγούσε από τους πόνους, ήταν αναγκασμένος να μετακινείται, να πηγαίνει στο αποχωρητήριο,να βγαίνει έξω για επιθεώρηση.

Ο π. Αρσένιος τον περιποιόταν υπομονετικά. Προσπαθούσε να τον παρηγορήσει και να τον ανακουφίσει με κάθε δυνατό τρόπο. Πώς όμως να μαλακώσει τους αβάσταχτους πόνους του? Πήγαινε στους γιατρούς και παρακαλούσε να του δώσουν αναλγητικά φάρμακα, αλλά τον έδιωχναν με σκαιότητα.

Ο Σέριι ήταν κακιωμένος με όλους, δεν ήθελε επαφές και κουβέντες ούτε με τους παλιούς του φίλους. Μόνο τον π. Αρσένιο δεχόταν κοντά του. Περίμενε με λαχτάρα την ώρα πού θα ερχόταν, θα καθόταν στην άκρη του κρεβατιού του και θα τον άκουγε να μιλάει για την ζωή του. Τότε ξεχνούσε λίγο τους πόνους του.

Δυό μέρες πριν από το θάνατό του άνοιξε στον παππούλη την καρδιά του.

Πεθαίνω τόσο σκληρά, γιατί έκανα πολλά κακουργήματα, είπε βαριαναστενάζοντας. πολλούς ανθρώπους έφαγα, μεγάλες συμφορές προκάλεσα. Πήρα στραβά τη ζωή απ' την αρχή… δεν έχω την διάθεση μήτε και τη δυνατότητα να μετανοήσω. Είναι τόσα πολλά, άλλωστε, τ' ανομήματά μου… μα και ποιός να με συγχωρέσει? Οι άνθρωποι πού έβλαψα, όσοι ζούν? Για ποιό λόγο? Ή μήπως ο Θεός, στον οποίο δεν πολυπιστεύω?

Από παπαδοσόι είμαι. Ο πατέρας μου ήταν διάκος. Μα δεν πίστευε στον Θεό! Διακονούσε στην εκκλησία για τα λεφτά, σαν επαγγελματίας. Ερχόταν στο σπίτι μετά τα μυστήρια και μετρούσε τα κέρδη. Μ' έστελνε να του αγοράζω βότκα. Μεθούσε. Γελούσε με τα ‘'κορόιδα'', τους πιστούς, πού του γέμιζαν τις τσέπες. Έβριζε και χλεύαζε τα θεία. Μας διηγόταν χωρίς ντροπή, πώς εξαφάνιζε τα χρήματα του δίσκου ή πώς χαριεντιζόταν με μιάν αδιάντροπη γυναίκα.

Μεγάλωσα μέσα στην απιστία, την ανηθικότητα, την υποκρισία. Δεν πίστεψα ποτέ στο Θεό. Κι εκείνους πού πίστευαν, τους θεωρούσα ανόητους, αφελείς – μια πεποίθηση πού κλονίστηκε μέσα μου μονάχα όταν γνώρισα εσάς, όταν είδα τι σημαίνει αληθινός χριστιανός.

Τέλειωσα κι εγώ μια ιερατική σχολή. Χά!… για να γίνω σαν τον πατέρα μου! Τελικά όμως ακολούθησα άλλη ‘'καριέρα''. Από τα χρόνια των σπουδών μου άρχισα να κλέβω. Όσα άρπαζα, τα ξόδευα στο πιοτό και στις γυναίκες του δρόμου. Βρέθηκα καναδυό φορές στη φυλακή, μα κατόρθωσα να το σκάσω.

Μετά ήρθε η επανάσταση – αναρχία, ληστείες, όργια… ‘δεν υπάρχει Θεός!' – σφάζε, καίγε,κατάστρεφε…

Έγινα αρχηγός μιας μικρής συμμορίας. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή δεν σκοτώναμε, μόνο ληστεύαμε. Κάποτε όμως βρεθήκαμε σε κίνδυνο. Αναγκαστήκαμε να χύσουμε ανθρώπινο αίμα. Από κει και πέρα δεν υπήρχε φραγμός. Είναι να μη κάνεις το πρώτο φονικό. Μετά… μετά πιά πού να σταματήσεις?

Μέσα σ' όλα αυτά, πώς να συλλογιστώ το Θεό? Για να πω την αλήθεια, δεν ήθελα να Τον συλλογιστώ. Αυτό το έκανα μόνο όταν σας συνάντησα στο στρατόπεδο. Αναρωτήθηκα μήπως είχατε χάσει τα λογικά σας – πώς να καταλάβω και πώς να εξηγήσω τόση αυτοθυσία, τόση αγάπη για τους ανθρώπους? – ή μήπως αποβλέπατε σε κάποιο κέρδος. Όσο όμως περνούσε ο καιρός, δεν μπορούσα παρά να παραδεχθώ την ειλικρίνεια της πίστεώς σας στο Θεό και της αγάπης σας στο συνάνθρωπο. Από την άλλη μεριά, είδα πώς αλλοιώσατε τις ψυχές ενός εγκληματία, σαν το φίλο μου τον Σαζίκωφ, και ενός άθεου μαρξιστή, σαν τον Αφσένκωφ.

Ναι, έχετε κάποια δύναμη ανώτερη, υπερφυσική, κάποια δύναμη πού παίρνετε από το Θεό για την καλοσύνη σας, ναι,πρέπει να υπάρχει ο Θεός… όταν ήμουνα μικρό παιδί και βοηθούσα τους ιερείς στην εκκλησία, έβλεπα τόσο κόσμο εκεί. Δεν μπορεί να πήγαιναν χωρίς λόγο, ούτε, βέβαια, ήταν όλοι τους κουτοί ή αγράμματοι.

Για μένα πάντως, π. Αρσένιε, κάθε δρόμος προς το Θεό έχει πιά κλείσει. Πεθαίνω… ποτέ δεν φοβήθηκα το θάνατο. Ωστόσο, τώρα νιώθω πώς είναι κάτι φοβερό!

Πριν φύγω απ' τη ζωή, θέλω να σας μιλήσω για δυό περιστατικά,για δυό φόνους πού έκανα… κάποτε ήθελα να εξομολογηθώ, να σας αποκαλύψω όλα μου τα εγκλήματα. Όταν όμως τ' αναλογίστηκα, όταν λίγο μόνο συναισθάνθηκα το πλήθος και τη βαρύτητά τους, θεώρησα πώς θα' ταν άσκοπο. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Να επανορθώσω δεν μπορώ. Και η πέτρινη καρδιά μου δεν λυπάται. Τι νόημα θα είχε λοιπόν η εξομολόγηση?… μόνο δυό γεγονότα, όπως είπα, θα σας αναφέρω, γιατί χρόνια τώρα έρχονται και ξανάρχονται μπροστά στα μάτια μου. Τα βλέπω ακόμα και στα όνειρά μου. Δεν μπορώ να τα ξεχάσω, δεν μπορώ να ησυχάσω…

Το 1930… ένα παλληκαράκι δεκαεφτά μόλις χρονών… το κάρφωσα χωρίς λόγο. Έτσι, για γούστο! Κυλιόταν στα πόδια μου. Ικέτευε.Έκλαιγε. Μα εγώ ήθελα να κάνω τον καμπόσο στη συμμορία μου, να τους δείξω πώς δεν υπολογίζω την ανθρώπινη ζωή. Το' φαγα το παιδί. Και από τότε, μόλις κλείσω τα μάτια, παρουσιάζεται μπροστά μου κλαμένος και ματωμένος…

Μια γυναίκα πάλι… χρόνια με ταλαιπωρεί κι αυτή. Πρώτα την έβλεπα δυό-τρεις φορές την εβδομάδα, τώρα τη βλέπω κάθε μέρα… το 1920 μπήκαμε σ' ένα διαμέρισμα, στην Μόσχα, για να το ληστέψουμε. Οι νοικοκυραίοι έλειπαν στη δουλειά, το ξέραμε. Μα βρέθηκε αναπάντεχα εκεί η αδελφή της οικοδέσποινας. Μας είδε, κατάλαβε, έτρεξε πανικόβλητη μέσα σ' ένα δωμάτιο. Την κλειδώσαμε και αρχίσαμε να γδύνουμε το διαμέρισμα. Υπήρχαν πολλά πολύτιμα πράγματα. Πολλά χρυσαφικά. Μαζέψαμε όσα μπορούσαμε να σηκώσουμε και ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Μα έπρεπε πρώτα να βγάλουμε απ' τη μέση τη γυναίκα. Μας είχε δει, ίσως αργότερα θα μας αναγνώριζε, δεν υπήρχε άλλη λύση. Τα παιδιά ήταν δισταχτικά, μουδιασμένα… αποφάσισα να καθαρίσω ο ίδιος. Άνοιξα την πόρτα. Με κοίταξε – μάτια μεγάλα, τρομαγμένα… κατάλαβε τι την περίμενε. Την πλησίασα. Με χτύπησε στο πρόσωπο και τσίριξε: ‘Είσαι θηρίο, όχι άνθρωπος! Θηρίο! Τέλειωνε γρήγορα!' έβγαλα το μαχαίρι. Στάθηκε ακίνητη, κολλημένη στον τοίχο. Περίμενε το χτύπημα. Για μερικά δευτερόλεπτα δίστασα, τη λυπήθηκα. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε τις εικόνες, πού ήταν σε μια γωνιά. Σταυροκοπήθηκε κάμποσες φορές και ψέλλισε: ‘τέλειωνε… μαζί μου είναι ο Θεός. Παναγιά μου, μη μ' αφήσεις!' κάρφωσα το μαχαίρι δυό φορές κάτω απ' το στήθος της. Γλύστρησε αργά πάνω στον τοίχο, κάνοντας για τελευταία φορά το σταυρό της, κι έπεσε στο πάτωμα μ' ένα άψυχο ‘Κύριε ελέησον'. Και τώρα… τώρα τη βλέπω κι εκείνη συνέχεια μπροστά μου''.

Ο π. Αρσένιος άκουγε σιωπηλός. Άκουγε και προσευχόταν μυστικά. Ωστόσο, οι φρικτές λεπτομέρειες των εγκλημάτων πού περιέγραφε ο ετοιμοθάνατος, τον έκαναν ν' ανατριχιάζει.

Ο γερο-Σέριι πέθαινε οδυνηρά. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο. Από τους πόνους άραγε? Ή μήπως από το μίσος για τους ζωντανούς? Έμεινε έτσι και μετά το θάνατό του: αγριωπό μα και πονεμένο, απειλητικό μα και απελπισμένο…