Ζ'. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ (1)
Ζ'. ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
Όταν έφθασαν, μες στην κάψα του μεσημεριού, είδαν την Ειρηνούλα, που από την πόρτα τους έγνεφε να σιμώσουν.
- Το φαγί είναι έτοιμο, είπε χαρούμενη, να μου πείτε αν επέτυχα το γιαχνί.
Ο Βασιλιάς σταμάτησε.
- Εσύ μαγείρεψες; ρώτησε κατσουφιασμένος. Καλά την έχομε σαν το μάθει η Βασίλισσα.
Όλη η χαρά της Ειρηνούλας έσβησε. Μαραμένη ακολούθησε τον πατέρα της.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο, το γιαχνί σερβιρισμένο, τα ποτήρια και τα πιάτα σε καθενός τη θέση.
Ο υπασπιστής Πολύκαρπος έβαλε τα οπωρικά σε μια γαβάθα και τ' ακούμπησε μπρος στη Βασίλισσα - Αχ, τι ωραία σμέουρα και φράουλες! είπε χαρούμενη η Παλάβω. Ποιος βασιλιάς ή μεγιστάνας μας τα έστειλε άραγε;
- Εσύ όλο μεγιστάνες και βασιλιάδες ονειρεύεσαι, είπε με παραξενιά ο Βασιλιάς, που συλλογίζουνταν τα καράβια του και το θείο του το Βασιλιά και το γράμμα του Λαγόκαρδου, και ήταν στις κακές του. Ο χαριστής απέθανε, κυρά μου, και ο γιος του δε χαρίζει.
Η Βασίλισσα τα κρέμασε. Έσπρωξε το πιάτο της πέρα και ακούμπησε στη ράχη της καρέγλας της με μεγαλοπρέπεια.
Μα έξαφνα της μύρισε το γιαχνί και της άνοιξε η όρεξη.
- Πουλιά! Πουλιά με μαρούλια! φώναξε ξεχνώντας κακιώματα και καμώματα. Το αγαπημένο μου φαγί! Μα μπράβο του του μάγειρα που το θυμήθηκε! Φωνάξετε τον γρήγορα. Θα τον διορίσω… τι να τον διορίσω, Βασιλιά μου;
- Περιττό να γυρεύεις τίτλους, είπε απότομα ο Βασιλιάς. Ο μάγειρας δεν το έψησε, ούτε έχομε, φαίνεται, μάγειρα πια Η Ειρηνούλα έβαλε με το νου της να τον αναπληρώσει.
Η Βασίλισσα ξεφώνισε από τη φρίκη της:
- Η κόρη μου! Η κόρη μου μαγείρισσα!
Την έπιασαν πάλι τα νεύρα της, σηκώθηκε από το τραπέζι κι έτρεξε στην κάμαρα της.
Η Ειρηνούλα κοίταξε τον αδελφό της και αντάμωσε τη λυπημένη του ματιά. Κρυφοσκούπισε ένα δάκρυ και κάθησε στο τραπέζι αναστενάζοντας.
Έξαφνα ακούστηκαν κουδουνίσματα που τους ξεκούφαναν.
- Τρεχάτε, είπε ο Βασιλιάς στις παρακόρες, η Βασίλισσα σας φωνάζει.
Σηκώθηκαν αυτές κατσουφιασμένες, ρίχνοντας λαίμαργες ματιές στο γιαχνί.
- Ειρηνούλα, είπε κολακευτικά η μελαχρινή, φύλαξε μου λίγο, να χαρείς τα λαμπρά σου ματάκια!
- Και μένα, είπε η ξανθή.
Μα βαρέθηκε να προσθέσει τίποτε άλλο. Πήγε ως την πόρτα, άφησε την άλλη να περάσει, και τεμπέλικα γύρισε και κάθησε στη θέση της
Τρεχάτη γύρισε η πρώτη παρακόρη.
- Η Βασίλισσα ζητά γιαχνί και κάρδαμα, είπε κάνοντας το μάτι της Πικρόχολης. Να μην ξεχάσομε, λέει, και φράουλες, γιατί τις έχει λαχτάρα.
- Τα νεύρα της Βασίλισσας δε βαστούν μπροστά στο φαγί, είπε με ειρωνεία η Πικρόχολη.
- Σ' αυτό, αποκρίθηκε η Ζήλιω, μοιάζει της αφεντιάς σου… Πριν τελειώσει τη φράση της, το ποτήρι της Πικρόχολης πέταξε από πάνω από το τραπέζι και τη βρήκε στο μέτωπο.
- Στρίγλα! φώναξε η Ζήλιω.
Και σ' ένα λεπτό το τραπέζι έγινε άνω-κάτω, τα πιάτα και τα ποτήρια διέσχιζαν την κάμαρα, και θα 'σπαζαν και τα τελευταία, αν δεν πρόφθαινε το Βασιλόπουλο να σπρώξει τη Ζήλιω στην κάμαρα της και να κλειδώσει την πόρτα. Ύστερα έπιασε και τη μανιασμένη Πικρόχολη και την κλείδωσε σε άλλη κάμαρα.
Ο Βασιλιάς, με το πηρούνι του όρθιο στο χέρι, κοίταζε ατάραχος όλη τη σκηνή.
Σαν έκλεισαν οι δυο πόρτες και ησύχασε πάλι η κάμαρα, πήρε ένα δεύτερο πουλί στο πιάτο του και άρχισε να το τρώγει
- Εσύ δεν τρως; ρώτησε το γιο του, που συλλογισμένος κοίταζε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πάνω από την κονσόλα.
- Συλλογίζομαι, πατέρα, πως πρέπει να κατεβούμε στο σπίτι του Πανουργάκου, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, να σκαλίσομε αμέσως στο κελάρι του και να βρούμε τα πράματα που μας έκλεψε. Πρέπει ευθύς να τα πουλήσουμε, για να μπορέσομε, με τα φλουριά που θα πάρομε, να οπλίσομε το έθνος…
- Α, σε βαρέθηκα πια! Από το πρωί γυρνώ μαζί σου! διέκοψε στενοχωρεμένος ο Βασιλιάς. Άφησε με λιγάκι στην ησυχία μου, δεν ξέρω τι σ' έχει πιάσει! Σηκώθηκε και πήγε και ξαπλώθηκε στο σοφά.
- Πήγαινε συ όπου θέλεις, πρόσθεσε, φθάνει να μ' αφήσεις εμένα στην ησυχία μου. Και γυρίζοντας από τη μέσα μεριά αποκοιμήθηκε.
Από πάνω από την κονσόλα το κρεμασμένο γαϊδουρίσιο κεφάλι εξακολουθούσε να τους κοιτάζει κοροϊδευτικά.
Ωστόσο, στο μαγειριό η Ειρηνούλα και ο υπασπιστής Πολύκαρπος, κουβεντιάζοντας και γελώντας, ξέπλεναν και σκούπιζαν τα ποτήρια και τα πιάτα.
Εκεί τους βρήκε το Βασιλόπουλο.
- Ειρηνούλα, είπε, θα πάγω στη χώρα Έρχεσαι μαζί μου;
Ευθύς παράτησε την ποδιά της και τον ακολούθησε.
- Πάμε στου Πανουργάκου, της είπε.
Και της διηγήθηκε τι έλεγε το γράμμα του Λαγόκαρδου και πόση ανάγκη ήταν να βρεθεί αμέσως ο κλεμμένος θησαυρός, για ν' αγοράσουν όπλα. Κατέβηκαν στη χώρα και πήγαν ίσια στο σπίτι του αρχικαγκελάριου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή.
- Παράξενο! είπε το Βασιλόπουλο. Πώς έφυγε αυτός χθες, χωρίς να κλειδώσει;
Μπήκαν μέσα και γύρισαν όλα τα δωμάτια. Μα δε βρήκαν άλλο παρά μερικά παλιά ξύλινα έπιπλα. Άνοιξαν όλα τα συρτάρια και ντουλάπια, μα ήταν άδεια.
Κοντά στην εξώπορτα η Ειρηνούλα πάτησε κάτι σκληρό Έσκυψε, το σήκωσε, και το έδειξε του αδελφού της.
- Ένα κυπρί, είπε.
Το Βασιλόπουλο το πήρε και το κοίταξε.
- Είναι του Τζοτζέ, αποκρίθηκε. Φαίνεται ακόμα το βασιλικό στέμμα, αν και ξεχρυσωμένο. Τίποτα παράξενο να το βρήκε και να το πήρε ο Πανουργάκος με την ελπίδα πως θα έχει και αυτό αξία. Πάμε τώρα στο κελάρι.
Κατέβηκαν μια στενή πέτρινη σκαλίτσα κι έφθασαν μπροστά σε μικρή σιδερένια πόρτα.
Το Βασιλόπουλο εξέτασε την κλειδαριά με προσοχή.
- Καλά είχε κρυμμένα αυτός τους θησαυρούς του! είπε Θα χρειαστεί να φωνάξομε σιδερά, για ν' ανοίξει τέτοια πόρτα… - Περιττό, είπε η Ειρηνούλα, να και το κλειδί. Και από χάμω μάζεψε ένα κομψό κλειδάκι που χωρούσε σωστά στην κλειδαριά.
- Λες και το έριξε δω επίτηδες, για να το βρούμε πιο εύκολα, πρόσθεσε γελώντας.
- Όπως άφησε και την εξώπορτα ανοιχτή, για να μπούμε μέσα ανεμπόδιστοι. Σαν πολύ εύκολα μου φαίνονται όλα, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο.
Γύρισε το κλειδί, και η πόρτα άνοιξε.
Η κάμαρα όπου μπήκαν τ' αδέλφια ήταν μικρή, με χαμηλή στέγη και χωρίς παράθυρο. Καταγής έκαιε ένα φανάρι, και η τρεμουλιάρικη φλόγα του φώτιζε τους τέσσερεις γυμνούς πέτρινους τοίχους.
Πλάγι στο φανάρι, ένα άδειο ξύλινο σεντούκι έχασκε με το σκέπασμα ανοιχτό.
Το Βασιλόπουλο κοίταξε γύρω του
Χάμω, σε μια γωνιά, κάτι σα ν' άσπριζε. Το σήκωσε και το εξέτασε στο φως του φαναριού.
Ήταν ένα ξεχρυσωμένο μπαστουνάκι με κουκλίστικο κεφάλι στην άκρη, και στολισμένο με κορδέλες και κυπριά.
- Τι βρήκες; ρώτησε η Ειρηνούλα.
- Την υπογραφή του κλέφτη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Με άλλα λόγια, το σκήπτρο του Τζοτζέ. Εφθάσαμε αργά, Ειρηνούλα! Ο θησαυρός χάθηκε!
- Τι λες! φώναξε η αδελφή του.
- Λέγω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, δείχνοντας το παιχνίδι που είχε βρει, πως ετούτο μας εξηγεί γιατί βρήκαμε την εξώπορτα ανοιχτή, το κυπρί καταγής, το κλειδάκι εμπρός στην πόρτα, το φανάρι αναμμένο και το κελάρι αδειανό. Μας εξηγεί και την παρουσία του Τζοτζέ κοντά στο πτώμα του Πανουργάκου. Παλαβός δεν ήταν ο νάνος, αλλά πρέπει να υποψιάζουνταν ή να ήξερε την ύπαρξη του θησαυρού στο κελάρι του αρχικαγκελάριου, και, πρωί-πρωί, την ώρα που πηγαίναμε μεις ανυποψίαστοι να βρούμε φαγί, άλλα κυνηγούσε αυτός Κατέβαινε στο βάραθρο κι έβρισκε το κλειδί εκεί που ήξερε πως είναι, δηλαδή στον κόρφο του πεθαμένου…
Περίλυπη κοίταζε η Ειρηνούλα το σκήπτρο του Τζοτζέ.
- Και τώρα; ρώτησε.
- Τώρα πάμε να ρωτήσομε αν τον είδε κανείς και από πού πήγαινε. Δεν πιστεύω να είναι δυνατόν να τον προφθάσω. Μα θέλω να δοκιμάσω.
Έκλεισαν το κελάρι και βγήκαν έξω.
Αντίκρυ από το σπίτι, στην πόρτα ενός φτωχικού μπακάλικου, ένα παιδί κουρελιασμένο και χλωμό μασούσε λίγο μαύρο ξερό ψωμί.
Το Βασιλόπουλο το σίμωσε και ρώτησε αν ήταν του μαγαζιού.
- Ναι!
αποκρίθηκε το παιδί, είναι το μπακάλικο του θειου μου, και σα λείπει στην ταβέρνα, το φυλάγω εγώ.
- Πες μου, είπε το Βασιλόπουλο, ξέρεις αν σήμερα το πρωί πέρασε από δω ο Τζοτζές του Βασιλιά;
- Ναι!
Ήλθε στο σπίτι του εξοχώτατου κυρ-Πανουργάκου
- Τον είδες να φεύγει; Βαστούσε τίποτα;
- Ναι!
Στον ώμο κρατούσε ένα σακούλι.
- Δεν τον ρώτησες τι είχε μέσα;
- Μπα! Πού να τολμήσω! Και άλλες φορές ήλθε στου κυρ-Πανουργάκου φορτωμένος, μα θύμωνε αν τον ρωτούσες τι είχε στο σακούλι του. Πού να ρωτήσω! Είναι κακός και πονηρός.
- Και πού πήγε; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
Το παιδί έδειξε με το χέρι:
- Γύρισε κατά τον κάμπο. Ήταν βιαστικός κι έτρεχε.
Τ' αδέλφια ευχαρίστησαν κι έφυγαν. - Ώστε αυτός ήταν συνένοχος του Πανουργάκου, είπε το Βασιλόπουλο. Αυτός πρέπει να του κουβαλούσε τα πράματα που λίγα-λίγα τα έκλεβε από το παλάτι.
- Λες να τον προφθάσομε; ρώτησε η Ειρηνούλα
- Ποιος ξέρει;
Πήραν βιαστικά το δρόμο του κάμπου.
- Ωστόσο, δεν έχομε τύχη, είπε μελαγχολικά η Ειρηνούλα. Αν εφθάναμε λίγο νωρίτερα, θα βρίσκαμε το θησαυρό!
- Δεν παραδέχομαι τύχη και ατυχία σε αυτά, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Τύχη έχει εκείνος που ξέρει να κυβερνά τη βάρκα του σε μια φουρτούνα. Αν έχασα το θησαυρό, τον έχασα από λάθος μου… Και ξέρεις τι συλλογίζομαι, Ειρηνούλα; εξακολούθησε αποθαρρυμένος. Πως ποτέ δε θα καταφέρω να εκτελέσω το σκοπό μου, γιατί δεν ξέρω γράμματα! Χθες βράδυ, όταν βρήκα το γράμμα του Λαγόκαρδου, αν ήξερα να διαβάσω, θα τον κυνηγούσα ευθύς, ίσως τον πρόφθαινα. Και τότε θα τον εμπόδιζα να πάγει στους εχθρούς και να προδώσει. Αν ήξερα να διαβάσω, θα ερχόμουν αμέσως στο σπίτι του Πανουργάκου, θα σπούσα την πόρτα του κελαριού και θα έβρισκα το θησαυρό, που μας είναι τόσο αναγκαίος για να ξαναφτιάσουμε και να οπλίσομε στρατό. Τότε πρόφθαινα ακόμα. Ενώ σήμερα, όταν διάβασε ο πατέρας το γράμμα, ήταν πια αργά Ο Λαγόκαρδος ήταν μακριά και το κελάρι άδειο. Και τώρα θα έχει φθάσει ο Λαγόκαρδος στο βασίλειο του θείου Βασιλιάς θα έχει προδώσει. Και ποιος ξέρει τι φουρτούνες θα ξεσπάσουν στο δόλιον τόπο μας, φουρτούνες που μπορούσα να προλάβω αν ήξερα γράμματα!…
Η Ειρηνούλα έριξε τα χέρια της γύρω στο λαιμό του.
- Μη μιλάς έτσι! Μη λυπάσαι τόσο! είπε με δάκρυα στα μάτια. Δε φταις εσύ αν δεν ξέρεις γράμματα!
- Ως τώρα δεν είχα νιώσει ποτέ την ανάγκη να μάθω τίποτα, είπε το Βασιλόπουλο. Περνούσα τις μέρες μου στο δώμα, κοιτάζοντας τον ουρανό και τον κάμπο, ή κατέβαινα και τραβούσα σημάδι με τη σφενδόνα μου, και μόνη μου συλλογή ήταν να ξεφύγω από τους αιώνιους καβγάδες και τις μικροπρέπειες του παλατιού. Μα τώρα, αφότου κατέβηκα από το βουνό μας και πήγα ανάμεσα στους ανθρώπους, βλέπω, νιώθω την ανάγκη να μάθω… Και θα μάθω, εξακολούθησε με δύναμη. Θα πάγω στο δάσκαλο, θα δουλέψω μέρα-νύχτα, και θα μάθω! Αλλιώς δε θα εκτελέσω ποτέ το σκοπό μου.
Κάμποση ώρα πήγαιναν τ' αδέλφια. Παντού μοναξιά Κανέναν άνθρωπο δεν αντάμωσαν, ούτε στα χωράφια, ούτε στα δάση, για να ρωτήσουν από πού είχε περάσει ο Τζοτζές.
Βγαίνοντας από το δάσος, πέρασαν από ένα σπιτάκι μοναχικό. Στην πόρτα κάθουνταν ο νοικοκύρης με το κεφάλι μαντιλοδεμένο, και κάπνιζε το τσιμπούκι του.
Το Βασιλόπουλο τον αναγνώρισε και στάθηκε να τον καλημερίσει.
- Πώς πάγει το κεφάλι, Κακομοιρίδη;
Ο άνθρωπος σηκώθηκε, άρπαξε το χέρι του αγοριού και το φίλησε.
- Η Παναγιά να σ' έχει καλά, παλικάρι μου, είπε συγκινημένος. Δε θα ξεχάσω ποτέ τι σου χρεωστώ.
Και, βλέποντας την Ειρηνούλα, ρώτησε:
- Αδελφή σου είναι η παιδούλα;
- Ναι!
- Ορίστε στο φτωχικό μου λοιπόν, καθήστε να ξεκουραστείτε.
- Δεν έχω καιρό να σταματήσω, είπε το Βασιλόπουλο. Κυνηγώ κάποιον που τρέχει μπροστά μου, και που πρέπει να τον φθάσω
- Αν κυνηγάς κανένα σαν εσένα και μένα, θα τον πρόφθαινες ίσως. Μ' αν κυνηγάς κανέναν παλατιανό, θα έπρεπε να έχεις το άλογο του Τζοτζέ για να τον φθάσεις. - Άλογο; Ο Τζοτζές έχει άλογο; Πού τον είδες;
- Πέρασε από δω την αυγή. Πιλαλούσε το άλογο του σα δαιμονισμένο…
- Μα πού το βρήκε το άλογο; διέκοψε το Βασιλόπουλο.
Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε.
- Οι παλατιανοί όλα τα βρίσκουν, έννοια σου, είπε. Και ο κυρ-Λαγόκαρδος με το άλογο πέρασε χθες τη νύχτα.
- Πήραν τον ίδιο δρόμο;
- Ναι!
Και περνώντας σήμερα, μου φώναξε ο νάνος αν είχα χαιρετίσματα για τον κυρ-Λαγόκαρδο, γιατί θα τον έβλεπε, λέει, γρήγορα.
Και παρατηρώντας το Βασιλόπουλο που έστεκε μαραμένο, με τα χέρια δεμένα:
- Μην κακοκαρδίζεις, παλικάρι μου, εξακολούθησε. Έλα μέσα με την αδελφή σου Του κάκου τον κυνηγάς, δεν τον προφθαίνεις πια!
Σαν μπήκαν λοιπόν στο σπίτι, η κόρη του Κακομοιρίδη έψησε καφέ, τον εσερβίρισε σε σιδερένια κουπάκια, και τον ακούμπησε μπροστά τους, σε σιδερένιο ταψί.
Το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως όλα τα έπιπλα ήταν και αυτά σιδερένια, και ρώτησε γιατί.
- Αμέ, σιδεράς είναι η τέχνη μου, παλικάρι μου, αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης. Μια φορά κι έναν καιρό, εγώ έφτιανα όλα τα σπαθιά, τις σαΐτες και τους θώρακες του βασιλείου, εγώ σκέπαζα με σίδερο και τα τρανά καράβια, που γέμιζαν το ποτάμι και φοβέριζαν τη γειτονιά. Μα πέρασαν τα καλά χρόνια, χάθηκαν τα καράβια, παν και τα όπλα, και καινούρια δεν παραγγέλνει πια το παλάτι, κι έτσι μένουν άχρηστα τα χέρια μου. Όσο σίδερο βρίσκουνταν στην αποθήκη μου, το μεταχειρίστηκα κι έφτιασα τα έπιπλα μου, έτσι για να 'χω δουλειά και να μην κάθομαι. Μα δεν έχω πια σίδερο. Και κάθομαι διπλοχέρης, καπνίζοντας το τσιμπούκι μου, ενώ η κόρη μου πουλά τα κεντήματα της για να φέρει λίγο ψωμί στο σπίτι. Όλα ανάποδα, παλικάρι μου!
Τα μάτια του Βασιλόπουλου αχτινοβολούσαν από καινούριες ελ- πίδες που είχαν γεννηθεί στην καρδιά του.
- Και πρώτα, τον καιρό που παράγγελνε σπαθιά το παλάτι, που αγόραζες το σίδερο; ρώτησε