×

我們使用cookies幫助改善LingQ。通過流覽本網站,表示你同意我們的 cookie 政策.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), III. Ο Ποληκούσκα

III. Ο Ποληκούσκα

Το ίδιο κείνο βράδυ, που η συνέλευση, εκλέγοντας τον κληρωτό, θορυβούσε έξω από το γραφείο, μέσα στο κρυερό σκοτάδι της οκτωβριανής νύχτας που απλωνόταν, ο Ποληκέη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, κοντά στο τραπεζάκι του κι έτριβε με μια χοντρή μποτίλια κάποιο φάρμακο για τα άλογα, που κι αυτός ο ίδιος δεν ήξερε τι ήταν. Στο παρασκεύασμα αυτό έμπαινε και σουμπλιμέ, και θειάφι, και αλάτι Αγγλικό, και κάποιο αγριόχορτο που το μάζευε ταχτικά γιατί φαντάστηκε κάποτε, πως ωφελεί στη δύσπνοια των αλόγων και βρήκε πως δε θα ήταν άσκοπο να τους δίνει και σε άλλες περιπτώσεις.

Τα παιδιά είχανε πια πλαγιάσει: δυο στο πατάρι του φούρνου, δυο πίσω στο κρεβάτι κι ένα μέσα στην κούνια που κοντά καθόταν η Ακουλίνα κι έγνεθε. Στο ξύλινο κηροπήγιο, πάνω στο παράθυρο άναβε κάποιο αποκαΐδι από τα μισοκαμένα κεριά του αρχοντικού κι η Ακουλίνα, για να μη διακόπτει ο άντρας της τη σοβαρή απασχόληση του, σηκωνόταν κάθε λίγο κι έφτιαχνε το φιτίλι του.

Ήταν πολλοί που θεωρούσαν τον Ποληκέη σαν ένα τιποτένιο κτηνίατρο και τιποτένιο άνθρωπο. Κι ήταν κι άλλοι, οι περισσότεροι, που τον θεωρούσαν σαν άνθρωπο κακορίζικο, μα σπουδαίο τεχνίτη στη δουλειά του. Όμως η Ακουλίνα παρ' όλο που συχνά του έμπηγε τις φωνές ξυλοφορτώνοντάς τον σ' επίμετρο, τον θεωρούσε αναμφισβήτητα σαν το πρώτο κτηνίατρο και σαν τον πρώτο άνθρωπο σ' όλο τον κόσμο.

Ο Ποληκέη έριξε κάποια σκόνη στη φούχτα του. (Ζυγαριά δε μεταχειριζόταν ποτέ, και ειρωνευόταν τους Γερμανούς που όλα τα ζύγιζαν. «Τούτο εδώ δεν είναι φαρμακείο», συνήθιζε να λέει). Ανακίνησε τη φούχτα, μα σα να του φάνηκε μικρή η ποσότητα τη δεκαπλασίασε. «Θα τη βάλω όλη. Πιο καλύτερα θα είναι» μονολόγησε δυνατά. Η Ακουλίνα στράφηκε γρήγορα κατά τη φωνή του αρχηγού της οικογένειας, περιμένοντας διαταγές, μα σαν είδε πως δεν αποτεινόταν σ' αυτήν κίνησε τους ώμους της. «Παραμιλάει, ο σκασμένος!» - στοχάστηκε και ξανάπιασε το γνέσιμό της. Το χαρτάκι που περιείχε τη σκόνη, έπεσε κάτω από το τραπέζι. Η Ακουλίνα δεν άφησε να της διαφύγει αυτό.

- Ανιούτκα, φώναξε, κοίτα, του μπαμπά κάτι του έπεσε, κατέβα να του το φτάσεις.

Η Ανιούτκα πρόβαλε τα λιπόσαρκα γυμνά ποδαράκια της κάτω απ' τη ρόμπα που τη σκέπαζε, τρύπωσε σαν το γατάκι κάτω από το τραπέζι κι έφτασε το χαρτί.

- Πάρτο, μπαμπά, είπε και ξαναχώθηκε στο κρεβάτι με τα παγωμένα ποδαράκια της.

- Μη με σπρώχνεις, γκρίνιασε η μικρότερη αδελφή της ψευδίζοντας και με νυσταγμένη φωνή.

- Τώρα θα σας δείξω εγώ! - είπε η Ακουλίνα, και παρευθύς και τα δυο κεφάλια κρύφτηκαν κάτω από τη ρόμπα.

- Τρία ρουβλάκια θα μου δώσει, είπε ο Ποληκέη, βουλώνοντας τη μποτίλια, θα του γιατρέψω το άλογο. Και δεν είναι καθόλου πολλά, πρόσθεσε. Τόση σκοτούρα και τόσο χασομέρια! Ακουλίνα πετάξου μια στιγμή στου Νικήτα σου δώσει καπνό. Αύριο του τον πλερώνω.

Κι ο Ποληκέη έβγαλε μεσ' από την τσέπη του πανταλονιού του μια παλιά πίπα από ξύλο φλαμουριάς μ' ένα κομμάτι βουλοκέρι αντίς για επιστόμιο, κι άρχισε να την ταχτοποιεί.

Η Ακουλίνα παράτησε τ' αδράχτι της και βγήκε, δίχως να σκαλώσει πουθενά, πράγμα που ήταν αρκετά δύσκολο. Τότε ο Ποληκέη άνοιξε το ντουλαπάκι, έβαλε μέσα τη μποτίλια με το φάρμακο, πήρε τη μποτίλια της βότκας και την αναποδογύρισε στο στόμα του. Μα δεν είχε στάλα μέσα. Κατσούφιασε λιγάκι, μα όταν η γυναίκα του έφερε τον καπνό και γέμισε την πίπα του, όταν την άναψε και με την πρώτη ρουφηξιά κάθισε στο κρεβάτι, το πρόσωπό του ακτινοβόλησε από ευχαρίστηση και περηφάνια ανθρώπου που τελείωσε το μόχθο της ημέρας του. Άγνωστο αν σκεφτόταν τάχα πώς αύριο θα άδραχνε τη γλώσσα του αλόγου και θα του έριχνε μέσα κείνο το θαυμαστό φάρμακο, ή πως δεν υπάρχει άρνηση για το χρήσιμο άνθρωπο και να, ο Νικήτα του έστειλε με το πρώτο τον καπνό που ζήτησε.

Το βέβαιο είναι πως κείνη τη στιγμή ήταν κατευχαριστημένος. Ξαφνικά η πόρτα, που κρεμόταν σ' ένα κρίκο, άνοιξε και στη γωνία μπήκε ένα κορίτσι από πάνω , όχι το δεύτερο, μα το τρίτο, μια μικρή που την είχαν για τα θελήματα. Πάνω όπως δα το ξέρουμε όλοι εκείνα τα χρόνια λεγόταν η κατοικία των αφεντικών, ακόμα κι όταν ήταν χτισμένη σε χαμήλωμα. Η Αξιούτκα, έτσι λεγόταν η μικρή, πάντα έτρεχε σαν σαΐτα και στο τρέξιμού της τα χέρια της δε λυγούσαν, παρά κουνιόνταν μονοκόμματα, σαν το εκκρεμές του ρολογιού, ανάλογα με τη φόρα του τρέξιμό της κι όχι κάθετα στις δυο πλευρές, μα μπροστά στο κορμί της. Τα μάγουλα της ήταν πάντα πιο κόκκινα απ' το κόκκινο φουστάνι της κι η γλώσσα της κουνιόταν το ίδιο γρήγορα, όσο και τα πόδια της. Όρμησε μέσα στο δωμάτιο, αδράχτηκε από το φούρνο κι άρχισε να κουνιέται και σαν να ήθελε να ξεφουρνίσει μαζωμένες τις λέξεις από δυο-τρεις μεμιάς, είπε κοντανασαίνοντας τούτα τα λόγια, γυρίζοντας στην Ακουλίνα.

- Η κυρία πρόσταξε ο Ποληκέη Ηλίτς τούτη τη στιγμή να έρθει απάνω, πρόσταξε... (σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα). Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς ήταν στην κυρία. Μιλούσαν για τσηκληρωτοί, αναφέρανε τον Ποληκέη Ηλίτς... Η Αβντόνια Νικολάβνα πρόσταξε ...(βαθιά ανάσα πάλι) τούτη τη στιγμή να έρθει...

Ύστερα έριξε μια γρήγορη ματιά στον Ποληκέη, στην Ακουλίνα, στα παιδιά, που πρόβαλαν τα κεφάλια τους κάτω από το πάπλωμα, άρπαξε μια καρυδόφλουδα που βρέθηκε κοντά στο φούρνο την πέταξε στην Ανιούτκα και λέγοντας άλλη μια φορά «Τούτη τη στιγμή να έρθει» έφυγε σαν αστραπή και τα εκκρεμή, κινήθηκαν με τη συνηθισμένη γρηγοράδα κατά πλάτος προς τη γραμμή του τρέξιμού της.

Η Ακουλίνα σηκώθηκε και έδωσε στον άντρα της τα παπούτσια του. Ήταν παλιά στρατιωτικά, κουρελιασμένα. Πήρε πάνω από το φούρνο το καφτάνι και του έδωσε δίχως να τον κοιτάξει.

- Δε θα αλλάξεις πουκάμισο; - τον ρώτησε.

- Μπα... της αποκρίθηκε.

Η Ακουλίνα δεν τον κοίταξε στο πρόσωπο ούτε μια φορά, όσην ώρα κείνος ντυνόταν και ποδενόταν, και έκανε πολύ καλά, που δεν τον κοίταξε. Γιατί το πρόσωπο του Ποληκέη ήταν κατάχλομο, η κάτω μασέλα τρεμούλιαζε και τα μάτια του είχαν κείνη την κλαψιάρικη, την υποταγμένη και βαθύτατα δυστυχισμένη έκφραση, που έχουν μονάχα οι άνθρωποι που είναι αγαθοί, αδύναμοι και φταίχτες. Ο Ποληκέη χτενίστηκε κι ήταν έτοιμος να βγει, μα η Ακουλίνα τον σταμάτησε, του έφτιαξε το κορδόνι του πουκάμισου που δεν ήταν δεμένο καλά και του φόρεσε το σκούφο.

- Τι τρέχει, Ποληκέη Ηλίτς; Σας κάλεσε η κυρία; - ακούστηκε εκείνη τη στιγμή η φωνή της γυναίκας του μαραγκού πίσω από το χώρισμα.

Το πρωινό κείνης της ημέρας ακριβώς, η μαραγκίνα είχε καυγαδίσει για καλά με την Ακουλίνα, για μια κανάτα αλισίβα που της αναποδογύρισαν τα παιδιά του Ποληκέη και τώρα καταχάρηκε που άκουσε να τον καλεί η κυρία, σίγουρα για να τον κατσαδιάσει ποιος ξέρει για πια στραβομάρα του πάλι. Η γυναίκα αυτή ήταν μοναδική να σε κόβει με το μπαμπάκι, τόσο λεπτή, διπλώματα και φαρμακερή γλώσσα είχε. Κανένας δεν κατάφερνε καλύτερα απ' αυτήν να ζεματίσει τον άλλον μ' ένα λογάκι. Έτσι τουλάχιστο, νόμιζε η ίδια για τον εαυτό της.

- Σίγουρα θα θέλουν να σας στείλουν φαίνεται στη πολιτεία για ψώνια συνέχισε. Έτσι φαντάζομαι. Και για μια τέτοια δουλειά μονάχα άνθρωπο εμπιστοσύνης μπορούν να στείλουν, για τούτο καλέσανε του λόγου σου. Κι αν είναι έτσι, Ποληκέη Ηλίτς, να μου πάρετε ένα μικρό πακετάκι τσάι, σας παρακαλώ.

Η Ακουλίνα συγκράτησε τα δάκρυα, που την έπνιξαν και τα χείλη της σφίχτηκαν με μια κακιά έκφραση. Έτσι δα της ερχόταν να την αρπάξει από τα βρομερά μαλλιά της αυτή τη σιχαμερή μαραγκίνα. Όμως σαν έριξε μια ματιά στα παιδιά της και στοχάστηκε πως θ' απόμεναν ορφανά και κείνη χήρα αν πήγαινε ο άντρας της στο στρατό, παράτησε τη μαραγκίνα με την τσουχτερή γλώσσα, έκρυψε το πρόσωπό της στα δυο της χέρια και έγειρε το κεφάλι στο μαξιλάρι.

- Με ζούλιξεθ, μανούλα, μουρμούρισε το ψευδό κοριτσάκι της, τραβώντας το ρούχο του κάτω από τον αγκώνα της μάνας του.

- Άμποτε να μου πεθαίνατε όλα σας! Για πιότερη συφορά μου σας γέννησα! Ξεφώνισε η Ακουλίνα κι έβαλε κάτι φωναχτά κλάματα, που διασκέδασαν πολύ τη μαραγκίνα, γιατί ακόμα δεν είχε ξεχάσει την πρωινή ιστορία με την αλισίβα.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

III. Ο Ποληκούσκα III|the|Polikouska III. Polikuska III. Polikuska III. The Polikouska

Το ίδιο κείνο βράδυ, που η συνέλευση, εκλέγοντας τον κληρωτό, θορυβούσε έξω από το γραφείο, μέσα στο κρυερό σκοτάδι της οκτωβριανής νύχτας που απλωνόταν, ο Ποληκέη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, κοντά στο τραπεζάκι του κι έτριβε με μια χοντρή μποτίλια κάποιο φάρμακο για τα άλογα, που κι αυτός ο ίδιος δεν ήξερε τι ήταν. the|same|that|night|that|the|assembly|electing|the|conscript|was making noise|outside|from|the|office|inside|in the|cold|darkness|of the|October|night|that|was spreading|the|Polikei|was sitting|on the|edge|of the|bed|near|to the|small table|his|and|was rubbing|with|a|thick|bottle|some|medicine|for|the|horses|that|also|he|the|same|not|he knew|what|it was That very night, while the assembly was making noise outside the office, electing the lottery, in the chilly darkness of the October night that was spreading, Polikei was sitting on the edge of the bed, near his little table, rubbing with a thick bottle some medicine for the horses, which he himself did not know what it was. Στο παρασκεύασμα αυτό έμπαινε και σουμπλιμέ, και θειάφι, και αλάτι Αγγλικό, και κάποιο αγριόχορτο που το μάζευε ταχτικά γιατί φαντάστηκε κάποτε, πως ωφελεί στη δύσπνοια των αλόγων και βρήκε πως δε θα ήταν άσκοπο να τους δίνει και σε άλλες περιπτώσεις. in the|preparation|this|was included|and|sublimed|and|sulfur|and|salt|English|and|some|wild herb|that|it|he collected|regularly|because|he imagined|once|that|it helps|in the|dyspnea|of the|horses|and|he found|that|not|would|it was|pointless|to|them|he gives|and|in|other|cases This preparation included sublimed sulfur, English salt, and some wild herb that he regularly collected because he once imagined that it was beneficial for the horses' dyspnea and found that it would not be pointless to give it to them in other cases.

Τα παιδιά είχανε πια πλαγιάσει: δυο στο πατάρι του φούρνου, δυο πίσω στο κρεβάτι κι ένα μέσα στην κούνια που κοντά καθόταν η Ακουλίνα κι έγνεθε. the|children|they had|already|gone to bed|two|in the|loft|of the|oven|two|behind|in the|bed|and|one|in|the|crib|that|near|was sitting|the|Akulina|and|she was knitting The children had already gone to bed: two in the attic of the oven, two behind the bed, and one in the crib, where Akulina was sitting nearby and knitting. Στο ξύλινο κηροπήγιο, πάνω στο παράθυρο άναβε κάποιο αποκαΐδι από τα μισοκαμένα κεριά του αρχοντικού κι η Ακουλίνα, για να μη διακόπτει ο άντρας της τη σοβαρή απασχόληση του, σηκωνόταν κάθε λίγο κι έφτιαχνε το φιτίλι του. in the|wooden|candlestick|on|the|window|she lit|some|ember|from|the|half-burned|candles|of the|mansion|and|the|Akoulina|for|to|not|she interrupts|the|husband|her|the|serious|occupation|his|she was getting up|every|little|and|she was fixing|the|wick|of it On the wooden candlestick, above the window, a smoldering remnant of the half-burned candles of the mansion was lit, and Akoulina, so as not to interrupt her husband's serious work, would get up every now and then to fix the wick.

Ήταν πολλοί που θεωρούσαν τον Ποληκέη σαν ένα τιποτένιο κτηνίατρο και τιποτένιο άνθρωπο. there were|many|who|they considered|the|Polikeis|as|a|worthless|veterinarian|and|worthless|person There were many who considered Polikei as a trivial veterinarian and a trivial person. Κι ήταν κι άλλοι, οι περισσότεροι, που τον θεωρούσαν σαν άνθρωπο κακορίζικο, μα σπουδαίο τεχνίτη στη δουλειά του. and|there were|also|others|the|most|who|him|they considered|as|person|unfortunate|but|great|craftsman|in the|work|his And there were others, most of them, who regarded him as an unfortunate man, but a great craftsman in his work. Όμως η Ακουλίνα παρ' όλο που συχνά του έμπηγε τις φωνές ξυλοφορτώνοντάς τον σ' επίμετρο, τον θεωρούσε αναμφισβήτητα σαν το πρώτο κτηνίατρο και σαν τον πρώτο άνθρωπο σ' όλο τον κόσμο. but|the|Akoulina|despite|all|that|often|to him|she yelled|the|shouts|beating him|him|in||the|||||||||||||||world However, Akoulina, although she often yelled at him, beating him in the margins, undoubtedly considered him the best veterinarian and the best person in the whole world.

Ο Ποληκέη έριξε κάποια σκόνη στη φούχτα του. the|Polikee|he threw|some|powder|in the|palm|his Polikei threw some powder into his palm. (Ζυγαριά δε μεταχειριζόταν ποτέ, και ειρωνευόταν τους Γερμανούς που όλα τα ζύγιζαν. scale|not|he used|ever|and|he mocked|the|Germans|who|everything|the|they weighed (He never used a scale, and he mocked the Germans who weighed everything. «Τούτο εδώ δεν είναι φαρμακείο», συνήθιζε να λέει). this|here|not|it is|pharmacy|he used|to|he says "This is not a pharmacy," he used to say). Ανακίνησε τη φούχτα, μα σα να του φάνηκε μικρή η ποσότητα τη δεκαπλασίασε. he stirred|the|palm|but|as|to|to him|it seemed|small|the|amount|the|he multiplied He stirred the palm, but as if the amount seemed small to him, he multiplied it tenfold. «Θα τη βάλω όλη. will|her|I put|all "I will put it all in." Πιο καλύτερα θα είναι» μονολόγησε δυνατά. more|better|will|it is|he monologued|loudly "It will be better," he muttered loudly. Η Ακουλίνα στράφηκε γρήγορα κατά τη φωνή του αρχηγού της οικογένειας, περιμένοντας διαταγές, μα σαν είδε πως δεν αποτεινόταν σ' αυτήν κίνησε τους ώμους της. the|Akulina|she turned|quickly|towards|the|voice|of the|leader|of the|family|waiting|orders|but|when|she saw|that|not|he was addressing|to|her|she shrugged|her|shoulders|her Akoulina quickly turned towards the voice of her family leader, waiting for orders, but when she saw that he was not addressing her, she shrugged. «Παραμιλάει, ο σκασμένος!» - στοχάστηκε και ξανάπιασε το γνέσιμό της. he is mumbling|the|busted|she thought|and|she resumed|the|nodding|her "He's rambling, the fool!" - she thought and resumed her gesture. Το χαρτάκι που περιείχε τη σκόνη, έπεσε κάτω από το τραπέζι. the|little paper|that|contained|the|powder|fell|down|from|the|table The little paper that contained the powder fell under the table. Η Ακουλίνα δεν άφησε να της διαφύγει αυτό. the|Akoulina|not|she let|to|her|escape|this Akoulina did not let this slip by her.

- Ανιούτκα, φώναξε, κοίτα, του μπαμπά κάτι του έπεσε, κατέβα να του το φτάσεις. Anyutka|she shouted|look|to him|dad|something|to him|it fell|go down|to|to him|it|you reach - Anyutka, she shouted, look, dad dropped something, go down and hand it to him.

Η Ανιούτκα πρόβαλε τα λιπόσαρκα γυμνά ποδαράκια της κάτω απ' τη ρόμπα που τη σκέπαζε, τρύπωσε σαν το γατάκι κάτω από το τραπέζι κι έφτασε το χαρτί. the|Anyutka|she stuck out|the|skinny|bare|little feet|her|under|from|the|robe|that|her|it covered|she crawled|like|the|kitten|under|from|the|table|and|she reached|the|paper Anyutka pushed her skinny bare legs out from under the robe that covered her, crawled like a kitten under the table, and reached the paper.

- Πάρτο, μπαμπά, είπε και ξαναχώθηκε στο κρεβάτι με τα παγωμένα ποδαράκια της. take it|dad|she said|and|she burrowed again|in the|bed|with|the|cold|little feet|her - Take it, dad, she said and burrowed back into bed with her cold little feet.

- Μη με σπρώχνεις, γκρίνιασε η μικρότερη αδελφή της ψευδίζοντας και με νυσταγμένη φωνή. don't|me|you push|she complained|the|younger|sister|her|whining|and|with|sleepy|voice - Don't push me, complained her younger sister, whining and with a sleepy voice.

- Τώρα θα σας δείξω εγώ! now|will|you|I will show|I - Now I will show you! - είπε η Ακουλίνα, και παρευθύς και τα δυο κεφάλια κρύφτηκαν κάτω από τη ρόμπα. she said|the|Akulina|and|immediately|and|the|two|heads|they hid|under|from|the|robe - said Akulina, and immediately both heads hid under the robe.

- Τρία ρουβλάκια θα μου δώσει, είπε ο Ποληκέη, βουλώνοντας τη μποτίλια, θα του γιατρέψω το άλογο. three|rubles|will|to me|he will give|he said|the|Polikei|plugging|the|bottle|will|to him|I will heal|the|horse - He will give me three rubles, said Polikei, plugging the bottle, I will cure his horse. Και δεν είναι καθόλου πολλά, πρόσθεσε. and|not|it is|at all|many|he added And it's not too much at all, he added. Τόση σκοτούρα και τόσο χασομέρια! so much|worry|and|so|delays So much trouble and so much delay! Ακουλίνα πετάξου μια στιγμή στου Νικήτα σου δώσει καπνό. Akoulina|fly|a|moment|to the|Nikita|to you|he will give|tobacco Akoulina, fly for a moment to Nikita to get some tobacco. Αύριο του τον πλερώνω. tomorrow|to him|him|I pay Tomorrow I will pay him.

Κι ο Ποληκέη έβγαλε μεσ' από την τσέπη του πανταλονιού του μια παλιά πίπα από ξύλο φλαμουριάς μ' ένα κομμάτι βουλοκέρι αντίς για επιστόμιο, κι άρχισε να την ταχτοποιεί. and|the|Polikei|he took out|inside|from|the|pocket|his|trousers|his|a|old|pipe|made of|wood|mulberry|with|a|piece|wax|instead|for|mouthpiece|and|he started|to|it|he arranges And Polikei took out of his pants pocket an old pipe made of linden wood with a piece of wax instead of a mouthpiece, and began to prepare it.

Η Ακουλίνα παράτησε τ' αδράχτι της και βγήκε, δίχως να σκαλώσει πουθενά, πράγμα που ήταν αρκετά δύσκολο. the|Akoulina|she left|the|spindle|her|and|she went out|without|to|she got stuck|anywhere|thing|that|it was|quite|difficult Akoulina put down her spindle and went out, without getting stuck anywhere, which was quite difficult. Τότε ο Ποληκέη άνοιξε το ντουλαπάκι, έβαλε μέσα τη μποτίλια με το φάρμακο, πήρε τη μποτίλια της βότκας και την αναποδογύρισε στο στόμα του. then|the|Polikei|he opened|the|small cupboard|he put|inside|the|bottle|with|the|medicine|he took|the|bottle|of the|vodka|and|it|he turned upside down|into|mouth|his Then Polikei opened the cupboard, put the bottle with the medicine inside, took the bottle of vodka and tipped it upside down into his mouth. Μα δεν είχε στάλα μέσα. but|not|he had|drop|inside But there wasn't a drop inside. Κατσούφιασε λιγάκι, μα όταν η γυναίκα του έφερε τον καπνό και γέμισε την πίπα του, όταν την άναψε και με την πρώτη ρουφηξιά κάθισε στο κρεβάτι, το πρόσωπό του ακτινοβόλησε από ευχαρίστηση και περηφάνια ανθρώπου που τελείωσε το μόχθο της ημέρας του. he frowned|a little|but|when|the|woman|his|she brought|the|tobacco|and|she filled|the|pipe|his|when|it|she lit|and|with|the|first|puff|he sat|on the|bed|the|face|his|it shone|from|pleasure|and|pride|of a man|who|he finished|the|toil|of the|day|his He frowned a little, but when his wife brought him the tobacco and filled his pipe, when he lit it and with the first puff sat on the bed, his face radiated with pleasure and the pride of a man who has finished the toil of his day. Άγνωστο αν σκεφτόταν τάχα πώς αύριο θα άδραχνε τη γλώσσα του αλόγου και θα του έριχνε μέσα κείνο το θαυμαστό φάρμακο, ή πως δεν υπάρχει άρνηση για το χρήσιμο άνθρωπο και να, ο Νικήτα του έστειλε με το πρώτο τον καπνό που ζήτησε. unknown|if|he was thinking|supposedly|how|tomorrow|will|he would seize|the|tongue|of the|horse|and|will|to it|he would throw|inside|that|the|wonderful|medicine|or|that|not|there is|denial|for|the|useful|man|and|that|the|Nikita|to him|he sent|with|the|first|the|tobacco|that|he asked It is unknown if he was perhaps thinking about how tomorrow he would seize the horse's tongue and put that wonderful medicine inside, or that there is no denial for the useful man, and look, Nikita sent him the tobacco he requested with the first.

Το βέβαιο είναι πως κείνη τη στιγμή ήταν κατευχαριστημένος. the|certain|is|that|that|that|moment|he was|very pleased What is certain is that at that moment he was very pleased. Ξαφνικά η πόρτα, που κρεμόταν σ' ένα κρίκο, άνοιξε και στη γωνία μπήκε ένα κορίτσι από πάνω , όχι το δεύτερο, μα το τρίτο, μια μικρή που την είχαν για τα θελήματα. suddenly|the|door|that|was hanging|on a|a|hook|opened|and|in the|corner|entered|a|girl|from|above|not|the|second|but|the|third|a|little|that|her|they had|for|the|errands Suddenly the door, which was hanging on a hinge, opened and a girl came in from the corner, not the second, but the third, a little one who was used for errands. Πάνω όπως δα το ξέρουμε όλοι εκείνα τα χρόνια λεγόταν η κατοικία των αφεντικών, ακόμα κι όταν ήταν χτισμένη σε χαμήλωμα. above|as|I|it|we know|all|those|the|years|it was called|the|residence|of the|bosses|still|and|when|it was|built|in a|low area Back then, as we all know, it was called the residence of the masters, even when it was built in a low area. Η Αξιούτκα, έτσι λεγόταν η μικρή, πάντα έτρεχε σαν σαΐτα και στο τρέξιμού της τα χέρια της δε λυγούσαν, παρά κουνιόνταν μονοκόμματα, σαν το εκκρεμές του ρολογιού, ανάλογα με τη φόρα του τρέξιμό της κι όχι κάθετα στις δυο πλευρές, μα μπροστά στο κορμί της. the|Axioutka|thus|it was called|the|little|always|she ran|like|arrow|and|in the|running|her|the|hands|her|not|they bent|but|they moved|stiffly|like|the|pendulum|of the|clock|depending|on|the|momentum|of the||her|and|not|vertically|on the|two|sides|but|in front|to the|body|her Axioutka, that was the name of the little girl, always ran like an arrow and in her running her arms did not bend, but moved stiffly, like the pendulum of a clock, depending on the speed of her run and not vertically to the two sides, but in front of her body. Τα μάγουλα της ήταν πάντα πιο κόκκινα απ' το κόκκινο φουστάνι της κι η γλώσσα της κουνιόταν το ίδιο γρήγορα, όσο και τα πόδια της. the|cheeks|her|they were|always|more|red|than|the|red|dress|her|and|the|tongue|her|it moved|the|same|fast|as|and|the|legs|her Her cheeks were always redder than her red dress and her tongue moved just as quickly as her legs. Όρμησε μέσα στο δωμάτιο, αδράχτηκε από το φούρνο κι άρχισε να κουνιέται και σαν να ήθελε να ξεφουρνίσει μαζωμένες τις λέξεις από δυο-τρεις μεμιάς, είπε κοντανασαίνοντας τούτα τα λόγια, γυρίζοντας στην Ακουλίνα. he rushed|inside|to the|room|he grabbed|from|the|oven|and|he started|to|he moves|and|as|to|he wanted|to|to take out|gathered|the|words|from|||at once|he said|while catching his breath|these|the|words|while turning|to the|Akulina He rushed into the room, grabbed the oven and began to move as if he wanted to spill out the gathered words all at once, he said, catching his breath, these words, turning to Akoulina.

- Η κυρία πρόσταξε ο Ποληκέη Ηλίτς τούτη τη στιγμή να έρθει απάνω, πρόσταξε... (σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα). the|lady|she ordered|the|Polikei|Ilits|this|the|moment|to|he come|upstairs|she ordered|she stopped|and|she took|a|deep|breath - The lady ordered Polikei Ilitch to come up at this moment, she ordered... (he stopped and took a deep breath). Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς ήταν στην κυρία. the|Yegor|Mikhailovich|he was|at the|lady Yegor Mikhailovich was with the lady. Μιλούσαν για τσηκληρωτοί, αναφέρανε τον Ποληκέη Ηλίτς... Η Αβντόνια Νικολάβνα πρόσταξε ...(βαθιά ανάσα πάλι) τούτη τη στιγμή να έρθει... they were talking|about|they were talking about|they mentioned|the|Polikei|Ilits|the|Avdonia|Nikolavna|she ordered|deep|breath|again|this|the|moment|to|he come They were talking about the landowners, mentioning Polikei Ilitch... Avdonia Nikolavna ordered ...(deep breath again) at this moment to come...

Ύστερα έριξε μια γρήγορη ματιά στον Ποληκέη, στην Ακουλίνα, στα παιδιά, που πρόβαλαν τα κεφάλια τους κάτω από το πάπλωμα, άρπαξε μια καρυδόφλουδα που βρέθηκε κοντά στο φούρνο την πέταξε στην Ανιούτκα και λέγοντας άλλη μια φορά «Τούτη τη στιγμή να έρθει» έφυγε σαν αστραπή και τα εκκρεμή, κινήθηκαν με τη συνηθισμένη γρηγοράδα κατά πλάτος προς τη γραμμή του τρέξιμού της. then|he threw|a|quick|glance|to the|Polikei|to the|Akulina|to the|children|who|they stuck out|the|heads|their|under|from|the|blanket|he grabbed|a|walnut shell|that|it was found|near|to the|oven|it|he threw|to the|Anyutka|and|saying|another|a|time|this|the|moment|to|come|he left|like|lightning|and|the|pendulums|they moved|with|the|usual|speed|along|width|towards|the|line|of the|running|her Then she took a quick glance at Polikei, Akulina, and the children, who were peeking their heads out from under the blanket, grabbed a walnut shell that was near the stove, threw it at Anyutka, and saying once again "At this moment, let her come" she left like a flash and the pendulums moved with their usual speed across the line of her running.

Η Ακουλίνα σηκώθηκε και έδωσε στον άντρα της τα παπούτσια του. the|Akulina|she got up|and|she gave|to the|husband|her|the|shoes|his Akulina got up and handed her husband his shoes. Ήταν παλιά στρατιωτικά, κουρελιασμένα. they were|old|military|tattered They were old military shoes, tattered. Πήρε πάνω από το φούρνο το καφτάνι και του έδωσε δίχως να τον κοιτάξει. she took|up|from|the|oven|the|kaftan|and|to him|she gave|without|to|him|look She took the kaftan from above the stove and gave it to him without looking at him.

- Δε θα αλλάξεις πουκάμισο; - τον ρώτησε. not|will|you will change|shirt|him|she asked - Aren't you going to change your shirt? - she asked.

- Μπα... της αποκρίθηκε. no|to her|he replied - Nah... he replied.

Η Ακουλίνα δεν τον κοίταξε στο πρόσωπο ούτε μια φορά, όσην ώρα κείνος ντυνόταν και ποδενόταν, και έκανε πολύ καλά, που δεν τον κοίταξε. the|Akoulina|not|him|she looked|in the|face|not even|once|time|as long as|time|he|he was getting dressed|and|he was putting on shoes|and|she did|very|well|that|not|him|she looked Akoulina didn't look him in the face even once, while he was getting dressed and putting on his shoes, and she was very right not to look at him. Γιατί το πρόσωπο του Ποληκέη ήταν κατάχλομο, η κάτω μασέλα τρεμούλιαζε και τα μάτια του είχαν κείνη την κλαψιάρικη, την υποταγμένη και βαθύτατα δυστυχισμένη έκφραση, που έχουν μονάχα οι άνθρωποι που είναι αγαθοί, αδύναμοι και φταίχτες. because|the|face|his|Polikei|it was|extremely pale|the|lower|jaw|it was trembling|and|the|eyes|his|they had|that|the|tearful|the|submissive|and|deeply|unhappy|expression|that|they have|only|the|people|who|they are|good|weak|and|guilty Because Polikei's face was extremely pale, his lower jaw was trembling, and his eyes had that whiny, submissive, and deeply unhappy expression that only people who are good, weak, and guilty have. Ο Ποληκέη χτενίστηκε κι ήταν έτοιμος να βγει, μα η Ακουλίνα τον σταμάτησε, του έφτιαξε το κορδόνι του πουκάμισου που δεν ήταν δεμένο καλά και του φόρεσε το σκούφο. the|Polikei|he combed|and|he was|ready|to|go out|but|the|Akoulina|him|she stopped|his|she fixed|the|string|his|shirt|that|not|it was|tied|well|and|his|she put on|the|hat Polikei got dressed and was ready to go out, but Akoulina stopped him, fixed the laces of his shirt that weren't tied properly, and put on his cap.

- Τι τρέχει, Ποληκέη Ηλίτς; Σας κάλεσε η κυρία; - ακούστηκε εκείνη τη στιγμή η φωνή της γυναίκας του μαραγκού πίσω από το χώρισμα. what|is happening|Polikei|Ilits|you|she called|the|lady|was heard|that|the|moment|the|voice|of the|woman|of the|carpenter|behind|from|the|partition - What's wrong, Polikei Ilits? Did the lady call you? - the voice of the carpenter's wife was heard at that moment from behind the partition.

Το πρωινό κείνης της ημέρας ακριβώς, η μαραγκίνα είχε καυγαδίσει για καλά με την Ακουλίνα, για μια κανάτα αλισίβα που της αναποδογύρισαν τα παιδιά του Ποληκέη και τώρα καταχάρηκε που άκουσε να τον καλεί η κυρία, σίγουρα για να τον κατσαδιάσει ποιος ξέρει για πια στραβομάρα του πάλι. the|morning|that|of the|day|exactly|the|carpenter's wife|she had|she quarreled|for|well|with|the|Akoulina|for|a|jug|lye|that|to her|they overturned|the|children|of the|Polikei|and|now|she was very happy|that|she heard|to|him|she calls|the|lady|surely|to|to|him|she scolds|who|knows|for|what|mistake|of his|again That morning exactly, the carpenter's wife had had a big fight with Akoulina over a jug of lye that Polikei's children had knocked over, and now she was delighted to hear that the lady was calling him, surely to scold him for who knows what blunder he had made again. Η γυναίκα αυτή ήταν μοναδική να σε κόβει με το μπαμπάκι, τόσο λεπτή, διπλώματα και φαρμακερή γλώσσα είχε. the|woman|this|she was|unique|to|you|she cuts|with|the|cotton|so|thin|folds|and|poisonous|tongue|she had This woman was unique in cutting you down with her words, so delicate, she had sharp wit and a poisonous tongue. Κανένας δεν κατάφερνε καλύτερα απ' αυτήν να ζεματίσει τον άλλον μ' ένα λογάκι. no one|not|managed|better|than|her|to|scald|the|other|with|a|little word No one could scald another better than she could with a few words. Έτσι τουλάχιστο, νόμιζε η ίδια για τον εαυτό της. thus|at least|she thought|the|same|for|the|self|her At least, that's what she thought of herself.

- Σίγουρα θα θέλουν να σας στείλουν φαίνεται στη πολιτεία για ψώνια συνέχισε. surely|will|they want|to|you|they send|it seems|to the|state|for|shopping|she continued - They surely want to send you to the city for shopping, she continued. Έτσι φαντάζομαι. thus|I imagine That's what I imagine. Και για μια τέτοια δουλειά μονάχα άνθρωπο εμπιστοσύνης μπορούν να στείλουν, για τούτο καλέσανε του λόγου σου. and|for|a|such|job|only|person|trustworthy|they can|to|send|for|this|they called|of|reason|your And for such a job, they can only send a trustworthy person, that's why they called for your kind. Κι αν είναι έτσι, Ποληκέη Ηλίτς, να μου πάρετε ένα μικρό πακετάκι τσάι, σας παρακαλώ. and|if|it is|so|Polikei|Ilits|to|me|you take|a|small|package|tea|you|please And if that's the case, Polikei Ilits, please get me a small packet of tea.

Η Ακουλίνα συγκράτησε τα δάκρυα, που την έπνιξαν και τα χείλη της σφίχτηκαν με μια κακιά έκφραση. the|Akoulina|she held back|the|tears|that|her|they drowned|and|the|lips|her|they tightened|with|a|nasty|expression Akoulina held back the tears that were choking her, and her lips tightened with an ugly expression. Έτσι δα της ερχόταν να την αρπάξει από τα βρομερά μαλλιά της αυτή τη σιχαμερή μαραγκίνα. thus|so|her|it was coming|to|her|grab|from|the|filthy|hair|her|this|the|disgusting|carpenter That's how much she felt like grabbing that disgusting little carpenter by her filthy hair. Όμως σαν έριξε μια ματιά στα παιδιά της και στοχάστηκε πως θ' απόμεναν ορφανά και κείνη χήρα αν πήγαινε ο άντρας της στο στρατό, παράτησε τη μαραγκίνα με την τσουχτερή γλώσσα, έκρυψε το πρόσωπό της στα δυο της χέρια και έγειρε το κεφάλι στο μαξιλάρι. but|as|she cast|a|glance|at the|children|her|and|she thought|that|she would|they would remain|orphans|and|she|widow|if|she went|the|husband|her|to the|army|she abandoned|the|carpenter|with|the|stinging|tongue|she hid|the|face|her|in the|two|her|hands|and|she leaned|the|head|on the|pillow But when she glanced at her children and thought about how they would be left orphans and she a widow if her husband went to the army, she abandoned the carpenter with the sharp tongue, hid her face in her two hands, and leaned her head on the pillow.

- Με ζούλιξεθ, μανούλα, μουρμούρισε το ψευδό κοριτσάκι της, τραβώντας το ρούχο του κάτω από τον αγκώνα της μάνας του. to me|you squeezed|mommy|she murmured|the|false|little girl|her|pulling|the|dress|its|down|from|the|elbow|her|mother| - You squeezed me, mommy, murmured her little girl, pulling the dress down from her mother's elbow.

- Άμποτε να μου πεθαίνατε όλα σας! may it be|to|to me|you would die|all|you - I wish you all would die! Για πιότερη συφορά μου σας γέννησα! for|more|misfortune|to me|you|I gave birth I gave birth to you for more misfortune! Ξεφώνισε η Ακουλίνα κι έβαλε κάτι φωναχτά κλάματα, που διασκέδασαν πολύ τη μαραγκίνα, γιατί ακόμα δεν είχε ξεχάσει την πρωινή ιστορία με την αλισίβα. she shouted|the|Akoulina|and|she started|some|loudly|crying|which|they amused|very|the|Marangina|because|still|not|she had|forgotten|the|morning|story|with|the|lye Akoulina shouted and burst into loud cries, which greatly entertained the maragkina, because she still hadn't forgotten the morning story with the lye.

PAR_TRANS:gpt-4o-mini=3.51 PAR_CWT:AvJ9dfk5=16.21 en:AvJ9dfk5 openai.2025-02-07 ai_request(all=36 err=0.00%) translation(all=69 err=0.00%) cwt(all=1297 err=1.46%)