×

我們使用cookies幫助改善LingQ。通過流覽本網站,表示你同意我們的 cookie 政策.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), VIII. Αφέντης και Δούλος

VIII. Αφέντης και Δούλος

Ο Βασίλη Αντρέιτς στο αναμεταξύ βίαζε όσο μπορούσε και με τα πόδια και με τα γκέμια το άλογο, προχωρώντας προς το σημείο που υπολόγιζε σίγουρα ότι είναι το δάσος και η καλύβα του δασοφύλακα. Το χιόνι έκανε τα μάτια να κολλούν, κι ο αέρας λες κι έβανε πείσμα να τον σταματήσει, όμως αυτός, σκυμμένος μπροστά και τυλιγμένος αδιάκοπα στη γούνα του, έτσι που να σκεπάζει το σέλμα που τον ενοχλούσε, βίαζε όλη την ώρα το άλογο. Και κείνο, παρ' όλο που το έκανε με κόπο, όμως τραβούσε υπάκουο στην κατεύθυνση που του έδινε. Προχώρησε ίσαμε πέντε λεπτά όλο ίσα μπροστά, όπως φανταζόταν, δίχως να βλέπει τίποτ' άλλο εκτός από το κεφάλι του αλόγου και την κάτασπρη ερημιά και δίχως ν' ακούει τίποτ' άλλο εκτός από τα σφυρίγματα του αέρα κοντά στ' αυτιά του Μουχόρτη και γύρω στο γιακά της γούνας του. Ξαφνικά διάκρινε κάτι να μαυρίζει παραπέρα. Η καρδιά του σκίρτησε από χαρά και κατεύθυνε κατά εκεί το άλογο, βλέποντας κιόλας με τα μάτια της φαντασίας του τοίχους σπιτιών κάποιου χωριού. Όμως αυτό που μαύριζε δε έμενε ακίνητο παρά κουνιόταν αδιάκοπα, και δεν ήτανε χωριατόσπιτα, μα κάποιο αγριόχορτο, που είχε φυτρώσει και μεγαλώσει πάνω σε χώρισμα χωραφιού και πρόβαλε με τα ξερά κοτσάνια του μεσ' απ' τα χιόνια ενώ ο δυνατός αέρας λες κι είχε βαλθεί να το ξεριζώσει. Κι άγνωστο για ποιο λόγο, η θέα εκείνου του αγριόχορτου, που το βασάνιζε ανελέητα ο σκληρός αέρας έκανε το Βασίλη Αντρέιτς να ταραχτεί και απομάκρυνε τ' άλογο από κει πέρα, δίχως να αντιληφθεί πως πρωτύτερα, με το να προχωρεί κατά κει, είχε ολότελα αλλάξει την αρχική κατεύθυνση και τώρα οδηγούσε το Μουχόρτη σ' εντελώς αντίθετη, πάντα με την πεποίθηση πως τραβούσε κατά τη μεριά που θα έπρεπε να 'ναι η καλύβα του δασοφύλακα. Μα το άλογο όλο έστριβε δεξιά και για τούτο τον ανάγκαζε να το γυρίζει αδιάκοπα προς τ' αριστερά. Πάλι διάκρινε κάτι να μαυρίζει πέρα, παραμπρός. Καταχάρηκε, πεισμένος πια στα σίγουρα πως επρόκειτο για χωριό. Μα ήτανε πάλι κάποιο χώρισμα χωραφιού, με αγριόχορτα φυτρωμένα στην άκρη του. Και τούτα, το ίδιο παράδερναν με τα κατάξερα κοτσάνια τους στη μανία του αέρα, πράγμα που άγνωστο γιατί, πλημμύριζε με τρομάρα την ψυχή του Βασίλη Αντρέιτς. Και σαν να μην έφτανε αυτό, διακρίνονταν εκεί δα και πρόσφατα χνάρια από το πέρασμα αλόγου, παρ' όλο που ο αέρας τα είχε μισοσβήσει. Ο Βασίλη Αντρέιτς σταμάτησε, έσκυψε και κοίταξε προσεχτικά: ήτανε πραγματικά χνάρια από πέρασμα αλόγου μισοσβησμένα από τον δυνατό αέρα και δεν μπορούσαν να είναι άλλα, παρά τα χνάρια του Μουχόρτη. Ήτανε φανερό, πως στριφογύριζε πάντα μέσα στον ίδιο κύκλο.

- Θε να πάω χαμένος έτσι δα! - στοχάστηκε, και για να μην κυριευτεί από το φόβο που ένιωθε μέσα του, βίαζε ακόμα πιο πολύ το άλογο και προχωρούσε, βυθίζοντας το βλέμμα εντατικά στο κάτασπρο χιονένιο σύθαμπο, που μέσα σ' αυτό του φαινόταν σαν να ξεχώρισε κάποια μικρούτσικα φωτεινά σημαδάκια, που χάνονται αμέσως, μόλις έκανε να τα καλοκοιτάξει. Κάποια φορά του φάνηκε σαν να άκουσε σκυλιά ν' αλυχτάνε ή λύκους να ουρλιάζουν, όμως οι ήχοι αυτοί ήτανε τόσο μακρινοί, που δεν ήξερε αν πραγματικά τους άκουγε ή αν τους ξεγεννούσε η φαντασία του και για τούτο σταμάτησε και προσήλωσε την ακοή του, όσο μπορούσε. Ξαφνικά πολύ κοντά στ' αυτιά του ακούστηκε μια κραυγή τρομερή, που τον ξεκούφανε κι όλα τρεμούλιασαν κι αναταράχτηκαν κάτωθέ του. Ο Βασίλη Αντρέιτς πιάστηκε από το λαιμό του αλόγου μια κι αυτός τρανταζόταν κι η κραυγή εντάθηκε ακόμα πιο τρομερή. Για κάμποσα δευτερόλεπτα ο Βασίλη Αντρέιτς δε μπορούσε να συνέρθει και να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ότι δηλαδή ο Μουχόρτη, είτε δίνοντας κουράγιο στον εαυτό του, είτε καλώντας σε βοήθεια, χλιμίντρισε όσο πιο άγρια και πιο δυνατά μπορούσε.

- Φτου, που να χαθείς! Με κατατρόμαξες, καταραμένο, είπε μέσα του ο Βασίλη Αντρέιτς. Όμως κι αφού ανακάλυψε την πραγματική αιτία της τόσης τρομάρας τους, ήτανε πια ανήμπορος να την κατασιγάσει.

- Πρέπει να συνέρθω, να λογικευτώ, έλεγε μέσα του και ταυτόχρονα δε μπορούσε να συγκρατηθεί κι όλο βίαζε το άλογο, χωρίς ν' αντιλαμβάνεται, πως τώρα πια είχε τον αέρα πίσω του κι όχι μπροστά του. Το κορμί του, προπάντων στα γόνατα, που δε το σκέπαζαν οι γούνες κι ακουμπούσε στο σέλμα, κρύωνε και πονούσε, τα χέρια και τα πόδια του έτρεμαν κι ανάσαινε με κόπο. Έβλεπε πως χανόταν μέσα σε κείνη την τρομερή χιονένια ερημιά και δεν είχε κανένα μέσο σωτηρίας.

Ξαφνικά το άλογο ταλαντεύτηκε κάτωθέ του γιατί πάτησε μέσα σε κάποιο χιονοσωρό, έχασε την ισορροπία, προσπάθησε μάταια να στηριχτεί κι έπεσε αγκομαχώντας βαριά, πλάγια. Ο Βασίλη Αντρέιτς πήδησε κάτω και με τη κίνηση αυτή έσυρε από τη μεριά του το σέλμα, που απ' αυτό κρατιόταν τόση ώρα. Μόλις απαλλάχτηκε από τον αναβάτη του, ο Μουχόρτη, ξαλάφρωσε, όρμησε και με δυο πηδήματα βρέθηκε ορθός, χλιμίντρισε δυνατά και σέρνοντας πίσωθέ του την κάπα και το σέλμα που κρέμονταν, έγινε άφαντος, και παράτησε το Βασίλη Αντρέιτς κατάμονο μέσα στα χιόνια. Κείνος όρμησε να τον φτάσει, μα το χιόνι ήτανε τόσο βαθύ κι οι γούνες του τόσο βαριές, και στο κάθε βήμα τα πόδια του χώνονταν ίσαμε το γόνατο μέσα στα χιόνια, ώσπου αφού προχώρησε όχι παραπάνω από είκοσι βήματα, λαχάνιασε και σταμάτησε.

- Το δασάκι, τα κέρδη από τους τόκους, τα νοίκια, το μπακάλικο, τα καπηλειά, το σπίτι με τη σιδερένια σκεπή και το αμπάρι, ο διάδοχος, στοχάστηκε. Τι θ' απογίνουν ολ' αυτά δίχως εμένα; Μα τ' είναι τούτο; Αδύνατο! - του πέρασε σαν αστραπή η σκέψη από το νου. Κι άγνωστο γιατί αναθυμήθηκε κείνα τα ξερά αγριόχορτα που παράδερναν στον αέρα, καθώς τα είχε δει περνώντας από δίπλα τους δυο φορές και τόση ήτανε η φρίκη που τον κυρίεψε στη θύμηση αυτή, που τα έχασε ολότελα και δεν ήξερε πια μήτε που βρισκόταν, μήτε τι του γινόταν. Σκέφτηκε:

- Μήπως ονειρεύομαι;

Και θέλησε να ξυπνήσει, μα δε μπορούσε, γιατί απλούστατα, ήτανε ξύπνιος. Αντιμετώπιζε την έννοια της πραγματικότητας. Τούτο ήτανε πραγματικό χιόνι που του μαστίγωνε το πρόσωπο και που στρωνόταν πάνω του, και του μαστίγωνε το δεξί χέρι που είχε χάσει το γάντι του. Και τούτη ήτανε μια πραγματική ερημιά, που μέσα σε δαύτην απόμεινε τώρα κατάμονος, ίδιος σαν κείνο το αγριόχορτο περιμένοντας ένα θάνατο αναπόφευχτο, γρήγορο κι ανόητο.

- Παναγία Δέσποινα, πάτερ ιεράρχα Νικόλαε, θυμήθηκε τις χτεσινές παρακλήσεις στην εκκλησία, και το εικόνισμα με τη μαύρη μορφή και τα ολόχρυσα άμφια, και τα κεριά, που αυτός σαν επίτροπος, πουλούσε, κι ο κόσμος τ' άναβε μπροστά στο εικόνισμα κι οι βοηθοί του την ίδια ώρα του τα έφερναν πίσω σβηστά και κείνος τα έκρυβε μέσα στο συρτάρι, για να τα ξαναπουλήσει. Και τώρα δεόταν σ' αυτόν τον θαυματουργό Άι-Νικόλα να τον σώσει και του έταζε παράκληση και λαμπάδα. Όμως ταυτόχρονα κατάλαβε ολοκάθαρα κι αναμφισβήτητα πως εκείνο το εικόνισμα, τα άμφια, οι λαμπάδες, ο παπάς, οι παρακλήσεις, ολ' αυτά ήτανε πολύ επίσημα και ταιριαστά εκεί πέρα, στην εκκλησία, μα πως εδώ δε μπορούσαν τίποτα να του κάνουν, πως καμιά σχέση δεν υπήρχε, ούτε μπορούσε να υπάρξει ανάμεσα σε κείνες τις λαμπάδες και τις παρακλήσεις και στην τωρινή απελπιστική κατάστασή του.

- Πρέπει να έχω κουράγιο, στοχάστηκε, πρέπει ν' ακολουθήσω τ' αχνάρια του αλόγου, προτού τα σβήσει η θύελλα. Αυτά θα με σώσουν. Μπορεί κιόλας, να το βρω παραπέρα και να το καβαλήσω πάλι. Μονάχα να μη βιάζομαι, γιατί θα λαχανιάσω και θα χαθώ τρισχειρότερα.

Όμως, παρ' όλη την πρόθεσή του να προχωρήσει σιγανά, όρμησε μπροστά τρέχοντας κι αδιάκοπα έπεφτε, σηκωνόταν και ξανάπεφτε. Τ' αχνάρια του Μουχόρτη σε πολλές μεριές δε διακρινόταν καλά.

- Πάω χαμένος, στοχάστηκε ο Βασίλη Αντρέιτς, και τ' αχνάρια του θα χάσω και τ' άλογο δε θα το βρω. Μα την ίδια στιγμή καθώς κοίταξε μπροστά του, είδε κάτι να μαυρίζει. Κι αυτό ήτανε ο Μουχόρτη, κι όχι μονάχα ο Μουχόρτη, παρά και το έλκηθρο, με τα ολόστητα κοντάρια, και το μαντίλι για σημαία. Το άλογο με την κάπα και το σέλμα τραβηγμένα πλάγια στεκόταν τώρα όχι στην πρώτη του θέση, μα πιο κοντά στα κοντάρια και κινούσε με αδημονία το κεφάλι του, που τα μπερδεμένα γκέμια το τραβούσαν προς τα κάτω. Αποδείχτηκε, πως ο Βασίλη Αντρέιτς είχε πέσει σε κείνη την ίδια ρεματιά που είχε πέσει και πρωτύτερα ο Νικήτα, πως το άλογο τον κουβαλούσε πίσω, κοντά στο έλκηθρο και πως βρίσκονταν, όταν χωρίστηκαν, παρά κάπου πενήντα βήματα μακρύτερα από το σημείο που έμενε το έλκηθρο.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

VIII. Αφέντης και Δούλος |master|| VIII. Master and Servant VIII. Amo y criado

Ο Βασίλη Αντρέιτς στο αναμεταξύ βίαζε όσο μπορούσε και με τα πόδια και με τα γκέμια το άλογο, προχωρώντας προς το σημείο που υπολόγιζε σίγουρα ότι είναι το δάσος και η καλύβα του δασοφύλακα. Vasilis Andreits was relentlessly forcing the horse with both his feet and the reins, making his way to the spot he calculated was surely the forest and the ranger's cabin. Το χιόνι έκανε τα μάτια να κολλούν, κι ο αέρας λες κι έβανε πείσμα να τον σταματήσει, όμως αυτός, σκυμμένος μπροστά και τυλιγμένος αδιάκοπα στη γούνα του, έτσι που να σκεπάζει το σέλμα που τον ενοχλούσε, βίαζε όλη την ώρα το άλογο. ||||||stick||||||||||||||||||||||||||||||||||| The snow made his eyes stick, and the wind seemed to be putting up a fight to stop him, yet he, hunched forward and wrapped continuously in his fur, to cover the saddle that was bothering him, was forcing the horse all the time. Και κείνο, παρ' όλο που το έκανε με κόπο, όμως τραβούσε υπάκουο στην κατεύθυνση που του έδινε. And even though it was struggling, it obediently pulled in the direction he gave. Προχώρησε ίσαμε πέντε λεπτά όλο ίσα μπροστά, όπως φανταζόταν, δίχως να βλέπει τίποτ' άλλο εκτός από το κεφάλι του αλόγου και την κάτασπρη ερημιά και δίχως ν' ακούει τίποτ' άλλο εκτός από τα σφυρίγματα του αέρα κοντά στ' αυτιά του Μουχόρτη και γύρω στο γιακά της γούνας του. He proceeded for about five minutes straight ahead, as he imagined, without seeing anything else except the head of the horse and the pure white desolation and without hearing anything else except the whistling of the wind near the ears of Mouhorti and around the collar of his fur. Ξαφνικά διάκρινε κάτι να μαυρίζει παραπέρα. |he discerned|||| Suddenly he discerned something blackening further away. Η καρδιά του σκίρτησε από χαρά και κατεύθυνε κατά εκεί το άλογο, βλέποντας κιόλας με τα μάτια της φαντασίας του τοίχους σπιτιών κάποιου χωριού. His heart leaped with joy and he directed the horse towards it, already seeing in his imagination the walls of houses of some village. Όμως αυτό που μαύριζε δε έμενε ακίνητο παρά κουνιόταν αδιάκοπα, και δεν ήτανε χωριατόσπιτα, μα κάποιο αγριόχορτο, που είχε φυτρώσει και μεγαλώσει πάνω σε χώρισμα χωραφιού και πρόβαλε με τα ξερά κοτσάνια του μεσ' απ' τα χιόνια ενώ ο δυνατός αέρας λες κι είχε βαλθεί να το ξεριζώσει. |||||||||||||village houses|||wild grass||||||||||||||||||||||||||||to set||| But what was darkening did not remain still; instead, it kept moving restlessly, and it wasn't village houses, but some wild grass that had sprouted and grown on a field boundary, pushing through the snow with its dry stalks while the strong wind seemed to be intent on uprooting it. Κι άγνωστο για ποιο λόγο, η θέα εκείνου του αγριόχορτου, που το βασάνιζε ανελέητα ο σκληρός αέρας έκανε το Βασίλη Αντρέιτς να ταραχτεί και απομάκρυνε τ' άλογο από κει πέρα, δίχως να αντιληφθεί πως πρωτύτερα, με το να προχωρεί κατά κει, είχε ολότελα αλλάξει την αρχική κατεύθυνση και τώρα οδηγούσε το Μουχόρτη σ' εντελώς αντίθετη, πάντα με την πεποίθηση πως τραβούσε κατά τη μεριά που θα έπρεπε να 'ναι η καλύβα του δασοφύλακα. |||||||||wild grass||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| And for some unknown reason, the sight of that wild grass, which the harsh wind was mercilessly tormenting, disturbed Vasilis Andreits and he moved the horse away from there, without realizing that earlier, by proceeding that way, he had completely changed the initial direction and was now leading Mohorti in a completely opposite direction, always with the belief that he was heading towards where the forest guard's hut should be. Μα το άλογο όλο έστριβε δεξιά και για τούτο τον ανάγκαζε να το γυρίζει αδιάκοπα προς τ' αριστερά. But the horse kept turning to the right, and for this reason, it forced him to turn it constantly to the left. Πάλι διάκρινε κάτι να μαυρίζει πέρα, παραμπρός. Again, he discerned something dark in the distance, ahead. Καταχάρηκε, πεισμένος πια στα σίγουρα πως επρόκειτο για χωριό. He was overjoyed, now convinced for sure that it was a village. Μα ήτανε πάλι κάποιο χώρισμα χωραφιού, με αγριόχορτα φυτρωμένα στην άκρη του. ||||||||grown||| But there was again some separation of the field, with wild grass growing at its edge. Και τούτα, το ίδιο παράδερναν με τα κατάξερα κοτσάνια τους στη μανία του αέρα, πράγμα που άγνωστο γιατί, πλημμύριζε με τρομάρα την ψυχή του Βασίλη Αντρέιτς. |||||||dry|||||||||||||||||| And these, in the same way, were struggling with their dry stems in the fury of the wind, which, for some unknown reason, flooded the soul of Vasilis Andreits with terror. Και σαν να μην έφτανε αυτό, διακρίνονταν εκεί δα και πρόσφατα χνάρια από το πέρασμα αλόγου, παρ' όλο που ο αέρας τα είχε μισοσβήσει. |||||||||||||||||||||||half extinguished And as if that weren't enough, there were also recent tracks unmistakably visible from the passage of a horse, although the wind had half-erased them. Ο Βασίλη Αντρέιτς σταμάτησε, έσκυψε και κοίταξε προσεχτικά: ήτανε πραγματικά χνάρια από πέρασμα αλόγου μισοσβησμένα από τον δυνατό αέρα και δεν μπορούσαν να είναι άλλα, παρά τα χνάρια του Μουχόρτη. Vasilis Andreits stopped, bent down, and looked closely: there were indeed traces of a horse's passage half-erased by the strong wind, and they could only be the traces of Muchortis. Ήτανε φανερό, πως στριφογύριζε πάντα μέσα στον ίδιο κύκλο. It was obvious that he was always spinning around in the same circle.

- Θε να πάω χαμένος έτσι δα! - I'm going to be lost this way! - στοχάστηκε, και για να μην κυριευτεί από το φόβο που ένιωθε μέσα του, βίαζε ακόμα πιο πολύ το άλογο και προχωρούσε, βυθίζοντας το βλέμμα εντατικά στο κάτασπρο χιονένιο σύθαμπο, που μέσα σ' αυτό του φαινόταν σαν να ξεχώρισε κάποια μικρούτσικα φωτεινά σημαδάκια, που χάνονται αμέσως, μόλις έκανε να τα καλοκοιτάξει. ||||||||||he felt|||||||||||||||||snowy||||||||||||||little signs|||||||| - He pondered, and in order not to be overcome by the fear he felt within him, he urged the horse even harder and continued, intensely focusing his gaze on the pure white snowy fog, in which it seemed to him that he distinguished some tiny bright spots that immediately disappeared as soon as he tried to look at them closely. Κάποια φορά του φάνηκε σαν να άκουσε σκυλιά ν' αλυχτάνε ή λύκους να ουρλιάζουν, όμως οι ήχοι αυτοί ήτανε τόσο μακρινοί, που δεν ήξερε αν πραγματικά τους άκουγε ή αν τους ξεγεννούσε η φαντασία του και για τούτο σταμάτησε και προσήλωσε την ακοή του, όσο μπορούσε. |||||||||||||||||||||||||||||||was giving birth|||||||||||||| At one point, it seemed to him as if he heard dogs howling or wolves screaming, but these sounds were so distant that he could not tell if he was really hearing them or if his imagination was conjuring them up, and for this reason he stopped and focused his hearing as much as he could. Ξαφνικά πολύ κοντά στ' αυτιά του ακούστηκε μια κραυγή τρομερή, που τον ξεκούφανε κι όλα τρεμούλιασαν κι αναταράχτηκαν κάτωθέ του. Suddenly, very close to his ears, a terrible scream was heard, which deafened him and everything trembled and shook beneath him. Ο Βασίλη Αντρέιτς πιάστηκε από το λαιμό του αλόγου μια κι αυτός τρανταζόταν κι η κραυγή εντάθηκε ακόμα πιο τρομερή. ||||||||||||||||intensified||| Vasili Andreits was caught by the neck of the horse as it trembled and the scream became even more terrible. Για κάμποσα δευτερόλεπτα ο Βασίλη Αντρέιτς δε μπορούσε να συνέρθει και να καταλάβει τι είχε συμβεί. |||||||||recover|||||| For several seconds, Vasili Andreits could not recover and understand what had happened. Ότι δηλαδή ο Μουχόρτη, είτε δίνοντας κουράγιο στον εαυτό του, είτε καλώντας σε βοήθεια, χλιμίντρισε όσο πιο άγρια και πιο δυνατά μπορούσε. That is, Muhorti, either giving himself courage or calling for help, neighed as wildly and as loudly as he could.

- Φτου, που να χαθείς! - Ugh, I wish you would vanish! Με κατατρόμαξες, καταραμένο, είπε μέσα του ο Βασίλη Αντρέιτς. You terrified me, cursed one, said Vasilis Andreits to himself. Όμως κι αφού ανακάλυψε την πραγματική αιτία της τόσης τρομάρας τους, ήτανε πια ανήμπορος να την κατασιγάσει. ||||||||such|||||||| But even after discovering the real cause of their fright, he was already powerless to calm it.

- Πρέπει να συνέρθω, να λογικευτώ, έλεγε μέσα του και ταυτόχρονα δε μπορούσε να συγκρατηθεί κι όλο βίαζε το άλογο, χωρίς ν' αντιλαμβάνεται, πως τώρα πια είχε τον αέρα πίσω του κι όχι μπροστά του. ||come to my senses||rationalize||||||||||||||||||||||||||||| - I must compose myself, I must rationalize, he said to himself, and at the same time, he couldn't hold back and kept forcing the horse, not realizing that now he had the wind at his back and not in front of him. Το κορμί του, προπάντων στα γόνατα, που δε το σκέπαζαν οι γούνες κι ακουμπούσε στο σέλμα, κρύωνε και πονούσε, τα χέρια και τα πόδια του έτρεμαν κι ανάσαινε με κόπο. His body, especially at the knees, which were not covered by the furs and rested on the saddle, was getting cold and hurting, his hands and feet were trembling, and he was breathing with effort. Έβλεπε πως χανόταν μέσα σε κείνη την τρομερή χιονένια ερημιά και δεν είχε κανένα μέσο σωτηρίας. ||||||||snowy||||||| He saw that he was getting lost in that terrible snowy wilderness and had no means of salvation.

Ξαφνικά το άλογο ταλαντεύτηκε κάτωθέ του γιατί πάτησε μέσα σε κάποιο χιονοσωρό, έχασε την ισορροπία, προσπάθησε μάταια να στηριχτεί κι έπεσε αγκομαχώντας βαριά, πλάγια. Suddenly the horse swayed beneath him because it stepped into a snowdrift, lost its balance, tried in vain to support itself, and fell heavily to the side, gasping. Ο Βασίλη Αντρέιτς πήδησε κάτω και με τη κίνηση αυτή έσυρε από τη μεριά του το σέλμα, που απ' αυτό κρατιόταν τόση ώρα. Vasilis Andreits jumped down, and with this movement, he pulled the saddle from his side, which he had been holding onto all this time. Μόλις απαλλάχτηκε από τον αναβάτη του, ο Μουχόρτη, ξαλάφρωσε, όρμησε και με δυο πηδήματα βρέθηκε ορθός, χλιμίντρισε δυνατά και σέρνοντας πίσωθέ του την κάπα και το σέλμα που κρέμονταν, έγινε άφαντος, και παράτησε το Βασίλη Αντρέιτς κατάμονο μέσα στα χιόνια. ||||rider|||||||||||upright|||||||||||||||invisible||||||all alone||| As soon as it was freed from its rider, Muhorti relaxed, charged forward, and with two jumps, found itself upright, neighed loudly, and dragging behind it the cape and saddle that were hanging, it vanished, leaving Vasilis Andreits alone in the snow. Κείνος όρμησε να τον φτάσει, μα το χιόνι ήτανε τόσο βαθύ κι οι γούνες του τόσο βαριές, και στο κάθε βήμα τα πόδια του χώνονταν ίσαμε το γόνατο μέσα στα χιόνια, ώσπου αφού προχώρησε όχι παραπάνω από είκοσι βήματα, λαχάνιασε και σταμάτησε. ||||||||||||||||||||||||sank||||||||||||||||| He rushed to catch up with him, but the snow was so deep and his furs so heavy, and with each step his feet sank up to the knee in the snow, until, after progressing no more than twenty steps, he gasped and stopped.

- Το δασάκι, τα κέρδη από τους τόκους, τα νοίκια, το μπακάλικο, τα καπηλειά, το σπίτι με τη σιδερένια σκεπή και το αμπάρι, ο διάδοχος, στοχάστηκε. ||||||||rents|||||||||||||||| - The little forest, the profits from the interests, the rents, the grocery store, the taverns, the house with the iron roof and the granary, the heir pondered. Τι θ' απογίνουν ολ' αυτά δίχως εμένα; Μα τ' είναι τούτο; Αδύνατο! What will happen to all these without me? But what is this? Impossible! - του πέρασε σαν αστραπή η σκέψη από το νου. - The thought flashed through his mind like lightning. Κι άγνωστο γιατί αναθυμήθηκε κείνα τα ξερά αγριόχορτα που παράδερναν στον αέρα, καθώς τα είχε δει περνώντας από δίπλα τους δυο φορές και τόση ήτανε η φρίκη που τον κυρίεψε στη θύμηση αυτή, που τα έχασε ολότελα και δεν ήξερε πια μήτε που βρισκόταν, μήτε τι του γινόταν. And for some unknown reason, he recalled those dry wild herbs that were flailing in the air, as he had seen them passing by them twice, and the horror that seized him in this memory was so intense that he completely lost himself and no longer knew where he was or what was happening to him. Σκέφτηκε: He thought:

- Μήπως ονειρεύομαι; - Am I dreaming?

Και θέλησε να ξυπνήσει, μα δε μπορούσε, γιατί απλούστατα, ήτανε ξύπνιος. And he wanted to wake up, but he couldn't, because simply put, he was awake. Αντιμετώπιζε την έννοια της πραγματικότητας. He was confronting the notion of reality. Τούτο ήτανε πραγματικό χιόνι που του μαστίγωνε το πρόσωπο και που στρωνόταν πάνω του, και του μαστίγωνε το δεξί χέρι που είχε χάσει το γάντι του. |||||||||||laying down|||||||||||||| This was real snow that whipped against his face and covered him, and it whipped his right hand, which had lost its glove. Και τούτη ήτανε μια πραγματική ερημιά, που μέσα σε δαύτην απόμεινε τώρα κατάμονος, ίδιος σαν κείνο το αγριόχορτο περιμένοντας ένα θάνατο αναπόφευχτο, γρήγορο κι ανόητο. ||||||||||||alone|||||||||||| And this was a true desolation, in which he remained now alone, like that wild grass waiting for an unavoidable, swift, and foolish death.

- Παναγία Δέσποινα, πάτερ ιεράρχα Νικόλαε, θυμήθηκε τις χτεσινές παρακλήσεις στην εκκλησία, και το εικόνισμα με τη μαύρη μορφή και τα ολόχρυσα άμφια, και τα κεριά, που αυτός σαν επίτροπος, πουλούσε, κι ο κόσμος τ' άναβε μπροστά στο εικόνισμα κι οι βοηθοί του την ίδια ώρα του τα έφερναν πίσω σβηστά και κείνος τα έκρυβε μέσα στο συρτάρι, για να τα ξαναπουλήσει. |||hierarch|Nicholas|||||||||||||||||vestments|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||sold - Holy Virgin Mistress, Father Hierarch Nicholas, he remembered yesterday's prayers in the church, and the icon with the black figure and the golden vestments, and the candles, which he, as the steward, sold, and the people lit them in front of the icon while his helpers brought them back extinguished at the same time, and he hid them in the drawer to sell them again. Και τώρα δεόταν σ' αυτόν τον θαυματουργό Άι-Νικόλα να τον σώσει και του έταζε παράκληση και λαμπάδα. ||was asking||||||||||||||| And now he was pleading with that miraculous Saint Nicholas to save him, promising him a prayer and a candle. Όμως ταυτόχρονα κατάλαβε ολοκάθαρα κι αναμφισβήτητα πως εκείνο το εικόνισμα, τα άμφια, οι λαμπάδες, ο παπάς, οι παρακλήσεις, ολ' αυτά ήτανε πολύ επίσημα και ταιριαστά εκεί πέρα, στην εκκλησία, μα πως εδώ δε μπορούσαν τίποτα να του κάνουν, πως καμιά σχέση δεν υπήρχε, ούτε μπορούσε να υπάρξει ανάμεσα σε κείνες τις λαμπάδες και τις παρακλήσεις και στην τωρινή απελπιστική κατάστασή του. ||||||||||||||||the||||||||||||||||||||||||||||||||||||||prayers|||||| However, at the same time, he understood very clearly and undoubtedly that that icon, the vestments, the candles, the priest, the prayers, all of that was very formal and fitting there, in the church, but that here they could do nothing for him, that there was no connection, nor could there be any between those candles and prayers and his current desperate situation.

- Πρέπει να έχω κουράγιο, στοχάστηκε, πρέπει ν' ακολουθήσω τ' αχνάρια του αλόγου, προτού τα σβήσει η θύελλα. - I must have courage, he thought, I must follow the horse's tracks before the storm erases them. Αυτά θα με σώσουν. These will save me. Μπορεί κιόλας, να το βρω παραπέρα και να το καβαλήσω πάλι. I might also find it further along and ride it again. Μονάχα να μη βιάζομαι, γιατί θα λαχανιάσω και θα χαθώ τρισχειρότερα. ||||||||||three times worse Only I must not hurry, because I will get out of breath and end up lost much worse.

Όμως, παρ' όλη την πρόθεσή του να προχωρήσει σιγανά, όρμησε μπροστά τρέχοντας κι αδιάκοπα έπεφτε, σηκωνόταν και ξανάπεφτε. However, despite his intention to proceed quietly, he rushed ahead running and constantly fell, got up and fell again. Τ' αχνάρια του Μουχόρτη σε πολλές μεριές δε διακρινόταν καλά. The footprints of Mouhortis were not clearly visible in many places.

- Πάω χαμένος, στοχάστηκε ο Βασίλη Αντρέιτς, και τ' αχνάρια του θα χάσω και τ' άλογο δε θα το βρω. - I am going to be lost, thought Vasilis Andreits, and I will lose his footprints and I won't find the horse. Μα την ίδια στιγμή καθώς κοίταξε μπροστά του, είδε κάτι να μαυρίζει. But at the same moment as he looked ahead, he saw something darkening. Κι αυτό ήτανε ο Μουχόρτη, κι όχι μονάχα ο Μουχόρτη, παρά και το έλκηθρο, με τα ολόστητα κοντάρια, και το μαντίλι για σημαία. ||||||||||||||||full-length|||||| And that was Mouchorti, and not just Mouchorti, but also the sled, with the perfectly straight poles, and the scarf for a flag. Το άλογο με την κάπα και το σέλμα τραβηγμένα πλάγια στεκόταν τώρα όχι στην πρώτη του θέση, μα πιο κοντά στα κοντάρια και κινούσε με αδημονία το κεφάλι του, που τα μπερδεμένα γκέμια το τραβούσαν προς τα κάτω. ||||||||||||||||||||to the|poles|||||||||||||||| The horse with the cape and the saddle pulled sideways was now standing not in its first position, but closer to the poles and was nervously moving its head, which the tangled reins were pulling down. Αποδείχτηκε, πως ο Βασίλη Αντρέιτς είχε πέσει σε κείνη την ίδια ρεματιά που είχε πέσει και πρωτύτερα ο Νικήτα, πως το άλογο τον κουβαλούσε πίσω, κοντά στο έλκηθρο και πως βρίσκονταν, όταν χωρίστηκαν, παρά κάπου πενήντα βήματα μακρύτερα από το σημείο που έμενε το έλκηθρο. ||||||||||||||||||Nikitas|||||||||||||||||||||||||| It was proven that Vasilis Andreits had fallen into the same ravine where Nikitas had fallen earlier, that the horse was carrying him back, near the sled, and that they were, when they parted, about fifty steps farther from the point where the sled remained.