1.1 Ο Κος Σέρλοκ Χολμς (2)
Επρόκειτο περί μιας ψηλοτάβανης αίθουσας, πλαισιωμένης και γεμάτης από αναρίθμητες φιάλες. Φαρδιοί, χαμηλοί πάγκοι βρίσκονταν διάσπαρτοι παντού, οι οποίοι έβριθαν από αποστακτήρες, δοκιμαστικούς σωλήνες, και μικρές εστίες Μπάνσεν, με τις γαλάζιες τους τρεμουλιαστές φλόγες. Υπήρχε μόνον ένας σπουδαστής στην αίθουσα, ο οποίος ήταν σκυμμένος πάνω από έναν μακρινό πάγκο, απορροφημένος στην εργασία του. Στον ήχο των βημάτων μας έριξε μια ματιά τριγύρω και πετάχτηκε όρθιος με μια κραυγή χαράς. «Το βρήκα! Το βρήκα», φώναξε στον σύντροφο μου, τρέχοντας προς το μέρος μας με έναν δοκιμαστικό σωλήνα στα χέρια του. «Βρήκα ένα αντιδραστήριο το οποίο διασπάται από την αιμοσφαιρίνη και από τίποτα άλλο.» Και χρυσωρυχείο να είχε ανακαλύψει, μεγαλύτερη χαρά δεν θα είχε διαφανεί στα χαρακτηριστικά του.
«Δρ. Γουώτσον, ο Κος Σέρλοκ Χολμς», είπε ο Στάμφορντ, κάνοντας τις συστάσεις.»
«Πως είσαι;» είπε εγκάρδια, σφίγγοντας το χέρι μου με τόση δύναμη που ούτε θα του το είχα. «Ήσουν στο Αφγανιστάν, όπως αντιλαμβάνομαι.»
«Πως στο καλό το κατάλαβες;» ρώτησα με έκπληξη.
«Δεν έχει σημασία», είπε εκείνος, γελώντας. «Το ζήτημα επί της παρούσης είναι η αιμοσφαιρίνη. Αναμφισβήτητα θα αντιλαμβάνεσαι τη σπουδαιότητα της ανακάλυψης μου;»
«Είναι ενδιαφέρουσα, από χημικής άποψης, δίχως αμφιβολία», απάντησα, «εντούτοις πρακτικά —»
«Μα, άνθρωπε, πρόκειται για την πλέον πρακτική ιατροδικαστική ανακάλυψη εδώ και χρόνια. Δεν βλέπεις πως μας προσφέρει μια αλάνθαστη εξέταση κηλίδων αίματος. Έλα εδώ αμέσως!» Με άρπαξε από το μανίκι μέσα στον ενθουσιασμό του και με έσυρε μέχρι τον πάγκο στον οποίο εργαζόταν. «Ας πάρουμε λίγο φρέσκο αίμα», είπε, καρφώνοντας μια μακριά βελόνα στο δάκτυλο του, και αντλώντας τη σταγόνα αίματος σε ένα χημικό σιφώνιο. «Τώρα, προσθέτω τη μικρή αυτή ποσότητα αίματος σε ένα λίτρο νερού. Παρατηρείς πως το προκύπτον μίγμα έχει την εμφάνιση διαυγούς νερού. Η αναλογία του αίματος δεν είναι δυνατόν να είναι μεγαλύτερης του ενός εκατομμυριοστού. Δεν έχω αμφιβολία, ωστόσο, πως θα κατορθώσουμε να επιτύχουμε την χαρακτηριστική αντίδραση.» Ενώ μιλούσε, έριξε μέσα στο δοχείο μερικούς λευκούς κρυστάλλους, και κατόπιν προσέθεσε μερικές σταγόνες από ένα διαυγές υγρό. Στην στιγμή το περιεχόμενο έλαβε μια βαθιά καστανέρυθρη χροιά, και ένα υπόφαιο ίζημα κατακρημνίσθηκε στον πάτο του γυάλινου δοχείου.
«Χα! Χα!» φώναξε, χτυπώντας τα χέρια του, και δείχνοντας τόσο ευτυχισμένος όσο κάποιο παιδί με ένα καινούργιο παιχνίδι. «Τι γνώμη έχεις περί αυτού;»
«Δείχνει να πρόκειται περί ενός εξαιρετικά λεπτού πειράματος», σχολίασα.
«Υπέροχα! Υπέροχα! Η παλιά εξέταση Γκουιάκουμ ήταν τόσο αδέξια και ασαφής. Το ίδιο και η μικροσκοπική εξέταση των αιμοσφαιρίων του αίματος. Η τελευταία δεν έχει ουδεμία αξία αν οι κηλίδες είναι μερικών ωρών. Στην περίπτωση μας, το συγκεκριμένο παρουσιάζεται, να ενεργεί εξίσου καλά ασχέτως του αν το αίμα είναι φρέσκο ή όχι. Αν η προκειμένη εξέταση είχε ήδη εφευρεθεί, πολλοί από τους εκατοντάδες ανθρώπους που τριγυρίζουν ελεύθεροι θα είχαν πληρώσει προ πολλού το τίμημα των εγκλημάτων τους.»
«Όντως!» μουρμούρισα.
«Οι ποινικές υποθέσεις μονίμως εξαρτώνται από αυτό το στοιχείο. Κάποιος κρίνεται ύποπτος για ένα έγκλημα μήνες κατόπιν της διάπραξης του. Τα ασπρόρουχα ή τα ρούχα του εξετάζονται, και καφετιές κηλίδες ανακαλύπτονται πάνω τους. Πρόκειται περί κηλίδων αίματος, λεκέδων λάσπης, σκουριάς, λεκέδων φρούτων, ή κάτι άλλου; Αποτελεί ένα ζήτημα το οποίο έχει πονοκεφαλιάσει πολλούς ειδικούς, και για ποιον λόγο; Επειδή δεν υπήρχε κάποια αξιόπιστη εξέταση. Τώρα πια έχουμε την εξέταση Σέρλοκ Χολμς, και δεν θα υπάρξει πλέον καμία δυσκολία.»
Τα μάτια του έλαμπαν καθώς μιλούσε, έφερε το χέρι μπροστά στην καρδιά του και υποκλίθηκε σα να βρισκόταν ενώπιον ενός επιδοκιμαστικού πλήθους το οποίο είχε επικαλεσθεί η φαντασία του.
«Θα πρέπει να επαινεθείς», σχολίασα, εξαιρετικά ξαφνιασμένος από τον ενθουσιασμό του.
«Υπήρξε η υπόθεση του Βον Μπίσχοφ στην Φρανκφούρτη τον προηγούμενο χρόνο. Σίγουρα θα είχε κρεμαστεί αν υπήρχε ετούτη η εξέταση. Έπειτα υπήρξαν ο Μέισον του Μπράντφορντ και ο περιβόητος Μιούλερ και ο Λεφέβρ του Μοντπελιέ και ο Σάμσον της Νέας Ορλεάνης. Θα μπορούσα να κατονομάσω μυριάδες υποθέσεις στις οποίες θα είχε αποβεί καθοριστική.»
«Μοιάζεις με ζωντανό ημερολόγιο του εγκλήματος», είπε ο Στάμφορντ με ένα γέλιο. «Θα μπορούσες να αρχίσεις μια εφημερίδα με όλα αυτά. Να την ονομάσεις τα ‘Αστυνομικά Νέα του Παρελθόντος. '»
«Εξαιρετικά ενδιαφέρον ανάγνωσμα θα ήταν, κάλλιστα», σχολίασε ο Σέρλοκ Χολμς, κολλώντας ένα κομματάκι τσιρότο πάνω στην πληγή του δάκτυλου του. «Υποχρεούμαι να προσέχω», συνέχισε, στρεφόμενος σε μένα με ένα χαμόγελο, «καταπιάνομαι αρκετά με δηλητήρια.» Άπλωσε μπροστά το χέρια καθώς μιλούσε, και πρόσεξα πως ήταν ολόκληρα διάστικτα από παρόμοια κομμάτια τσιρότου, και αποχρωματισμένα από ισχυρά οξέα.»
«Ήρθαμε εδώ για δουλειά», είπε ο Στάμφορντ, καθώς κάθισε σε ένα τρίποδο σκαμνί, και έσπρωξε άλλο ένα προς το μέρος μου με το πόδι του. Ο φίλος μου από εδώ θέλει να βρει στέγη, και καθώς παραπονιόσουν πως δεν έβρισκες κανέναν να το πιάσει μισό-μισό μαζί σου, σκέφτηκα πως θα έκανα καλά να σας φέρω σε επαφή.»
Ο Σέρλοκ Χολμς έδειξε ικανοποιημένος στην ιδέα να μοιραστεί το σπίτι μαζί μου. «Έχω βάλει στο μάτι ένα διαμέρισμα στην Οδό Μπέϊκερ», είπε, «το οποίο θα μας ταίριαζε πέρα για πέρα. Δεν σε ενοχλεί η μυρωδιά του δυνατού καπνού, ελπίζω;»
«Καπνίζω διαρκώς καραβιές ο ίδιος», απάντησα.
«Αρκετά καλό. Γενικά έχω τριγύρω χημικά, και περιστασιακά κάνω πειράματα. Μήπως θα σε ενοχλούσε;»
«Καθόλου.»
«Κάτσε να σκεφθώ —ποια είναι τα άλλα μου ελαττώματα. Με πιάνουν οι μαύρες μου κατά καιρούς, και περνάνε μέρες δίχως να βγάλω λέξη. Μην θεωρήσεις πως είμαι μουτρωμένος όταν βρίσκομαι σε αυτήν την κατάσταση. Απλά άφησε με ήσυχο, και σύντομα θα είμαι εντάξει. Τι έχεις να εξομολογηθείς εσύ τώρα; Είναι εξίσου καλό για δυο ανθρώπους να γνωρίζουν τα χειρότερα ο ένας για τον άλλο πριν επιχειρήσουν να ζήσουν παρέα.»
Γέλασα στην αντεξέταση του. «Έχω ένα γέρικο σκυλί ράτσας μπούλ», είπα, «και αποδοκιμάζω τις φασαρίες επειδή τα νεύρα μου έχουν κλονισθεί, ξυπνώ σε εντελώς ακατάλληλες ώρες, και είμαι εξαιρετικά τεμπέλης. Έχω άλλο ένα σετ από διαστροφές όταν είμαι καλά, αλλά αυτά είναι τα σημαντικά επί του παρόντος.»
«Συμπεριλαμβάνεις το παίξιμο του βιολιού στην κατηγορία της φασαρίας;» ρώτησε ανήσυχα.
«Εξαρτάται τον βιολιστή», απάντησα. «Ένα καλώς παιγμένο βιολί αποτελεί τέρψη των θεών—ένα κακώς παιγμένο—»
«Α! Ουδέν πρόβλημα», φώναξε με ένα χαρούμενο γέλιο. «Πιστεύω πως κάλλιστα μπορούμε να θεωρήσουμε πως το ζήτημα κανονίστηκε —φυσικά, αν το διαμέρισμα σου κάνει.»
«Πότε θα το δούμε;»
«Πέρασε να με συναντήσεις αύριο το μεσημέρι, και θα πάμε παρέα να τα κανονίσουμε όλα», απάντησε.
«Εντάξει —μεσημέρι ακριβώς», είπα εγώ, σφίγγοντας του το χέρι.
Τον αφήσαμε να εργάζεται ανάμεσα στα χημικά του, και περπατήσαμε παρέα προς το ξενοδοχείο μου.
«Επί τη ευκαιρία», ρώτησα άξαφνα, σταματώντας και γυρνώντας στον Στάμφορντ, «πως στο δαίμονα ήξερε πως είχα έρθει από το Αφγανιστάν;»
Ο σύντροφος μου χαμογέλασε με ένα αινιγματικό χαμόγελο. «Πρόκειται απλώς για τη μικρή του ιδιαιτερότητα», είπε. «Αρκετοί ήταν εκείνοι που θέλησαν να μάθουν πως ανακαλύπτει το πώς έχουν κάποια πράγματα.»
«Ω! Μυστήριο δηλαδή;» φώναξα, τρίβοντας τα χέρια μου. «Είναι εξαιρετικά σκαμπρόζικο. Σου είμαι υποχρεωμένος που μας έφερες σε επαφή. Για να μελετήσεις καταλλήλως την ανθρωπότητα ξεκινάς από τον άνθρωπο, ξέρεις.»
«Επιβάλλεται να τον μελετήσεις, τότε», είπε ο Στάμφορντ, καθώς με αποχαιρετούσε. «Ωστόσο, θα ανακαλύψεις πως αποτελεί δυσεπίλυτο πρόβλημα. Στοιχηματίζω πως θα μάθει περισσότερα σχετικά με εσένα από όσα εσύ για εκείνον. Αντίο.»
«Αντίο», απάντησα, και περπάτησα προς το ξενοδοχείο μου, με εξαιρετικό ενδιαφέρον για την καινούργια μου γνωριμία.