I only see with my heart | Athena Kritikou | TEDxAthens
Μεταγραφή: Andreas Tzekas Επιμέλεια: Dimitra Papageorgiou
Δεν μπορώ να αναφερθώ στο σήμερα,
εάν δεν σας εξηγήσω λίγο το δικό μου χθές.
Η ιστορία μου τελικά ξεκινάει στα οκτώ μου χρόνια. Μέχρι τα οκτώ ρολόι.
Ζω με τον παππού μου και την γιαγιά μου,
οι γονείς μου ζουν στο εξωτερικό και ζω σε ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη, φροντίδα, προστασία.
Το σκηνικό αλλάζει στα οκτώ μου χρόνια, φεύγω στο εξωτερικό -στη Γαλλία, στο Παρίσι-
πάω εσωτερική σε ένα σχολείο, δε μιλάω τη γλώσσα,
τη μιλάω πάρα πολύ λίγο, άρα δεν καταλαβαίνω. Δεν έχω φίλους, δε γνωρίζω τους συμμαθητές μου, δε γνωρίζω το σχολείο, δε γνωρίζω την χώρα και κυρίως είμαι μακριά από την οικογένειά μου. Και εκεί για μένα, φρίκη.
Από την απόλυτη προστασία, περνάω στο απόλυτο κενό. Αισθάνομαι απίστευτη μοναξιά, αισθάνομαι θλίψη, αισθάνομαι αποκομμένη, αισθάνομαι αποκλεισμένη, αισθάνομαι αόρατη, αισθάνομαι ξεχασμένη. Περνάνε οι μήνες, τα χρόνια.
Είμαι ακόμα μικρή.
Όμως μέσα μου θέλω να βγω από αυτήν την κατάσταση. Το θέλω γιατί αγαπάω τη ζωή.
Επειδή όμως είμαι μικρή, δεν ξέρω πώς.
Προσπαθώ ενστικτωδώς
μέσα από το συναίσθημα, να βρω κάποια κόλπα για να ξεφύγω από την δική μου καθημερινότητα.
Δημιουργώ μέσα στο μυαλό μου, ένα συναισθηματικό μικροσκόπιο, στο οποίο μπαίνω και γίνομαι ταυτόχρονα θεατής και πρωταγωνίστρια.
Ό,τι μου λένε, ό,τι λέω, ό,τι κάνω, ό,τι μου κάνουνε, περνάει από αυτό το συναισθηματικό μικροσκόπιο και έτσι σιγά σιγά προσπαθώ, να μεταφράσω;
Να αποκωδικοποιήσω;
Να μεταφέρω
ό,τι αισθάνομαι για να καταλάβω το τι, πώς, που, πότε, γιατί, το δικό μου, της δικής μου ιστορίας. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία, πάρα πολύ μεγάλη σημασία παίξανε για εμένα, τα «δεν πειράζει».
Δεν πειράζει αν φοβάμαι. Δεν μπορώ να νικήσω τον φόβο μου. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να τον φέρω κοντά μου, να προσπαθήσω να τον διαχειριστώ, να εξοικειωθώ μαζί του. Δεν πειράζει αν πέσω.
Αν πέσω, θα ξανασηκωθώ
και όσες πιο πολλές φορές πέσω, τόσο πιο πολύ θα μάθω
να πέφτω στα μαλακά και να ξανασηκώνομαι πιο γρήγορα. Δεν πειράζει αν κάνω λάθη. Από τα λάθη μου θα μάθω. Με όλα αυτά τα δεν πειράζει κατάφερα σιγά σιγά να πορευτώ με τα συναισθήματά μου παρέα και κυρίως να τα αποδεχτώ και να με αποδεχτώ. Έτσι με το χρόνο σιγά σιγά, από τα δεν πειράζει, πέρασα σε πολύ ισχυρά θέλω, δεν θέλω.
Ένα για μένα και ένα για τους άλλους.
Το δικό μου θέλω και δεν θέλω είναι δεν θέλω μια ζωή δανεική,
δεν θέλω μια ζωή με έκπτωση, δεν θέλω να κατοικώ σε παρένθεση, θέλω τη δική μου τη ζωή
έτσι όπως εγώ πιστεύω ότι πρέπει να τη ζήσω. Δεύτερο θέλω για τους άλλους.
Θέλω ο κόσμος να μην αισθάνεται, αυτό που αισθάνθηκα εγώ.
Και αν τύχει και το αισθάνεται, θα ήθελα εγώ να προσπαθήσω να κάνω κάτι γι' αυτό. Έτσι η ζωή με έφερε κοντά σε ένα τμήμα του πληθυσμού, το οποίο και αυτό είναι αόρατο, ξεχασμένο, έξω από τον κόσμο, το οποίο δεν το έβλεπα. Ένα 10% του πληθυσμού. Άτομα με αναπηρία.
Θέλω να σας ρωτήσω, εσείς όταν περπατάτε στους δρόμους, όταν πηγαίνετε στην δουλειά σας, όταν περνάτε από τις πλατείες, όταν πηγαίνετε σε καφετέριες, στο σινεμά, στο θέατρο, βλέπετε 10% των ανθρώπων δίπλα σας να έχουν αναπηρία;
Διότι εγώ προσωπικά συνεχίζω να μην τους βλέπω έξω. Τώρα γιατί δεν τους βλέπω;
Υπάρχει ένας λόγος πρακτικός που είναι η έλλειψη προσβασιμότητας. Σαφέστατα η χώρα αυτή δεν έχει την υποδομή, για να μπορέσει να αγκαλιάσει να φιλοξενήσει, άτομα με αναπηρία.
Άρα στην ουσία τι κάνεις όταν έχεις αναπηρία; Σε ένα μεγάλο ποσοστό, μένεις σπίτι σου.
Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος λόγος.
Πιο οδυνηρός θα έλεγα.
Η αρνητική στάση της κοινωνίας, γεμάτη στερεότυπα και προκαταλήψεις. Διότι στην ουσία τι φοβόμαστε;
Ένα, φοβάσαι ότι δεν ξέρεις να διαχειριστείς το διαφορετικό. Και έχετε δίκιο.
Είναι σωστό όταν έχεις δίπλα σου ένα άτομο με αυτισμό δεν ξέρεις πως να το διαχειριστείς και δεν ξέρεις, τι πρέπει να πεις ή τι πρέπει να κάνεις.
Φοβάσαι ότι ενδεχομένως θα πεις κάτι που δεν πρέπει ή θα κάνεις κάτι που δεν πρέπει.
Οπότε αποφεύγεις να το κάνεις.
Το δεύτερο είναι πολύ πιο υποκριτικό.
Ο φόβος είναι δικός μας.
Δεν θέλω καν να περάσει από την σφαίρα της φαντασίας μου ότι μπορεί να συμβεί και σε εμένα αυτό. Άρα το διαγράφω.
Το παραμερίζω.
Μετά από όλες αυτές τις σκέψεις ήρθα αντιμέτωπη με πάρα πολλές ιστορίες,
τις έζησα από κοντά, τις άκουσα.
Αλλά θέλω να σας πω δύο.
Πρώτη ιστορία, συμβαίνει στην Αττική.
Είναι πραγματικά η διπλανή πόρτα.
Συμβαίνει στην Αττική, πρόσφατα.
Είναι μια οικογένεια που είναι φτωχή, έχει ένα παιδί με νοητική στέρηση 6, 7 ετών.
Οι γονείς πρέπει να φύγουν το πρωί στην δουλειά, να γυρίσουν το απόγευμα, δεν υπάρχει άνθρωπος να κρατήσει το παιδί, άρα το παιδί μένει μόνο του στο σπίτι.
Επαναλαμβάνω είναι 6, 7 ετών και έχει και νοητική στέρηση. Ο πρώτος τρόπος που βρήκανε για να «απομονώσουν» το παιδί τους είναι ότι το δένανε στο κρεβάτι του κάθε πρωί όταν φεύγανε στη δουλειά και το λύνανε κάθε απόγευμα όταν γυρνούσαν από τη δουλειά. Δεύτερη λύση που είχαν βρει.
Είχαν ανοίξει μια τρύπα στην αυλή τους
και θάβανε το παιδί κάθε πρωί με το κεφάλι απ' έξω πριν φύγουν στην δουλειά
και το ξέθαβαν κάθε απόγευμα όταν γυρνάγαν από την δουλειά. Δεύτερη ιστορία.
Επισκέπτομαι έναν κοινωνικό φορέα, ο οποίος πραγματικά αγκαλιάζει και φροντίζει νέους με αναπηρία,
-βαρύτατες μορφές αναπηρίας.
Να φανταστείτε ότι τα παιδιά, οι νέοι, δεν μπορούν καν να παραμείνουν καθιστοί στο κρεβάτι τους. Είναι υποχρεωμένοι να τους δέσουν διότι δεν κρατιέται το σώμα τους.
Δεν έχουν νοητική στέρηση. Έχουν κινητική αναπηρία. Μέχρι τα 23, 24 τους χρόνια μπορούν να φιλοξενούνται σε κάποιες ειδικές δομές όπου πραγματικά υπάρχουν άνθρωποι ήρωες οι οποίοι τους φροντίζουν. Στα 24, 25 τους χρόνια είναι σπάνιες οι δομές που μπορούν πραγματικά να φιλοξενήσουνε και να φροντίσουνε παιδιά με τέτοιες βαριές μορφές αναπηρίας. Συνήθως λοιπόν, πρέπει να ξέρετε, ότι αυτοί οι νέοι καταλήγουν στο Δαφνί. Θέλω ένα λεπτό να σκεφτείτε τι ή ποια μπορεί να είναι η ζωή αυτών των ανθρώπων,
οι οποίοι ξεκινάνε φυλακισμένοι από την δική τους αναπηρία και διασχίζουν όλη τους τη ζωή φυλακισμένοι από τη δική μας στάση. Τη στάση της κοινωνίας.
Όταν είσαι αποδέκτης όλου αυτού του σκηνικού έχεις δύο λύσεις. Ένα, η πολιτική της ντουλάπας.
Λες ότι παίρνω όλα μου τα συναισθήματα, ανοίγω την ντουλάπα, τα πετάω μέσα, όσο πιο οδυνηρά, τόσο πιο βαθιά, κλείνω την ντουλάπα, δεν την ξανανοίγω. Δεύτερο είναι να πεις ότι, ώπα.
Δεν μπορώ να κάνω ότι δεν το ξέρω. Το είδα. Και από την στιγμή που το είδα κάτι πρέπει να κάνω. Έστω και αν το κάνω λάθος, διότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα σε μια κοινωνία από την αδιαφορία.
Είναι καλύτερα να κάνεις κάτι και να το κάνεις λάθος, από το να μην κάνεις τίποτα, ποτέ, καθόλου. Μετά άρχισα να σκέφτομαι ότι εντάξει.
Θέλω να κάνω κάτι αλλά πώς θα το κάνω;
Δεν είμαι επαγγελματίας του συγκεκριμένου χώρου. Δεν είμαι κοινωνική λειτουργός, δεν είμαι ψυχολόγος, δεν είμαι εκπαιδευτικός.
Εκεί η απάντηση ήρθε αυτόματα: Ναι, αλλά είμαι άνθρωπος
και ως απλός άνθρωπος έχω, όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να προσπαθήσω να κάνω κάτι.
Τώρα σε ποιους να απευθυνθώ;
Σκέφτηκα αμέσως τους νέους.
Γιατί το πρόβλημα ποιο είναι;
Η κοινωνική ένταξη ή ο κοινωνικός αποκλεισμός, έχει ως ένα στοιχείο, δεν βλεπόμαστε, δεν γνωριζόμαστε, δεν βλέπουμε
οι μεν τους δε.
Άρα πως θα εντάξουμε ένα τμήμα του πληθυσμού το οποίο είναι αόρατο; Σκέφτηκα ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνω είναι να πιάσω τους νέους, μαθητές γενικής εκπαίδευσης οι οποίοι σπάνια έχουν την δυνατότητα
να έρθουν σε επαφή με το διαφορετικό, έτσι ώστε σιγά σιγά
μέσω βιωματικών προγραμμάτων να εκπαιδευτούν, να εξοικειωθούν με την εικόνα της αναπηρίας
και να μάθουν να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους. Δεύτερον να κοινωνικοποιήσω τους νέους με αναπηρία δίνοντάς τους φωνή και βήμα. Έτσι γεννήθηκε ο ΣΚΕΠ.
Με το όραμα μιας κοινωνίας, όπου όλοι ανεξαιρέτως θα αισθάνονται αποδεκτοί και χρήσιμοι.
Δεν μπορώ να πω πλέον «εγώ». Πρέπει να λέω, «εμείς».
Διότι όσο έμαθα από την πρώτη, θα έλεγα, δεκαετία της ζωής μου, να «δουλεύω» εγώ
για μένα από μένα, τώρα όλη αυτή η διαδικασία, που διαρκεί οχτώ χρόνια,
είμαι εγώ μαζί με τους άλλους, οι άλλοι μαζί με εμένα. Είναι εμείς. Έμαθα από το μαζί.
Είχα την δυνατότητα και την ευκαιρία να συναντήσω περίπου και να μιλήσω με 21.000 παιδιά νέους γενικής εκπαίδευσης και μαθητές και νέους με αναπηρία.
Έζησα, ζήσαμε συγκλονιστικές στιγμές.
Πρώτη στιγμή, είμαστε σε ένα εργαστήρι εικαστικό, σε ένα μουσείο στην Αττική και υπάρχουν 200 παιδιά με αναπηρία και χωρίς αναπηρία, σ' ένα τραπέζι ανάμεικτα. Κάθονται όλοι ανάμεικτα γιατί δεν υπάρχουν
θεατές και πρωταγωνιστές.
Σε ένα τραπέζι κάθεται ένα κοριτσάκι όχι μόνο με νοητική στέρηση, αλλά με υπερκινητικότητα, το οποίο δεν μπορεί καθόλου να επικοινωνήσει. Δίπλα της είναι μια μαθήτρια γυμνασίου η οποία έρχεται σε εμένα και μου λέει, «Κυρία τι να κάνω; Δεν ξέρω πως να το διαχειριστώ.» Και εκεί ξαναγυρνάμε στο δεν πειράζει.
Δεν πειράζει αν δεν ξέρεις να το διαχειριστείς.
Έχεις δίκιο που δεν ξέρεις να το διαχειριστείς.
Εφόσον είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι σε επαφή με κάτι διαφορετικό. Εμείς δεν δίνουμε οδηγίες χρήσης στο συναίσθημα.
Εμείς δημιουργούμε συνθήκες συνύπαρξης, για να δώσεις εσύ τον χώρο και τον χρόνο
στον εαυτό σου, να καταλάβεις πώς μπορείς να επικοινωνείς. Μετά από μια ώρα είδα το κοριτσάκι αυτό, είχε βρει ένα τρόπο μαγικό.
Κρατούσε το χέρι της κοπελίτσας που είχε αναπηρία, νοητική στέρηση. Το μεν κοριτσάκι με νοητική στέρηση είχε ένα χαμόγελο μέχρι εδώ γιατί αισθανόταν. Αισθανόταν την αγάπη.
Το δε άλλο κορίτσι πάω να την βρω και της λέω, «Βρήκες την λύση σου ε;»
Και μου λέει, «Κυρία λυτρώθηκα».
Της λέω, «Παιδί μου 15 ετών και λες την λέξη λυτρώθηκα; Πολύ βαριά κουβέντα. Εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ να πω λυτρώθηκα». Μου λέει, «Κυρία δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είχα τέτοιο κόλλημα με την αναπηρία τόσα χρόνια. Κάθισα μόνη μου και σκέφτηκα -γιατί δεν μπορούσε να επικοινωνήσει-
γιατί; Γιατί τόσο καιρό φοβόμουνα;»
Δεύτερη ιστορία. Πάλι σε ένα τραπέζι έτσι ανάμεικτα παιδιά. Κορίτσι με βαριά μορφή και νοητικής στέρησης και αυτισμού. Δεν επικοινωνεί. Ζωγραφίζουν όλοι ανάμεικτα. Έρχονται τα παιδιά από το σχολείο μου λένε, «Κυρία δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε». Λέω, «Παιδιά βρείτε το. Το δεν μπορείτε δεν μου κάνει». Κάποια στιγμή κάποιος πετάει στο τραπέζι μια ημερομηνία. Έτσι όπως ήταν η Λητώ και ζωγράφιζε, σηκώνει το κεφάλι της και λέει Τρίτη. Αρχίζουν όλα τα παιδιά κάθονται μπροστά της και της δίνουν την ημερομηνία γέννησής τους. Έδωσα και τη δικιά μου δηλαδή πήγαμε πάρα πολύ πίσω στον χρόνο. Έβρισκε, αμέσως την ημέρα.
Μέχρι που πλακώθηκε ένα παιδί με την μαμά του που λεγε, «Όχι το κορίτσι έχει δίκιο. «Γεννήθηκες το Σάββατο»
η Λητώ έλεγε την Παρασκευή, και ξαναπήρε η μαμά τηλέφωνο το παιδί
και είπε, «Το κορίτσι είχε δίκιο γεννήθηκες την Παρασκευή». Οπότε ξαφνικά αυτά τα παιδιά φεύγοντας μου λένε, «Μα, είναι καταπληκτικό αυτό που μπορούν να κάνουν κάποια παιδιά με αυτισμό». Βεβαίως. Γιατί κρίνετε τον κόσμο ή τις καταστάσεις ως κάτι καλύτερο ή χειρότερο, λιγότερο ή παραπάνω;
Λάθος.
Εστιάστε σε αυτό που μπορεί να σας ενώσει και όχι σε αυτό που σας χωρίζει.
Τέλος θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας,
μια φράση που είπε ο Μικρός Πρίγκιπας στο βιβλίο του Σαιντ Εξυπερύ. «Τα ουσιαστικά πράγματα είναι αόρατα στο βλέμμα. Μόνο η καρδιά τα βλέπει». Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Να 'στε καλά.
(Χειροκρότημα)