10. Το τέλος του Νησιώτη (1)
Το γεύμα μας υπήρξε ιδιαίτερα εύθυμο. Ο Χολμς μιλούσε εξαιρετικά καλά όποτε το επέλεγε, κι εκείνο το βράδυ το επέλεξε. Φαινόταν να βρίσκεται σε μια κατάσταση νευρικής έξαρσης. Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο πνευματώδη. Μίλησε σε μια γοργή διαδοχή θεμάτων — για θαυμαστά θεατρικά, για τη μεσαιωνική αγγειοπλαστική, για τα βιολιά Στραντιβάριους, για το Βουδισμό στην Κεϋλάνη, και για τα πολεμικά πλοία του μέλλοντος —χειριζόμενος καθένα τους σαν να είχε διεξάγει κάποια ειδική μελέτη επί του θέματος. Το έξυπνο χιούμορ του χαρακτήρισε την αντίδραση από την βαθιά του κατάθλιψη των περασμένων ημερών. Ο Άθελνυ Τζόουνς αποδείχθηκε ως ιδιαίτερα κοινωνικό πνεύμα κατά της ώρες της χαλάρωσης του και αντιμετώπισε το γεύμα με τον αέρα ενός bon vivant. Από πλευράς μου, ένοιωσα περιχαρής στη σκέψη πως πλησιάζαμε στο τέλος της αποστολής μας, και άρπαξα κάτι από την ευθυμία του Χολμς. Κανείς μας δεν έκανε νύξη κατά τη διάρκεια του δείπνου στην αφορμή που μας είχε φέρει κοντά.
Όταν το τραπεζομάντιλο καθάρισε ο Χολμς κοίταξε το ρολόι του και γέμισε τρία ποτήρια με πόρτο.
«Ένα τσούγκρισμα,» είπε, «στην επιτυχία της μικρής μας επιχείρησης. Και τώρα είναι ώρα να αναχωρούμε. Έχεις κάποιο πιστόλι Γουώτσον;»
«Έχω το παλιό μου υπηρεσιακό περίστροφο στο γραφείο μου.»
«Καλά θα κάνεις να το πάρεις, λοιπόν. Είναι καλό να είσαι προετοιμασμένος. Βλέπω πως η άμαξα είναι στην πόρτα. Την κάλεσα για τις έξι και μισή.»
Είχε πάει λίγο μετά τις επτά όταν φτάσαμε στην προβλήτα Ουεστμίνστερ και βρήκαμε την λάντσα να μας περιμένει. Ο Χολμς την κοίταξε επικριτικά.
«Υπάρχει κάτι να υποδεικνύει πως πρόκειται περί αστυνομικού σκάφους;»
«Ναι, αυτή η πράσινη λάμπα στο πλάι.» «Τότε βγάλτε τη.»
Η μικρή αλλαγή έγινε, ανεβήκαμε πάνω, και τα σχοινιά λύθηκαν. Ο Τζόουνς, ο Χολμς, κι εγώ καθίσαμε στην πρύμνη. Υπήρχε ένας άντρας στο τιμόνι, ένας για να φροντίζει τις μηχανές, και δυο γεροδεμένοι επιθεωρητές μπροστά.
«Για πού;» ρώτησε ο Τζόουνς.
«Στον Πύργο. Πες τους να σταματήσουν απέναντι από τη μάντρα του Τζάκομπσον.»
Το σκάφος ήταν προφανώς ιδιαίτερα γρήγορο. Ξεχυθήκαμε μέσα από τις μακριές σειρές των φορτωμένων φορτηγίδων λες κι ήταν σταθμευμένες. Ο Χολμς χαμογέλασε από ικανοποίηση καθώς προφθάσαμε μια ποταμίσια ατμάκατο και την αφήσαμε πίσω μας.
«Θα πρέπει να είμαστε σε θέση να προλάβουμε τα πάντα στο ποτάμι,» είπε.
«Βασικά, όχι ιδιαίτερα. Όμως δεν υπάρχουν και πολλές λάντσες που να μας ξεπερνούν.»
«Θα χρειαστεί να φτάσουμε τη Χαραυγή, και έχει τη φήμη πως είναι ταχύτατη. Θα σου πω πως έχει η ιστορία, Γουώτσον. Θα θυμάσαι πόσο ενοχλημένος ήμουν μένοντας κολλημένος από ένα τόσο μικρό πράγμα;»
«Ναι.»
«Λοιπόν, επέτρεψα στο μυαλό μου μια σχολαστική ανάπαυλα βυθιζόμενος σε μια χημική ανάλυση. Ένας από τους σπουδαιότερους πολιτικούς μας έχει πει πως οποιαδήποτε ευκαιρία εργασίας αποτελεί την καλύτερη ανάπαυση. Έτσι έχει. Όταν είχα επιτύχει να διαλύσω τον υδρογονάνθρακα στον οποίο εργαζόμουν, επέστρεψα στο πρόβλημα μου σχετικά με τους Σόλτο, και σκέφτηκα το όλο ζήτημα από την αρχή. Τα αγόρια μου είχαν ανέβει και κατέβει το ποτάμι δίχως αποτέλεσμα. Η λάντσα δεν βρισκόταν σε καμιά προβλήτα ή αποβάθρα, ούτε είχε επιστρέψει. Πάλι δεν θα ήταν δυνατόν να έχει βυθισθεί για να κρύψει τα ίχνη τους, μολονότι παρέμενε ως μια πιθανή υπόθεση αν όλα αποτύγχαναν. Γνώριζα πως εκείνος ο άντρας, ο Σμολ, έχει ένα κάποιο βαθμό πανουργίας, μα δεν τον θεωρούσα ικανό για οτιδήποτε υπό την φύση της εκλεπτυσμένης φινέτσας. Η οποία κι αποτελεί συνήθως αποτέλεσμα ανώτερης παιδείας. Τότε συλλογίστηκα πως αφού ήταν βέβαιο πως βρισκόταν στο Λονδίνο αρκετό καιρό —καθώς είχαμε αποδείξεις πως διατηρούσε μια διαρκή παρακολούθηση της Οικίας Πόντιτσέρι — δύσκολα θα μπορούσε να φύγει αιφνίδια, αλλά θα χρειαζόταν κάποιο χρόνο, έστω κι αν ήταν μια μέρα, για να κανονίσει τις υποθέσεις του. Έτσι είχε η ισορροπία των πιθανοτήτων, όπως και να ‘ναι.»
«Μου φαίνεται κάπως αδύναμη,» είπα, «είναι πιθανότερο να είχε κανονίσει τις υποθέσεις του πριν καν ξεκινήσει την επιχείρηση του.»
«Όχι, δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Το λημέρι του θα ήταν υπερβολικά πολύτιμο καταφύγιο σε περίπτωση ανάγκης ώστε να το παρατήσει μέχρι να βεβαιωθεί πως θα τα έβγαζε πέρα δίχως αυτό. Ωστόσο μια δεύτερη σκέψη πέρασε από το μυαλό μου. Ο Τζόναθαν Σμολ θα ‘πρεπε να έχει νοιώσει πως η ιδιόρρυθμη εμφάνιση του συντρόφου του, όσο κι αν τον είχε μεταμφιέσει, θα έδινε το έρεισμα για κουτσομπολιά, και πιθανόν να συνδεόταν με την τραγωδία του Νόργουντ. Ήταν αρκετά έξυπνος για να το καταλάβει. Είχε ξεκινήσει από το αρχηγείο τους υπό την κάλυψη του σκοταδιού, και θα ήθελε να επιστρέψει πριν να φωτίσει για τα καλά. Λοιπόν, ήταν περασμένες τρεις, σύμφωνα με την κ. Σμιθ, όταν πήραν το σκάφος. Θα είχε φωτίσει αρκετά, κι ο κόσμος θα άρχισε να βγαίνει σε καμιά ώρα ή κάπου εκεί. Συνεπώς, επιχειρηματολόγησα, δεν έφτασαν πολύ μακριά. Πλήρωσαν τον Σμιθ γενναία για να κρατήσει την γλώσσα του, φυλάσωντας την λάντσα για την τελική τους απόδραση, και επέστρεψαν βιαστικά στα διαμερίσματα τους με το κουτί του θησαυρού. Σε κάνα δυο νύχτες, όταν θα είχαν μπορέσει να δουν την κατεύθυνση των εφημερίδων, κι αν υπήρχε κάποια υποψία, να έφθαναν υπό την κάλυψη του σκοταδιού σε κάποιο καράβι στο Γκρέιβσεντ ή μακρύτερα, όπου δίχως αμφιβολία θα είχαν κανονίσει να ταξιδέψουν προς την Αμερική ή τις αποικίες.»
«Μα η λάντσα; Δεν μπορούσαν να την έχουν πάρει στο μέρος διαμονής τους.»
«Ακριβώς. Σκέφτηκα πως η Λάντσα δεν θα ‘πρεπε να ‘ναι πολύ μακριά παρά την αφάνεια της. Κατόπιν έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του Σμολ και το κοίταξα όπως ένας άνθρωπος των δυνατοτήτων του θα έκανε. Πιθανόν να θεωρούσε πως το να έστελνε πίσω την Λάντσα ή να την κρατούσε σε κάποια αποβάθρα θα έκανε την καταδίωξη εύκολη αν η αστυνομία τύχαινε και έβρισκε τα ίχνη του. Πως, τότε, μπορούσε να κρύψει την λάντσα και να την έχει ευχερή όταν υπήρχε ανάγκη; Αναρωτήθηκε τι έκανα ο ίδιος αν ήμουν στη θέση του. Σκέφτηκα τον μοναδικό τρόπο να το κάνει. Ίσως να παρέδιδα την λάντσα σε κάποιο κατασκευαστή ή επισκευαστή, με εντολές να κάνει μια στοιχειώδη αλλαγή πάνω της. Θα τραβιόταν τότε στο υπόστεγο ή το προαύλιο του, κι έτσι θα ήταν αποτελεσματικά κρυμμένη, ενώ συγχρόνως θα μπορούσε να την έχει σε λίγες ώρες.»
«Δείχνει αρκετά απλό.»
«Αυτά είναι και τα τόσο απλά πράγματα τα οποία είναι εξαιρετικά επιρρεπή στο να παραβλεφθούν. Ωστόσο, αποφάσισα να δράσω βάση της ιδέας. Ξεκίνησα αμέσως με αυτή την αθώα ναυτική αμφίεση και ρώτησα σε όλες τις μάντρες κατηφορίζοντας το ποτάμι. Μηδέν στα δεκαπέντε, αλλά στο δέκατο-έκτο —του Τζέικομπσον— έμαθα πως η Χαραυγή τους είχε παραδοθεί πριν δυο μέρες από ένα ξυλοπόδαρο άντρα, με κάποιες ασήμαντες οδηγίες ως προς το πηδάλιο του σκάφους. ‘Δεν τρέχει τίποτα με το πηδάλιο του,' είπε ο επιστάτης. 'Εκεί είναι ακουμπισμένη, με τις κόκκινες ρίγες.' Τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε ποιος άλλος παρά ο Μορντεκάι Σμιθ, ο χαμένος ιδιοκτήτης. Έδειχνε μάλλον να κλίνει προς το ποτό. Δεν θα τον γνώριζα, φυσικά, αν δεν είχε βροντοφωνάξει το όνομα του και το όνομα της λάντσας του. ‘Την θέλω απόψε στις οχτώ,» είπε, — ‘οχτώ ακριβώς, φροντίστε, γιατί έχω δυο κύριους που δεν θα θέλουν να περιμένουν.' Τον είχαν προφανώς πληρώσει γενναία, γιατί ήταν γεμάτος χρήμα, και πετούσε σελήνια προς τους εργάτες.
Τον ακολούθησα κάποια απόσταση, αλλά μαζεύτηκε σε κάποιο καπηλειό, έτσι επέστρεψα στην μάντρα, και, τυχαίνοντας να συναντήσω ένα από τα αγόρια μου στο δρόμο, τον τοποθέτησα σαν φύλακα στην λάντσα. Θα παραμείνει κοντά στην όχθη και θα κουνήσει το μαντήλι του προς το μέρος όταν ξεκινήσουν. Θα παραμείνουμε μακρύτερα στην κοίτη, και θα είναι περίεργο να μην πιάσουμε άντρες, και θησαυρό.»
«Τα σχεδίασες όλα πολύ τακτικά, ασχέτως του αν οι σωστοί άντρες ή όχι,» είπε ο Τζόουνς, «όμως αν η υπόθεση ήταν στα χέρια μου θα είχα βάλει μια ομάδα αστυνομικών στην μάντρα του Τζείκομπσον και θα τους συνελάμβανα όταν θα κατηφόριζαν.»
«Κάτι που δεν θα γινόταν ποτέ. Αυτός ο άνθρωπος ο Σμολ είναι ένας πολύ σχολαστικός τύπος. Θα στείλει κάποιο ανιχνευτή νωρίτερα, κι αν κάτι τον κάνει καχύποπτο θα παραμείνει μαζεμένος για άλλη μια βδομάδα.»
«Μα θα μπορούσες να ακολουθήσεις τον Μορντεκάι Σμιθ, και έτσι να σε οδηγούσε στο κρησφύγετο,» είπα.
«Στην περίπτωση αυτή θα είχα χαραμίσει την μέρα μου. Θα στοιχημάτιζα εκατό προς ένα ενάντια στο να γνωρίζει ο Μορντεκάι Σμιθ που μένουν. Εφόσον έχει ποτό και καλή πληρωμή, γιατί θα ‘πρεπε να κάνει ερωτήσεις; Του στέλνουν μηνύματα τι να κάνει. Όχι, σκέφτηκα κάθε άλλη πιθανή πορεία, κι αυτή ήταν η καλύτερη.»
Καθώς η συζήτηση συνεχιζόταν είχαμε περάσει γοργά όλες τις γέφυρες που εκτείνονταν πάνω από τον Τάμεση. Καθώς περάσαμε την Πόλη οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου προσέδιδαν μια χρυσή αντανάκλαση στο σταυρό της κορυφής του Αγίου Παύλου. Είχε πέσει ήδη το μισόφωτο πριν φτάσουμε τον Πύργο.
«Αυτή είναι η μάντρα του Τζέικομπσον,» είπε ο Χολμς, υποδεικνύοντας μια σειρά ιστίων και άρμενων προς τη μεριά του Σάρρεϋ. «Πλεύστε αργά πάνω και κάτω υπό την κάλυψη αυτή της αλυσίδας φορτηγίδων.» Έβγαλε ένα ζευγάρι κιάλια από την τσέπη του και παρατήρησε για λίγη ώρα την όχθη.
«Βλέπω το φρουρό μου στη θέση του,» σχολίασε,» αλλά ούτε ίχνος από το μαντήλι.»
«Τι λες να πάμε λίγο παρακάτω και να μείνουμε εκεί περιμένοντας τους,» είπε ανυπόμονα ο Τζόουνς.
Ήμασταν όλοι ανυπόμονοι εκείνη την στιγμή, ακόμη κι ο αστυνομικός και οι θερμαστές, οι οποίοι είχαν μια αμυδρή ιδέα του τι συνέβαινε.
«Δεν έχουμε δικαίωμα να θεωρήσουμε τίποτα δεδομένο,» απάντησε ο Χολμς. «Είναι βέβαιο δέκα προς ένα πως θα κατέβουν το ποτάμι, όμως δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Από αυτό το σημείο βλέπουμε την είσοδο της μάντρας, και δύσκολα μπορούν να μας δουν. Θα είναι ξάστερη νύχτα και άπλετα φωτισμένη. Οφείλουμε να μείνουμε εδώ που είμαστε. Δείτε πως ο κόσμος μαζεύεται εκεί κάνω από την λάμπα.»
«Έρχονται από την δουλειά στην μάντρα.»
«Ύποπτοι μπαγαπόντηδες, όμως υποθέτω πως καθένας τους έχει κάποια αθάνατη φλόγα κρυμμένη μέσα του. Ούτε που θα το συλλογιζόσουν, έτσι που τους βλέπεις. Δεν υπάρχει δυνατότητα να γνωρίζεις εκ των προτέρων σχετικά. Παράδοξο αίνιγμα που είναι ο άνθρωπος!»
«Κάποιος τον απεκάλεσε ψυχή συγκαλυμμένη σε ζώο,» πρότεινα.
«Ο Γουίνγουντ Ρηντ έχει δίκιο επί του θέματος,» είπε ο Χολμς. «Σχολιάζει πως, ενώ ο ανεξάρτητος άνθρωπος είναι ένας ανεξήγητος γρίφος, στο σύνολο του μεταβάλλεται σε μαθηματική βεβαιότητα. Δεν μπορείς, παραδείγματος χάριν, ποτέ να προβλέπεις τι κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει, αλλά μπορείς με ακρίβεια τι θα καταφέρει μια ποσοστιαία ομάδα. Τα άτομα διαφέρουν, όμως τα ποσοστά παραμένουν σταθερά. Έτσι λέει ο στατιστικός. Μα βλέπω ένα μαντήλι; Σίγουρα υπάρχει ένα λευκό πετάρισμα αντίκρυ.»