12. Η Παράξενη Ιστορία του Τζόναθαν Σμολ (2)
«'Υπάρχει ένας ηγεμόνας στις βόρειες επαρχίες ο οποίος έχει πολλά πλούτη, παρότι οι εκτάσεις του είναι μικρές. Πολλά έχουν έρθει σε αυτόν από τον πατέρα του, και περισσότερα ακόμη δημιουργήθηκαν από τον ίδιο, γιατί είναι άνθρωπος τσιγκούνης και συγκεντρώνει τον χρυσό του αντί να τον ξοδεύει. Όταν τα προβλήματα ξέσπασαν έγινε φίλος τόσο με το λιοντάρι όσο και με τον τίγρη—με τους sepoy και με τον Αγγλικό στρατό. Σύντομα, ωστόσο, θεώρησε πως η μέρα των λευκών είχε φτάσει, γιατί μέσα από ολόκληρη την χώρα δεν άκουγε τίποτα άλλο από το θάνατο και την εκδίωξη τους. Ωστόσο, ως προσεκτικός άνθρωπος, έκανε τέτοια σχέδια, ώστε ότι κι αν ερχόταν, ο μισός τουλάχιστον από τον θησαυρό του θα έμενε σε εκείνον. Ότι ήταν από χρυσό κι ασήμι το κράτησε κοντά του στα υπόγεια του παλατιού του, αλλά τους περισσότερους πολύτιμους λίθους και τα διαλεχτά μαργαριτάρια που είχε τα τοποθέτησε σε ένα σιδερένιο κουτί και το έστειλε με έναν έμπιστο υπηρέτη, ο οποίος, υπό την αμφίεση ενός εμπόρου, θα το έφερνε στο οχυρό του Άνγκρα, για να παραμείνει εκεί μέχρι η χώρα να βρεθεί σε περίοδο ειρήνης. Έτσι λοιπόν, αν οι επαναστάτες κέρδιζαν θα είχε τα λεφτά του, αν πάλι ο στρατός, τα πολύτιμα πετράδια του θα σώζονταν για αυτόν. Έχοντας συνεπώς χωρίσει το θησαυρό του, αφοσιώθηκε στον αγώνα των sepoys, αφού ήταν ισχυροί στα σύνορα του. Κάνοντας το αυτό, στο τονίζω αυτό, sahib, η περιουσία του αποδίδεται δικαιωματικά σε εκείνους που έμειναν πιστοί στις αρχές τους.
«'Εκείνος ο κάλπικος έμπορος, ο οποίος ταξιδεύει υπό το όνομα Αχμέτ, βρίσκεται τώρα στην πόλη του Άνγκρα κι επιθυμεί να περάσει στο οχυρό. Έχει μαζί ως σύντροφο στο ταξίδι του το θετό αδελφό μου τον Ντοστ Ακμπάρ, ο οποίος γνωρίζει το μυστικό του. Ο Ντοστ Ακμπάρ υποσχέθηκε τούτη την νύχτα να τον οδηγήσει σε ένα πλευρικό παραπόρτι του οχυρού, κι επέλεξε τούτο εδώ για το σκοπό του. Εδώ θα έρθει σύντομα κι εδώ θα βρει τον Μαχμέτ Σινγκ κι εμένα να τον περιμένουμε. Το μέρος είναι μοναχικό, και κανείς δεν θα μάθει για τον ερχομό του. Ο κόσμος δεν θα ξανακούσει για τον έμπορο Αχμέτ άλλο πια, αλλά ο μεγάλος θησαυρός του μαχαραγιά θα μοιρασθεί μεταξύ μας. Τι λες για αυτό, sahib;»
«Στο Γουόρσεστερσάϊρ η ζωή ενός ανθρώπου είναι σπουδαίο θέμα και ιερό, αλλά είναι πολύ διαφορετικά όταν υπάρχει φωτιά κι αίμα ολόγυρα σου, και έχεις συνηθίσει να συναντάς το θάνατο σε κάθε γωνιά. Το αν ο Αχμέτ ο έμπορος ζούσε ή πέθαινε ήταν ένα θέμα τόσο ελαφρύ όσο ο αέρας για μένα, όμως στην κουβέντα σχετικά με το θησαυρό η καρδιά μου στράφηκε σ' αυτόν, και σκέφτηκα τι θα έκανα στην παλιά καλή πατρίδα μ' αυτόν, και πως οι δικοί μου θα έκαναν όταν θα έβλεπαν τον ακαμάτη να έρχεται πίσω με τις τσέπες γεμάτες χρυσά φλουριά. Είχα, επομένως, ήδη αποφασίσει. Ο Αμπντουλάχ Κχαν, ωστόσο, σκεφτόμενος πως δίσταζα, πίεσε το ζήτημα περισσότερο.
«'Σκέψου, sahib,' είπε, ‘πως αν αυτός ο άντρας πιαστεί από το διοικητή θα κρεμαστεί ή θα πυροβοληθεί, και τα πετράδια του θα παρθούν από την κυβέρνηση, έτσι ώστε κανείς μας δεν θα πάρει ούτε μια ρούπια. Τώρα, αφού κάνουμε την κουβέντα του, γιατί να μην κάνουμε και τα υπόλοιπα; Τα πετράδια θα είναι εξίσου καλά μαζί μας όσο και στους κορβανάδες του στρατού. Θα υπάρχουν αρκετά για να κάνουν τον καθένα μας πλούσιο και μεγάλο αφεντικό. Κανείς δεν θα μάθει για το θέμα αυτό, γιατί εδώ είμαστε αποκομμένοι από όλους. Που θα ήταν καλύτερα για τον σκοπό μας; Πες μου ξανά, λοιπόν, sahib, αν είσαι μαζί μας, ή αν θα πρέπει να σε δούμε σαν εχθρό μας.'
«'Είμαι μαζί σας ψυχή και σώμα,' είπα εγώ.
«'Πολύ καλά,' απάντησε, δίνοντας μου πίσω το μουσκέτο. ‘Βλέπεις πως σε εμπιστευόμαστε, γιατί ο λόγος, όπως ο δικός μας, δεν πρέπει να πατηθεί. Το μόνο που μας απομένει τώρα είναι να περιμένουμε τον αδελφό μου και τον έμπορο.'
«'Ο αδελφός σου γνωρίζει, τότε, τι θα κάνετε;' ρώτησα.
«'Το σχέδιο είναι δικό του. Εκείνος το μηχανεύθηκε. Θα πάμε στην πύλη και θα μοιραστούμε την σκοπιά με τον Μαχμέτ Σινγκ.'
«Η βροχή έπεφτε ακόμη σταθερά, γιατί βρισκόμασταν μόλις στην αρχή της περιόδου των μουσώνων. Καφετιά, βαριά σύννεφα παρασύρονταν κατά μήκους του ουρανού, και ήταν δύσκολο να δω περισσότερο από μια πετριά. Μια βαθιά τάφρος απλωνόταν μπροστά από την πύλη μας, όμως το νερό σε μερικά σημεία είχε σχεδόν στεγνώσει, και εύκολα μπορούσε να διασχιστεί. Μου ήταν παράξενο να στέκομαι εκεί με δυο άγριους Punjabees προσμένοντας τον άνθρωπο που ερχόταν στο θάνατο του.
«Ξάφνου το μάτι του έπιασε την υποψία μια σκιασμένης λάμπας στην άλλη μεριά της τάφρου. Εξαφανίστηκε μέσα στα αναχώματα, και κατόπιν φάνηκε ξανά ερχόμενη αργά προς το μέρος μας.
«'Νάτοι!' αναφώνησα.
«'Θα τον ελέγξεις, sahib, όπως συνήθως,» ψιθύρησε ο Αμπντουλάχ. ‘Μη του δώσεις αφορμή να φοβηθεί. Στείλε μας μαζί του, και θα αναλάβουμε τα υπόλοιπα ενώ εσύ θα μείνεις εδώ σκοπός. Έχε τη λάμπα έτοιμη να ξεσκεπαστεί, ώστε να είμαστε σίγουροι πως είναι όντως ο άνθρωπος μας. ́ «Το φως είχε τρεμοπαίξει κινούμενο εμπρός, πότε σταματούσε πότε προχωρούσε, μέχρι που διέκρινα δυο σκοτεινές φιγούρες στην άλλη πλευρά της τάφρου. Τους άφησα να κατηφορίσουν την επικλινή όχθη, να τσαλαβουτήσουν μέσα στο βούρκο, και να σκαρφαλώσουν στα μισά της πύλης πριν τους ελέγξω.
«'Ποιος είναι εκεί;' είπα με ήρεμη φωνή.
«'Φίλοι,' ήρθε η απάντηση. Αποκάλυψα την λάμπα μου κι έριξα το φως πάνω τους. Ο πρώτος ήταν ένας πελώριος Σιχ με μαύρη γενειάδα που έφτανε σχεδόν ως το ζωνάρι του. Έξω από κάποια παράσταση δεν είχα δει ποτέ μου έναν τόσο ψηλό άντρα. Ο άλλος ήταν ένας μικρόσωμος παχύς, γεμάτος τύπος με μεγάλο κίτρινο τουρμπάνι και ένα μπόγο στο ένα του χέρι, μαζεμένο σε ένα σάλι. Έμοιαζε να τρέμει σύγκορμος από φόβο, γιατί τα χέρια του συστρέφονταν σα να είχε ρίγη, και το κεφάλι σου διαρκώς στρεφόταν αριστερά και δεξιά με δυο μικρά γυαλιστερά μάτια, όμως κάποιου ποντικού που επιχειρεί να βγει από την τρύπα του. Με έκανε να ανατριχιάσω η σκέψη να τον σκοτώσουμε, όμως σκέφτηκα το θησαυρού, κι η καρδιά μου έγινε σκληρή σαν πέτρα μέσα μου. Όταν είδε το λευκό μου πρόσωπο έβγαλε μια μικρή κραυγή χαράς κι ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μου.
«'Την προστασία σου, sahib,' είπε λαχανιασμένα, ‘την προστασία σου στο δυστυχή έμπορο Αχμέτ. Ταξίδεψα διασχίζοντας τη Ραζποτάνα, ώστε να αναζητήσω καταφύγιο στο οχυρό του Άνγκρα. Ληστεύθηκα και ξυλοκοπήθηκα και κακοποιήθηκα επειδή ήμουν φίλος του στρατού. Ευλογημένη η νύχτα τούτη που και πάλι βρίσκομαι σε ασφάλεια — εγώ και τα πενιχρά μου υπάρχοντα.'
«'Τι έχεις στο μπόγο;' ρώτησα.
«'Ένα σιδερένιο κουτί,' απάντησε, ‘το οποίο περιέχει κάνα δυο οικογενειακά κειμήλια τα οποία δεν έχουν καμία αξία για άλλους αλλά τα οποία θα θλιβόμουν αφάνταστα αν έχανα. Ωστόσο δεν είμαι κάνας ζητιάνος, και θα σε ανταμείψω, νεαρέ sahib, και τον κυβερνήτη σου επίσης αν μου δώσετε το καταφύγιο που ζητώ.'
«Δεν μπορούσα να με εμπιστευτώ για να μιλήσω περισσότερο με τον άνθρωπο. Όσο περισσότερο κοίταζα αυτό το παχύ, φοβισμένο πρόσωπο, τόσο δυσκολότερο φαινόταν το ότι έπρεπε να τον σκοτώσουμε εν ψυχρώ. Ήταν καλύτερα να το τελειώνω.
«'Πάρτε τον στο κεντρικό φρουραρχείο,' είπα. Οι δυο Σιχ πλησίασαν πλάι του ένας από κάθε πλευρά, κι ο γίγαντας ακολούθησε πίσω, καθώς απομακρύνθηκαν μέσα από την σκοτεινή πύλη. Ποτέ κάποιος άνθρωπος δεν περιβλήθηκε τόσο πολύ από θάνατο. Παρέμεινα στην πύλη με την λάμπα.
«Άκουγα το μετρημένο πάτημα των βημάτων τους να αντηχεί μέσα από τους μοναχικούς διαδρόμους. Ξάφνου σταμάτησε, κι άκουσα φωνές και πάλη, με ήχους από γρονθοκόπημα. Μια στιγμή αργότερα, ακούστηκαν, προς μεγάλο τρόμο μου, ορμητικά βήματα να έρχονται προς την κατεύθυνση μου, και μια δυνατή αναπνοή κάποιου που έτρεχε. Έστρεψα την λάμπα μου μέσα στο μακρύ ευθύ πέρασμα, κι εκεί ήταν ο παχύς άντρας, τρέχοντας σαν τον άνεμο, με αίμα να λεκιάζει το πρόσωπο του, και στο κατόπιν του, αναπηδώντας σαν τίγρης, ο μεγάλος μαυρογένης Σιχ, με ένα μαχαίρι να αστράφτει στο χέρι του. Ποτέ μου δεν είχα δει άνθρωπο να τρέχει τόσο γρήγορα όπως εκείνος ο μικρόσωμος έμπορος. Ξέφευγε από τον Σιχ, και καταλάβαινα πως μόλις με προσπερνούσε κι έβγαινε στα ανοικτά θα μπορούσε να σωθεί. Η καρδιά μου μαλάκωσε για ‘κείνον, αλλά πάλι η σκέψη του θησαυρού με πέτρωσε και με χόλωσε. Πέταξα το μουσκέτο μου ανάμεσα στα πόδια του καθώς περνούσε πλάι μου, και εκείνος έφερε δυο τούμπες σα χτυπημένος λαγός. Πριν καν προλάβει να σταθεί στα πόδια του ο Σιχ είχε πέσει πάνω του και είχε θάψει δυο φορές το μαχαίρι στο πλευρό του. Ο άντρας δεν πρόλαβε καν να βογκήξει ή να κουνήσει ένα δάκτυλο αλλά έμεινε εκεί που είχε πέσει. Σκέφτομαι πως ίσως να είχε σπάσει το λαιμό του στην πτώση. Βλέπετε, κύριοι, πως κρατάω την υπόσχεση μου. Σας λέω κάθε λέξη της ιστορίας όπως ακριβώς συνέβη, ασχέτως του αν είναι προς όφελος μου ή όχι.»
Σταμάτησε κι άπλωσε τα αλυσοδεμένα του χέρια για το ουίσκι με το νερό που ο Χολμς του είχε ετοιμάσει. Από μεριάς μου, ομολογώ πως είχα πλέον συλλάβει την απόλυτη φρίκη του άντρα όχι μόνο για αυτή την παγερή υπόθεση στην οποία είχε εμπλακεί αλλά ακόμη πιότερο για τον κάπως επιπόλαιο και απερίσκεπτο τρόπο με τον οποίο μας την αφηγούταν. Όποια τιμωρία του επιφυλασσόταν, ένοιωθα πως δεν θα έπρεπε να προσμένει κάποια συμπαράσταση από μένα. Ο Σέρλοκ Χολμς και ο Τζόουνς κάθονταν με τα χέρια τους πάνω στα γόνατα, βαθιά απορροφημένοι στην ιστορία μα με την ίδια απέχθεια ζωγραφισμένη επί των προσώπων τους. Ίσως να το είχε παρατηρήσει, γιατί υπήρχε ένα ίχνος περιφρόνησης στη φωνή του και στη συμπεριφορά του καθώς συνέχισε.
«Ήταν όλα πολύ άσχημα, δίχως αμφιβολία,» είπε. «Θα ‘θελα να ξέρω πόσοι στη θέση μου θα είχαν αρνηθεί ένα μερίδιο αυτής της λείας όταν γνώριζαν πως θα τους έκοβαν τον λαιμό για τους κόπους τους. Επιπλέον, ήταν η ζωή του ή η δική μου μόλις πάτησε στο οχυρό. Αν είχε ξεφύγει, όλη η υπόθεση θα έβγαινε στο φως, και θα είχα περάσει από στρατοδικείο και εκτελεσθεί το πιθανότερο, γιατί ο κόσμος δεν ήταν ιδιαίτερα επιεικής σε μια περίοδο όπως εκείνη.»
«Συνέχισε την ιστορία σου,» είπε ο Χολμς κοφτά. «Λοιπόν, τον κουβαλήσαμε μέσα, ο Αμπντουλάχ, ο Ακμπάρ, κι εγώ. Και ήταν αρκετά βαρύς, επίσης, παρά το ότι ήταν τόσο κοντός. Ο Μαχμέτ Σίνγκ αφέθηκε σκοπός στην πύλη. Τον μεταφέραμε στο μέρος που οι Σιχ είχαν προετοιμάσει. Ήταν αρκετά μακρύτερα, εκεί όπου ένα φιδίσιο πέρασμα οδηγούσε σε μια μεγάλη άδεια αίθουσα, οι τούβλινοι τοίχοι της οποίας είχαν αρχίσει να καταρρέουν. Το χώμα είχε βυθιστεί σε κάποιο σημείο κατασκευάζοντας ένα φυσικό τάφο, έτσι αφήσαμε τον Αχμέτ τον έμπορο εκεί, έχοντας τον πρώτα καλύψει με πεσμένα τούβλα. Τελειώνοντας, όλοι μας επιστρέψαμε πίσω στο θησαυρό.
«Ήταν πεσμένος εκεί που τον είχε ρίξει όταν δέχθηκε την πρώτη επίθεση. Το κουτί ήταν το ίδιο το οποίο αναπαύεται ανοικτό πάνω στο τραπέζι σας. Ένα κλειδί κρεμόταν από ένα μεταξωτό κορδόνι για εκείνο το σκαλισμένο μάνταλο στην κορυφή του. Το ανοίξαμε, και το φως της λάμπας λαμπύρισε πάνω σε μια συλλογή πετραδιών όπως εκείνες για τις οποίες είχα διαβάσει και σκεφθεί όταν ήμουν μικρό παιδί στο Πέρσορ. Ήταν εκτυφλωτικό το να τα κοιτάς. Όταν είχαν χορτάσει τα μάτια μας τα βγάλαμε όλα έξω και κάναμε μια λίστα. Υπήρχαν εκατόν-σαράντα διαμάντια πρώτης διαλογής, συμπεριλαμβανόμενου και ενός που λεγόταν, νομίζω, ‘The Great Mogul', και λέγεται πως πρόκειται για τον δεύτερο μεγαλύτερο λίθο σε ύπαρξη. Κατόπιν υπήρχαν ενενήντα-επτά λεπτεπίλεπτα σμαράγδια, και εκατόν εβδομήντα ρουμπίνια, κάποια από τα οποία, ωστόσο, ήταν μικρά. Υπήρχαν σαράντα γρανάτες, διακόσια-δέκα ζαφείρια, εξηντα-ένας αχάτες, και μια μεγάλη ποσότητα από βηρύλλους, όνυχες, χαλαζίες, τουρκουάζ, και άλλους λίθους, τα ονόματα των οποίων δεν γνώριζα εκείνη την περίοδο, μολονότι τα γνώρισα καλύτερα από τότε. Επιπλέον αυτών, υπήρχαν σχεδόν τριακόσιες φίνες πέρλες, δώδεκα εκ των οποίων ήταν τοποθετημένες σε μια χρυσή τιάρα. Επί τη ευκαιρία, τα τελευταία είχαν αφαιρεθεί από το κουτί, και δεν ήταν εκεί όταν το ανέκτησα.
«Όταν είχαμε μετρήσει τους θησαυρούς μας τους βάλαμε πίσω μέσα στο κουτί και τους μεταφέραμε στην πύλη για να τους δείξουμε στον Μαχμέτ Σίνγκ. Έπειτα με επισημότητα ανανεώσαμε τον όρκο μας να σταθούμε ο ένας στον άλλο και να μείνουμε πιστοί στο μυστικό μας. Συμφωνήσαμε να κρύψουμε τη λεία μας σε ασφαλές μέρος ωσότου η χώρα να βρει και πάλι την ειρήνη, και κατόπιν να την χωρίσουμε ισομερώς μεταξύ μας. Δεν υπήρχε λόγος να τη μοιράσουμε επί του παρόντος, γιατί αν πετράδια τέτοιας αξίας ανακαλύπτονταν πάνω μας θα προκαλούσαν υποψίες, και δεν υπήρχε μοναξιά στο οχυρό ούτε κάποιο μέρος που να μπορούσαμε να τα κρατήσουμε. Μεταφέραμε το κουτί, επομένως, στην ίδια αίθουσα όπου είχαμε θάψει το σώμα, και εκεί, κάτω από συγκεκριμένα τούβλα στον πιο καλοδιατηρημένο τοίχο κάναμε ένα κούφωμα και βάλαμε τον θησαυρό μας. Σημειώσαμε προσεκτικά το μέρος, και την επόμενη μέρα έφτιαξα τέσσερα σχέδια, ένα για τον καθένα μας, κι έβαλα το σημάδι των τεσσάρων μας στο κάτω μέρος, γιατί είχαμε ορκισθεί πως πάντοτε θα ενεργούσαμε για όλους, έτσι ώστε κανένα να μην είχε το πλεονέκτημα. Πρόκειται για όρκο που μπορώ να βάλω το χέρι στην καρδιά μου και να ορκισθώ πως ποτέ δεν πάτησα.
«Λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος να σας πω κύριοι πως κατέληξε η Ινδική ανταρσία. Όταν ο Γουίλσον πήρε το Δελχί κι ο Σερ Κόλιν απελευθέρωσε το Λάκνου η ράχη της υπόθεσης είχε σπάσει. Φρέσκα στρατεύματα εισέρευσαν, κι ο Νάνα Σαχίμπ εξαφανίστηκε από το μέτωπο. Μια φάλαγγα ανεφοδιασμού υπό τον Συνταγματάρχη Γκρειτχεντ ήρθε μέχρι το Άνγκρα κι απομάκρυνε τους Pandies από εκεί. Η ειρήνη έμοιαζε να εγκαθίσταται επί της χώρας, κι οι τέσσερις μας αρχίσαμε να ελπίζουμε πως ο καιρός είχε φτάσει όταν επιτέλους θα μπορούσαμε να αναχωρήσουμε με τα μερτικά μας από το πλιάτσικο. Στη στιγμή, ωστόσο, οι ελπίδες μας κομματιάστηκαν από την σύλληψη μας ως δολοφόνοι του Αχμέτ.
«Συνέβη ως εξής. Όταν ο μαχαραγιάς έβαλε τα πετράδια στα χέρια του Αχμέτ το έκανε επειδή γνώριζε πως ήταν έμπιστος άνθρωπος. Είναι καχύποπτος ο κόσμος στην Ανατολή, όμως: έτσι τι κάνει αυτός ο μαχαραγιάς παρά να πάρει έναν δεύτερο ακόμη πιο έμπιστο υπηρέτη και να τον βάλει να παίξει τον κατάσκοπο του πρώτου. Αυτός ο δεύτερος άνθρωπος διατάχθηκε να μη χάσει τον Αχμέτ από τα μάτια του, και τον ακολουθούσε σαν σκιά. Τον ακολούθησε εκείνη την νύχτα και τον είδε να περνάει μέσα από την πύλη. Φυσικά σκέφτηκε πως είχε βρει καταφύγιο στο οχυρό κι αιτήθηκε είσοδο την επόμενη μέρα, όμως δεν μπόρεσε να βρει ούτε ίχνος του Αχμέτ. Του φάνηκε τόσο περίεργο ώστε μίλησε σχετικά σε ένα λοχία των οδηγών, ο οποίος το μετέφερε στα αυτιά του διοικητή. Μια σχολαστική έρευνα διεξήχθη σύντομα, και το σώμα ανακαλύφθηκε. Συνεπώς την ίδια εκείνη στιγμή που σκεφτόμασταν πως ήμασταν ασφαλείς συλληφθήκαμε όλοι μας και περάσαμε από δίκη με την κατηγορία του φόνου —τρεις μας επειδή φυλούσαμε την πύλη εκείνη την νύχτα, κι ο τέταρτος επειδή ήταν γνωστό πως συνόδευε το δολοφονημένο άντρα. Ούτε λέξη για τα πετράδια δεν αναφέρθηκε στη δίκη, γιατί ο μαχαραγιάς είχε εκθρονισθεί κι εκδιωχθεί από την Ινδία: έτσι κανείς δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτά. Ο φόνος, ωστόσο, είχε σαφώς πραγματοποιηθεί, κι ήταν βέβαιο πως οφείλαμε όλοι μας να είμαστε υπεύθυνοι. Οι τρεις Σιχ έλαβαν ποινή ισόβιας κάθειρξης, κι εγώ καταδικάστηκα σε θάνατο, μολονότι η ποινή μου μετέπειτα μεταβλήθηκε στην ίδια με τους υπόλοιπους.
«Επρόκειτο μάλλον για μια περίεργη θέση αυτή στην οποία βρεθήκαμε. Εκεί ήμασταν κι οι τέσσερις δεμένοι από το πόδι και με απειροελάχιστες πιθανότητες να βγούμε ποτέ έξω, ενώ καθένας μας κρατούσε ένα μυστικό το οποίο θα είχε τοποθετήσει καθέναν μας σε ένα παλάτι αν μονάχα το είχαμε χρησιμοποιήσει. Αρκούσε για να κάνει έναν άνθρωπο να τρελαίνεται που έπρεπε να υπομένει την κλωτσιά και την καρπαζιά κάθε μικρόψυχου μικρομανδαρίνου, να τρώει ρύζι και να πίνει νερό, όταν αυτή η υπέροχη περιουσία ήταν έτοιμη για εκείνον έξω, περιμένοντας απλώς να την πάρει. Ίσως να με είχε οδηγήσει στην τρέλα, αλλά ήμουν ανέκαθεν αρκετά ξεροκέφαλος, έτσι κρατήθηκα και περίμενα την κατάλληλη στιγμή.
«Εντέλει μου φάνηκε πως είχε έρθει. Μεταφέρθηκα από το Ανγκρα στο Μαντράς, κι από εκεί στο νησί Μπλέρ στα Andamans. Υπήρχαν ελάχιστοι λευκοί κατάδικοι σε αυτόν τον καταυλισμό, και, καθώς είχα συμπεριφερθεί καλά από την αρχή, σύντομα βρήκα τον γιο ενός προνομιούχου προσώπου. Μου εδόθη μια καλύβα στην πόλη Χόουπ, που είναι ένα μικρό μέρος στις πλαγιές του όρους Χάριετ, κι αφέθηκα σχετικά στην ησυχία μου. Πρόκειται περί ενός θλιβερού, πυρετικού μέρους, και πέραν των μικρών μας ξέφωτων ξεχείλιζε από άγριες φυλές κανιβάλων ιθαγενών, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να φυσήξουν ένα δηλητηριασμένο βέλος πάνω μας αν τους δινόταν η ευκαιρία. Υπήρχε σκάψιμο και άνοιγμα χαντακιών και φύτεμα γιαμ, και μια ντουζίνα άλλα πράγματα να γίνουν, έτσι ήμασταν όλη μέρα απασχολημένοι, μολονότι τα βράδια είχαμε λίγο χρόνο για τον εαυτό μας. Μεταξύ άλλων πραγμάτων, έμαθα να παρασκευάζω φάρμακα για τον χειρούργο, και μάζεψα μερικά πασαλείμματα από τις γνώσεις του. Όλη την ώρα ήμουν σε επαγρύπνηση για μια ευκαιρία να αποδράσω, όμως απέχει εκατοντάδες μίλια από κάθε άλλη γη, και υπάρχει ελάχιστος ή καθόλου άνεμος σε εκείνες τις θάλασσες: έτσι ήταν τρομερά δύσκολη δουλειά το να ξεφύγεις.
«Ο χειρούργος, ο Δρ Σόμερτον, ήταν ένας έξυπνος, αθλητικός νεαρός, κι οι άλλοι νεαροί αξιωματικοί θα συναντιόνταν στα διαμερίσματα του τα απογεύματα για να παίξουν χαρτιά. Το χειρουργείο, όπου συνήθιζα να παρασκευάζω τα φάρμακα, ήταν δίπλα στο καθιστικό του, με ένα μικρό παράθυρο μεταξύ μας. Συχνά, όταν ένοιωθα μοναξιά, συνήθιζα να σβήνω την λάμπα στο χειρουργείο, και κατόπιν, στέκοντας εκεί, άκουγα την κουβέντα τους και παρακολουθούσα το παιχνίδι τους. Μου αρέσει μια παρτίδα χαρτιών κι εμένα, και ήταν σχεδόν το ίδιο καλό σαν να έπαιζα το να παρακολουθώ τους άλλους. Ήταν ο Ταγματάρχης Σόλτο, ο Λοχαγός Μόρσταν, και ο Υπολοχαγός Μπρόμλυ Μπράουν, ο οποίος διοικούσε τα ντόπια στρατεύματα, και ήταν και ο χειρούργος ο ίδιος, και δυο τρεις αξιωματικοί της φυλακής, πονηρά έμπειρα χέρια που έπαιζαν ένα ωραίο κατεργάρικα ασφαλές παιχνίδι. Μια πολύ ζεστή παρεούλα αποτελούσαν.
«Λοιπόν, υπήρχε κάτι το οποίο πολύ σύντομα μου ήρθε στο μυαλό, κι αυτό ήταν πως οι στρατιώτες συνήθως έχαναν και οι πολίτες κέρδιζαν. Έχετε το κατά νου, δεν λέω πως υπήρχε κάτι άδικο, αλλά έτσι ήταν. Εκείνοι οι τύποι της φυλακής ελάχιστα είχαν κάνει από τα παίζουν χαρτιά από τότε που είχαν πάει στα Andamans, και γνώριζαν ο ένας το παίξιμο του άλλου σε κάποιο βαθμό, ενώ οι άλλοι απλά έπαιζαν για να περάσουν την ώρα τους και να ρίξουν τα χαρτιά κάτω όπως και να ‘ταν. Την μια νύχτα μετά την άλλη οι στρατιώτες σηκώνονταν φτωχότεροι, και όσο φτωχότεροι γίνονταν τόσο πιο παθιασμένα ήθελαν να παίξουν. Ο Ταγματάρχης Σόλτο είχε πάθει τα χειρότερα. Συνήθιζε να πληρώνει με χαρτονομίσματα και χρυσάφι στην αρχή, αλλά σύντομα έφτασε σε χειρόγραφα σημειώματα και για μεγάλα ποσά. Μερικές φορές θα κέρδιζε για λίγες μοιρασιές ίσα ίσα για να ζεσταθεί η καρδιά του, και κατόπιν η τύχη του θα στηνόταν εναντίον του χειρότερα από ποτέ. Όλη μέρα θα περιπλανιόταν μπουρινιασμένος, και άρχισε να πίνει κατά πολύ περισσότερο από όσο θα ήταν καλό.