8. Οι Άτακτες Δυνάμεις της Οδού Μπέικερ (1)
«Και τώρα τι;» ρώτησα. «Ο Τόμπυ ξέπεσε όσον αφορά το θέμα του αλάθητου.»
«Ενήργησε βάσει των ενστίκτων του,» είπε ο Χολμς, κατεβάζοντας τον από το βαρέλι και βγάζοντας τον από την αποθήκη ξυλείας. «Αν συλλογιστείς πόσο κρεόζωτο μεταφέρεται στο Λονδίνο σε μια μέρα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως θα χάναμε τα ίχνη μας. Χρησιμοποιείται πολύ τώρα, ειδικότερα για το φούρνισμα της ξυλείας. Δεν φταίει ο κακόμοιρος ο Τόμπυ.»
«Πρέπει να εντοπίσουμε ξανά την βασική οσμή, υποθέτω.»
«Ναι. Κι ευτυχώς, δεν έχουμε πολύ δρόμο να κάνουμε. Προφανώς αυτό που προβλημάτισε το σκύλο στη γωνία του Νάϊτς Πλέις ήταν το γεγονός πως δυο διαφορετικά ίχνη κατευθύνονταν σε αντίθετες διαδρομές. Ακολουθήσαμε την λανθασμένη. Το μόνο που απομένει είναι να ακολουθήσουμε την άλλη.»
Δεν υπήρχε δυσκολία σχετικά. Οδηγώντας τον Τόμπυ στο μέρος όπου είχε διαπράξει το σφάλμα του, έκανε ένα φαρδύ κύκλο και τελικά ξεχύθηκε σε μια καινούργια κατεύθυνση.
«Αυτή τη φορά πρέπει να φροντίσουμε να μην μας πάει στο σημείο από όπου ήρθε το βαρέλι με το κρεόζωτο,» παρατήρησα.
«Το σκέφτηκα. Όμως πρόσεξε πως παραμένει στο πεζοδρόμιο ενώ το βαρέλι με το κρεόζωτο πέρασε από τον δρόμο. Όχι, βρισκόμαστε στα σωστά ίχνη αυτή τη φορά.»
Κατευθύνθηκε κατηφορίζοντας την όχθη του ποταμού, τρέχοντας προς την τοποθεσία Μπελμόντ και την οδό Πρίνς. Στο τέλος της οδού Μπρόαντ κατηφόρισε βιαστικά κοντά στο νερό, όπου κι υπήρχε μια μικρή ξύλινη προβλήτα. Ο Τόμπυ μας οδήγησε ως την άκρη της κι εκεί στάθηκε κλαψουρίζοντας, κοιτώντας το σκοτεινό ρεύμα μακρύτερα.
«Ατυχήσαμε,» είπε ο Χολμς. «Εδώ επιβιβάσθηκαν σε μια βάρκα.»
Αρκετές μικρές περαταριές και πριάρια έπλεαν τριγύρω και στην άκρη της προβλήτας. Πήραμε τον Τόμπυ σε καθένα με τη σειρά, όμως μολονότι οσμίστηκε όλο ανυπομονησία δεν διέκρινε κάτι.
Κοντά στην πρόχειρη αποβάθρα υπήρχε ένα μικρό τούβλινο σπίτι, μια ξύλινη επιγραφή να ξεχωρίζει μέσα από το δεύτερο παράθυρο. Το «Μορντεκάϊ Σμιθ» αναγραφόταν πάνω της με μεγάλα γράμματα, κι από κάτω, «ενοικιάζονται βάρκες με την ώρα ή τη μέρα.» Μια δεύτερη επιγραφή πάνω από την πόρτα μας πληροφόρησε πως υπήρχε και μια ατμάκατος —μια δήλωση η οποία επιβεβαιώθηκε από ένα μεγάλο σωρό κοκ πάνω στην προβλήτα. Ο Σέρλοκ Χολμς κοίταξε τριγύρω αργά, και το πρόσωπο του ανέλαβε μια έκφραση ανησυχίας.
«Δείχνει άσχημο,» είπε. «Οι τύποι είναι εξυπνότεροι από όσο ανέμενα. Καθώς φαίνεται έχουν καλύψει τα ίχνη τους. Υπήρξε, φοβούμαι, προμελετημένος χειρισμός.»
Πλησίαζε την πόρτα του σπιτιού, όταν άνοιξε, κι ένα σγουρομάλλικο πιτσιρίκι περί τα έξι βγήκε τρέχοντας έξω, ακολουθούμενο από μια εύσωμη, ροδαλή γυναίκα με ένα πελώριο σφουγγάρι στο χέρι της.
«Έλα αμέσως πίσω να πλυθείς, Τζακ,» φώναξε. «Γύρνα πίσω, μικρέ δαίμονα, γιατί αν ο πατέρας σου γυρίσει σπίτι και σε βρει έτσι θα μας τα ψάλει για τα καλά.»
«Αξιαγάπητο παιδί!» είπε ο Χολμς υπολογισμένα. «Τι ροδαλός κατεργαράκος! Λοιπόν, Τζακ, υπάρχει κάτι που θα ήθελες;»
Το παιδί το συλλογίστηκε για μια στιγμή. «Θα ‘θελα ένα σελίνι,» είπε. «Κάτι που θα ήθελες περισσότερο;» «Θα ‘θελα δυο σελίνια περισσότερο,» απάντησε το τερατάκι κατόπιν λίγης σκέψης.
«Ορίστε, λοιπόν! Πιάσε! – Υπέροχο παιδί, κα Σμιθ!»
«Ο Κύρ'ς να σ' έχει καλά, κύριε, είναι, και θρασύς. Ίσα που τον κάνω ζάφτι, όταν μά'στα ο άντρας μου λείπει για μέρες.»
«Λείπει;» είπε ο Χολμς με απογοητευμένη φωνή. «Λυπάμαι για αυτό, γιατί ήθελα να μιλήσω με τον κ. Σμιθ.»
«Λείπει από χθες το πρωί, κύριε και, να σας πω την αλήθεια, αρχινάω να φοβάμαι για ‘κείνον. Μα αν έχει να κάνει με κάποια βάρκα, κύριε, ίσως να μπορούσα να σας εξυπηρετήσω.»
«Θα ήθελα να νοικιάσω τη λάντσα του.»
«Μα, να είστε καλά, κύριε, με την λάντσα έχει φύγει. Αυτό με παραξενεύει, γιατί ξέρω πως δεν έχει αρκετά κάρβουνα για να πάει ως το Γούλγουις και πίσω. Αν είχε φύγει με τη μαούνα δεν θα σκεφτόμουν τίποτα, γιατί πολλές φορές μια δουλειά τον πήγε ως και το Γκρέιβσεντ, και τότε όταν είχε πολλά να κάνει μπορεί και να ‘μενε. Μα τι να κάνει μια ατμάκατος δίχως κάρβουνα;»
«Ίσως να αγόρασε μερικά σε κάποια αποβάθρα παρακάτω στο ποτάμι.»
«Ίσως, κύριε, μα δε θα το έκανε. Πολλές οι φορές που τον άκουσα να φωνάζει για τις τιμές που χρεώνουν για μερικά μισογεμάτα τσουβάλια. Επιπλέον, δεν μ' αρέσει εκείνος ο ξυλοπόδαρος, με την ασχημόφατσά του κι ο αλλόκοτος τρόπος του. Τι δουλειά είχε να χτυπά την πόρτα μας;»
«Ένας ξυλοπόδαρος;» είπε ο Χολμς με ήρεμη έκπληξη.
«Μάλιστα, κύριε, ένας ‘λιοκαμένος, πιθηκομούτσουνος που επισκέφτηκε αρκετές φορές τον άντρα μου. Εκείνος ήταν που τον ξεσήκωσε βραδιάτικα και, ακόμη πιότερο, ο άντρας μου ήξερε πως θα ερχόταν, γιατί είχε βάλει μπρος την λάντσα. Σας το λέω ντόμπρα, κύριε, δεν νοιώθω καλά με όλα αυτά.»
«Μα, αγαπητή μου κ. Σμιθ,» είπε ο Χολμς, ανασηκώνοντας τους ώμους του, «τρομάζετε για το τίποτα. Πως μπορείτε να ξέρετε πως ήταν ο ξυλοπόδαρος που ήρθε το βράδυ; Δεν καταλαβαίνω πως ακριβώς μπορείτε να είστε σίγουρη.»
«Η φωνή του, κύριε. Γνώρισα την φωνή του, που είναι κομμάτι βαριά και τραχιά. Χτύπησε το κεφαλόσκαλο – τρεις θα πήγαινε. ‘Πάρε τα πόδια σου, σύντροφε,' λέει: ‘ώρα να πιάσουμε δουλειά. ' Ο γέρος μου ξύπνησε τον Τζιμ – είναι ο μεγαλύτερος μας – κι έφυγαν μαζί δίχως να μου πουν κουβέντα. Άκουσα το ξύλινο πόδι να χτυπάει το πλακόστρωτο.»
«Κι ήταν μόνος του ο ξυλοπόδαρος;»
«Δεν θα έλεγα, πως είμαι σίγουρη, κύριε. Δεν άκουσα κανέναν άλλο.»
«Λυπάμαι, κ. Σμιθ, γιατί ήθελα μια λάντσα, κι άκουσα καλά λόγια για την— για να δούμε, ποιο είναι το όνομα της;»
«Η Χαραυγή, κύριε.»
«Α! Δεν είναι εκείνη η παλιά πράσινη λάντσα με μια κίτρινη ρίγα, και φαρδιά σε πλάτος;»
«Όχι, αλήθεια. Είναι ένα περιποιημένο σκαρί όπως καθένα στο ποτάμι. Είναι φρεσκοβαμμένη, μαύρη με δυο κόκκινες ρίγες.»
«Ευχαριστώ. Ελπίζω να έχετε σύντομα νέα του κ. Σμιθ. Κατεβαίνω τον ποταμό, κι αν τύχει να δω την Χαραυγή θα του πω πόσο άσχημα νοιώθετε. Ένα μαύρο φουγάρο, είπατε;»
«Όχι, κύριε. Μαύρο με μια λευκή λωρίδα.»
«Α, μα φυσικά. Ήταν οι πλευρές της που ήταν μαύρες. Καλή σας ημέρα, κα Σμιθ. Υπάρχει ένας βαρκάρης κάπου εδώ που έχει μια λέμβο. Θα την πάρουμε και θα διασχίσουμε το ποτάμι.»
«Το σημαντικότερο με τέτοιους ανθρώπους,» είπε ο Χολμς ενώ καθόμασταν στα καθίσματα της λέμβου, «είναι να μην τους αφήσεις ούτε στιγμή να σκεφθούν πως οι πληροφορίες τους έχουν και την παραμικρή σημασία για σένα. Αν σου ξεφύγει κάτι στην στιγμή σφαλίζουν το στόμα τους σα στρείδια. Αν τους ακούσεις σαν να δυσφορείς, όπως συνέβη, τότε πιθανότατα θα πάρεις αυτό που θέλεις.»
«Φυσικά πλέον δείχνει ξεκάθαρο,» είπα. «Τι θα έκανες, λοιπόν;»
«Θα νοίκιαζα μια λάντσα και θα κατέβαινα το ποτάμι στα ίχνη της Χαραυγής.»
«Αγαπητέ μου φίλε, θα αναλάμβανες μια ασύλληπτου μεγέθους δουλειά. Υπάρχει περίπτωση να έδεσε σε οποιαδήποτε προβλήτα σε κάθε κατεύθυνση από εδώ ως το Γκρήνουιτς. Κάτω από την γέφυρα υπάρχει ένας τέλειος λαβύρινθος από αποβάθρες που εκτείνεται για μίλια. Θα σου έπαιρνε μέρες και μέρες για να τις εξαντλήσεις όλες αν ξεκινούσες μονάχος.»
«Χρησιμοποίησε τότε την αστυνομία.»
«Όχι. Πιθανόν να καλέσω τον Άθελνυ Τζόουνς την τελευταία στιγμή. Δεν είναι κακός, και δεν θα ήθελα να κάνω κάτι το οποίο θα τον ζημίωνε επαγγελματικά. Όμως έχω την ιδέα να το ξεδιαλύνω μόνος μου, τώρα που φτάσαμε ως εδώ.»
«Να βάλουμε μια αγγελία, τότε, ζητώντας πληροφορίες από επόπτες αποβάθρας;»
«Πολύ μα πολύ χειρότερο! Οι άνθρωποι μας θα μάθαιναν πως τους ακολουθούμε κατά πόδας, και θα την κοπανούσαν εκτός χώρας. Όπως έχει, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να φύγουν, μα για όσο θα πιστεύουν πως είναι απολύτως ασφαλείς δε θα βιαστούν. Η ενεργητικότητα του Τζόουνς θα μας χρειαστεί εκεί, γιατί η άποψη του σχετικά με την υπόθεση είναι βέβαιο πως θα βγει στον ημερήσιο τύπο, κι οι φυγάδες θα φαντασθούν πως όλοι βρίσκονται σε λάθος δρόμο.»
«Τι θα κάνουμε, τότε;» Ρώτησα καθώς δέσαμε κοντά στο σωφρονιστήριο Μίλμπανκ.
«Θα πάρουμε αυτή την άμαξα, θα πάμε σπίτι, θα πάρουμε πρωινό, και καμιά ώρα ύπνο. Υπάρχει περίπτωση να είμαστε στα πόδια μας και πάλι το βράδυ. Στάσου σε ένα τηλεγραφείο, αμαξά! Θα κρατήσουμε τον Τόμπυ, μιας κι ίσως να μας φανεί χρήσιμος.»
Σταματήσαμε στο ταχυδρομικό γραφείο της Οδού Μέγα Πέτρου, κι ο Χολμς έστειλε ένα τηλεγράφημα.
«Σε ποιον πιστεύεις ότι εστάλη;» ρώτησε καθώς συνεχίσαμε τον δρόμο μας.
«Ειλικρινά δεν έχω ιδέα.»
«Θυμάσαι την ομάδα ντετέκτιβ της αστυνομικής δύναμης της οδού Μπέϊκερ που χρησιμοποίησα στην υπόθεση του Τζέφερσον Χόουπ;»
«Πολύ καλά,» είπα, γελώντας.
«Η παρούσα είναι ακριβώς η υπόθεση στην οποία ίσως να αποδειχθούν πολύτιμοι. Αν αποτύχουν έχω κι άλλες λύσεις, αλλά θα τους δοκιμάσω πρώτους. Το τηλεγράφημα ήταν για το μικρό μου βρώμικο υπαρχηγό, τον Γουίγκινς, και προσδοκώ πως μαζί με την παρέα του θα είναι κοντά μας πριν να τελειώσουμε το πρωινό μας.»
Ήταν κάπου μεταξύ οχτώ με εννέα, κι είχα επίγνωση μιας σοβαρής αντίδρασης κατόπιν των αλλεπάλληλων συγκινήσεων της βραδιάς. Ήμουν άτονος κι αποκαμωμένος, με μυαλό σκοτισμένο και σώμα καταπονημένο. Δεν είχα τον επαγγελματικό ενθουσιασμό ο οποίος έκανε τον σύντροφο μου να συνεχίζει, ούτε μπορούσα να κοιτάξω το ζήτημα ως ένα απλό αφηρημένο διανοητικό πρόβλημα. Όσον αφορά τον θάνατο του Μπαρθόλομιου Σόλτο, ελάχιστα καλά είχα ακούσει γι' αυτόν και δεν ένοιωθα κάποια ιδιαίτερη αντιπάθεια προς τους δολοφόνους του. Ο θησαυρός, ωστόσο, αποτελούσε εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Αυτός, είτε μέρος του, άνηκε δικαιωματικά στη δεσποινίδα Μόρσταν. Εφόσον υπήρχε έστω και μια πιθανότητα να βρεθεί ήμουν έτοιμος να αφιερώσω την ζωή μου στο συγκεκριμένο σκοπό. Είναι αλήθεια πως, αν τον έβρισκα, πιθανότατα θα την απομάκρυνε από κοντά μου. Κι όμως θα ήταν μια μικρόψυχη κι εγωιστική αγάπη αυτή που θα επηρεαζόταν από μια σκέψη τέτοια. Αν ο Χολμς εργαζόταν με σκοπό να εντοπίσει τους εγκληματίες, εγώ είχα ένα λόγο δέκα φορές σοβαρότερο να με ωθεί να ανακαλύψω τον θησαυρό.