3. ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (132-212)
Από το παλάτι βγαίνει, κλαμένη, μια θεράπαινα. Συνεχίζει ο κορυφαίος.
--
ΚΟΡ. Μα απ᾽ το παλάτι βγαίνει δακρυσμένη
μια βάγια· τί μου μέλλεται ν᾽ ακούσω;
(Στη γυναίκα που βγήκε.)
Νιώθω τη θλίψη σου, αν στ᾽ αφεντικά σου
κάτι κακό έχει γίνει· θέλουμε όμως
να ξέρουμε: Ζει ακόμα; Έχει τελειώσει;
Η ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Ή το ᾽να ή τ᾽ άλλο πεις, δε θα ᾽ναι λάθος.
ΚΟΡ. Πώς; Ζωντανή μαζί και πεθαμένη;
ΘΕΡ. Ψυχομαχά, γερμένη χάμω. ΚΟΡ. Δόλιε!
Σκληρός χαμός για τη γενναία καρδιά σου.
ΘΕΡ. Ο αφέντης θα το νιώσει, σαν το πάθει.
ΚΟΡ. Και δεν υπάρχει ελπίδα να γλιτώσει;
ΘΕΡ. Η μοιρόγραφτη μέρα τη βαραίνει.
ΚΟΡ. Κι αυτά που πρέπει δεν της τα ετοιμάζουν;
ΘΕΡ. Όλα έτοιμα, όσα θα θαφτούν μαζί της.
ΚΟΡ. Πεθαίνει δοξασμένη· πάνω απ᾽ όλων
των γυναικών του κόσμου η αρετή της.
ΘΕΡ. Πώς όχι; Ποιός μπορεί να τ᾽ αρνηθεί;
Τέλεια γυναίκα ποιά θα πεις πως είναι;
Πώς μια θα δείξει πως τιμά τον άντρα
πιο φανερά παρά έτσι; Τη ζωή της
θυσιάζει για να σώσει τη δική του.
Σ᾽ όλους γνωστά είν᾽ αυτά, μα θα θαυμάσεις,
αν ακούσεις όσα έκαμε στο σπίτι.
Σαν ένιωσε πως έχει φτάσει η μέρα
που ᾽χε οριστεί, με ποταμίσιο πλένει
νερό τ᾽ άσπρο κορμί της· παίρνει ρούχα
και στολίδια απ᾽ τις κέδρινες κασέλες
και ντύνεται σεμνά· και πάει και στέκει
μπρος στην Εστία και τέτοια δέηση κάνει:
«Θεά μου, εγώ στον Άδη κατεβαίνω·
στερνή φορά προσπέφτοντας σ᾽ εσένα
να γνοιαστείς σε ικετεύω τα ορφανά μου·
στο γιο μου μια συντρόφισσα να δώσεις
που να τον αγαπά, και τίμιον άντρα
δώσε στη θυγατέρα μου· η ζωή τους
πρόωρα να μην κοπεί σαν τη δική μου,
της μάνας που τα γέννησε· ως το τέρμα
καλότυχα να ζήσουν τη ζωή τους
και με χαρά στην πατρική τους χώρα.»
Και σ᾽ όλους τους βωμούς μες στο παλάτι
πήγε και προσευχήθηκε· κλωνάρια
χωρίζοντας μυρτιάς, τους στόλισε όλους,
χωρίς ν᾽ αναστενάξει ή να θρηνήσει·
το κακό που την πρόσμενε καθόλου
δεν άλλαξε την όμορφή της όψη.
Στο θάλαμο σα γύρισε μονάχα
κι έπεσε στο κρεβάτι της, τα δάκρυα
τότε την πήραν και είπε: «Κλίνη, ω κλίνη,
όπου τη ζώνη μου έλυσα για κείνον
που και τώρα για χάρη του πεθαίνω,
σ᾽ αφήνω γεια· δε σε μισώ· εγώ μόνο
χάνομαι· δεν το βάσταξε η καρδιά μου
τον άντρα μου κι εσένα να προδώσω,
κι έτσι πεθαίνω. Εσένα τώρα μια άλλη
θα σε ορίζει· πιο ενάρετη από μένα
βέβαια ποτέ, μα πιο καλότυχη ίσως.»
Πέφτει, φιλεί το στρώμα, και η πλημμύρα
από τα δυο της μάτια το ᾽βρεξε όλο.
Σα χόρτασε τα δάκρυα, κατεβαίνει,
σκυμμένη, απ᾽ το κρεβάτι, τριγυρίζει
το σπίτι, και στο θάλαμο γυρνώντας
έπεσε πάλι πάνω στα στρωσίδια.
Τα παιδιά της, πιασμένα από τους πέπλους
της μάνας, έκλαιαν· μες στην αγκαλιά της
τα ᾽σφιγγε εκείνη, και σα μελλοθάνατη
φιλούσε πότε το ένα πότε το άλλο.
Πονώντας την κυρά τους όλοι οι δούλοι
έκλαιαν στο σπίτι μέσα. Και η καημένη
τους έδινε το χέρι, σε έναν έναν·
είπε «έχε γεια» κι ως στο μικρότερό τους,
κι όλοι της είπαν «στο καλό». Νά, ποιές
οι συμφορές μες στου Άδμητου το σπίτι.
Αν είχε αυτός πεθάνει, θα χανόταν·
τώρα που ξέφυγε, έχει τέτοιον πόνο,
που δε θα τον ξεχάσει όσο κι αν ζήσει.
ΚΟΡ. Βέβαια θα κλαίει αυτός και θα βογκάει, (200)
που χάνει τόσο ενάρετη γυναίκα.
ΘΕΡ. Στην αγκαλιά κρατώντας τη θρηνεί,
«μη μ᾽ αφήσεις» της λέει, κι όλο ικετεύει
ζητώντας τ᾽ ακατόρθωτα· η αρρώστια
τη μαραίνει, τη λιώνει· αποσωμένη,
θλιβερό βάρος των χεριών, ωστόσο,
με τη λίγη πνοή που πια της μένει,
θέλει για μια φορά, την τελευταία,
να βγει, τη λάμψη του ήλιου ν᾽ αντικρίσει.
Θα πάω τον ερχομό σου ν᾽ αναγγείλω·
των βασιλιάδων δεν είν᾽ όλοι φίλοι,
έτσι, που αν τους χτυπήσει δυστυχία,
να συμπαρασταθούνε με συμπάθεια·
μα εσύ ᾽σαι παλιός φίλος του δικού μας.
(Μπαίνει στο παλάτι.)