×

Vi använder kakor för att göra LingQ bättre. Genom att besöka sajten, godkänner du vår cookie-policy.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ

A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ

A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ

ΟΤΑΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ο γερο-Βασιλιάς Συνετός πως μετρήθηκαν πια οι μέρες του, φώναξε το γιο του, το νέο Αστόχαστο, και του είπε:

- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. Ήλθε η ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση του Κράτους. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις σαν καλός βασιλιάς.

Κι έστειλε τον αρχικαγκελάριό του στο γειτονικό βασίλειο, να ζητήσει την όμορφη Βασιλοπούλα Παλάβω, για τον Αστόχαστο, το γιο του Συνετού Α', Βασιλιά των Μοιρολατρών.

Έγινε ο γάμος με χαρές και ξεφαντώματα, και λίγες μέρες αργότερα, αφού ευλόγησε τα παιδιά του, ο γερο-Συνετός τους άφησε χρόνια, και ο Αστόχαστος στέφθηκε Βασιλιάς.

Όλα φαίνουνταν ρόδινα και ζηλευτά για το νέο ζευγάρι. Τα φλουριά ξεχειλούσαν από τα σεντούκια του γερο-Συνετού· κάστρα γερά και γεμάτα στρατιώτες τειχογύριζαν το βασίλειο· το λαμπρό παλάτι, χτισμένο ψηλά σ' ένα κατάφυτο βουνό, δέσποζε τη χώρα όπου ζούσαν με άνεση οι πολίτες· δρόμοι φαρδείς και καλοστρωμένοι ένωναν το βασίλειο των Μοιρολατρών με όλα τα γειτονικά βασίλεια.

Παντού χαρά και καλοπέραση.

Και όπου γύριζε το μάτι του ο νέος βασιλιάς, από πάνω από τον ψηλό πύργο του παλατιού του, έβλεπε απέραντα χωράφια σπαρμένα, ρεματιές και λαγκάδια κατάφυτα, χώρες και χωριά με παστρικά όμορφα σπιτάκια, βουνά δασωμένα και λιβάδια καταπράσινα. Αμέτρητες αγελάδες έβοσκαν συντροφικά με κοπάδια αρνιά και κατσίκες. Και σα μερμήγκια δούλευαν οι χωρικοί τη γη, άρμεγαν τις αγε- λάδες, κούρευαν τα πρόβατα και μετέφερναν γεννήματα και καρπούς στη χώρα, όπου τα πουλούσαν.

Πέρασαν χρόνια πολλά.

Ο καιρός, που άσπρισε και μάδησε τα μαλλιά του Αστόχαστου και μάρανε την ομορφιά της Παλάβως, άλλαξε και την όψη ολόκληρου του βασιλείου των Μοιρολατρών.

Παντού ερημιά. Πεδιάδες απέραντες, γυμνές, ακαλλιέργητες, απλώνουνταν ως τα σύνορα του βασιλείου, και μονάχα μερικές

7 ερειπωμένες πέτρες μαρτυρούσαν ακόμα τα μέρη όπου άλλοτε έστεκαν, υπερήφανα και απειλητικά, τα φοβερά κάστρα του Συνετού Α'.

Πού και πού, κανένα γκρεμισμένο παλιόσπιτο ξεχώριζε στη μονοτονία της έρημης πεδιάδας. Τ' αγριόχορτα και οι πέτρες σκέπαζαν τους λόφους, οι δρόμοι, παρατημένοι, χάνουνταν κάτω από τ' αγκάθια που ελεύθερα άπλωναν τα πυκνά τους κλωνάρια.

Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος μοιρολογούσε το ρήμαγμα του τόπου.

Μόνο τα πυκνά δάση έμεναν στη θέση τους, ξεχασμένα και αδούλευτα, κρύβοντας κάτω από το φουντωμένο τους φύλλωμα ολόκληρον κόσμο πεταλούδες, μαμούνια και μέλισσες, που χαίρουνταν ανενόχλητα τα μυρωδάτα αγριολούλουδα. Πλήθος αγριοφραουλιές άνθιζαν και καρποφορούσαν αδελφικά με τις βατομουριές, και οι καρποί τους σάπιζαν κι έπεφταν στο χώμα άχρηστοι.

Τα μονοπάτια, που περνούσαν άλλοτε ανάμεσα στα δέντρα, είχαν σβήσει και αυτά από τον καιρό που είχε να τα πατήσει ανθρώπινο πόδι. Και τα δέντρα και τα χαμόδεντρα τόσο είχαν ξεχάσει την ανθρώπινη μορφή, που όλα ταράχθηκαν, και τρόμαξαν, και ανατρί- χιασαν, και σείστηκαν, και μουρμούρισαν αναμεταξύ τους φοβισμένα, όταν μια μέρα είδαν ένα νέο αγόρι με βαθιά ονειροφορτωμένα καστανά μάτια, που περπατούσε κάτω από το φύλλωμα τους σταματώντας σε κάθε βήμα, για να κοιτάξει πότε ένα λουλούδι, πότε ένα ζωύφιο, με θαυμασμό κι έκπληξη, σα να τα έβλεπε πρώτη φορά.

- Τι πράμα να είναι άραγε τούτο που διαβαίνει; ρώτησε φοβισμένος ένας σκοίνος, συμμαζεύοντας τα φυλλαράκια του από φόβο μην τον δει το αγόρι.

Ποιος το ξέρει! αποκρίθηκε το πεύκο. Ίσως κανένα άλλο είδος ελάφι;

Μια λεύκα, που έστεκε εκεί κοντά, έσκυψε το υπερήφανο κεφάλι της να δει το διαβάτη.

- Ελάφι; είπε μ' ένα ξεκάρδισμα που αναποδογύρισε όλα της τα φυλλαράκια, και μια στιγμή από πράσινη την έκανε ασημένια. Ονειρεύεσαι, παιδί μου! Μα το ελάφι έχει τέσσερα πόδια, και τούτο έχει μόνο δυο!

Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος...

Μα λοιπόν τι ζώο είναι; ρώτησε ανήσυχα μια βατομουριά. Είναι άραγε κακό; Μη μου φάγει το καινούριο φόρεμα μου, και με βρει γυμνή το καλοκαίρι σαν έλθει;

Μη ζαλίζεστε, παιδιά μου, είπε ο γεροπλάτανος, δεν είναι ζώο αυτό και δεν τρώγει φύλλα. Είναι χρόνια πολλά που δεν πέρασε τέ- τοιο πράμα από δω. Μα θυμούμαι έναν καιρό, που το δάσος μας γέμιζε από όμοιους του. Ήταν τα καλά εκείνα χρόνια, όταν μάζευαν οι άνθρωποι το μέλι της μέλισσας, και της φραουλιάς τη φράουλα, και τα βατόμουρα, και τα ώριμα κούμαρα.

- Τι; φώναξε η αγριοφραουλιά, μαζεμένη στα πόδια του πλάτανου. Τι λές, παππού; Μην είναι άνθρωπος;

- Βέβαια είναι άνθρωπος, αποκρίθηκε ο γεροπλάτανος. Και η λεύκα μουρμούρισε:

- Μα βέβαια, άνθρωπος είναι! Θυμούμαι να είδα τέτοιους στα νιάτα μου.

Ο σκοίνος, περίεργος, άπλωσε τα κλαδιά του να τον δει από πιο κοντά.

- Άνθρωπος; είπε η ακατάδεκτη βαλανιδιά. Τι θέλει στο βασίλειο μας;

Και όλα μαζί τα δέντρα έσκυψαν να δουν τον «άνθρωπο» που διάβαινε.

Ήταν λιγνό αγόρι ως δεκάξι χρονών. Τα χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα του, λιωμένα στους αγκωνές και στα γόνατα, είχαν μικρέψει και σχιστεί, και οι χρυσές κορδέλες που βαστούσαν τα πέδιλα στα γυμνά του πόδια ήταν κατακομμένες και ξαναδεμένες με χοντροκοπιούς κόμπους.

Ξαπλώθηκε στη ρίζα του γερο-πλάτανου, είδε κοντά του τη φραουλιά φορτωμένη κατακόκκινες φράουλες, τις έκοψε και τις έφαγε. Ύστερα δίπλωσε τα χέρια του αποκάτω από το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε.

Κοιμήθηκε τόσο βαθιά που δεν άκουσε τα ψιθυρίσματα των δέντρων, ούτε το μουρμούρισμα του ρυακιού που έτρεχε πέρα, ούτε το σφύριγμα του κότσυφα που, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, διηγούνταν στα δέντρα ένα σωρό παράξενες ιστορίες.

- Ο γιος του Βασιλιά! αναφώνησε ο γεροπλάτανος. Πώς να το πιστέψω, βλέποντας τα γυμνά του πόδια και τα λιωμένα του ρούχα;

10

- Να το πιστέψεις! αποκρίθηκε ο κότσυφας. Άκουσε με μένα, που πάγω κι έρχομαι στα παράθυρα του παλατιού και βλέπω τι γίνεται μέσα.

- Μα γιατί δεν αλλάζει ρούχα; ρώτησε το πεύκο σκανδαλισμένο.

- Γιατί δεν έχει άλλα, αποκρίθηκε ο κότσυφας.

- Πώς! Ο γιος του Βασιλιά; αναφώνησε το θυμάρι, προσφέροντας τ' ανθισμένα του λουλουδάκια στη μέλισσα που βούιζε, γυρεύοντας μέρος ν' ακουμπήσει για να ρουφήξει το μέλι τους.

- Μα τι θαρρείς; σφύριξε ο κότσυφας. Μήπως νομίζεις πως ο Βασιλιάς έχει τίποτα περισσότερο από τον τσοπάνη ή το βαρκάρη;

- Λες παράξενα πράματα! μουρμούρισε ο σκοίνος που δεν πείθουνταν.

- Πίστεψε τον όμως, είπε η μέλισσα, φτερουγίζοντας γύρω του, αλήθεια σου λέγει. Ο Βασιλιάς φορεί και αυτός τέτοια ρούχα. Μ' αν δεις τις Βασιλοπούλες, τότε θα φρίξεις!

- Γιατί; ρώτησε η φραουλιά.

Ο κότσυφας πήδηξε κοντά της και ψιθύρισε:

- Γιατί κάτω από τα ρούχα τους δεν έχουν ούτε ποκάμισο!

Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια χωρίς να προσέξει πως βρίσκουνταν κοντά στο αυτί του αγοριού.

Ξύπνησε το Βασιλόπουλο και τινάχτηκε ξαφνισμένο.

Τρόμαξε ο κότσυφας και πέταξε μακριά, και η μέλισσα κρύφθηκε ανάμεσα στα φύλλα του σκοίνου, ενώ τα δέντρα σήκωναν ψηλά το κεφάλι τους κι έκαναν τον ανήξερο, τάχα πως δεν παρατήρησαν τίποτα.

Είχε βραδιάσει. Σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και πήρε πάλι το δρόμο του. Βγήκε από το δάσος, πέρασε τον κατάξερο κάμπο, και τραβώντας κατά το παλάτι, με γοργά βήματα ανέβηκε στο βουνό, σκαρφαλώνοντας ανάμεσα στους βράχους και στα χώματα σαν κατσίκι.

11

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ A'. DER WALD A'. THE FOREST A'. EL BOSQUE A'. LA FORÊT A'.森 A'. LAS

A'. A'. A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ |forest THE FOREST EL BOSQUE

ΟΤΑΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ο γερο-Βασιλιάς Συνετός πως μετρήθηκαν πια οι μέρες του, φώναξε το γιο του, το νέο Αστόχαστο, και του είπε: |verstand|||König|der Weise||gemessen worden|||Tage|seiner|||||||||| WHEN|UNDERSTOOD||old|King|Wise||were measured|anymore||||shouted||||||the Unlucky||| Als der alte König Prudent erkannte, dass seine Tage gezählt waren, rief er seinen Sohn, den neuen Amostochatos, und sagte zu ihm: WHEN the old King Wise realized that his days were numbered, he called his son, the young Astochasto, and said to him: CUANDO el viejo rey Prudente se dio cuenta de que sus días estaban contados, llamó a su hijo, el nuevo Amostochatos, y le dijo:

- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. Die Spiele||||Spiele|||die Vergnügungen They arrive|son|||games|||entertainments - Enough, my son, of games and amusements. - No más juegos y diversiones, hijo mío. Ήλθε η ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση του Κράτους. Es ist Zeit||||heiraten|||übernimmst||||||| It has come||||get married|||take over|||||government of the State||State The time has come for you to get married and take the government of the State into your hands. Es hora de casarse y tomar el gobierno del Estado en sus manos. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. |ich aß||mein Brot| |I ate||| I ate my bread. Me he comido el pan. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις σαν καλός βασιλιάς. |||regieren||| |||govern||| You look to rule like a good king. Pareces gobernar como un buen rey.

Κι έστειλε τον αρχικαγκελάριό του στο γειτονικό βασίλειο, να ζητήσει την όμορφη Βασιλοπούλα Παλάβω, για τον Αστόχαστο, το γιο του Συνετού Α', Βασιλιά των Μοιρολατρών. |||Bundeskanzler|||benachbarten||||||Prinzessin Palavo|Prinzessin Palavo|||||||Weisen||||der Moireschauer |sent||chief chancellor|||neighboring|||to request|||Princess Palavo|Princess Palavo|for||Unthinking||||Wise||||Fate worshippers And he sent his chancellor to the neighboring kingdom to ask for the beautiful Vassilopoula Pallavo, for Astochastos, the son of Synetos I, King of the Fate-worshippers. Y envió a su canciller principal al reino vecino, para que pidiera a la bella reina Palavo a Astochastos, hijo de Cyntos I, rey de los adoradores de los moros.

Έγινε ο γάμος με χαρές και ξεφαντώματα, και λίγες μέρες αργότερα, αφού ευλόγησε τα παιδιά του, ο γερο-Συνετός τους άφησε χρόνια, και ο Αστόχαστος στέφθηκε Βασιλιάς. ||||Freuden||Feiern||||||segnete||||||||||||der Unüberlegte|wurde gekrönt| ||wedding||joys||celebrations|||||after|blessed||||||Wise old man||left them||||thoughtless|was crowned| The marriage took place with rejoicings and revelry, and a few days later, after blessing his children, the wise old man left them years, and Astochastos was crowned King.

Όλα φαίνουνταν ρόδινα και ζηλευτά για το νέο ζευγάρι. |schienen|rosig||neidenswert|||| |seemed|rosy||envy-inducing||||couple Everything looked rosy and enviable for the new couple. Τα φλουριά ξεχειλούσαν από τα σεντούκια του γερο-Συνετού· κάστρα γερά και γεμάτα στρατιώτες τειχογύριζαν το βασίλειο· το λαμπρό παλάτι, χτισμένο ψηλά σ' ένα κατάφυτο βουνό, δέσποζε τη χώρα όπου ζούσαν με άνεση οι πολίτες· δρόμοι φαρδείς και καλοστρωμένοι ένωναν το βασίλειο των Μοιρολατρών με όλα τα γειτονικά βασίλεια. |Goldmünzen|überquollen|||Kisten||||Burg|stark||||umzingelten||||prächtige||gebaut||||bewaldeten||überragte||||||||||breit||gut ausgebaut|verbindeten||||der Moireskult||||Nachbarreiche|Königreich |coins|overflowed|||chests||||castles|old||full|soldiers|wall-surrounded||kingdom||bright|palace|built high|high up|||overgrown|mountain|dominated|the|||||comfortably||citizens|roads|wide||well-paved|connected||||Fate worshippers||||neighboring| The riches overflowed from the chests of the old Synetus; strong castles and full of soldiers surrounded the kingdom; the brilliant palace, built high on a verdant mountain, dominated the country where the citizens lived in comfort; wide and well-paved roads united the kingdom of Fate worshipers with all the neighboring kingdoms.

Παντού χαρά και καλοπέραση. |||gutes Leben Everywhere|||good times Everywhere joy and good times.

Και όπου γύριζε το μάτι του ο νέος βασιλιάς, από πάνω από τον ψηλό πύργο του παλατιού του, έβλεπε απέραντα χωράφια σπαρμένα, ρεματιές και λαγκάδια κατάφυτα, χώρες και χωριά με παστρικά όμορφα σπιτάκια, βουνά δασωμένα και λιβάδια καταπράσινα. ||||||||||||||||des Palastes|||unendliche|Felder|mit Getreide bepflanzt|Bachtäler||Täler|bewaldet|||||sauber und schön||Häuschen||bewaldete Berge||Wiesen| |||||||||||||||||||vast|fields|sown with crops|ravines||valleys||||||neatly||||forested mountains||meadows| Und wohin der neue König auch blickte, von dem hohen Turm seines Palastes aus, sah er weite Felder besät, Schluchten und überwucherte Wiesen, Länder und Dörfer mit schönen Hirtenhäusern, bewaldete Berge und grüne Wiesen. And wherever the new king turned his eyes, from above the high tower of his palace, he saw vast fields sown, ravines and meadows verdant, countries and villages with beautiful pastoral houses, mountains wooded and meadows verdant. Αμέτρητες αγελάδες έβοσκαν συντροφικά με κοπάδια αρνιά και κατσίκες. unzählige|Kühe|weideten zusammen|gemeinschaftlich|||Lämmer||Ziegen |cows|were grazing|together||herds of|lambs||goats Unzählige Kühe weideten neben Herden von Lämmern und Ziegen. Countless cows grazed alongside flocks of lambs and goats. Και σα μερμήγκια δούλευαν οι χωρικοί τη γη, άρμεγαν τις αγε- λάδες, κούρευαν τα πρόβατα και μετέφερναν γεννήματα και καρπούς στη χώρα, όπου τα πουλούσαν. ||Ameisen|||Bauern|||melkten||Kühe|die Kühe|schoren||die Schafe||transportierten|Erzeugnisse||Früchte||||| ||ants|||the villagers|||milked||cows|the cows|sheared||||they transported|crops||||||| And like hard workers the villagers worked the land, milked the cows, sheared the sheep and carried crops and fruits to the country, where they sold them.

Πέρασαν χρόνια πολλά. Many years have passed.

Ο καιρός, που άσπρισε και μάδησε τα μαλλιά του Αστόχαστου και μάρανε την ομορφιά της Παλάβως, άλλαξε και την όψη ολόκληρου του βασιλείου των Μοιρολατρών. |Wetter||wurde weiß||abblätterte||||des Astochastos||verblasste||||der Palavon||||Erscheinung|||||der Moireschreiber |||turned white||plucked||||||withered||||Palavos|||||||kingdom|| The weather, which whitened and plucked the hair of Astochastos and withered the beauty of Palavos, also changed the appearance of the entire kingdom of the Fate-worshippers.

Παντού ερημιά. |Ödnis |desolation Desolation everywhere. Πεδιάδες απέραντες, γυμνές, ακαλλιέργητες, απλώνουνταν ως τα σύνορα του βασιλείου, και μονάχα μερικές Ebenen|unendliche|nackt|unbearbeitet|dehnten sich|||Grenzen||||| plains|vast|bare|uncultivated|spread out|like||borders||||only| Weite, kahle, unkultivierte Ebenen, die sich bis an die Grenzen des Königreichs erstreckten, und nur wenige Plains vast, bare, uncultivated, stretched to the borders of the kingdom, and only a few

7 ερειπωμένες πέτρες μαρτυρούσαν ακόμα τα μέρη όπου άλλοτε έστεκαν, υπερήφανα και απειλητικά, τα φοβερά κάστρα του Συνετού Α'. ruinierte||zeugen|||||einst früher|standen|stolz||drohend|||||der Weise| ruined|stones|testified|still||places|where|once|stood|proudly||threateningly||fearsome|||Sinetou A| 7 zerstörte Steine zeugten noch von den Orten, an denen einst stolz und bedrohlich die schrecklichen Burgen von Cynetos I' standen. 7 ruined stones still testified to the places where once stood, proudly and threateningly, the fearsome castles of Synetos I.

Πού και πού, κανένα γκρεμισμένο παλιόσπιτο ξεχώριζε στη μονοτονία της έρημης πεδιάδας. ||||verfallene|altes Haus|ragte hervor||Eintönigkeit||verlassenen|der Ebene Where|and|now and then||ruined|old house|stood out||||| Hier und da stach kein bröckelndes altes Haus aus der Eintönigkeit der Wüstenebene hervor. From time to time, a dilapidated old house stood out in the monotony of the desolate plain. Τ' αγριόχορτα και οι πέτρες σκέπαζαν τους λόφους, οι δρόμοι, παρατημένοι, χάνουνταν κάτω από τ' αγκάθια που ελεύθερα άπλωναν τα πυκνά τους κλωνάρια. |Unkraut|||Steine|bedeckten|||||verlassen|versteckten sich||||Dornen|||sich ausbreiteten||||Äste |weeds||||covered||hills|||abandoned|were disappearing||||thorns|||spread their thick||||branches Wild weeds and stones covered the hills, the roads, abandoned, were lost beneath the thorns that freely spread their dense branches.

Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος μοιρολογούσε το ρήμαγμα του τόπου. |pfeifend||||||Felsen|||weinte um||Schicksal des Ortes||des Ortes |||||||rocks|||lamented||lament|| And whistling among the stones and rocks, the wind mourned the destruction of the place.

Μόνο τα πυκνά δάση έμεναν στη θέση τους, ξεχασμένα και αδούλευτα, κρύβοντας κάτω από το φουντωμένο τους φύλλωμα ολόκληρον κόσμο πεταλούδες, μαμούνια και μέλισσες, που χαίρουνταν ανενόχλητα τα μυρωδάτα αγριολούλουδα. ||dichten||||||vergessen||unberührt|||||üppigen||Laubwerk|||Schmetterlinge|Maulwürfe||Bienen||sich erfreuten|unbemerkt||duftenden Wildblumen|Wildblumen |||forests|||||forgotten||untouched|||||leafy||foliage|||butterflies|moths||bees||enjoyed|unbothered||| Only the dense forests remained in their place, forgotten and uncultivated, hiding under their flaming foliage a whole world of butterflies, moths and bees, who enjoyed undisturbed the fragrant wild flowers. Πλήθος αγριοφραουλιές άνθιζαν και καρποφορούσαν αδελφικά με τις βατομουριές, και οι καρποί τους σάπιζαν κι έπεφταν στο χώμα άχρηστοι. |Wilde Erdbeeren|blühten||trugen Früchte|brüderlich|||Brombeeren|||Früchte||verfaulten||fielen herunter|||nutzlos |||||sibling-like|||blackberry bushes|||||were rotting||||| Multitudes of wild strawberries blossomed and fruited brotherly with the blackberries, and their fruit rotted and fell to the ground useless.

Τα μονοπάτια, που περνούσαν άλλοτε ανάμεσα στα δέντρα, είχαν σβήσει και αυτά από τον καιρό που είχε να τα πατήσει ανθρώπινο πόδι. ||||einst früher|||||verblasst|||||||||||| The paths, which used to pass between the trees, had also disappeared since the time when human foot had stepped on them. Και τα δέντρα και τα χαμόδεντρα τόσο είχαν ξεχάσει την ανθρώπινη μορφή, που όλα ταράχθηκαν, και τρόμαξαν, και ανατρί- χιασαν, και σείστηκαν, και μουρμούρισαν αναμεταξύ τους φοβισμένα, όταν μια μέρα είδαν ένα νέο αγόρι με βαθιά ονειροφορτωμένα καστανά μάτια, που περπατούσε κάτω από το φύλλωμα τους σταματώντας σε κάθε βήμα, για να κοιτάξει πότε ένα λουλούδι, πότε ένα ζωύφιο, με θαυμασμό κι έκπληξη, σα να τα έβλεπε πρώτη φορά. |||||die Sträucher|||||||||waren beunruhigt||erschraken||schüttelten sich|zitterten||wackelten sich||murmelten|untereinander||||||||||||traumverladen||||||||Laub||anhalten|||||||wann||Blume|||Insekt||||mit Staunen|||||| |||||bushes|||||||||were disturbed||were frightened||trembled|shivered||shook|||amongst||||||||||||dream-laden|brown|||||||||||||||||||||insect|||||||||| And the trees and the junipers had so forgotten the human form that they were all shaken, and frightened, and shuddered, and shook, and shook, and murmured among themselves in fear, when one day they saw a young boy with deep dreamy brown eyes, walking under their foliage, stopping at every step to look now at a flower, now at a bug, with wonder and amazement, as if seeing them for the first time.

- Τι πράμα να είναι άραγε τούτο που διαβαίνει; ρώτησε φοβισμένος ένας σκοίνος, συμμαζεύοντας τα φυλλαράκια του από φόβο μην τον δει το αγόρι. ||||wohl|dieses||vorbeigeht||||Schaf|sich zusammenziehend||Blätterchen|||||||| |||||||passes by||||squirrel|gathering||little leaves|||||||| - What is this thing that is passing through?A scorpion asked fearfully, tidying up his little leaves for fear that the boy might see him.

Ποιος το ξέρει! Wer|| Who knows! αποκρίθηκε το πεύκο. ||die Kiefer ||the pine replied the pine tree. Ίσως κανένα άλλο είδος ελάφι; ||||Hirsch ||||deer Vielleicht eine andere Hirschart? Maybe another kind of deer?

Μια λεύκα, που έστεκε εκεί κοντά, έσκυψε το υπερήφανο κεφάλι της να δει το διαβάτη. |Pappel||standete|||neigte||stolz||||||den Passanten |poplar tree||was standing|||||proud||||||the passerby A poplar tree, standing nearby, bowed its proud head to look at the passerby.

- Ελάφι; είπε μ' ένα ξεκάρδισμα που αναποδογύρισε όλα της τα φυλλαράκια, και μια στιγμή από πράσινη την έκανε ασημένια. ||||Lachen||umgedreht||||Blätter|||||||| ||||laughter||flipped over|||||||||||| - Deer?She said with a start that turned all her leaves over, and in a moment turned her from green to silver. Ονειρεύεσαι, παιδί μου! Du träumst|| You dream|| You're dreaming, my child! Μα το ελάφι έχει τέσσερα πόδια, και τούτο έχει μόνο δυο! But the deer has four legs, and this one has only two!

Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος... |pfeifend|||||||| |whistling||||||rocks|| And whistling among the rocks and stones, the wind...

Μα λοιπόν τι ζώο είναι; ρώτησε ανήσυχα μια βατομουριά. ||||||||Brombeerstrauch ||||||||blackberry bush So what kind of animal is it?" asked a blackberry tree anxiously. Είναι άραγε κακό; Μη μου φάγει το καινούριο φόρεμα μου, και με βρει γυμνή το καλοκαίρι σαν έλθει; |wohl|schlecht|||iss|||Kleid|||||nackt||||sie kommt |||||eat||||||||||||it comes Is it bad? Do not eat my new dress, and find me naked in the summer when it comes?

Μη ζαλίζεστε, παιδιά μου, είπε ο γεροπλάτανος, δεν είναι ζώο αυτό και δεν τρώγει φύλλα. |werdet schwindelig|||sagte||alter Platane|||||||frisst| |you get dizzy|||||old plane tree|||||||| Don't be dismayed, my children, said the old plane tree, this is not an animal and it does not eat leaves. Είναι χρόνια πολλά που δεν πέρασε τέ- τοιο πράμα από δω. ||||||so ein|solch ein|solche Dinge|| ||||||such|such||| It's been a long time since one of those things came through here. Μα θυμούμαι έναν καιρό, που το δάσος μας γέμιζε από όμοιους του. |ich erinnere mich|||||||||gleichen| But I remember a time when our forest was full of his kind. Ήταν τα καλά εκείνα χρόνια, όταν μάζευαν οι άνθρωποι το μέλι της μέλισσας, και της φραουλιάς τη φράουλα, και τα βατόμουρα, και τα ώριμα κούμαρα. ||||||die Menschen sammelten||||||der Biene|||Erdbeere|||||Brombeeren|||reife|die reifen Kirschen |||||||||||||||||||||||ripe|ripe mulberries Those were the good old days, when people used to gather the honey of the bee, and the strawberry, and the strawberry, and the blackberries, and the ripe kumaras.

- Τι; φώναξε η αγριοφραουλιά, μαζεμένη στα πόδια του πλάτανου. |||Wald-Erdbeere|zusammengepresst||||Platanenbaum ||||gathered||||of the plane tree Τι λές, παππού; Μην είναι άνθρωπος; |sagst du|||| What do you think, Grandpa? Isn't he human?

- Βέβαια είναι άνθρωπος, αποκρίθηκε ο γεροπλάτανος. - Of course he is a man, the old man replied. Και η λεύκα μουρμούρισε: ||poplar tree|

- Μα βέβαια, άνθρωπος είναι! - Of course, he's human! Θυμούμαι να είδα τέτοιους στα νιάτα μου. |||solche||Jugend| |||||youth| I remember seeing them in my youth.

Ο σκοίνος, περίεργος, άπλωσε τα κλαδιά του να τον δει από πιο κοντά. |der Skunk||||||||||| |squirrel||||||||||| The moth, curious, stretched out its branches to get a closer look.

- Άνθρωπος; είπε η ακατάδεκτη βαλανιδιά. |||unhöflich|Eiche |||ungracious oak| - Human? said the untidy oak. Τι θέλει στο βασίλειο μας; What does he want in our kingdom?

Και όλα μαζί τα δέντρα έσκυψαν να δουν τον «άνθρωπο» που διάβαινε. |||||beugten sich||||||vorbeiging |||||leaned down||||||was passing And all together the trees bent down to see the "man" who was passing by.

Ήταν λιγνό αγόρι ως δεκάξι χρονών. |dünn|||sechzehn| |thin|||sixteen| He was a greasy boy as a sixteen-year-old. Τα χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα του, λιωμένα στους αγκωνές και στα γόνατα, είχαν μικρέψει και σχιστεί, και οι χρυσές κορδέλες που βαστούσαν τα πέδιλα στα γυμνά του πόδια ήταν κατακομμένες και ξαναδεμένες με χοντροκοπιούς κόμπους. |goldgestickte|samtweiche|||abgewetzt||Ellenbogen|||||geschrumpft||gerissen||||goldenen Bänder||hielten||Schuhe||nackten||||abgeschnitten||wieder zusammengebunden||groben|Knoten |gold-embroidered|velvet|||worn out||elbows|||||shrunk||torn||||||held||sandals||bare||||cut off||re-tied||clumsy|knots Seine goldbestickten Samtkleider, die an Ellbogen und Knien geschmolzen waren, waren eingelaufen und zerrissen, und die goldenen Bänder, die die Sandalen an seinen nackten Füßen zusammenhielten, waren zerschnitten und mit groben Knoten neu gebunden. His gold velvet clothes, melted at the elbows and knees, were shrunken and torn, and the gold ribbons that held the sandals to his bare feet were cut and retied in coarse knots.

Ξαπλώθηκε στη ρίζα του γερο-πλάτανου, είδε κοντά του τη φραουλιά φορτωμένη κατακόκκινες φράουλες, τις έκοψε και τις έφαγε. legte sich|||||Platanenbaum|||||Erdbeerpflanze|mit roten||Erdbeeren||||| He lay down|||||||||||laden with||||||| He lay down at the root of the old plane tree, saw the strawberry tree near him loaded with red strawberries, cut them up and ate them. Ύστερα δίπλωσε τα χέρια του αποκάτω από το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε. |faltete||||unter ihm|||||| |||||below|||||| Then he folded his hands under his head and fell asleep.

Κοιμήθηκε τόσο βαθιά που δεν άκουσε τα ψιθυρίσματα των δέντρων, ούτε το μουρμούρισμα του ρυακιού που έτρεχε πέρα, ούτε το σφύριγμα του κότσυφα που, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, διηγούνταν στα δέντρα ένα σωρό παράξενες ιστορίες. Er schlief|||||||das Flüstern|||||Murmeln||des Baches||||||Pfeifen||der Pirol||von Ast zu Ast||Ast|||erzählt|||||| ||||||||||||||the stream||||||||blackbird||jumping|||||was telling||||a pile of|| He slept so soundly that he did not hear the whispering of the trees, nor the murmur of the brook that ran by, nor the whistling of the blackbird that, jumping from branch to branch, told the trees all sorts of strange stories.

- Ο γιος του Βασιλιά! - The King's son! αναφώνησε ο γεροπλάτανος. ||der alte Platane rief die alte Platane. Πώς να το πιστέψω, βλέποντας τα γυμνά του πόδια και τα λιωμένα του ρούχα; ||||||nackten|||||verwaschenen|| How could I believe it, seeing his bare feet and melted clothes?

10

- Να το πιστέψεις! - Glaube es! - Believe it! αποκρίθηκε ο κότσυφας. ||der Drossel ||the blackbird replied the blackbird. Άκουσε με μένα, που πάγω κι έρχομαι στα παράθυρα του παλατιού και βλέπω τι γίνεται μέσα. ||||ich bleibe||||||||||| ||||I freeze||I come||windows||||||| Listen to me, I go and come to the windows of the palace and see what is going on inside.

- Μα γιατί δεν αλλάζει ρούχα; ρώτησε το πεύκο σκανδαλισμένο. |||||||der Baum|skandalisiert |||||||pine tree| - But why doesn't he change his clothes?" asked the pine tree, scandalized.

- Γιατί δεν έχει άλλα, αποκρίθηκε ο κότσυφας. ||||antwortete||der Drossel - Because he has nothing else, answered the black man.

- Πώς! Ο γιος του Βασιλιά; αναφώνησε το θυμάρι, προσφέροντας τ' ανθισμένα του λουλουδάκια στη μέλισσα που βούιζε, γυρεύοντας μέρος ν' ακουμπήσει για να ρουφήξει το μέλι τους. ||||||Thymian|||||Blümchen||der Biene||summte|auf der Suche nach||||||saugen||| ||||||thyme|offering||flowering||||the bee||buzzing|searching for||||||suck||| The King's son?The thyme exclaimed, offering its blooming flowers to the buzzing bee, looking for a place to rest and suck their honey.

- Μα τι θαρρείς; σφύριξε ο κότσυφας. ||du glaubst|pfiff||der Schwarzspecht ||you think||| Μήπως νομίζεις πως ο Βασιλιάς έχει τίποτα περισσότερο από τον τσοπάνη ή το βαρκάρη; |||||||mehr|||den Schäfer|||den Bootsführer ||||||||||shepherd|||the boatman Do you think that the King has anything more than the shepherd or the boatman?

- Λες παράξενα πράματα! - You say strange things! μουρμούρισε ο σκοίνος που δεν πείθουνταν. ||der Skoinos|||überzeugen ließ ||squirrel|||was convinced murmelte die nicht überzeugte Schlange. muttered the unconvinced sentry.

- Πίστεψε τον όμως, είπε η μέλισσα, φτερουγίζοντας γύρω του, αλήθεια σου λέγει. ||||||flatternd||||| - But believe him, said the bee, fluttering around him, he's telling you the truth. Ο Βασιλιάς φορεί και αυτός τέτοια ρούχα. The King also wears such clothes. Μ' αν δεις τις Βασιλοπούλες, τότε θα φρίξεις! ||||die Prinzessinnen|||schockiert sein ||||Princesses|||you will shudder Wenn Sie die Eisvögel sehen, werden Sie entsetzt sein! M' if you see the Vassalettes, you'll be horrified!

- Γιατί; ρώτησε η φραουλιά. |||Erdbeerpflanze - Why? asked the strawberry.

Ο κότσυφας πήδηξε κοντά της και ψιθύρισε: |der Schwarzvogel|sprang|||| ||jumped|||| The mockingbird jumped close to her and whispered:

- Γιατί κάτω από τα ρούχα τους δεν έχουν ούτε ποκάμισο! |||||||||Hemd |||||||||shirt - Because under their clothes they don't even have a shirt!

Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια χωρίς να προσέξει πως βρίσκουνταν κοντά στο αυτί του αγοριού. |brach in Lachen aus|||||||sich befanden||||| |burst out laughing|||||||||||| And he burst out laughing without noticing that he was near the boy's ear.

Ξύπνησε το Βασιλόπουλο και τινάχτηκε ξαφνισμένο. ||das Königskind|||überrascht ||||jumped up|suddenly startled

Τρόμαξε ο κότσυφας και πέταξε μακριά, και η μέλισσα κρύφθηκε ανάμεσα στα φύλλα του σκοίνου, ενώ τα δέντρα σήκωναν ψηλά το κεφάλι τους κι έκαναν τον ανήξερο, τάχα πως δεν παρατήρησαν τίποτα. erschrak||der Schwarzspecht||||||die Biene|versteckte sich|||||Schilfrohr||||hoben||||||||Unwissenden|angeblich|||nichts bemerkt| was startled|||||||||hid|||||||||||||||||unaware|supposedly|||| The blackbird was frightened and flew away, and the bee hid among the leaves of the darkness, while the trees lifted up their heads and pretended not to notice anything.

Είχε βραδιάσει. |es wurde Nacht |it had gotten dark It was getting dark. Σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και πήρε πάλι το δρόμο του. ||Königskind|||||| Vasilopoulos got up and went on his way again. Βγήκε από το δάσος, πέρασε τον κατάξερο κάμπο, και τραβώντας κατά το παλάτι, με γοργά βήματα ανέβηκε στο βουνό, σκαρφαλώνοντας ανάμεσα στους βράχους και στα χώματα σαν κατσίκι. ||||||kargen|der kahle Feld|||||||schnellen||stieg er|||kletternd||||||Erde||Ziege ||||||barren|plain||heading|||||swift|||||climbing||||||the dirt||goat He came out of the woods, crossed the rough plain, and, pulling at the palace, with quick steps he climbed the mountain, clambering among the rocks and the dirt like a goat.

11