×

Vi använder kakor för att göra LingQ bättre. Genom att besöka sajten, godkänner du vår cookie-policy.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Ι’. ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ

Ι’. ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ

΄ Έτρεξε στο σπίτι του Κακομοιρίδη και τον βρήκε στο

τραπέζι με την κόρη του. Καθώς τον είδαν, σηκώθηκαν

και οι δυο.

— Κάθισε ν' ανασάνεις, φαίνεσαι κουρασμένος, είπε ο Κακομοιρίδης, προσφέροντάς του ένα σιδερένιο σκαμνί. Έφαγες;

— Δεν πεινώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

— Καταδέξου το φτωχικό μας φαγί, παρακάλεσε ο Κακομοιρίδης.

Και για να μην τον κακοκαρδίσει, κάθισε το Βασιλόπουλο στο τραπέζι και του έφερε η κόρη ένα σιδερένιο πιάτο.

— Κακομοιρίδη, είπε τότε χωρίς περιφράσεις, είμαι ο γιος του Βασιλιά και ήρθα να σου ζητήσω μια χάρη.

Ο Κακομοιρίδης πήδηξε από την καρέγλα του.

— Ο γιος του Βασιλιά; φώναξε.

— Το Βασιλόπουλο! μουρμούρισε η κόρη.

Και οι δυο έπεσαν στα γόνατα, παραζαλισμένοι.

— Όχι, όχι, μην κάνετε έτσι, είπε το Βασιλόπουλο σηκώνοντας τους, δε σας το είπα για να σας τρομάξω, αλλά για να ζητήσω τη βοήθεια σας. Κακομοιρίδη, άκουσες τις κακές ειδήσεις; Ο θείος μας ο Βασιλιάς πέρασε τα σύνορα και προχωρεί προς το ποτάμι.

— Παναγιά μου! φώναξε η κόρη.

Ο Κακομοιρίδης έπιασε το κεφάλι του.

— Λοιπόν, ήλθε το τέλος! μούγκρισε.

— Όχι, δεν ήλθε το τέλος! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. Φθάνει να το θέλομε όλοι, και θα διώξομε τον εχθρό.

— Πώς; ρώτησε αποθαρρυμένος ο Κακομοιρίδης. Όπλα δεν έχεις, στρατιώτες δεν έχεις…

— Γι' αυτό ήλθα σε σένα, διέκοψε το Βασιλόπουλο. Όπλα θα μου κάνεις, και στρατιώτες θα σηκώσω, φθάνει να μου πεις πού κρύβονται όλοι οι άντρες του τόπου. Γιατί ένα δεν είδα, μήτε στα χωράφια μήτε στους δρόμους!

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε πικρά.

— Αν πήγαινες στην ταβέρνα, θα τους έβρισκες όλους, είπε.

— Θα πάγω λοιπόν στην ταβέρνα. Εσύ ωστόσο μη χάνεις στιγμή. Φτιάσε μου όπλα.

— Μα με τι, με τι! είπε απελπισμένα ο Κακομοιρίδης. Ούτε μιαν οκά σίδερο δεν έχω πια!

Το Βασιλόπουλο έριξε μια ματιά στα σιδερένια έπιπλα γύρω του.

Ο Κακομοιρίδης μπήκε στο νόημα και χαμογέλασε:

— Να χαλάσω τελειωμένη δουλειά; είπε μελαγχολικά.

— Γιατί όχι, αν είναι ανάγκη; αποκρίθηκε με φωτιά το Βασιλόπουλο.

Μα βλέποντας τη λύπη στο πρόσωπο του σιδερά, σηκώθηκε βιαστικά:

— Θα ήταν καθήκον σου και θα το έκανες όσο και αν σου κόστιζε, είπε. Αλλά δεν είναι ανάγκη να χαλάσεις τελειωμένη δουλειά. Δείξε μου που είναι το μεταλλείο, πες μου πως να βγάλω το σίδερο, και σου φέρνω αμέσως όσο θες!

Ο Κακομοιρίδης ηλεκτρίστηκε.

— Θα ξυπνούσες πεθαμένο, εσύ, με την ψυχή σου! είπε μ' ενθουσιασμό. Δικά σου είναι τα έπιπλα μου, δική σου και η ζωή μου!

Και αρπάζοντας δυο αξίνες βγήκε έξω.

— Πάρε τη χειράμαξα, ένα σκοινί και το φανάρι, και ακολούθα μας! φώναξε της κόρης του.

Και με μεγάλα βήματα πήρε με το Βασιλόπουλο το δρόμο του μεταλλείου, ενώ πίσω ακολουθούσε η κόρη με τη χειράμαξα.

Πηγαίνοντας αντάμωσαν ένα παιδί αδύνατο και χλωμό, που σαν τους είδε άπλωσε το χέρι.

— Γιατί ζητιανεύεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Δεν έχω ψωμί, αποκρίθηκε το παιδί.

— Έλα μαζί μας. Φλουριά δεν έχω να σου δώσω, μα αν δουλέψεις καλά, θα σου δώσω φαγί να χορτάσεις.

Και το παιδί τους ακολούθησε.

Έφθασαν στα πηγάδια.

Η κρεμαστή σκάλα ήταν σπασμένη και ο Κακομοίρης δεν μπόρεσε να κατέβει.

— Δέσε το σκοινί γύρω μου, είπε το Βασιλόπουλο, θα κατέβω εγώ.

Πήρε την αξίνα, σκάλωσε το φανάρι στη ζώνη του και τον κατέβασε ο Κακομοιρίδης στο πηγάδι.

Σαν έφθασε κάτω στο μεταλλείο, είδε πως δεν ήταν καν ανάγκη να σκάψει για να βγάλει σίδερο. Πλήθος σιδερόπετρες ήταν κομμένες και μαζεμένες σωροί, και δυο-τρία πανέρια ήταν γεμάτα, παρατημένα εκεί.

Το Βασιλόπουλο φώναξε του Κακομοιρίδη να κατεβάσει το μικρό διακονιάρη, και μαζί έσυραν ένα από τα πανέρια ως το πηγάδι, το έδεσαν με το σκοινί και είπαν του Κακομοιρίδη να το τραβήξει απάνω, και αφού το αδειάσει, να τους το ξανακατεβάσει πάλι.

— Τώρα, μικρέ, κάνε κι εσύ το ίδιο, είπε το Βασιλόπουλο αφού γέμισαν μερικά πανέρια. Και σαν τελειώσεις τη δουλειά, έλα να σου δώσω φαγί.

Και δέθηκε πάλι το Βασιλόπουλο με το σκοινί, και ανέβηκε.

Βρήκε τον Κακομοιρίδη, που με την αξίνα του κομμάτιαζε τις σιδερόπετρες, χώριζε το μέταλλο από το χώμα και το έριχνε μέσα στη χειράμαξα.

— Πήγαινε τώρα στο σπίτι, είπε της κόρης του, άδειασε ‘κει το σίδερο και φέρε μου πίσω τη χειράμαξα.

Και ρώτησε το Βασιλόπουλο:

— Φεύγεις, Αφέντη;

— Ναι! πηγαίνω στην ταβέρνα. Η ώρα περνά και πρέπει να μαζέψω στρατιώτες, για να πολεμήσουν με τα σπαθιά και τις λόγχες που θα φτιάσεις εσύ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

Και ξεκίνησε με την κόρη του Κακομοιρίδη.

Στο δρόμο κουβέντιαζαν.

— Του κάκου ελπίζεις πως θα μπορέσεις να πολεμήσεις τους εχθρούς, Αφέντη, είπε περίλυπη η κόρη. Δεν έχεις στρατιώτες.

— Θα βρω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Γι' αυτό πάγω στην ταβέρνα.

— Δε θα σε ακολουθήσουν, δεν τους μέλει πια για τον τόπο και αν χαθεί, δεν έχουν στο κεφάλι άλλο παρά παιχνίδι και κρασί. Μα και αν σε ακολουθούσαν, πώς θα προφθάσει μόνος ο πατέρας μου, να φτιάσει τόσα όπλα; Ύστερα ο πατέρας μου είναι σιδεράς, ξέρει βέλη να κάνει και λόγχες, όχι όμως τόξα και κοντάρια. Δε δουλεύει το ξύλο.

— Σωστό αυτό που λες, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Μα τι γίνηκαν όλοι οι τεχνίτες που δούλευαν πρωτύτερα με τον πατέρα σου;

— Άλλος έφυγε, άλλος έπιασε άλλη δουλειά. Ο καλύτερος, που ήταν ο αδελφός του, άνοιξε δικό του συνεργείο. Μα πήγαν στραβά οι δουλειές του και τώρα δεν κάνει πια τίποτα.

— Πού είναι; ρώτησε το Βασιλόπουλο. Θα πάγω να τον βρω και θα τον φέρω…

Η κόρη αργοκούνησε το κεφάλι.

— Του κάκου θα χάσεις τα λόγια σου, δε θα έλθει κανείς χωρίς φλουριά!

— Θα δοκιμάσω. Ο θείος σου δουλεύει το ξύλο;

— Βέβαια, είναι από τους πιο επιτήδειους τεχνίτες για όπλα.

— Και πού μπορώ να τον βρω;

— Στην ταβέρνα, σαν όλους τους άλλους.

— Πάγω να τον πάρω. Ψήσε φαγί για περισσότερους, είπε ζωηρά το Βασιλόπουλο, θα σου τον φέρω στο δείπνο.

Κι έφυγε τρεχάτος κατά τη χώρα.

Ίσα στην ταβέρνα πήγε. Η πόρτα ήταν ανοιχτή.

Μερικοί νέοι, χλωμοί και κακορίζικοι, έπιναν γύρω σ' ένα βρώμικο σανιδένιο τραπέζι. Άλλοι, πεσμένοι χάμω, κοιμούνταν βαριά, και άλλοι πάλι, μισοξαπλωμένοι στο τραπέζι, έπαιζαν ζάρια ή ρουχάλιζαν με το κεφάλι ακουμπισμένο στα διπλωμένα τους χέρια.

Ένας άνθρωπος, με το ποτήρι στο χέρι, διηγούνταν τα νιάτα του με βραχνή φωνή.

Το Βασιλόπουλο κάθισε αντίκρυ του. Από την ομοιότητα, κατάλαβε πως αυτός ήταν ο αδελφός του Κακομοιρίδη.

— Ήταν τα καλά χρόνια εκείνα, σα ζούσε και βασίλευε ο Συνετός Α', Θεός σχωρέσ' τον, έλεγε αναστενάζοντας ο άνθρωπος. Τότε ποιος κάθουνταν σε ταβέρνες να πίνει; Ούτε πατούσαμε το πόδι μας.

— Και ποιος σε αναγκάζει να έρχεσαι τώρα, γέρο; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Ποιος; Η κακοριζικιά του τόπου. Πώς να σκοτώσει κανείς την ώρα του, αν δεν έλθει και στην ταβέρνα; Τότε ήταν αλλιώτικα. Τότε δουλεύαμε. Όχι σαν τούτα δω τα παιδιά!…

— Γιατί δε δουλεύεις και τώρα;

Ο άνθρωπος στέναξε.

— Βαρέθηκα να δουλεύω άσκοπα, είπε με κούραση.

Τα μάτια του Βασιλόπουλου άναψαν.

— Δούλεψε λοιπόν για ένα σκοπό, είπε και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά στα στήθια του.

— Αμ' αν ήταν να έβρισκα σκοπό, δε θα κάθουμουν εδώ! αποκρίθηκε ο άνθρωπος.

— Ούτ' εμείς, γερο-Κακομοίρη! είπε ένας νέος με μάτια που σπιθοβολούσαν από το κρασί. Δωσ' μας λίγο κέρδος, και να δεις με τι καρδιά δουλεύομε!

— Για το σκοπό ή για το κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Το ίδιο κάνει.

— Όχι, δεν κάνει το ίδιο, είπε με φωτιά το Βασιλόπουλο, γιατί ποιος από σας εδώ θέλει να δουλέψει, εγώ να του δώσω δουλειά. Μα θα είναι για ένα σκοπό μεγάλο και ιερό που δεν αφήνει κέρδος.

— Κοροϊδεύεις, πατριώτη! είπε γελώντας ο νέος.

— Δεν κοροϊδεύω. Ο εχθρός είναι μέσα στον τόπο!

Ο νέος σηκώθηκε, έσκυψε από πάνω από το τραπέζι και κοίταξε το Βασιλόπουλο.

— Τι δουλειά μας προτείνεις; ρώτησε σοβαρά.

— Τη δουλειά που έχει χρέος να κάνει κάθε πατριώτης την ώρα του κινδύνου.

— Μας προτείνεις δηλαδή να γίνομε στρατιώτες και να πάμε να σκοτωθούμε για του δεσπότη τα ποδήματα;

— Όχι, αλλά για την Πατρίδα και για το Βασιλιά!

— Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! είπε ο νέος με αναμμένα μάτια. Η Πατρίδα είναι λέξη, και ο Βασιλιάς είναι κούτσουρο!

Η προσβολή έτσουξε το Βασιλόπουλο σαν καμτσικιά.

Σηκώθηκε από την καρέγλα του, και τρέμοντας από αγανάκτηση αποκρίθηκε:

— Πατρίδα είναι ο τόπος σας και ο Βασιλιάς είναι αρχηγός σας!

Γενικό γέλιο του αποκρίθηκε.

— Ο τόπος μας εδώ πέρα είναι σίγουρος, ο εχθρός δεν περνά το ποτάμι! είπε ένας με φωνή βραχνή από το μεθύσι. Όσοι κάθονται από την άλλη μεριά, ας φροντίσουν για τον εαυτό τους.

— Για δες αρχηγό που τον έχομε! φώναξε άλλος. Κρυμμένος πίσω από τα παράθυρα του θα μας πάγει στον πόλεμο!

— Και χωρίς όπλα! πρόσθεσε τρίτος χαχανίζοντας.

— Ας βγει ο Βασιλιάς πρώτος, να μας δείξει πώς πολεμάνε! φώναξε κάποιος.

— Ας βγει ο Βασιλιάς κι εγώ να του φτιάσω όπλα! είπε ο γερο- Κακομοίρης.

Χλωμός σαν το κερί, και με σταυρωμένα χέρια, στέκουνταν ανάμεσα τους ο γιος του Βασιλιά.

— Γερο-Κακομοίρη, είπε με τρανταχτερή φωνή, έχω το λόγο σου! Ο Βασιλιάς εγέρασε και δε βαστά στον κόπο. Μα ο γιος του θα βγει και θα του φτιάσεις όπλα!

— Μπράβο, είπε ο γέρος. Φθάνει όμως να βγει το Βασιλόπουλο.

— Ας βγει το Βασιλόπουλο, είπε ο νέος με τ' αναμμένα μάτια, και όλοι μας να τον ακολουθήσομε.

Το Βασιλόπουλο γύρισε και τον κοίταξε στο πρόσωπο.

— Θυμήσου τα λόγια που είπες, σαν έλθει η ώρα, είπε βαθιά ταραγμένος, και γυρνώντας στον άλλο: Γερο-Κακομοίρη, είπε, ο αδελφός σου άρχισε να φτιάνει τα όπλα που χρειάζεται το Βασιλόπουλο για να βγει με στρατό. Δε θα τον βοηθήσεις;

Ο γέρος ξαφνίστηκε.

— Μιλάς σοβαρά; ρώτησε.

— Σοβαρότατα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Οπόταν θελήσεις, έλα στο σπίτι σου να βεβαιωθείς.

Και βγήκε χωρίς να κοιτάξει πίσω του.

Ο γέρος τον κυνήγησε και τον πρόφθασε λίγα βήματα παρακάτω.

— Δε μου εξηγείς τα λόγια σου; ρώτησε.

— Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο. Φλουριά δεν έχω να σε πληρώσω, μα σου το ζητώ στ' όνομα της Πατρίδας, φτιάσε μου όπλα!

Ο γερο-Κακομοίρης τα έχασε. Έπεσε στα γόνατα κι έμεινε άφωνος.

— Έρχεσαι; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Διάταξε, Αφέντη! μουρμούρισε ο γέρος. Είμαι δικός σου!

Το Βασιλόπουλο τον σήκωσε.

— Έχεις εργαλεία; ρώτησε.

— Έχω!

— Έλα λοιπόν στου αδελφού σου. Δεν πρέπει ούτε μιαν ώρα να χάσομε, και ο Κακομοιρίδης μας περιμένει.

Και πήγαν μαζί στο σπίτι του σιδερά.

Τους περίμενε τωόντι, αν και ήταν πια αργά. Μόνο το φτωχόπαιδο είχε φάγει και αποκοιμηθεί σε μια γωνιά του μαγειριού.

— Αύριο θα έχομε και άλλους τέτοιους εργάτες, είπε χαμογελώντας ο Κακομοιρίδης. Επιστρέφοντας απαντήσαμε ένα-δυο ζητιανόπαιδα, και ο μικρός τους διηγήθηκε πώς κέρδισε, δουλεύοντας, το βραδινό του φαγί, και όλα μου ζήτησαν δουλειά με την ίδια πληρωμή. Τους είπα να έλθουν. Μας συμφέρει, εξακολούθησε ο Κακομοιρίδης. Την ώρα που ανεβάζουν σιδερόπετρες από τα πηγάδια, εγώ δουλεύω εδώ και δε χάνεται καιρός.

Κάθισαν στο τραπέζι. Μα το Βασιλόπουλο δε θέλησε να μείνει. Ζήτησε μόνο ένα κομμάτι ψωμί να φάγει στο δρόμο, πηγαίνοντας στου δασκάλου, όπου ήθελε ακόμα να μελετήσει πριν πιάσει δουλειά με τους δυο αρχιμαστόρους.

Το σπίτι του δασκάλου ήταν μακριά. Πήγε τρεχάτος, μελέτησε, έγραψε, και τρεχάτος πάλι γύρισε στου Κακομοιρίδη το σπίτι, όπου για ώρες δούλεψαν το σίδερο που έβγαινε πυρωμένο από το φουρνέλο.

Τα μεσάνυχτα, οι δυο αδελφοί παράτησαν σφυρί και τόρνο.

Ο Κακομοιρίδης θέλησε να δώσει στο Βασιλόπουλο το δικό του κρεβάτι. Μ' αυτό δε δέχθηκε. Έπρεπε, είπε, να γυρίσει στο παλάτι, να μάθει τα νέα.

Βιαστικά πήρε πάλι το δρόμο της χώρας. Μα ήταν τόσο κουρασμένος, που δυο-τρεις φορές κάθισε στο χώμα να ξεκουραστεί. Τον έπαιρνε τότε ο ύπνος, και, για να μην κοιμηθεί, σηκώνουνταν πάλι και ξανάρχιζε το τρέξιμο.

Με κόπο έφθασε στο ρίζωμα του βουνού και τράβηξε για το παλάτι. Προσπάθησε να τρέξει, μα η κούραση τον νίκησε. Κάθισε σε μια πέτρα ν' ανασάνει, τα μάτια του έκλεισαν μονάχα τους, και αποκοιμήθηκε βαθιά.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Ι’. ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ I|to the|tavern Ι'. В ТАВЕРНЕ I. AT THE TAVERN

΄ Έτρεξε στο σπίτι του Κακομοιρίδη και τον βρήκε στο he ran|to the|house|his|Kakomiridis|and|him|he found|at the He ran to Kakomiridis' house and found him at

τραπέζι με την κόρη του. table|with|the|daughter|his the table with his daughter. Καθώς τον είδαν, σηκώθηκαν as|him|they saw|they got up As they saw him, they stood up.

και οι δυο. and|the|two and both.

— Κάθισε ν' ανασάνεις, φαίνεσαι κουρασμένος, είπε ο Κακομοιρίδης, προσφέροντάς του ένα σιδερένιο σκαμνί. sit|to|breathe|you seem|tired|he said|the|Kakomiridis|offering|to him|a|iron|stool — Sit down to catch your breath, you look tired, said Kakomiridis, offering him an iron stool. Έφαγες; you ate Did you eat?

— Δεν πεινώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. not|I am hungry|he replied|the|Vasilopoulo — I'm not hungry, replied the Prince.

— Καταδέξου το φτωχικό μας φαγί, παρακάλεσε ο Κακομοιρίδης. deign|the|humble|our|food|he begged|the|Kakomiridis — Please accept our humble food, pleaded Kakomiridis.

Και για να μην τον κακοκαρδίσει, κάθισε το Βασιλόπουλο στο τραπέζι και του έφερε η κόρη ένα σιδερένιο πιάτο. and|for|to|not|him|he hurt|he sat|the|Prince|at the|table|and|to him|she brought|the|daughter|a|iron|plate And not to hurt his feelings, the Prince sat at the table and the daughter brought him an iron plate.

— Κακομοιρίδη, είπε τότε χωρίς περιφράσεις, είμαι ο γιος του Βασιλιά και ήρθα να σου ζητήσω μια χάρη. Kakomiridis|he said|then|without|circumlocutions|I am|the|son|of the|King|and|I came|to|to you|I ask|a|favor — Kakomiridis, he then said without preamble, I am the son of the King and I have come to ask you for a favor.

Ο Κακομοιρίδης πήδηξε από την καρέγλα του. the|Kakomiridis|he jumped|from|the|chair|his Kakomiridis jumped from his chair.

— Ο γιος του Βασιλιά; φώναξε. the|son|of the|King|he shouted — The King's son? he shouted.

— Το Βασιλόπουλο! the|Prince — The Prince! μουρμούρισε η κόρη. she murmured|the|daughter the daughter murmured.

Και οι δυο έπεσαν στα γόνατα, παραζαλισμένοι. and|the|two|they fell|to the|knees|dazed And both fell to their knees, dazed.

— Όχι, όχι, μην κάνετε έτσι, είπε το Βασιλόπουλο σηκώνοντας τους, δε σας το είπα για να σας τρομάξω, αλλά για να ζητήσω τη βοήθεια σας. no|no|not|you do|like this|he said|the|Prince|raising|them|not|you|it|I said|for|to|you|I scare|but|for|to|I ask|the|help|your — No, no, don't act like that, said the Prince raising his hands, I didn't tell you to scare you, but to ask for your help. Κακομοιρίδη, άκουσες τις κακές ειδήσεις; Ο θείος μας ο Βασιλιάς πέρασε τα σύνορα και προχωρεί προς το ποτάμι. poor thing|you heard|the|bad|news|the|uncle|our|the|King|he crossed|the|borders|and|he proceeds|towards|the|river Poor thing, did you hear the bad news? Our uncle the King has crossed the borders and is moving towards the river.

— Παναγιά μου! Virgin Mary|my — My God! φώναξε η κόρη. she shouted|the|daughter the girl shouted.

Ο Κακομοιρίδης έπιασε το κεφάλι του. the|unfortunate man|he grabbed|the|head|his The unfortunate one held his head.

— Λοιπόν, ήλθε το τέλος! well|it came|the|end — Well, the end has come! μούγκρισε. he grunted he groaned.

— Όχι, δεν ήλθε το τέλος! no|not|it came|the|end — No, the end has not come! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. he said|with|strength|the|Prince the Prince said with strength. Φθάνει να το θέλομε όλοι, και θα διώξομε τον εχθρό. it is enough|to|it|we want|all|and|will|we will drive away|the|enemy If we all want it, we will drive away the enemy.

— Πώς; ρώτησε αποθαρρυμένος ο Κακομοιρίδης. how|he asked|discouraged|the|unfortunate one — How? asked the discouraged Kakomiridis. Όπλα δεν έχεις, στρατιώτες δεν έχεις… weapons|not|you have|soldiers|not|you have You have no weapons, you have no soldiers...

— Γι' αυτό ήλθα σε σένα, διέκοψε το Βασιλόπουλο. for|this|I came|to|you|interrupted|the|Prince — That's why I came to you, interrupted the Prince. Όπλα θα μου κάνεις, και στρατιώτες θα σηκώσω, φθάνει να μου πεις πού κρύβονται όλοι οι άντρες του τόπου. weapons|will|to me|you will make|and|soldiers|will|I will raise|it is enough|to|to me|you tell|where|they are hiding|all|the|men|of the|place You will make me weapons, and I will raise soldiers, as long as you tell me where all the men of the land are hiding. Γιατί ένα δεν είδα, μήτε στα χωράφια μήτε στους δρόμους! because|one|not|I saw|neither|in the|fields|nor|in the|streets Because I haven't seen a single one, neither in the fields nor on the roads!

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε πικρά. the|unfortunate|he smiled|bitterly The Poor Man smiled bitterly.

— Αν πήγαινες στην ταβέρνα, θα τους έβρισκες όλους, είπε. if|you went|to the|tavern|will|them|you would find|all|he said — If you went to the tavern, you would find them all, he said.

— Θα πάγω λοιπόν στην ταβέρνα. will|I will go|then|to the|tavern — Then I will go to the tavern. Εσύ ωστόσο μη χάνεις στιγμή. you|however|not|you lose|moment You, however, don't waste a moment. Φτιάσε μου όπλα. make|for me|weapons Make me some weapons.

— Μα με τι, με τι! but|with|what|with|what — But with what, with what! είπε απελπισμένα ο Κακομοιρίδης. he said|desperately|the|Kakomoiridis said the unfortunate Kakomiridis desperately. Ούτε μιαν οκά σίδερο δεν έχω πια! not even|a|ok|iron|not|I have|anymore I don't have even a pound of iron left!

Το Βασιλόπουλο έριξε μια ματιά στα σιδερένια έπιπλα γύρω του. the|Vasilopoulo|he cast|a|glance|at the|iron|furniture|around|him The Prince cast a glance at the iron furniture around him.

Ο Κακομοιρίδης μπήκε στο νόημα και χαμογέλασε: the|Kakomiridis|he entered|into the|meaning|and|he smiled The unfortunate man understood and smiled:

— Να χαλάσω τελειωμένη δουλειά; είπε μελαγχολικά. to|I ruin|finished|work|he said|melancholically — Should I ruin a finished job? he said melancholically.

— Γιατί όχι, αν είναι ανάγκη; αποκρίθηκε με φωτιά το Βασιλόπουλο. why|not|if|it is|necessity|he replied|with|fire|the|Vasilopoulos — Why not, if it's necessary? replied Vasilopoulos with fire.

Μα βλέποντας τη λύπη στο πρόσωπο του σιδερά, σηκώθηκε βιαστικά: but|seeing|the|sadness|on the|face|his|blacksmith|he got up|hastily But seeing the sadness on the blacksmith's face, he got up hastily:

— Θα ήταν καθήκον σου και θα το έκανες όσο και αν σου κόστιζε, είπε. would|it was|duty|your|and|would|it|you did|as|and|if|your|it cost|he said — It would be your duty and you would do it no matter the cost, he said. Αλλά δεν είναι ανάγκη να χαλάσεις τελειωμένη δουλειά. but|not|it is|necessity|to|you ruin|finished|work But there is no need to ruin finished work. Δείξε μου που είναι το μεταλλείο, πες μου πως να βγάλω το σίδερο, και σου φέρνω αμέσως όσο θες! show|me|where|is|the|mine|tell|me|how|to|I extract|the|iron|and|to you|I bring|immediately|as much|you want Show me where the mine is, tell me how to extract the iron, and I will bring you as much as you want right away!

Ο Κακομοιρίδης ηλεκτρίστηκε. the|Kakomiridis|he got electrocuted Kakomiridis was electrified.

— Θα ξυπνούσες πεθαμένο, εσύ, με την ψυχή σου! will|you would wake up|dead|you|with|the|soul|your — You would wake up dead, you, with your soul! είπε μ' ενθουσιασμό. he said|with|enthusiasm he said with enthusiasm. Δικά σου είναι τα έπιπλα μου, δική σου και η ζωή μου! yours|your|are|the|furniture|my|own|your|and|the|life|my My furniture is yours, my life is yours!

Και αρπάζοντας δυο αξίνες βγήκε έξω. and|grabbing|two|pickaxes|he went out|outside And grabbing two pickaxes, he went outside.

— Πάρε τη χειράμαξα, ένα σκοινί και το φανάρι, και ακολούθα μας! take|the|handcart|a|rope|and|the|lantern|and|follow|us — Take the handcart, a rope, and the lantern, and follow us! φώναξε της κόρης του. he shouted|to the|daughter|his he shouted to his daughter.

Και με μεγάλα βήματα πήρε με το Βασιλόπουλο το δρόμο του μεταλλείου, ενώ πίσω ακολουθούσε η κόρη με τη χειράμαξα. and|with|big|steps|he took|with|the|Prince|the|road|to the|mine|while|behind|she followed|the|daughter|with|the|handcart And with big steps, he took the path to the mine with the Prince, while behind them followed the daughter with the handcart.

Πηγαίνοντας αντάμωσαν ένα παιδί αδύνατο και χλωμό, που σαν τους είδε άπλωσε το χέρι. going|they met|a|child|weak|and|pale|that|when|them|he saw|he stretched|the|hand As they were going, they met a thin and pale child, who stretched out his hand when he saw them.

— Γιατί ζητιανεύεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο. why|you beg|he asked|the|prince — Why are you begging? asked the Prince.

— Δεν έχω ψωμί, αποκρίθηκε το παιδί. not|I have|bread|he replied|the|child — I have no bread, replied the child.

— Έλα μαζί μας. come|with|us — Come with us. Φλουριά δεν έχω να σου δώσω, μα αν δουλέψεις καλά, θα σου δώσω φαγί να χορτάσεις. coins|not|I have|to|you|I give|but|if|you work|well|will|you|I give|food|to|you fill up I have no coins to give you, but if you work well, I will give you food to fill you up.

Και το παιδί τους ακολούθησε. and|the|child|their|followed And their child followed them.

Έφθασαν στα πηγάδια. they arrived|to the|wells They arrived at the wells.

Η κρεμαστή σκάλα ήταν σπασμένη και ο Κακομοίρης δεν μπόρεσε να κατέβει. the|hanging|ladder|was|broken|and|the|unfortunate|not|he could|to|descend The hanging ladder was broken and the Poor Man could not descend.

— Δέσε το σκοινί γύρω μου, είπε το Βασιλόπουλο, θα κατέβω εγώ. tie|the|rope|around|me|he said|the|prince|will|I will descend|I — Tie the rope around me, said the Prince, I will go down myself.

Πήρε την αξίνα, σκάλωσε το φανάρι στη ζώνη του και τον κατέβασε ο Κακομοιρίδης στο πηγάδι. he took|the|pickaxe|he got stuck|the|lantern|on the|belt|his|and|him|he lowered|the|Kakomiridis|to the|well He took the pickaxe, hooked the lantern to his belt, and was lowered down the well by Kakomiridis.

Σαν έφθασε κάτω στο μεταλλείο, είδε πως δεν ήταν καν ανάγκη να σκάψει για να βγάλει σίδερο. when|he arrived|down|to the|mine|he saw|that|not|it was|even|need|to|he would dig|for|to|he would extract|iron When he reached the bottom of the mine, he saw that there was no need to dig to extract iron. Πλήθος σιδερόπετρες ήταν κομμένες και μαζεμένες σωροί, και δυο-τρία πανέρια ήταν γεμάτα, παρατημένα εκεί. a multitude|iron stones|they were|cut|and|gathered|piles|and|||baskets|they were|full|abandoned|there A multitude of iron stones were cut and piled up, and two or three baskets were full, left there.

Το Βασιλόπουλο φώναξε του Κακομοιρίδη να κατεβάσει το μικρό διακονιάρη, και μαζί έσυραν ένα από τα πανέρια ως το πηγάδι, το έδεσαν με το σκοινί και είπαν του Κακομοιρίδη να το τραβήξει απάνω, και αφού το αδειάσει, να τους το ξανακατεβάσει πάλι. the|prince|he called|to the|Kakomiridis|to|he should lower|the|small|servant|and|together|they dragged|one|from|the|baskets|to|the|well|it|they tied|with|the|rope|and|they said|to the|Kakomiridis|to|it|he should pull|up|and|after|it|he empties|to|to them|it|he should lower it again|again The young prince called to Kakomiridis to lower the small servant, and together they dragged one of the baskets to the well, tied it with a rope, and told Kakomiridis to pull it up, and after emptying it, to lower it back down again.

— Τώρα, μικρέ, κάνε κι εσύ το ίδιο, είπε το Βασιλόπουλο αφού γέμισαν μερικά πανέρια. now|little one|do|and|you|the|same|he said|the|Prince|after|they filled|some|baskets — Now, little one, do the same, said the Prince after they filled some baskets. Και σαν τελειώσεις τη δουλειά, έλα να σου δώσω φαγί. and|when|you finish|the|work|come|to|you|I give|food And when you finish the work, come so I can give you some food.

Και δέθηκε πάλι το Βασιλόπουλο με το σκοινί, και ανέβηκε. and|he tied himself|again|the|Prince|with|the|rope|and|he climbed And the Prince tied himself up with the rope again, and climbed up.

Βρήκε τον Κακομοιρίδη, που με την αξίνα του κομμάτιαζε τις σιδερόπετρες, χώριζε το μέταλλο από το χώμα και το έριχνε μέσα στη χειράμαξα. he found|the|unfortunate man|who|with|the|pickaxe|his|he was breaking|the|iron stones|he was separating|the|metal|from|the|soil|and|it|he was throwing|inside|the|wheelbarrow He found the Poor Man, who was breaking the iron stones with his pickaxe, separating the metal from the dirt and throwing it into the wheelbarrow.

— Πήγαινε τώρα στο σπίτι, είπε της κόρης του, άδειασε ‘κει το σίδερο και φέρε μου πίσω τη χειράμαξα. go|now|to the|house|he said|to the|daughter|his|empty|over there|the|iron|and|bring|to me|back|the|cart — Go home now, he said to his daughter, empty the iron over there and bring me back the cart.

Και ρώτησε το Βασιλόπουλο: and|he asked|the|Prince And he asked the Prince:

— Φεύγεις, Αφέντη; you are leaving|Master — Are you leaving, Master?

— Ναι! Yes — Yes! πηγαίνω στην ταβέρνα. I go|to the|tavern I am going to the tavern. Η ώρα περνά και πρέπει να μαζέψω στρατιώτες, για να πολεμήσουν με τα σπαθιά και τις λόγχες που θα φτιάσεις εσύ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. the|hour|passes|and|I must|to|gather|soldiers|to|to|they fight|with|the|swords|and|the|spears|that|will|you make|you|he replied|the|Prince Time is passing and I need to gather soldiers to fight with the swords and spears that you will make, replied the Prince.

Και ξεκίνησε με την κόρη του Κακομοιρίδη. and|he started|with|the|daughter|of|Kakomiridis And he set off with the daughter of Kakomiridis.

Στο δρόμο κουβέντιαζαν. on the|road|they chatted On the way, they chatted.

— Του κάκου ελπίζεις πως θα μπορέσεις να πολεμήσεις τους εχθρούς, Αφέντη, είπε περίλυπη η κόρη. to him|in vain|you hope|that|will|you will be able|to|you will fight|the|enemies|Master|she said|sadly|the|daughter — You are hoping in vain that you will be able to fight the enemies, my Lord, the daughter said sadly. Δεν έχεις στρατιώτες. not|you have|soldiers You have no soldiers.

— Θα βρω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. will|I will find|he replied|the|Prince — I will find some, replied the Prince. Γι' αυτό πάγω στην ταβέρνα. for that|this|I froze|in the|tavern That's why I'm freezing in the tavern.

— Δε θα σε ακολουθήσουν, δεν τους μέλει πια για τον τόπο και αν χαθεί, δεν έχουν στο κεφάλι άλλο παρά παιχνίδι και κρασί. not|will|you|they will follow|not|them|it matters|anymore|for|the|place|and|if|it is lost|not|they have|in the|head|other|than|game|and|wine — They will not follow you, they no longer care about the land and if it is lost, they have nothing in their heads but games and wine. Μα και αν σε ακολουθούσαν, πώς θα προφθάσει μόνος ο πατέρας μου, να φτιάσει τόσα όπλα; Ύστερα ο πατέρας μου είναι σιδεράς, ξέρει βέλη να κάνει και λόγχες, όχι όμως τόξα και κοντάρια. but|and|if|you|they would follow|how|will|he will catch up|alone|the|father|my|to|he will make|so many|weapons|then|the|father|my|he is|blacksmith|he knows|arrows|to|he makes|and|spears|not|however|bows|and|lances But even if they followed you, how could my father manage alone to make so many weapons? Besides, my father is a blacksmith, he knows how to make arrows and spears, but not bows and poles. Δε δουλεύει το ξύλο. not|it works|the|wood The wood does not work.

— Σωστό αυτό που λες, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. right|this|that|you say|he replied|the|Prince — That is true what you say, replied the Prince. Μα τι γίνηκαν όλοι οι τεχνίτες που δούλευαν πρωτύτερα με τον πατέρα σου; but|what|they became|all|the|craftsmen|who|they worked|earlier|with|the|father|your But what happened to all the craftsmen who used to work with your father?

— Άλλος έφυγε, άλλος έπιασε άλλη δουλειά. another|he left|another|he got|another|job — One left, another took another job. Ο καλύτερος, που ήταν ο αδελφός του, άνοιξε δικό του συνεργείο. the|best|who|he was|the|brother|his|he opened|own|his|workshop The best one, who was his brother, opened his own workshop. Μα πήγαν στραβά οι δουλειές του και τώρα δεν κάνει πια τίποτα. but|they went|wrong|the|jobs|his|and|now|not|he does|anymore|nothing But his business went wrong and now he doesn't do anything anymore.

— Πού είναι; ρώτησε το Βασιλόπουλο. where|is|he asked|the|Prince — Where is he? asked the Prince. Θα πάγω να τον βρω και θα τον φέρω… will|I go|to|him|I find|and|will|him|I bring I will go find him and bring him back…

Η κόρη αργοκούνησε το κεφάλι. the|daughter|she slowly shook|the|head The girl slowly shook her head.

— Του κάκου θα χάσεις τα λόγια σου, δε θα έλθει κανείς χωρίς φλουριά! to him|in vain|will|you will lose|the|words|your|not|will|he will come|anyone|without|coins — You will lose your breath for nothing, no one will come without coins!

— Θα δοκιμάσω. I will|I will try — I will try. Ο θείος σου δουλεύει το ξύλο; the|uncle|your|he works|the|wood Does your uncle work with wood?

— Βέβαια, είναι από τους πιο επιτήδειους τεχνίτες για όπλα. of course|he is|among|the|most|skilled|craftsmen|for|weapons — Of course, he is one of the most skilled craftsmen for weapons.

— Και πού μπορώ να τον βρω; and|where|I can|to|him|I find — And where can I find him?

— Στην ταβέρνα, σαν όλους τους άλλους. in the|tavern|like|all|the|others — At the tavern, like everyone else.

— Πάγω να τον πάρω. I go|to|him|I take — I froze to take him. Ψήσε φαγί για περισσότερους, είπε ζωηρά το Βασιλόπουλο, θα σου τον φέρω στο δείπνο. cook|food|for|more|he said|lively|the|Vasilopoulos|will|to you|him|I will bring|to the|dinner Cook food for more, the Prince said lively, I will bring him to you for dinner.

Κι έφυγε τρεχάτος κατά τη χώρα. and|he left|running|towards|the|country And he ran off towards the town.

Ίσα στην ταβέρνα πήγε. straight|to the|tavern|he went He went straight to the tavern. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. the|door|it was|open The door was open.

Μερικοί νέοι, χλωμοί και κακορίζικοι, έπιναν γύρω σ' ένα βρώμικο σανιδένιο τραπέζι. some|young men|pale|and|unfortunate|they were drinking|around|at|a|dirty|wooden|table Some young men, pale and unfortunate, were drinking around a dirty wooden table. Άλλοι, πεσμένοι χάμω, κοιμούνταν βαριά, και άλλοι πάλι, μισοξαπλωμένοι στο τραπέζι, έπαιζαν ζάρια ή ρουχάλιζαν με το κεφάλι ακουμπισμένο στα διπλωμένα τους χέρια. others|fallen|on the ground|they were sleeping|heavily|and|others|again|half-lying|on the|table|they were playing|dice|or|they were snoring|with|the|head|resting|on the|folded|their|hands Others, fallen to the ground, were sleeping heavily, and some again, half-lying on the table, were playing dice or dozing with their heads resting on their folded arms.

Ένας άνθρωπος, με το ποτήρι στο χέρι, διηγούνταν τα νιάτα του με βραχνή φωνή. a|man|with|the|glass|in the|hand|he was narrating|the|youth|his|with|hoarse|voice A man, with a glass in hand, was recounting his youth in a hoarse voice.

Το Βασιλόπουλο κάθισε αντίκρυ του. the|Prince|he sat|opposite|him The Prince sat across from him. Από την ομοιότητα, κατάλαβε πως αυτός ήταν ο αδελφός του Κακομοιρίδη. from|the|resemblance|he understood|that|he|he was|the|brother|his|Kakomiridis From the resemblance, he realized that this was the brother of Kakomiridis.

— Ήταν τα καλά χρόνια εκείνα, σα ζούσε και βασίλευε ο Συνετός Α', Θεός σχωρέσ' τον, έλεγε αναστενάζοντας ο άνθρωπος. it was|the|good|years|those|as|he lived|and|he reigned|the|Synetos|First|God|forgive|him|he said|while sighing|the|man — Those were the good years, when the Wise A' was alive and reigning, may God forgive him, the man said with a sigh. Τότε ποιος κάθουνταν σε ταβέρνες να πίνει; Ούτε πατούσαμε το πόδι μας. Then who was sitting in taverns drinking? We didn't even set foot there.

— Και ποιος σε αναγκάζει να έρχεσαι τώρα, γέρο; ρώτησε το Βασιλόπουλο. — And who forces you to come now, old man? asked the Prince.

— Ποιος; Η κακοριζικιά του τόπου. — Who? The misfortune of this place. Πώς να σκοτώσει κανείς την ώρα του, αν δεν έλθει και στην ταβέρνα; Τότε ήταν αλλιώτικα. How can one kill time if they don't come to the tavern? It was different back then. Τότε δουλεύαμε. then|we were working Then we were working. Όχι σαν τούτα δω τα παιδιά!… not|like|these|here|the|children Not like these kids here!…

— Γιατί δε δουλεύεις και τώρα; why|not|you work|and|now — Why aren't you working now?

Ο άνθρωπος στέναξε. the|man|he sighed The man sighed.

— Βαρέθηκα να δουλεύω άσκοπα, είπε με κούραση. I got tired|to|I work|aimlessly|he said|with|fatigue — I'm tired of working aimlessly, he said wearily.

Τα μάτια του Βασιλόπουλου άναψαν. the|eyes|his|Vasilopoulos|they lit up Vasilopoulos's eyes lit up.

— Δούλεψε λοιπόν για ένα σκοπό, είπε και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά στα στήθια του. work|then|for|a|purpose|he said|and|the|heart|his|it was beating|loudly|in|chest|his — Then work for a purpose, he said, and his heart was pounding in his chest.

— Αμ' αν ήταν να έβρισκα σκοπό, δε θα κάθουμουν εδώ! well|if|it was|to|I would find|purpose|not|I would|I would sit|here — If I were to find a purpose, I wouldn't be sitting here! αποκρίθηκε ο άνθρωπος. he answered|the|man the man replied.

— Ούτ' εμείς, γερο-Κακομοίρη! neither|we|| — Neither do we, old Poor Man! είπε ένας νέος με μάτια που σπιθοβολούσαν από το κρασί. he said|a|young man|with|eyes|that|were sparkling|from|the|wine said a young man with eyes sparkling from the wine. Δωσ' μας λίγο κέρδος, και να δεις με τι καρδιά δουλεύομε! give|us|a little|profit|and|to|you see|with|what|heart|we work Give us a little profit, and you'll see with what heart we work!

— Για το σκοπό ή για το κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο. for|the|purpose|or|for|the|profit|he asked|the|Prince — For the purpose or for profit? asked the Prince.

— Το ίδιο κάνει. the|same|he does — It makes no difference.

— Όχι, δεν κάνει το ίδιο, είπε με φωτιά το Βασιλόπουλο, γιατί ποιος από σας εδώ θέλει να δουλέψει, εγώ να του δώσω δουλειά. no|not|he does|the|same|he said|with|fire|the|Prince|because|who|from|you|here|he wants|to|work|I|to|him|I give|job — No, it does make a difference, said the Prince passionately, because who among you here wants to work, I will give him work. Μα θα είναι για ένα σκοπό μεγάλο και ιερό που δεν αφήνει κέρδος. but|will|it is|for|a|purpose|great|and|sacred|that|not|it leaves|profit But it will be for a great and sacred purpose that does not allow for profit.

— Κοροϊδεύεις, πατριώτη! you are mocking|patriot — You're joking, patriot! είπε γελώντας ο νέος. he said|laughing|the|young man the young man said, laughing.

— Δεν κοροϊδεύω. not|I am mocking — I'm not joking. Ο εχθρός είναι μέσα στον τόπο! the|enemy|is|inside|in the|place The enemy is within the land!

Ο νέος σηκώθηκε, έσκυψε από πάνω από το τραπέζι και κοίταξε το Βασιλόπουλο. the|young man|he got up|he bent down|from|above|over|the|table|and|he looked at|the|Prince The young man stood up, leaned over the table, and looked at the Prince.

— Τι δουλειά μας προτείνεις; ρώτησε σοβαρά. what|job|to us|you suggest|he asked|seriously — What job do you suggest? he asked seriously.

— Τη δουλειά που έχει χρέος να κάνει κάθε πατριώτης την ώρα του κινδύνου. the|job|that|he has|duty|to|he does|every|patriot|the|time|of|danger — The job that every patriot is obliged to do in times of danger.

— Μας προτείνεις δηλαδή να γίνομε στρατιώτες και να πάμε να σκοτωθούμε για του δεσπότη τα ποδήματα; to us|you suggest|that is|to|we become|soldiers|and|to|we go|to|we get killed|for|of|lord|the|shoes — So you are suggesting that we become soldiers and go get killed for the lord's boots?

— Όχι, αλλά για την Πατρίδα και για το Βασιλιά! no|but|for|the|homeland|and|for|the|king — No, but for the Homeland and for the King!

— Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! but|not|me|you leave|quiet — But you don't leave me alone! είπε ο νέος με αναμμένα μάτια. he said|the|young man|with|burning|eyes said the young man with burning eyes. Η Πατρίδα είναι λέξη, και ο Βασιλιάς είναι κούτσουρο! the|homeland|is|word|and|the|king|is|log The Homeland is a word, and the King is a log!

Η προσβολή έτσουξε το Βασιλόπουλο σαν καμτσικιά. the|insult|stung|the|Prince|like|whip The insult stung the Prince like a whip.

Σηκώθηκε από την καρέγλα του, και τρέμοντας από αγανάκτηση αποκρίθηκε: he got up|from|the|chair|his|and|trembling|from|anger|he replied He got up from his chair, and trembling with indignation replied:

— Πατρίδα είναι ο τόπος σας και ο Βασιλιάς είναι αρχηγός σας! homeland|is|the|place|your|and|the|King|is|leader|your — The homeland is your place and the King is your leader!

Γενικό γέλιο του αποκρίθηκε. general|laughter|to him|he replied He was met with general laughter.

— Ο τόπος μας εδώ πέρα είναι σίγουρος, ο εχθρός δεν περνά το ποτάμι! the|place|our|here|beyond|is|safe|the|enemy|not|crosses|the|river — Our place here is safe, the enemy does not cross the river! είπε ένας με φωνή βραχνή από το μεθύσι. he said|a|with|voice|hoarse|from|the|drunkenness said one with a hoarse voice from drunkenness. Όσοι κάθονται από την άλλη μεριά, ας φροντίσουν για τον εαυτό τους. those who|sit|from|the|other|side|let|take care|for|the|self|their Those sitting on the other side should take care of themselves.

— Για δες αρχηγό που τον έχομε! for|see|leader|that|him|we have — Look at the leader we have! φώναξε άλλος. he shouted|another another shouted. Κρυμμένος πίσω από τα παράθυρα του θα μας πάγει στον πόλεμο! hidden|behind|from|the|windows|his|will|us|he will take|to the|war Hidden behind the windows, he will take us to war!

— Και χωρίς όπλα! and|without|weapons — And without weapons! πρόσθεσε τρίτος χαχανίζοντας. he added|third|laughing added a third, chuckling.

— Ας βγει ο Βασιλιάς πρώτος, να μας δείξει πώς πολεμάνε! let|he comes out|the|King|first|to|us|he shows|how|they fight — Let the King come out first, to show us how to fight! φώναξε κάποιος. he shouted|someone someone shouted.

— Ας βγει ο Βασιλιάς κι εγώ να του φτιάσω όπλα! let|he comes out|the|King|and|I|to|to him|I make|weapons — Let the King come out and I will make him weapons! είπε ο γερο- Κακομοίρης. he said|the||Poor Man said old Kakomiris.

Χλωμός σαν το κερί, και με σταυρωμένα χέρια, στέκουνταν ανάμεσα τους ο γιος του Βασιλιά. pale|like|the|candle|and|with|crossed|arms|he was standing|between|them|the|son|of the|King Pale as a candle, and with crossed arms, the King's son stood among them.

— Γερο-Κακομοίρη, είπε με τρανταχτερή φωνή, έχω το λόγο σου! ||he said|with|loud|voice|I have|the|word|your — Old Poor Man, he said in a loud voice, I have your word! Ο Βασιλιάς εγέρασε και δε βαστά στον κόπο. the|King|he grew old|and|not|he can bear|in the|effort The King has grown old and cannot bear the burden. Μα ο γιος του θα βγει και θα του φτιάσεις όπλα! but|the|son|of the|will|he will go out|and|will|to him|you will make|weapons But his son will come out and you will make him weapons!

— Μπράβο, είπε ο γέρος. well done|he said|the|old man — Well done, said the old man. Φθάνει όμως να βγει το Βασιλόπουλο. it is enough|however|to|he goes out|the|prince But it is enough for the Prince to come out.

— Ας βγει το Βασιλόπουλο, είπε ο νέος με τ' αναμμένα μάτια, και όλοι μας να τον ακολουθήσομε. let|he goes out|the|prince|he said|the|young man|with|the|burning|eyes|and|all|us|to|him|we will follow — Let the Prince come out, said the young man with the burning eyes, and we will all follow him.

Το Βασιλόπουλο γύρισε και τον κοίταξε στο πρόσωπο. the|prince|he turned|and|him|he looked|in the|face The Prince turned and looked him in the face.

— Θυμήσου τα λόγια που είπες, σαν έλθει η ώρα, είπε βαθιά ταραγμένος, και γυρνώντας στον άλλο: Γερο-Κακομοίρη, είπε, ο αδελφός σου άρχισε να φτιάνει τα όπλα που χρειάζεται το Βασιλόπουλο για να βγει με στρατό. remember|the|words|that|you said|when|it comes|the|time|he said|deeply|troubled|and|turning|to the|other|||he said|the|brother|your|he started|to|he prepares|the|weapons|that|he needs|the|Prince|to|to|he goes out|with|army — Remember the words you said, when the time comes, he said deeply troubled, and turning to the other: Old Poor Man, he said, your brother has started to prepare the weapons that the Prince needs to go out with an army. Δε θα τον βοηθήσεις; not|will|him|you help Aren't you going to help him?

Ο γέρος ξαφνίστηκε. the|old man|he was surprised The old man was taken aback.

— Μιλάς σοβαρά; ρώτησε. you speak|seriously|he asked — Are you serious? he asked.

— Σοβαρότατα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. seriously|he replied|the|prince "Seriously," replied the Prince. Οπόταν θελήσεις, έλα στο σπίτι σου να βεβαιωθείς. whenever|you want|come|to the|house|your|to|you make sure "Whenever you want, come to your house to make sure."

Και βγήκε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. and|he went out|without|to|he looked|back|him And he left without looking back.

Ο γέρος τον κυνήγησε και τον πρόφθασε λίγα βήματα παρακάτω. the|old man|him|he chased|and|him|he caught up|a few|steps|further down The old man chased him and caught up with him a few steps later.

— Δε μου εξηγείς τα λόγια σου; ρώτησε. not|to me|you explain|the|words|your|he asked — Don't you explain your words to me? he asked.

— Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο. I am|the|son|of the|King|he said|the|Prince — I am the son of the King, said the Prince. Φλουριά δεν έχω να σε πληρώσω, μα σου το ζητώ στ' όνομα της Πατρίδας, φτιάσε μου όπλα! coins|not|I have|to|you|I pay|but|to you|it|I ask|in the|name|of the|Homeland|make|to me|weapons I have no coins to pay you, but I ask you in the name of the Homeland, make me weapons!

Ο γερο-Κακομοίρης τα έχασε. the|||them|he lost Old Kakomoiris was taken aback. Έπεσε στα γόνατα κι έμεινε άφωνος. he fell|to the|knees|and|he remained|speechless He fell to his knees and was left speechless.

— Έρχεσαι; ρώτησε το Βασιλόπουλο. are you coming|he asked|the|Prince — Are you coming? asked the Prince.

— Διάταξε, Αφέντη! order|Master — Command me, Master! μουρμούρισε ο γέρος. he murmured|the|old man murmured the old man. Είμαι δικός σου! I am|own|your I am yours!

Το Βασιλόπουλο τον σήκωσε. the|prince|him|he lifted The prince lifted him up.

— Έχεις εργαλεία; ρώτησε. you have|tools|he asked — Do you have tools? he asked.

— Έχω! I have — I have!

— Έλα λοιπόν στου αδελφού σου. come|then|to the|brother|your — Come then to your brother's. Δεν πρέπει ούτε μιαν ώρα να χάσομε, και ο Κακομοιρίδης μας περιμένει. not|must|nor|a|hour|to|we lose|and|the|Kakomiridis|us|he waits We must not lose even an hour, and the unfortunate one is waiting for us.

Και πήγαν μαζί στο σπίτι του σιδερά. and|they went|together|to the|house|of the|blacksmith And they went together to the blacksmith's house.

Τους περίμενε τωόντι, αν και ήταν πια αργά. them|he waited|indeed|if|and|it was|already|late He was indeed waiting for them, even though it was already late. Μόνο το φτωχόπαιδο είχε φάγει και αποκοιμηθεί σε μια γωνιά του μαγειριού. only|the|poor boy|he had|eaten|and|fallen asleep|in|a|corner|of the|kitchen Only the poor child had eaten and fallen asleep in a corner of the kitchen.

— Αύριο θα έχομε και άλλους τέτοιους εργάτες, είπε χαμογελώντας ο Κακομοιρίδης. tomorrow|will|we will have|and|other|such|workers|he said|smiling|the|Kakomiridis — Tomorrow we will have more workers like this, said Kakomiridis, smiling. Επιστρέφοντας απαντήσαμε ένα-δυο ζητιανόπαιδα, και ο μικρός τους διηγήθηκε πώς κέρδισε, δουλεύοντας, το βραδινό του φαγί, και όλα μου ζήτησαν δουλειά με την ίδια πληρωμή. returning|we answered|||beggar children|and|the|little|to them|he told|how|he earned|working|the|evening|his|food|and|all|to me|they asked|work|with|the|same|payment On our way back, we answered a couple of beggar children, and the little one told them how he earned his dinner by working, and they all asked me for work with the same pay. Τους είπα να έλθουν. to them|I said|to|they come I told them to come. Μας συμφέρει, εξακολούθησε ο Κακομοιρίδης. to us|it is beneficial|he continued|the|Kakomiridis It benefits us, continued Kakomiridis. Την ώρα που ανεβάζουν σιδερόπετρες από τα πηγάδια, εγώ δουλεύω εδώ και δε χάνεται καιρός. the|time|that|they are lifting|iron stones|from|the|wells|I|I work|here|and|not|it is lost|time While they are pulling iron stones from the wells, I am working here and no time is wasted.

Κάθισαν στο τραπέζι. they sat|at the|table They sat at the table. Μα το Βασιλόπουλο δε θέλησε να μείνει. but|the|Vasilopoulos|not|he wanted|to|stay But Vasilopoulos did not want to stay. Ζήτησε μόνο ένα κομμάτι ψωμί να φάγει στο δρόμο, πηγαίνοντας στου δασκάλου, όπου ήθελε ακόμα να μελετήσει πριν πιάσει δουλειά με τους δυο αρχιμαστόρους. he asked|only|a|piece|bread|to|he eats|in the|street|going|to the|teacher's|where|he wanted|still|to|he studies|before|he catches|job|with|the|two|master craftsmen He asked for just a piece of bread to eat on the way, going to the teacher's house, where he still wanted to study before starting work with the two master craftsmen.

Το σπίτι του δασκάλου ήταν μακριά. the|house|his|teacher|it was|far The teacher's house was far away. Πήγε τρεχάτος, μελέτησε, έγραψε, και τρεχάτος πάλι γύρισε στου Κακομοιρίδη το σπίτι, όπου για ώρες δούλεψαν το σίδερο που έβγαινε πυρωμένο από το φουρνέλο. he went|running|he studied|he wrote|and|running|again|he returned|to the|Kakomiridis|the|house|where|for|hours|they worked|the|iron|that|it was coming out|heated|from|the|furnace He ran, studied, wrote, and ran back to Kakomiridis' house, where they worked for hours on the iron that came out glowing from the furnace.

Τα μεσάνυχτα, οι δυο αδελφοί παράτησαν σφυρί και τόρνο. the|midnight|the|two|brothers|they abandoned|hammer|and|lathe At midnight, the two brothers put down the hammer and lathe.

Ο Κακομοιρίδης θέλησε να δώσει στο Βασιλόπουλο το δικό του κρεβάτι. the|poor fellow|he wanted|to|give|to the|prince|the|own|his|bed The unfortunate one wanted to give the Prince his own bed. Μ' αυτό δε δέχθηκε. with it|this|not|he accepted He did not accept that. Έπρεπε, είπε, να γυρίσει στο παλάτι, να μάθει τα νέα. he had to|he said|to|return|to the|palace|to|learn|the|news He had to, he said, return to the palace to learn the news.

Βιαστικά πήρε πάλι το δρόμο της χώρας. hastily|he took|again|the|road|of the|country He hurriedly took the road back to the country. Μα ήταν τόσο κουρασμένος, που δυο-τρεις φορές κάθισε στο χώμα να ξεκουραστεί. but|he was|so|tired|that|||times|he sat|on the|ground|to|rest But he was so tired that two or three times he sat on the ground to rest. Τον έπαιρνε τότε ο ύπνος, και, για να μην κοιμηθεί, σηκώνουνταν πάλι και ξανάρχιζε το τρέξιμο. him|it was taking|then|the|sleep|and|in order|to|not|he sleeps|he was getting up|again|and|he was starting again|the|running He would then fall asleep, and to avoid sleeping, he would get up again and start running again.

Με κόπο έφθασε στο ρίζωμα του βουνού και τράβηξε για το παλάτι. with|effort|he reached|to the|base|of the|mountain|and|he pulled|towards|the|palace With great effort, he reached the base of the mountain and headed for the palace. Προσπάθησε να τρέξει, μα η κούραση τον νίκησε. he tried|to|run|but|the|fatigue|him|it defeated He tried to run, but fatigue overcame him. Κάθισε σε μια πέτρα ν' ανασάνει, τα μάτια του έκλεισαν μονάχα τους, και αποκοιμήθηκε βαθιά. he sat|on|a|stone|to|breathe|the|eyes|his|they closed|only|them|and|he fell asleep|deeply He sat on a stone to catch his breath, his eyes closed just for a moment, and he fell into a deep sleep.

PAR_TRANS:gpt-4o-mini=4.46 PAR_CWT:AvJ9dfk5=8.94 en:AvJ9dfk5 openai.2025-02-07 ai_request(all=108 err=0.93%) translation(all=213 err=0.00%) cwt(all=1901 err=3.10%)