×

Vi använder kakor för att göra LingQ bättre. Genom att besöka sajten, godkänner du vår cookie-policy.

image

Ντοστογιέφσκι - Το όνειρο ενός γελοίου, Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (4)

Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (4)

Το καταλαβαίνετε, άλλη μια φορά, τι σημασία έχει που ήταν όνειρο; Η αγάπη αυτών των αθώων και λαμπρών πλασμάτων μου έκανε αλησμόνητη εντύπωση και νοιώθω πως η αγάπη τους στάζει παντοτινά από κει ‐ πέρα πάνω στην ψυχή μου. Γιατί τους γνώρισα, τους αγάπησα, κι υπόφερα ύστερα γι' αυτούς. Ω, το κατάλαβα αμέσως, απ' την πρώτη στιγμή, πως σε πολλά σημεία δεν τους καταλάβαινα: παραδείγματος χάριν, δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό μου, εμένα του μοντέρνου Ρώσου προοδευτικού και βρωμισμένου Πετρουπολίτη, πώς μπορούσαν, αυτοί που ξέρανε τόσα και τόσα πράγματα, να περιφρονούν την επιστήμη μας. Μα δεν άργησα να καταλάβω πως η γνώση τους ήτανε τέλεια, πως στηριζόταν και είχε για κανόνες εντελώς άλλες διαισθήσεις απ' τις δικές μας και πως όμοια διαφορετικοί ήτανε κι οι πόθοι τους. Δεν είχαν επιθυμίες και μέσα στη γαλήνη τους δε διψούσανε σαν εμάς να γνωρίσουν τη ζωή, αφού είχανε φτάσει στην κατάσταση της τελειότητας. Μα η γνώση τους ήτανε βαθύτερη και ανώτερη από τη δική μας επιστήμη, γιατί η δική μας επιστήμη ζητάει να εξηγήσει τι είναι η ζωή και προσπαθεί να τη γνωρίσει για να μάθει στους άλλους πώς να ζούνε. Ενώ εκείνοι, δεν είχανε καμιά ανάγκη την επιστήμη, κι αυτό το καταλάβαινα, χωρίς να μπορώ να εννοήσω την γνώση τους. Μου δείχνανε τα δέντρα τους και τους μιλούσανε σα να μιλούσαν σε όντα όμοιά τους. Γιατί, να το ξέρετε, δεν πιστεύω να γελιέμαι σαν λέω πως τους μιλούσανε! Ναι, είχανε ανακαλύψει τη γλώσσα τους, κι είμαι σίγουρος πως και κείνα τους καταλαβαίνανε. Έτσι βλέπανε τη φύση. Με τα ζώα, ζούσανε ειρηνικά, και δεν τους κάνανε κανένα κακό∙ τ' αγαπούσανε, και τα είχανε μερώσει με την αγάπη τους. Μου δείχνανε τ' αστέρια και μου μιλούσανε γι' αυτά, μου λέγανε πράγματα που δεν μπορούσα να τα καταλάβω, μα είμαι βέβαιος πως θα επικοινωνούσανε με τ' αστέρια τ' ουρανού, και όχι μονάχα με τη σκέψη, μα με κάποιο ζωντανό τρόπο! Ω! αυτά τα όντα δεν καταφέρνανε να με κάνουν να τα καταλάβω, μα μ' αγαπούσανε κι έτσι, αλλά ήξερα πως ούτε κείνοι με καταλάβαιναν και γι' αυτό σχεδόν δεν τους μιλούσα για τη γης μας. Φιλούσα μόνο μπροστά τους τη γης όπου ζούσανε, και γω, χωρίς να λέω λέξη, τους λάτρευα. Αυτοί το βλέπανε, κι αφήνανε να τους λατρεύω χωρίς να ντρέπονται για τη λατρεία μου αφού κι οι ίδιοι ήτανε γεμάτοι αγάπη. Δεν λυπόνταν, ακόμα κι όταν τους φιλούσα καμιά φορά με δάκρυα τα πόδια τους, γιατί είχανε στην καρδιά τους τη χαρούμενη βεβαιότητα πως ανταποκρίνονταν στην αγάπη μου, με τη δύναμη της δικής τους της αγάπης. Πολλές φορές αναρωτιόμουν με έκπληξη, πως γινόταν, σ' όλο αυτό το διάστημα, να μην καταφέρουν ούτε μια φορά να προσβάλουν ένα ον σαν εμένα, κι ούτε να ξυπνήσουν μέσα μου αισθήματα ζήλειας και φθόνου. Πολλές φορές αναρωτήθηκα πως μπορούσα, εγώ ο καυχησιάρης και ψεύτης, και δεν τους μιλούσα για γνώσεις που σίγουρα ούτε ακουστά θα τις είχανε. Πώς δε μουρχόταν η επιθυμία να τους καταπλήξω, έστω κι από αγάπη γι' αυτούς; Παιζογελούσανε χαρούμενοι σα μικρά παιδιά. Περιπλανιόνταν μέσα στα θαυμαστά δασάκια και στα πυκνά δάση τους. Τραγουδούσαν τα όμορφα τραγούδια τους∙ ζούσανε με λαφριά τροφή, με τους καρπούς από τα δέντρα τους, με το μέλι από τα δάση τους και με το γάλα από τις ήμερες κατσίκες τους. Λίγη δουλειά έφτανε για να κερδίζουν την τροφή, και τα ρούχα τους. Ο έρωτας ήταν κοινός και γεννιόντανε παιδιά, μα ποτές μου δεν είδα εκείνη τη σκληρή ηδυπάθεια που χαρακτηρίζει όλα σχεδόν τα όντα του πλανήτη μας, όλα μαζί και το καθένα χωριστά, και που είναι η πηγή σχεδόν όλων των αμαρτημάτων της ανθρωπότητάς μας∙ χαίρονταν σαν ερχόντανε παιδιά στον κόσμο, σαν να ήτανε σύντροφοι σ' αυτό το χαρούμενο γλέντι. Ποτές δε γίνονταν καυγάδες ή ζήλιες ανάμεσά τους, και μάλιστα ούτε καταλάβαιναν τι σημαίνουν αυτά τα πράγματα. Τα παιδιά τους ήτανε παιδιά ολονώνε, γιατί όλοι τους αποτελούσανε μιαν οικογένεια. Σχεδόν δεν ξέρανε τι θα πει αρρώστια, μ' όλο που ξέρανε το θάνατο, μα στον τόπο τους ο γέρος είχε ήσυχο θάνατο, σα ν' αποκοιμόταν, περιτριγυρισμένος από τους δικούς του, και τους ευλογούσε, τους χαμογελούσε, κι εκείνοι συνοδεύανε αυτή την αγωνία με τα φωτεινά τους χαμόγελα. Ποτέ μου, σ' αυτή την περίπτωση, δεν τους είδα να θλίβονται ή να κλαίνε: ήτανε μόνο μια αύξηση της αγάπης που έφτανε ως την έκσταση, μια γαλήνια έκσταση, είν' αλήθεια, τέλεια και στοχαστική. Θάλεγες πως κι ύστερα από το θάνατο, εξακολουθούσαν να επικοινωνούν με τους νεκρούς τους, και πως τη γήινη ένωση μεταξύ τους δεν τη διέκοπτε ο θάνατος. Σχεδόν δε με κατάλαβαν όταν τους ρώτησα για την αιώνια ζωή∙ μα έβλεπες καλά πως, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, ήτανε τόσο σίγουροι γι' αυτό, που ούτε καν τους ετίθετο αυτό το ζήτημα. Δεν είχαν εκκλησιές και ζούσανε σαν σε αδιάκοπη επικοινωνία με το μεγάλο Παν∙ δεν είχανε θρησκεία, μα ξέρανε πως, αφού θα γέμιζαν με τις χαρές της ζωής ως εκεί που έφταναν τα όρια της γήινης φύσης, τότες γι' αυτούς, και τους ζωντανούς και τους πεθαμένους, θα γινόταν πλατύτερη η επαφή με το μεγάλο Παν. Και περιμένανε με χαρά αυτή τη στιγμή χωρίς βιάση και χωρίς νοσταλγία, σα να την είχανε κιόλας με τα προαισθήματα της καρδιάς τους, κι αυτά τα προαισθήματα τα ανακοινώνανε ακούραστα ο ένας στον άλλο.

Το βράδυ, πριν κοιμηθούνε, τους άρεσε ν' ακούνε τέλειες χορωδίες. Μ' αυτά τα τραγούδια εξωτερικεύανε όλα τα αισθήματα που τους έδινε η μέρα πούφευγε και την ευλογούσαν αποχαιρετώντας την. Υμνούσανε τη φύση, τη γης, τη θάλασσα, τα δάση. Τους άρεσε να συνθέτουν τραγούδια ο ένας για τον άλλο, να αλληλοεξυμνούνται τραγουδώντας σα μικρά παιδιά, με απλά τραγούδια που, επειδή έρχονταν από την καρδιά, αγγίζανε τις καρδιές τους. Κι ύστερα, φαίνεται πως δε γυρεύανε μόνο με τα τραγούδια τους ν' αρέσουν ο ένας στον άλλο, μα και μ' όλες τις πράξεις της ζωής. Κάτι σαν ερωτική ζέση, καθολική και αμοιβαία τους γέμιζε τον έναν για τον άλλο. Ορισμένοι απ' αυτούς τους επίσημους και θριαμβευτικούς ύμνους μου ήταν ακατανόητοι. Μπορεί να καταλάβαινα τα λόγια, μα ποτέ δεν μπορούσα να εμβαθύνω σ' όλο το νόημά τους. Ήταν σαν απρόσιτο για το μυαλό μου, όμως, η καρδιά μου, χωρίς να το προσέξω, διαποτιζόταν ολοένα και περισσότερο απ' αυτούς. Συχνά τους έλεγα πως άλλοτε, τότε που ζούσα ακόμα στη γη μας, τα είχα προαισθανθεί όλ' αυτά, και μου είχαν αποκαλυφθεί αυτή η χαρά κι αυτή η αγαλλίαση, σα μια νοσταλγική θλίψη που έφτανε καμιά φορά ως τη στενοχώρια∙ πως τους είχαν προαισθανθεί, κι αυτούς και τη δόξα τους, στα ονειροπολήματα της καρδιάς μου και στα όνειρα του νου μου∙ πως συχνά, στη γης μας, δε μπορούσα να δω τον ήλιο που βασίλευε χωρίς να με πάρουν τα κλάματα... πως στο μίσος μου για τους κάτοικους της γης μας, είχα πάντα μέσα μου κάτι σαν κρυφή οδύνη. Γιατί να μην μπορέσω να τους μισήσω αφού δεν τους αγαπούσα, γιατί να μη μπορώ να τους συγχωρήσω, και γιατί να έχει τόση θλίψη η αγάπη μου γι' αυτούς; Γιατί να μη μπορώ να τους αγαπώ χωρίς να τους μισώ ταυτόχρονα; Εκείνοι μ' ακούγανε κι έβλεπα πως δεν μπορούσαν να εισχωρήσουν στο νόημα αυτών που τους έλεγα: μα δε λυπόμουν που τους τάλεγα, το ήξερα πως καταλάβαιναν τη θλίψη μου που σκεφτόμουν εκείνους που είχα αφήσει! Ναι, τότε με κοιτάζανε με το γλυκό κα γεμάτο αγάπη βλέμμα τους, κι εγώ ένοιωθα μπροστά τους να γίνεται η καρδιά μου όμοια καλή κι αγνή με τη δική τους και δε λυπόμουν που δεν τους καταλάβαινα. Σ' αυτό το αίσθημα της πληρότητας, σταματούσε η ανάσα μου και προσευχόμουν σιωπηλά γι' αυτούς.

Ω! Τώρα όλοι θα γελάνε μαζί μου και θα λένε πως δεν είναι δυνατό να βλέπεις στ' όνειρό σου τόσο μικρές λεπτομέρειες σαν αυτές που περιγράφω τούτη τη στιγμή, και πως στον ύπνο μου δεν είδα και δεν ένοιωσα παρά μόνο το αίσθημα που μου υποκινούσε η καρδιά μου μέσα στο παραλήρημά της όσο για τις λεπτομέρειες, θα λένε πως τις φαντάστηκα μόνος μου μιας και ξύπνησα. Μα κι αν ομολογούσα πως ίσως νάγιναν έτσι τα πράγματα —Θε μου, τι χάχανα θα ξεσηκώνονταν, και πόσο θα ευθυμούσαν όλοι! Βέβαια, κατά τα λεγόμενά τους, βρισκόμουν υπό την επήρεια των αισθημάτων αυτού του ονείρου, γιατί μόνο αυτό είχε διατηρηθεί μέσα στη σπαραγμένη καρδιά μου∙ αντίθετα, οι πραγματικές εικόνες, οι ονειρικές μορφές, εκείνες δηλαδή που πραγματικά είχα ζήσει εκείνη την ώρα, είχανε τέτοια αρμονική τελειότητα, ήτανε τόσο μαγευτικές, τόσο όμορφες μα και τόσο αληθινές, που σαν ξύπνησα δεν είχα τη δύναμη να τις ενσαρκώσω με τα αδύναμα λόγια μου, κι έτσι σταμάτησαν μέσα στο νου μου, και έτσι μπορούσα θαυμάσια να αναγκαστώ εγώ ο ίδιος, ασυναίσθητα, να ανασυγκροτήσω ύστερα τις λεπτομέρειές τους, και, εννοείται, παραμορφώνοντάς τες, εξ αιτίας προπαντός του φλογερού πόθου που είχα να τις ανακοινώσω όσο γινόταν γρηγορότερα, και όπως‐όπως. Μα και πώς να μην πιστέψω πως όλ' αυτά συνέβησαν πραγματικά; Ναι, ίσως τόνειρο να ήτανε χίλιες φορές πιο εκθαμβωτικό και πιο χαρούμενο απ' όσο μπορώ να το αποδώσω. Μάθετε λοιπόν, πως θα σας εμπιστευθώ ένα μυστικό. Ίσως νάτανε μόνο όνειρο! Γιατί έγινε κάτι, κάτι τόσο φριχτά αληθινά που δεν μπορεί να ήταν όνειρο. Αν παραδεχτώ πως αυτό το όνειρο γεννήθηκε στην καρδιά μου, θα είχε τάχα η καρδιά μου τη δύναμη να φανερώσει τη φριχτή αλήθεια που μου συνέβη αργότερα; Πώς μπορούσα να το φανταστώ μόνος μου ή να το ονειρευτώ στην καρδιά μου; Είναι ποτέ δυνατό η φτωχή παιδιάστικη καρδιά μου, το ιδιότροπο και κενό πνεύμα μου να μπόρεσαν να υψωθούν ως την ανακάλυψη της αλήθειας; Κρίνετέ το και μόνοι σας∙ ως τα τώρα τόκρυβα, μα τώρα θα πω όλη την αλήθεια. Γιατί, πραγματικά... τους διέφθειρα όλους!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (4) Dream of a Jester - Dostoevsky (4) Sueño de un bufón - Dostoievski (4)

Το καταλαβαίνετε, άλλη μια φορά, τι σημασία έχει που ήταν όνειρο; Η αγάπη αυτών των αθώων και λαμπρών πλασμάτων μου έκανε αλησμόνητη εντύπωση και νοιώθω πως η αγάπη τους στάζει παντοτινά από κει ‐ πέρα πάνω στην ψυχή μου. Do you understand, once again, what difference does it make that it was a dream? The love of these innocent and brilliant creatures made an unforgettable impression on me, and I feel that their love is forever dripping from there onto my soul. Γιατί τους γνώρισα, τους αγάπησα, κι υπόφερα ύστερα γι' αυτούς. Because I met them, loved them, and then suffered for them. Ω, το κατάλαβα αμέσως, απ' την πρώτη στιγμή, πως σε πολλά σημεία δεν τους καταλάβαινα: παραδείγματος χάριν, δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό μου, εμένα του μοντέρνου Ρώσου προοδευτικού και βρωμισμένου Πετρουπολίτη, πώς μπορούσαν, αυτοί που ξέρανε τόσα και τόσα πράγματα, να περιφρονούν την επιστήμη μας. Oh, I knew right away, from the first moment, that in many ways I didn't understand them: for example, I, the modern Russian progressive and dirty Petersburger, couldn't understand how those who knew so many things could despise our science. Μα δεν άργησα να καταλάβω πως η γνώση τους ήτανε τέλεια, πως στηριζόταν και είχε για κανόνες εντελώς άλλες διαισθήσεις απ' τις δικές μας και πως όμοια διαφορετικοί ήτανε κι οι πόθοι τους. But it was not long before I understood that their knowledge was perfect, that they were based on and had rules for rules completely different from ours, and that their desires were similarly different. Δεν είχαν επιθυμίες και μέσα στη γαλήνη τους δε διψούσανε σαν εμάς να γνωρίσουν τη ζωή, αφού είχανε φτάσει στην κατάσταση της τελειότητας. They had no desires and in their serenity they did not thirst like us to know life, having reached the state of perfection. Μα η γνώση τους ήτανε βαθύτερη και ανώτερη από τη δική μας επιστήμη, γιατί η δική μας επιστήμη ζητάει να εξηγήσει τι είναι η ζωή και προσπαθεί να τη γνωρίσει για να μάθει στους άλλους πώς να ζούνε. But their knowledge was deeper and higher than our science, because our science asks to explain what life is and tries to know it in order to teach others how to live. Ενώ εκείνοι, δεν είχανε καμιά ανάγκη την επιστήμη, κι αυτό το καταλάβαινα, χωρίς να μπορώ να εννοήσω την γνώση τους. Whereas they had no need for science, and I understood that, without being able to understand their knowledge. Μου δείχνανε τα δέντρα τους και τους μιλούσανε σα να μιλούσαν σε όντα όμοιά τους. They would show me their trees and talk to them as if they were talking to beings like themselves. Γιατί, να το ξέρετε, δεν πιστεύω να γελιέμαι σαν λέω πως τους μιλούσανε! Because, you know, I'm not fooling myself when I say they were talking to them! Ναι, είχανε ανακαλύψει τη γλώσσα τους, κι είμαι σίγουρος πως και κείνα τους καταλαβαίνανε. Έτσι βλέπανε τη φύση. That's how they saw nature. Με τα ζώα, ζούσανε ειρηνικά, και δεν τους κάνανε κανένα κακό∙ τ' αγαπούσανε, και τα είχανε μερώσει με την αγάπη τους. They lived in peace with the animals, and did them no harm; they loved them, and had filled them with their love. Μου δείχνανε τ' αστέρια και μου μιλούσανε γι' αυτά, μου λέγανε πράγματα που δεν μπορούσα να τα καταλάβω, μα είμαι βέβαιος πως θα επικοινωνούσανε με τ' αστέρια τ' ουρανού, και όχι μονάχα με τη σκέψη, μα με κάποιο ζωντανό τρόπο! They would show me the stars and talk to me about them, tell me things I couldn't understand, but I'm sure they would communicate with the stars in the sky, and not just by thought, but in some living way! Ω! αυτά τα όντα δεν καταφέρνανε να με κάνουν να τα καταλάβω, μα μ' αγαπούσανε κι έτσι, αλλά ήξερα πως ούτε κείνοι με καταλάβαιναν και γι' αυτό σχεδόν δεν τους μιλούσα για τη γης μας. these beings could not make me understand them, but they loved me anyway, but I knew that they did not understand me either, and so I hardly spoke to them about our land. Φιλούσα μόνο μπροστά τους τη γης όπου ζούσανε, και γω, χωρίς να λέω λέξη, τους λάτρευα. I only kissed the land before them where they lived, and I, without saying a word, worshipped them. Αυτοί το βλέπανε, κι αφήνανε να τους λατρεύω χωρίς να ντρέπονται για τη λατρεία μου αφού κι οι ίδιοι ήτανε γεμάτοι αγάπη. They saw it, and they let me worship them without being ashamed of my worship since they themselves were full of love. Δεν λυπόνταν, ακόμα κι όταν τους φιλούσα καμιά φορά με δάκρυα τα πόδια τους, γιατί είχανε στην καρδιά τους τη χαρούμενη βεβαιότητα πως ανταποκρίνονταν στην αγάπη μου, με τη δύναμη της δικής τους της αγάπης. They were not sorry, even when I sometimes kissed their feet with tears, because they had in their hearts the joyful certainty that they were responding to my love, with the power of their own love. Πολλές φορές αναρωτιόμουν με έκπληξη, πως γινόταν, σ' όλο αυτό το διάστημα, να μην καταφέρουν ούτε μια φορά να προσβάλουν ένα ον σαν εμένα, κι ούτε να ξυπνήσουν μέσα μου αισθήματα ζήλειας και φθόνου. Many times I wondered in amazement how it was possible, in all this time, that they could not once manage to offend a being like me, nor arouse in me feelings of jealousy and envy. Πολλές φορές αναρωτήθηκα πως μπορούσα, εγώ ο καυχησιάρης και ψεύτης, και δεν τους μιλούσα για γνώσεις που σίγουρα ούτε ακουστά θα τις είχανε. Many times I wondered how I could, I, the braggart and liar, and not tell them about knowledge they surely had never even heard of. Πώς δε μουρχόταν η επιθυμία να τους καταπλήξω, έστω κι από αγάπη γι' αυτούς; Παιζογελούσανε χαρούμενοι σα μικρά παιδιά. How could I not feel the desire to astonish them, even out of love for them? They were playing happily like little children. Περιπλανιόνταν μέσα στα θαυμαστά δασάκια και στα πυκνά δάση τους. They wandered through their wondrous woods and dense forests. Τραγουδούσαν τα όμορφα τραγούδια τους∙ ζούσανε με λαφριά τροφή, με τους καρπούς από τα δέντρα τους, με το μέλι από τα δάση τους και με το γάλα από τις ήμερες κατσίκες τους. They sang their beautiful songs; they lived on abundant food, on the fruit of their trees, on the honey from their forests and on the milk from their tame goats. Λίγη δουλειά έφτανε για να κερδίζουν την τροφή, και τα ρούχα τους. A little work was enough to earn their food, and their clothes. Ο έρωτας ήταν κοινός και γεννιόντανε παιδιά, μα ποτές μου δεν είδα εκείνη τη σκληρή ηδυπάθεια που χαρακτηρίζει όλα σχεδόν τα όντα του πλανήτη μας, όλα μαζί και το καθένα χωριστά, και που είναι η πηγή σχεδόν όλων των αμαρτημάτων της ανθρωπότητάς μας∙ χαίρονταν σαν ερχόντανε παιδιά στον κόσμο, σαν να ήτανε σύντροφοι σ' αυτό το χαρούμενο γλέντι. Love was common and children were born, but I did not see that cruel suffering which characterizes almost all the beings of our planet, all together and each one separately, and which is the source of almost all the sins of our humanity; they rejoiced as if children were coming into the world, as if they were companions in this joyous feast. Ποτές δε γίνονταν καυγάδες ή ζήλιες ανάμεσά τους, και μάλιστα ούτε καταλάβαιναν τι σημαίνουν αυτά τα πράγματα. There were never any quarrels or jealousies between them, nor did they even understand what these things meant. Τα παιδιά τους ήτανε παιδιά ολονώνε, γιατί όλοι τους αποτελούσανε μιαν οικογένεια. Their children were all children, because they were all one family. Σχεδόν δεν ξέρανε τι θα πει αρρώστια, μ' όλο που ξέρανε το θάνατο, μα στον τόπο τους ο γέρος είχε ήσυχο θάνατο, σα ν' αποκοιμόταν, περιτριγυρισμένος από τους δικούς του, και τους ευλογούσε, τους χαμογελούσε, κι εκείνοι συνοδεύανε αυτή την αγωνία με τα φωτεινά τους χαμόγελα. They almost didn't know what sickness was, although they knew death, but in their place the old man was dying quietly, as if he were asleep, surrounded by his people, and he blessed them, smiled at them, and they accompanied this agony with their bright smiles. Ποτέ μου, σ' αυτή την περίπτωση, δεν τους είδα να θλίβονται ή να κλαίνε: ήτανε μόνο μια αύξηση της αγάπης που έφτανε ως την έκσταση, μια γαλήνια έκσταση, είν' αλήθεια, τέλεια και στοχαστική. I never, in this case, saw them grieving or crying: it was only an increase of love that reached ecstasy, a serene ecstasy, it is true, perfect and contemplative. Θάλεγες πως κι ύστερα από το θάνατο, εξακολουθούσαν να επικοινωνούν με τους νεκρούς τους, και πως τη γήινη ένωση μεταξύ τους δεν τη διέκοπτε ο θάνατος. You would think that even after death, they still communicated with their dead, and that the earthly union between them was not broken by death. Σχεδόν δε με κατάλαβαν όταν τους ρώτησα για την αιώνια ζωή∙ μα έβλεπες καλά πως, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, ήτανε τόσο σίγουροι γι' αυτό, που ούτε καν τους ετίθετο αυτό το ζήτημα. They almost didn't understand me when I asked them about eternal life; but you could well see that, without realizing it, they were so sure of it that the question was not even put to them. Δεν είχαν εκκλησιές και ζούσανε σαν σε αδιάκοπη επικοινωνία με το μεγάλο Παν∙ δεν είχανε θρησκεία, μα ξέρανε πως, αφού θα γέμιζαν με τις χαρές της ζωής ως εκεί που έφταναν τα όρια της γήινης φύσης, τότες γι' αυτούς, και τους ζωντανούς και τους πεθαμένους, θα γινόταν πλατύτερη η επαφή με το μεγάλο Παν. They had no churches and lived as if in constant communication with the great Pan; they had no religion, but they knew that, since they would be filled with the joys of life as far as the limits of earthly nature, then for them, both the living and the dead, the contact with the great Pan would become wider. Και περιμένανε με χαρά αυτή τη στιγμή χωρίς βιάση και χωρίς νοσταλγία, σα να την είχανε κιόλας με τα προαισθήματα της καρδιάς τους, κι αυτά τα προαισθήματα τα ανακοινώνανε ακούραστα ο ένας στον άλλο. And they waited for this moment with joy, without hurry and without nostalgia, as if they had it already with the feelings of their hearts, and they were tirelessly communicating these feelings to each other.

Το βράδυ, πριν κοιμηθούνε, τους άρεσε ν' ακούνε τέλειες χορωδίες. At night, before they went to sleep, they liked to listen to perfect choirs. Μ' αυτά τα τραγούδια εξωτερικεύανε όλα τα αισθήματα που τους έδινε η μέρα πούφευγε και την ευλογούσαν αποχαιρετώντας την. With these songs they expressed all the feelings that the day was leaving and they blessed it by saying goodbye. Υμνούσανε τη φύση, τη γης, τη θάλασσα, τα δάση. They praised nature, the land, the sea, the forests. Τους άρεσε να συνθέτουν τραγούδια ο ένας για τον άλλο, να αλληλοεξυμνούνται τραγουδώντας σα μικρά παιδιά, με απλά τραγούδια που, επειδή έρχονταν από την καρδιά, αγγίζανε τις καρδιές τους. They liked to compose songs for each other, to interact with each other by singing like little children, with simple songs that, because they came from the heart, touched their hearts. Κι ύστερα, φαίνεται πως δε γυρεύανε μόνο με τα τραγούδια τους ν' αρέσουν ο ένας στον άλλο, μα και μ' όλες τις πράξεις της ζωής. And then, it seems that it was not only with their songs that they sought to please each other, but also with all of life's actions. Κάτι σαν ερωτική ζέση, καθολική και αμοιβαία τους γέμιζε τον έναν για τον άλλο. Something like erotic zeal, universal and mutual filled them for each other. Ορισμένοι απ' αυτούς τους επίσημους και θριαμβευτικούς ύμνους μου ήταν ακατανόητοι. Some of these solemn and triumphant hymns were incomprehensible to me. Μπορεί να καταλάβαινα τα λόγια, μα ποτέ δεν μπορούσα να εμβαθύνω σ' όλο το νόημά τους. I could understand the words, but I could never get the full meaning of them. Ήταν σαν απρόσιτο για το μυαλό μου, όμως, η καρδιά μου, χωρίς να το προσέξω, διαποτιζόταν ολοένα και περισσότερο απ' αυτούς. It was as if inaccessible to my mind, yet my heart, without noticing it, was becoming more and more saturated with them. Συχνά τους έλεγα πως άλλοτε, τότε που ζούσα ακόμα στη γη μας, τα είχα προαισθανθεί όλ' αυτά, και μου είχαν αποκαλυφθεί αυτή η χαρά κι αυτή η αγαλλίαση, σα μια νοσταλγική θλίψη που έφτανε καμιά φορά ως τη στενοχώρια∙ πως τους είχαν προαισθανθεί, κι αυτούς και τη δόξα τους, στα ονειροπολήματα της καρδιάς μου και στα όνειρα του νου μου∙ πως συχνά, στη γης μας, δε μπορούσα να δω τον ήλιο που βασίλευε χωρίς να με πάρουν τα κλάματα... πως στο μίσος μου για τους κάτοικους της γης μας, είχα πάντα μέσα μου κάτι σαν κρυφή οδύνη. I often told them that once, when I was still living on our land, I had foreseen all this, and this joy and this exultation had been revealed to me, like a nostalgic sadness that sometimes reached the point of sorrow; that they had foreseen it, and them and their glory, in the reveries of my heart and the dreams of my mind; how often, in our land, I could not see the reigning sun without weeping... That in my hatred of the inhabitants of our land, I always had in me something like a hidden anguish. Γιατί να μην μπορέσω να τους μισήσω αφού δεν τους αγαπούσα, γιατί να μη μπορώ να τους συγχωρήσω, και γιατί να έχει τόση θλίψη η αγάπη μου γι' αυτούς; Γιατί να μη μπορώ να τους αγαπώ χωρίς να τους μισώ ταυτόχρονα; Εκείνοι μ' ακούγανε κι έβλεπα πως δεν μπορούσαν να εισχωρήσουν στο νόημα αυτών που τους έλεγα: μα δε λυπόμουν που τους τάλεγα, το ήξερα πως καταλάβαιναν τη θλίψη μου που σκεφτόμουν εκείνους που είχα αφήσει! Why should I not be able to hate them if I did not love them, why should I not be able to forgive them, and why should my love for them be so sad? Why can't I love them without hating them at the same time? They were listening to me, and I could see that they could not penetrate the meaning of what I was saying to them: but I was not sorry to feed them, I knew that they understood my sorrow at thinking of those whom I had left! Ναι, τότε με κοιτάζανε με το γλυκό κα γεμάτο αγάπη βλέμμα τους, κι εγώ ένοιωθα μπροστά τους να γίνεται η καρδιά μου όμοια καλή κι αγνή με τη δική τους και δε λυπόμουν που δεν τους καταλάβαινα. Yes, then they looked at me with their sweet and loving eyes, and I felt my heart becoming as good and pure as theirs in front of them, and I was not sorry that I did not understand them. Σ' αυτό το αίσθημα της πληρότητας, σταματούσε η ανάσα μου και προσευχόμουν σιωπηλά γι' αυτούς. In that feeling of completeness, I would stop breathing and pray silently for them.

Ω! Τώρα όλοι θα γελάνε μαζί μου και θα λένε πως δεν είναι δυνατό να βλέπεις στ' όνειρό σου τόσο μικρές λεπτομέρειες σαν αυτές που περιγράφω τούτη τη στιγμή, και πως στον ύπνο μου δεν είδα και δεν ένοιωσα παρά μόνο το αίσθημα που μου υποκινούσε η καρδιά μου μέσα στο παραλήρημά της όσο για τις λεπτομέρειες, θα λένε πως τις φαντάστηκα μόνος μου μιας και ξύπνησα. Now everyone will laugh at me and say that it is not possible to see in your dream such small details as I am describing at this moment, and that in my sleep I did not see or feel anything but the feeling my heart instigated in its delirium; as for the details, they will say that I imagined them myself since I woke up. Μα κι αν ομολογούσα πως ίσως νάγιναν έτσι τα πράγματα —Θε μου, τι χάχανα θα ξεσηκώνονταν, και πόσο θα ευθυμούσαν όλοι! But what if I confessed that things might be so - My God, what a hubbub would be raised, and how they would all be cheered! Βέβαια, κατά τα λεγόμενά τους, βρισκόμουν υπό την επήρεια των αισθημάτων αυτού του ονείρου, γιατί μόνο αυτό είχε διατηρηθεί μέσα στη σπαραγμένη καρδιά μου∙ αντίθετα, οι πραγματικές εικόνες, οι ονειρικές μορφές, εκείνες δηλαδή που πραγματικά είχα ζήσει εκείνη την ώρα, είχανε τέτοια αρμονική τελειότητα, ήτανε τόσο μαγευτικές, τόσο όμορφες μα και τόσο αληθινές, που σαν ξύπνησα δεν είχα τη δύναμη να τις ενσαρκώσω με τα αδύναμα λόγια μου, κι έτσι σταμάτησαν μέσα στο νου μου, και έτσι μπορούσα θαυμάσια να αναγκαστώ εγώ ο ίδιος, ασυναίσθητα, να ανασυγκροτήσω ύστερα τις λεπτομέρειές τους, και, εννοείται, παραμορφώνοντάς τες, εξ αιτίας προπαντός του φλογερού πόθου που είχα να τις ανακοινώσω όσο γινόταν γρηγορότερα, και όπως‐όπως. Of course, according to them, I was under the influence of the emotions of this dream, because that was all that was preserved in my broken heart; on the contrary, the real images, the dream figures, those that I had really experienced at that time, were of such harmonious perfection, they were so enchanting, so beautiful and so real, that when I awoke I had not the strength to embody them in my weak words, and so they stopped in my mind, and so I could wonderfully force myself, unconsciously, to reconstruct their details afterwards, and, of course, by distorting them, above all because of the fiery desire I had to communicate them as quickly as possible, and as quickly as possible. Μα και πώς να μην πιστέψω πως όλ' αυτά συνέβησαν πραγματικά; Ναι, ίσως τόνειρο να ήτανε χίλιες φορές πιο εκθαμβωτικό και πιο χαρούμενο απ' όσο μπορώ να το αποδώσω. But how could I not believe that all this really happened? Yes, perhaps tonight was a thousand times more dazzling and joyful than I can possibly convey. Μάθετε λοιπόν, πως θα σας εμπιστευθώ ένα μυστικό. So find out how I'm going to trust you with a secret. Ίσως νάτανε μόνο όνειρο! Maybe it was just a dream! Γιατί έγινε κάτι, κάτι τόσο φριχτά αληθινά που δεν μπορεί να ήταν όνειρο. Because something happened, something so horribly real that it couldn't have been a dream. Αν παραδεχτώ πως αυτό το όνειρο γεννήθηκε στην καρδιά μου, θα είχε τάχα η καρδιά μου τη δύναμη να φανερώσει τη φριχτή αλήθεια που μου συνέβη αργότερα; Πώς μπορούσα να το φανταστώ μόνος μου ή να το ονειρευτώ στην καρδιά μου; Είναι ποτέ δυνατό η φτωχή παιδιάστικη καρδιά μου, το ιδιότροπο και κενό πνεύμα μου να μπόρεσαν να υψωθούν ως την ανακάλυψη της αλήθειας; Κρίνετέ το και μόνοι σας∙ ως τα τώρα τόκρυβα, μα τώρα θα πω όλη την αλήθεια. If I admit that this dream was born in my heart, would my heart have the power to reveal the horrible truth that happened to me later? How could I have imagined it myself or dreamed it in my heart? Is it ever possible that my poor childish heart, my capricious and empty spirit could have been raised to the discovery of truth? Judge it for yourselves; hitherto I have been tokens, but now I will tell the whole truth. Γιατί, πραγματικά... τους διέφθειρα όλους! Because, really... I corrupted everyone!