Μέρος 1 (2)
-Μου φαίνεται πολύ παράξενο να σας βλέπω να επιμένετε, αφού σας είπα πως το βλέπω.
Ο Σταυρόγκιν θύμωσε και πάλι, κι ο θυμός του μεγάλωνε σε κάθε λέξη, Ξανάπε:
-Φυσικά το βλέπω, όπως σας βλέπω τώρα εσάς... Κάποτε το βλέπω, δίχως να είμαι σίγουρος πως το βλέπω, μ' όλο που ξέρω πως είναι πραγματικό..., είμαι εγώ ο ίδιος, ή είναι εκείνος... Μ' ένα λόγο, βλακείες. Μα γιατί να μην υποθέσετε πως μπορεί να είναι κι' αυτός ο διάβολος με σάρκα και οστά; Μια τέτοια υπόθεση θα ήταν πιότερο σύμφωνη με το επάγγελμά σας, πρόσθεσε παίρνοντας απότομα χλευαστικό ύφος.
-Μου φαίνεται μάλλον πως είναι αρρώστια... Ωστόσο ...
-Τι, ωστόσο!
-Υπάρχουν, χωρίς άλλο, δαίμονες, μα τα πράγματα αυτά τα παίρνει καθένας όπως θέλει.
-Βλέπω, πως, χαμηλώσατε και πάλι τα μάτια γιατί ντραπήκατε για λογαριασμό μου, επειδή πιστεύω στο διάβολο, κι όμως, με το πρόσχημα πως δεν τον πιστεύω, σας έβαλα το δόλιο ερώτημα: Υπάρχει διάβολος ή δεν υπάρχει; -είπε ο Σταυρόγκιν με θυμό και με χλεύη,
Ο Τύχων χαμογέλασε ελαφρά και αόριστα. Ο άλλος εξακολούθησε:
-Κ' έπειτα, δεν πάει καθόλου να χαμηλώνετε εσείς τα μάτια· αυτό δείχνει προσποίηση, ένα πράμα γελοίο και αφύσικο... Για να αντισταθμίσω τον πρόστυχο τρόπο που σας μιλώ, θα σας πω πολύ σοβαρά και αυθαδέστατα: «Πιστεύω στο διάβολο, πιστεύω σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες, στο διάβολο τον ενσαρκωμένο, κι όχι σε διαβόλους αλληγορικούς, και δεν έχω καμιάν ανάγκη να ρωτήσω κανένα για το ζήτημα τούτο.» Τελεία και παύλα. Θα νοιώθετε σίγουρα μεγάλη χαρά για τούτο, ε;…
Γέλασε νευρικά. O Τύχων τον κοίταξε περίεργα με τα γλυκά και δειλά μάτια του.
-Πιστεύετε στο Θεό; ρώτησε απότομα ο Σταυρόγκιν.
-Πιστεύω.
-Λένε, θαρρώ, τα κιτάπια, πως άμα πιστεύει κανείς και προστάξει το βουνό να περπατήσει, θα περπατήσει... Βλακείες και πάλι!... Είμαι ωστόσο περίεργος να μάθω: Θα μπορούσατε εσείς να μετατοπίσετε ένα βουνό, ή όχι ;
-Αν το πρόσταζε ο Θεός, θα το μετατόπιζα, είπε ο Τύχων με ύφος ντροπαλό και χαμηλώνοντας αργά τα μάτια.
-Δεν είναι το ζήτημα να το κινήσετε με τη βοήθεια του Θεού. Όχι! εσείς, εσείς μονάχος σας αν θα το κάνετε σαν ανταμοιβή για την πίστη σας στο Θεό;
-Ίσως να το μετατόπιζα και μόνος μου.
-Ίσως; Ωραίο κι' αυτό... Μα γιατί αμφιβάλλετε;
-Δεν έχω πίστη απόλυτη.
-Πως όχι απόλυτη;
-Ναι,... ίσως να μην είναι τελεία.
-Πιστεύετε, τουλάχιστο, πως με τη βοήθεια του Θεού θα το μετατοπίζατε. Είναι κι αυτό κάτι. Είναι, οπωσδήποτε, κάπως περισσότερο από το «πολύ λίγο» ενός άλλου αγίου ανθρώπου, που ήταν κ' εκείνος αρχιεπίσκοπος, και τον είπε το λόγο αυτόν υπό την απειλήν του ξίφους, είναι αλήθεια... Είστε χριστιανός βέβαια;...
-Μη γένοιτο εμοί καυχάσθαι, ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών ! εψιθύρισεν ο Τύχων με πάθος και χαμηλώνοντας πιο πολύ το κεφάλι. Οι άκρες των χειλιών του τρεμουλιάσανε νευρικά.
-Και μπορεί κανείς να πιστεύει στο διάβολο, χωρίς να έχει απόλυτη πίστη στο Θεό; ρώτησε ο Σταυρόγκιν με καγχασμό.
-Ναι, βέβαια, μπορεί. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά, αποκρίθηκε ο Τύχων σηκώνοντας τα μάτια και χαμογελώντας.
-Και είμαι σίγουρος, πως θα βρίσκετε μια τέτοια πίστη τιμιότερη, παρ' όλα τούτα, από την ολότελη απιστία... Πως φαίνεστε, πως είστε παπάς! είπε ο Σταυρόγκιν γελώντας.
Ο Τύχων του αποκρίθηκε και πάλι μ' ένα χαμόγελο, και προσέθεσε με φαιδρότητα:
-Τουναντίον, η απόλυτη αθεΐα είναι εντιμότερη από την κοσμική αδιαφορία.
-Μπαμπόγερε ! Τέτοιος μου είστε λοιπόν;
-Η απόλυτη αθεΐα είναι το προτελευταίο σκαλοπάτι του υψηλότερου σημείου της τελείας πίστεως. (Αν το ξεπερνά κανείς ή όχι, είναι άλλο ζήτημα). Ενώ ο αδιάφορος δεν έχει καμιά πίστη, εκτός από έναν άθλιο φόβο κι αυτόν ακόμα σπάνια, αν τύχει να ‘ναι φιλήδονος.
-Χμ!... Έχετε διαβάσει την Αποκάλυψη;
-Την έχω διαβάσει,
-Θυμάστε... : «Και τω αγγέλω της εν Λαοδικία εκκλησίας γράψον...»;
-Θυμούμαι, είναι λόγια όμορφα.
-Όμορφα; Παράξενη έκφραση για ένα δεσπότη· οπωσδήποτε, είστε πολύ πρωτότυπος... Που είναι αυτό το βιβλίο; ρώτησε με αλλόκοτη βιασύνη ο Σταυρόγκιν, ψάχνοντας με τα μάτια του στο τραπέζι. Θα ήθελα να σας διάβαζα τη σχετική περικοπή. Έχετε τη ρούσικη μετάφραση;
-Ξέρω το χωρίον, το θυμούμαι πολύ καλά, είπε ο Τύχων.
-Το ξέρετε απόξω... ; Πέστε το.
Ο Σταυρόγκιν χαμήλωσε τα μάτια, στήριξε τις δυο παλάμες του στα γόνατά του, φανερώνοντας ανυπομονησία. Ο Τύχων απάγγειλε χωρίς να παραλείψει ούτε μια λέξη:
«Και τω αγγέλω της εν Λαοδικία εκκλησίας γράψον: Τάδε λέγει ο αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η αρχή της κτίσεως του Θεού. Οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός ει ούτε ζεστός· όφελον ψυχρός ης ή ζεστός. Ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματος μου ότι λέγεις, ότι πλούσιος ειμί και πεπλούτηκα και ουδέν χρείαν έχω, και ουκ οίδας ότι συ ει ο ταλαίπωρος και ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός...»
-Φτάνει! διέκοψε ο Σταυρόγκιν. Αυτά λέγονται για κείνους που στέκουν στη μέση, για τους αδιάφορους, δεν είν' έτσι;... Ξέρετε, σας αγαπώ πολύ.
-Κ' εγώ, εσάς, αποκρίθηκε ο Τύχων με μισόσβηστη φωνή.
Ο Σταυρόγκιν σώπασε και βυθίστηκε και πάλι στη συλλογή του. Αυτό το έπαθε για τρίτη φορά, σα να τον έπιασε κρίση. Το ίδιο και στον Τύχωνα είχε πει : «Σας αγαπώ», μέσα σε κρίση, με κάποιον τρόπο, οπωσδήποτε, απροσδόκητο και για τον ίδιο.
Πέρασε ένα λεφτό της ώρας.
-Μη θυμώνετε ψιθύρισε ο Τύχων αγγίζοντας δειλά με το δάχτυλο τον αγκώνα του Σταυρόγκιν.
Ο άλλος ανατρίχιασε και σούφρωσε με οργή τα φρύδια.
-Πώς το μαντέψατε πως ήμουν θυμωμένος; ρώτησε απότομα
Ο Τύχων θέλησε ν' αποκριθεί, αλλά ο Σταυρόγκιν εξακολούθησε με παράλογη ανησυχία:
-Γιατί υποθέσατε, πως έπρεπε χωρίς άλλο να θυμώσω; Ναι, ήμουνα έξω φρενών, έχετε δίκιο, και ίσια-ίσια επειδή είπα: «Σας αγαπώ». Έχετε δίκιο, είστε όμως κυνικός. Έχετε πολύ ταπεινή ιδέα για την ανθρώπινη φύση. θα μπορούσα να μη θύμωνα, αν ήμουν άλλος άνθρωπος... Έπειτα, δεν πρόκειται για τον άνθρωπο γενικά, άλλα για μένα. Κ' εσείς, όσο να ‘ναι, είστε πολύ πρωτότυπος, είστε άρρωστος.
Θύμωνε ολοένα και περισσότερο, και -πράμα παράξενο - δε στενοχωριότανε πια να μεταχειρίζεται τα λόγια που ήθελε.
-Ακούστε, δε μ' αρέσουν οι σπιούνοι κ' οι ψυχολόγοι, τουλάχιστον εκείνοι απ' αυτούς που θέλουνε να τρυπώσουνε μες στην ψυχή μου. Δεν προσκάλεσα κανένα να μπει μέσα μου, δεν έχω από κανέναν ανάγκη, ξέρω να οδηγούμαι μονάχος μου. Θα νομίζετε ίσως πως σας φοβούμαι; ρώτησε δυναμώνοντας τη φωνή και ανασηκώνοντας το κεφάλι του με προκλητικό ύφος. Είστε ολότελα σίγουρος πως ήρθα να σας αποκαλύψω τρομερό μυστικό και το περιμένετε με περιέργεια καλογερική, όπως το συνηθίζετε όλοι σας. Μάθετε λοιπόν, πως δε θα σας αποκαλύψω τίποτα, κανένα μυστικό, γιατί δε σας έχω καθόλου ανάγκη.
Ο Τύχων τον κοίταξε με βλέμμα στερεό και είπε:
-Ξαφνιστήκατε με το γεγονός, ότι ο Αμνός προτιμά τους ψυχρούς από τους χλιαρούς, και δε θέλετε να είστε μονάχα χλιαρός. Προαισθάνομαι πως έχετε κάποια πρόθεση εξαιρετική, τρομερή ίσως. Αν είναι έτσι, σας εξορκίζω, μη βασανίζεστε και πέστε όλα όσα ήρθατε να μου πείτε.
-Και είσαστε σίγουρος, πως ήρθα για να σας αποκαλύψω κάτι;
-Το... Το είχα μαντέψει από την όψη σας, ψιθύρισε ο Τύχων χαμηλώνοντας τα μάτια.
Ο Σταυρόγκιν ωχρίασε ελαφρά, τα χέρια του έτρεμαν. Για λίγα δευτερόλεφτα κάρφωσε σιωπηλά το βλέμμα του στον Τύχωνα, σα να ‘παιρνε κάποια απόφαση. Έβγαλε τέλος από τη μέσα τσέπη της ρεντιγκότας του κάτι φύλλα τυπωμένα και τ' απόθεσε στο τραπέζι.
-Ιδού κάτι φύλλα που είναι προορισμένα να κυκλοφορήσουν, είπε με φωνή μισοκομμένη. Αν τα φύλλα τούτα διαβαστούν κι από ένα μονάχα άνθρωπο δεν υπάρχει λόγος πια να τα κρατήσω μυστικά, και θα μπορούσαν να τα διαβάσουνε όλοι. Αυτή είναι η απόφασή μου... Δε σας έχω καθόλου ανάγκη, εσάς, γιατί τα ‘χω όλα αποφασισμένα... Διαβάστε όμως... μη μου πείτε τίποτα όσο τα διαβάζετε· άμα τα τελειώσετε, μου τα λέτε όλα...
-Πρέπει να τα διαβάσω, αλήθεια; ρώτησε ο Τύχων με δισταγμό.
-Διαβάστε. Το ‘χω πάρει απόφαση από καιρό.
-Δεν μπορώ να διαβάσω χωρίς τα γυαλιά μου, τα ψηφία είναι πολύ μικρά. Η εκτύπωση θα ‘γινε στο εξωτερικό...
-Να τα γυαλιά σας, είπε ο Σταυρόγκιν, δίνοντάς του τα ματογυάλια που είχε βρει στο τραπέζι απάνω, κ' έγειρε προς τα πίσω για ν' ακουμπήσει στη ράχη του ντιβανιού.
Ο Τύχων βυθίστηκε στην ανάγνωση.