×

Vi använder kakor för att göra LingQ bättre. Genom att besöka sajten, godkänner du vår cookie-policy.

image

Δέλτα, Π. - Για την πατρίδα, 14. ΙΔ'. Ο τάφος του Παλικαριού

14. ΙΔ'. Ο τάφος του Παλικαριού

Η κυρα-Παγράταινα είχε ανάψει μια λαμπάδα εμπρός στα εικονίσματα της, και κάθε λίγο άφηνε τις δουλειές και τα σιγυρίσματά της κι έκανε ένα - δυο μετάνοιες, μουρμουρίζοντας καμιά προσευχή:

«Παναγία μου, βοήθα τους! Θεοτόκε, πάρε το καημένο το κορίτσι στην προστασία σου, 'Αη-Γρηγόρη μου, εσύ που σου έταξα το παιδί μου, λυπήσου κι αυτά τα δυο παιδιά, μεσίτεψε στον Κύριο…»

Η ώρα περνούσε κι η ανησυχία της κυρα-Παγράταινας όλο και μεγάλωνε.

Στο τέλος άκουσε το βήμα του αντρός της. Η πόρτα άνοιξε, ο δεσμοφύλακας μπήκε μέσα με τη Θέκλα κι έκλεισε την πόρτα.

Καθώς τους είδε, η γριά αναστέναξε.

— Δόξα σοι ο Θεός… είπε.

Μα σταμάτησε βλέποντας το αναίματο και σα μαρμαρωμένο πρόσωπο της Θέκλας και τα ματωμένα της ρούχα.

— Παναγία μου! ψιθύρισε τρομαγμένη. Τι τρέχει; Είσαι πληγωμένη, κόρη μου;

Η Θέκλα κοίταξε τα ρούχα της κι αποκρίθηκε με την ίδια μονότονη φωνή:

— Όχι… είναι το δικό του αίμα.

— Τίνος; ρώτησε ακόμα πιο τρομαγμένη η κυρα-Παγράταινα.

Ο γέρος τής έκανε νόημα να σωπάσει. Μα η γριά ήταν τόσο ταραγμένη, που δεν καταλάβαινε.

— Τίνος αίμα; ξαναρώτησε.

Η Θέκλα θέλησε ν' απαντήσει, το στόμα της συσπάστηκε νευρικά:

— Εκείνου… είπε με κόπο.

Και κάθισε πλάγι στο τζάκι, με τα μάτια στυλωμένα στις φλόγες, αναίσθητη σε ό,τι γίνουνταν γύρω της.

Η γριά γύρισε στον άντρα της και είδε τα μάτια του κόκκινα από τα κλάματα.

— Αχ, πες μου, γέρο μου! είπε με χαμηλή ταραγμένη φωνή.

Ο δεσμοφύλακας με νόημα της έδειξε τη Θέκλα.

— Σκοτώθηκε ο άντρας της για να την καταφέρει να φύγει αυτή, ψιθύρισε, γιατί δεν αποφάσιζε να τον αφήσει όσο ζούσε. Ήταν ένα παλικάρι ως εκεί πάνω… κι όμορφο και μεγαλόκαρδο!… Να τον έβλεπες εκεί ξαπλωμένο στ' άχυρα, βουτημένο στο αίμα του, θα ράγιζε η καρδιά σου…

Και τον πήραν πάλι τα κλάματα. Η κυρα-Παγράταινα σκούπισε κι εκείνη τα δάκρυα της.

Κοίταζε τη Θέκλα και μουρμούριζε, σαλεύοντας πάνω - κάτω το κεφάλι της.

Κοίταξε το λιγνό κορίτσι που κάθουνταν πλάγι στο τζάκι…

— Σε τι καιρούς ζούμε, Παναγίτσα μου!… Χαμηλόφωνα ρώτησε τον άντρα της:

— Και τώρα, γέρο μου, τι θα γίνει η κακομοίρα; Έχει τίποτα συγγενείς εδώ; Ή μήπως θα μείνει πια μαζί μας;

— Όχι. Θα την πάγω στο Δυρράχιο. Θέλει καλά και σώνει εκεί να πάγει. Μα πρέπει να της δώσεις ν' αλλάξει ρούχα. Αυτά που φορεί είναι ματωμένα, και θα την υποψιαστούν αν τη δουν έτσι.

Ο Παγράτης κοίταξε το λιγνό κορίτσι που κάθουνταν πλάγι στο τζάκι, ντυμένο ακόμα με τ' αγορίστικα ρούχα του, το πρόσωπο μισοκρυμμένο στα μακριά καστανά μαλλιά που την περιτύλιγαν με τα πλούσια σγουρά τους. Και από τα βάθη της καρδιάς του λυπήθηκε την ερημιά της.

Σκούπισε βιαστικά δυο κόμπους που κύλησαν πάλι στα γέρικα μάγουλα του, και σηκώθηκε να πάρει από μια γωνιά το φτυάρι και την αξίνα του.

— Πού πας; ρώτησε ανήσυχα η Παγράταινα. Μ' ένα βλέμμα της έδειξε τη Θέκλα.

— Τον έριξαν έξω να τον φαν τα σκυλιά, είπε σιγά. Πάγω να τον θάψω…

Και βγήκε από την κάμαρα κι έκλεισε την πόρτα. Όταν γύρισε, βρήκε τη Θέκλα στην ίδια θέση, με τα ίδια ρούχα.

— Δεν την έντυσες; ρώτησε τη γυναίκα του.

— Μπα! Δε μοιάζει ν' ακούει ούτε να νιώθει, είπε η γριά. Αν δεν ήταν τα μάτια της όπου λες και καίεται η ψυχή της, θα ‘λεγες πως τελείωσε εκεί που κάθεται! Τη λυπήθηκα και την άφησα…

Η Θέκλα άκουσε τις ομιλίες και γύρισε.

Είδε τους δυο γέρους που την κοίταζαν με λυπημένα μάτια γεμάτα συμπάθεια.

Έτριψε το μέτωπο της μιά-δυο φορές, αφηρημένα.

— Πού τον έβαλαν; ρώτησε ήσυχα.

Ο Παγράτης ζύγωσε και θέλησε να τη σηκώσει, να της μιλήσει γι' άλλα πράγματα.

Αλλά με την ίδια άτονη φωνή ξαναρώτησε:

— Τι τον έκαμαν;

— Τον έθαψα εγώ, είπε ο γέρος με βραχνή φωνή.

— Πού;

— Στο περιβολάκι μου, κάτω από τον πλάτανο. Τον κοίταξε με μάτια βαθιά όπου έκαιε ο πυρετός. Όρθιος μπροστά της, ο γέρος δε γύρευε πια να κρύψει τα δάκρυα του.

— Θα με πας να τον δω; ρώτησε η Θέκλα.

— Ποιον, τον τάφο; Βέβαια, αν θέλεις. Μα πρέπει ν' αλλάξεις ρούχα.

Η κυρα-Παγράταινα την παρέλαβε και την έντυσε με γυναικεία χωρικά φορέματα.

— Ήταν της ψυχοκόρης μου ρούχα, της εξήγησε. Τώρα παντρεύτηκε και μου έμειναν αυτά. Όσο είσαι μαζί μου θα σε περνώ για ψυχοκόρη μου.

Αφού την έντυσε, φώναξε τον Παγράτη, και οι δυο μαζί τη συνόδευσαν στο πίσω μέρος της φυλακής όπου ήταν το περιβολάκι του δεσμοφύλακα.

Στη ρίζα του πλατάνου, το νωπό χώμα μαρτυρούσε το νεόσκαφτο λάκκο όπου κοιμούνταν ο καλός της.

Με δεμένα χέρια και σκυφτό κεφάλι κοίταζε το χώμα όπου ο Παγράτης είχε μπήξει ένα χοντροπελεκημένο ξύλινο σταυρό. Μα τα μάτια της έμεναν ξερά, ενώ στο πλάγι της οι δυο γέροι έκλαιγαν με λυγμούς.

Η Παγράταινα πήρε σιγά το χέρι της.

— Έλα, κόρη μου, της είπε.

Η Θέκλα σήκωσε τα μάτια, τους είδε, και σα να ξυπνούσε από όνειρο, έπιασε το μέτωπο της, γυρεύοντας να ξαναθυμηθεί.

— Έλα, κόρη μου, ξαναείπε η γριά.

— Ναι… πάμε… αποκρίθηκε η Θέκλα. Γονάτισε, φίλησε το χώμα που σκέπαζε τον άντρα της και προσκύνησε το σταυρό.

Ύστερα σηκώθηκε και ακολούθησε τους γέρους στο δωμάτιο τους.

— Τώρα πάμε στο Δυρράχιο, είπε.

Ο ήλιος έγερνε πίσω από τα βουνά όταν ο Παγράτης και η Θέκλα ξεκίνησαν με τ' άλογα.

Στη θέση του ο δεσμοφύλακας είχε αφήσει έναν ανεψιό του, που ήταν συνηθισμένος να τον αναπληρώνει, όταν έλειπε από τη φυλακή.

— Ώστε, είπε της Θέκλας, μπορώ να μείνω μαζί σου όσο μ' έχεις ανάγκη.

Η Παγράταινα είχε σφίξει την κόρη στην αγκαλιά της, μα, από τα κλάματα, δεν μπόρεσε ούτε λέξη ν' αρθρώσει.

Τα περικομμένα μαύρα μάτια της Θέκλας, καμένα από τον πυρετό και την αϋπνία, της πλήγωναν την καρδιά.

— Άναψε μια καντήλα στον τάφο του, ήταν τα τελευταία λόγια που της είπε η Θέκλα.

Και η γριά ορκίστηκε μέσα στην καρδιά της πως, όσο ζούσε, το λάδι θα έκαιε μπροστά στο σταυρό.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

14. ΙΔ'. Ο τάφος του Παλικαριού ||tomb||of the Boy text14

Η κυρα-Παγράταινα είχε ανάψει μια λαμπάδα εμπρός στα εικονίσματα της, και κάθε λίγο άφηνε τις δουλειές και τα σιγυρίσματά της κι έκανε ένα - δυο μετάνοιες, μουρμουρίζοντας καμιά προσευχή: The|||had|lit|a|candle|in front of|at the|icons|her|and|every|little|would leave|the|chores|and|the|tidying up|her|and|would do|one|two|prostrations|murmuring|any|prayer Lady Pagratina had lit a candle in front of her icons, and every now and then she would leave her chores and tidying up and make one or two prostrations, murmuring a prayer:

«Παναγία μου, βοήθα τους! Holy Mary|my|help|them "My Virgin Mary, help them!" Θεοτόκε, πάρε το καημένο το κορίτσι στην προστασία σου, 'Αη-Γρηγόρη μου, εσύ που σου έταξα το παιδί μου, λυπήσου κι αυτά τα δυο παιδιά, μεσίτεψε στον Κύριο…» Mother of God|take|the|poor|the|girl|under|protection|your|Saint||my|you|who|your|promised|the|child|my|have mercy on|and|these|the|two|children|intercede|to the|Lord Mother of God, take the poor girl under your protection, Saint Gregory, you to whom I promised my child, have mercy on these two children as well, intercede with the Lord...

Η ώρα περνούσε κι η ανησυχία της κυρα-Παγράταινας όλο και μεγάλωνε. The|hour|was passing|and|the|anxiety|of her|||more and more|and|was growing Time was passing and the anxiety of Kyra-Pagratina was growing.

Στο τέλος άκουσε το βήμα του αντρός της. At|the end|she heard|the|step|of her|husband|her In the end, she heard her husband's footsteps. Η πόρτα άνοιξε, ο δεσμοφύλακας μπήκε μέσα με τη Θέκλα κι έκλεισε την πόρτα. The|door|opened|the|jailer|entered|inside|with|the|Thekla|and|closed|the|door The door opened, the jailer entered with Thekla and closed the door.

Καθώς τους είδε, η γριά αναστέναξε. As|them|saw|the|old woman|sighed As she saw them, the old woman sighed.

— Δόξα σοι ο Θεός… είπε. Glory|to you|the|God|said — Glory to God… he said.

Μα σταμάτησε βλέποντας το αναίματο και σα μαρμαρωμένο πρόσωπο της Θέκλας και τα ματωμένα της ρούχα. But|stopped|seeing|the|bloodless|and|like|petrified|face|her|Thekla|and|the|bloodied|her|clothes But he stopped seeing the bloodless and stone-like face of Thekla and her bloodied clothes.

— Παναγία μου! Holy Mary|my — My Holy Mother! ψιθύρισε τρομαγμένη. whispered|frightened he whispered, terrified. Τι τρέχει; Είσαι πληγωμένη, κόρη μου; What|is wrong|You are|hurt|daughter|my What is happening? Are you hurt, my daughter?

Η Θέκλα κοίταξε τα ρούχα της κι αποκρίθηκε με την ίδια μονότονη φωνή: The|Thekla|looked|the|clothes|her|and|replied|with|the|same|monotonous|voice Thekla looked at her clothes and replied in the same monotonous voice:

— Όχι… είναι το δικό του αίμα. No... it's his blood.

— Τίνος; ρώτησε ακόμα πιο τρομαγμένη η κυρα-Παγράταινα. Whose|asked|even|more|frightened|the|| — Whose? asked Mrs. Pagratina even more frightened.

Ο γέρος τής έκανε νόημα να σωπάσει. The|old man|her|made|gesture|to|be quiet The old man signaled her to be quiet. Μα η γριά ήταν τόσο ταραγμένη, που δεν καταλάβαινε. But|the|old woman|was|so|disturbed|that|not|understood But the old woman was so agitated that she didn't understand.

— Τίνος αίμα; ξαναρώτησε. Whose|blood|asked again — Whose blood? she asked again.

Η Θέκλα θέλησε ν' απαντήσει, το στόμα της συσπάστηκε νευρικά: The|Thekla|wanted||answer|the|mouth|her|twitched|nervously The Thekla wanted to answer, her mouth twitched nervously:

— Εκείνου… είπε με κόπο. of him|said|with|effort — His... she said with difficulty.

Και κάθισε πλάγι στο τζάκι, με τα μάτια στυλωμένα στις φλόγες, αναίσθητη σε ό,τι γίνουνταν γύρω της. And|sat|sideways|at the|fireplace|with|the|eyes|fixed|on the|flames|insensitive|to|whatever|was happening|around|her And she sat beside the fireplace, her eyes fixed on the flames, oblivious to what was happening around her.

Η γριά γύρισε στον άντρα της και είδε τα μάτια του κόκκινα από τα κλάματα. The|old woman|turned|to the|husband|her|and|saw|the|eyes|his|red|from|the|tears The old woman turned to her husband and saw his eyes red from crying.

— Αχ, πες μου, γέρο μου! Ah|tell|me|old man|my — Oh, tell me, my old man! είπε με χαμηλή ταραγμένη φωνή. said|with|low|troubled|voice she said in a low, troubled voice.

Ο δεσμοφύλακας με νόημα της έδειξε τη Θέκλα. The|jailer|with|gesture|her|showed|the|Thekla The jailer pointed meaningfully to Thekla.

— Σκοτώθηκε ο άντρας της για να την καταφέρει να φύγει αυτή, ψιθύρισε, γιατί δεν αποφάσιζε να τον αφήσει όσο ζούσε. The man was killed|the|husband|her|in order to|to|her|make|to|leave|she|whispered|because|not|decided|to|him|leave|as long as|lived — Her husband was killed to make her escape, he whispered, because she wouldn't decide to leave him while he was alive. Ήταν ένα παλικάρι ως εκεί πάνω… κι όμορφο και μεγαλόκαρδο!… Να τον έβλεπες εκεί ξαπλωμένο στ' άχυρα, βουτημένο στο αίμα του, θα ράγιζε η καρδιά σου… It was|a|young man|as|there|up|and|handsome|and|big-hearted|To|him|saw|there|lying||straw|soaked|in|blood|his|would|break|the|heart|your He was a young man up there... both handsome and big-hearted!… If you saw him lying there in the straw, soaked in his blood, your heart would break…

Και τον πήραν πάλι τα κλάματα. And|him|took|again|the|tears And he was taken by tears again. Η κυρα-Παγράταινα σκούπισε κι εκείνη τα δάκρυα της. The|||wiped|and|she|the|tears|her Mrs. Pagratina wiped her tears as well.

Κοίταζε τη Θέκλα και μουρμούριζε, σαλεύοντας πάνω - κάτω το κεφάλι της. She was looking|at Thekla|Thekla|and|murmuring|moving|up|down|her|head| She looked at Thekla and murmured, shaking her head up and down.

Κοίταξε το λιγνό κορίτσι που κάθουνταν πλάγι στο τζάκι… Looked|the|slender|girl|who|was sitting|beside|at the|fireplace She looked at the slender girl sitting next to the fireplace…

— Σε τι καιρούς ζούμε, Παναγίτσα μου!… Χαμηλόφωνα ρώτησε τον άντρα της: In|what|times|we live|my little Virgin Mary|my|softly|asked|the|husband|her — What times are we living in, my little Virgin Mary!… She quietly asked her husband:

— Και τώρα, γέρο μου, τι θα γίνει η κακομοίρα; Έχει τίποτα συγγενείς εδώ; Ή μήπως θα μείνει πια μαζί μας; And|now|old man|my|what|will|happen|the|poor thing|Does she have|any|relatives|here|Or|perhaps|will|stay|anymore|with|us — And now, my old man, what will happen to the poor thing? Does she have any relatives here? Or will she stay with us?

— Όχι. No — No. Θα την πάγω στο Δυρράχιο. I will|her|take|to|Durrës I will freeze her in Durrës. Θέλει καλά και σώνει εκεί να πάγει. He wants|well|and|surely|there|to|go She insists on going there no matter what. Μα πρέπει να της δώσεις ν' αλλάξει ρούχα. But|you must|to|her|give||change|clothes But you must let her change clothes. Αυτά που φορεί είναι ματωμένα, και θα την υποψιαστούν αν τη δουν έτσι. These|that|wears|are|bloodstained|and|will|her|suspect|if|her|see|like this What she is wearing is bloody, and they will suspect her if they see her like this.

Ο Παγράτης κοίταξε το λιγνό κορίτσι που κάθουνταν πλάγι στο τζάκι, ντυμένο ακόμα με τ' αγορίστικα ρούχα του, το πρόσωπο μισοκρυμμένο στα μακριά καστανά μαλλιά που την περιτύλιγαν με τα πλούσια σγουρά τους. The|Pagratīs|looked|the|slender|girl|who|sat|sideways|by|fireplace|dressed|still|in||boyish|clothes|his|the|face|half-hidden|in the|long|brown|hair|that|her|surrounded|with|the|rich|curly|their Pagratios looked at the slender girl sitting next to the fireplace, still dressed in her boyish clothes, her face half-hidden in the long brown hair that wrapped around her with its rich curls. Και από τα βάθη της καρδιάς του λυπήθηκε την ερημιά της. And|from|the|depths|of the|heart|his|felt sorry for|the|loneliness|of her And from the depths of his heart, he felt sorry for her loneliness.

Σκούπισε βιαστικά δυο κόμπους που κύλησαν πάλι στα γέρικα μάγουλα του, και σηκώθηκε να πάρει από μια γωνιά το φτυάρι και την αξίνα του. He wiped|hurriedly|two|tears|that|rolled|again|on|old|cheeks|his|and|he got up|to|take|from|a|corner|the|shovel|and|the|pickaxe|his He quickly wiped away two tears that had rolled down his aged cheeks, and got up to take his shovel and pickaxe from a corner.

— Πού πας; ρώτησε ανήσυχα η Παγράταινα. Where|are you going|asked|anxiously|the|Pagratina — Where are you going? asked Pagratina anxiously. Μ' ένα βλέμμα της έδειξε τη Θέκλα. With a glance, she pointed to Thekla.

— Τον έριξαν έξω να τον φαν τα σκυλιά, είπε σιγά. Him|threw|outside|to|him|eat|the|dogs|said|quietly — They threw him outside for the dogs to eat him, she said quietly. Πάγω να τον θάψω… I go|to|him|bury I’m going to bury him…

Και βγήκε από την κάμαρα κι έκλεισε την πόρτα. And|he/she/it exited|from|the|room|and|he/she/it closed|the|door And she left the room and closed the door. Όταν γύρισε, βρήκε τη Θέκλα στην ίδια θέση, με τα ίδια ρούχα. When|he returned|he found|the|Thekla|in the|same|position|with|the|same|clothes When she returned, she found Thekla in the same position, wearing the same clothes.

— Δεν την έντυσες; ρώτησε τη γυναίκα του. Not|her|did you dress|asked|the|woman|his — Didn't you dress her? asked his wife.

— Μπα! No! Δε μοιάζει ν' ακούει ούτε να νιώθει, είπε η γριά. not|seems||hear|nor|to|feel|said|the|old woman She doesn't seem to hear or feel, said the old woman. Αν δεν ήταν τα μάτια της όπου λες και καίεται η ψυχή της, θα ‘λεγες πως τελείωσε εκεί που κάθεται! If|not|were|the|eyes|her|where|you say|and|burns|the|soul|her|would||that|finished|there|where|she sits If it weren't for her eyes where you say her soul is burning, you would say she has finished right where she sits! Τη λυπήθηκα και την άφησα… her|I felt sorry for|and|her|I left I felt sorry for her and left her...

Η Θέκλα άκουσε τις ομιλίες και γύρισε. The|Thekla|heard|the|speeches|and|turned around Thekla listened to the speeches and turned around.

Είδε τους δυο γέρους που την κοίταζαν με λυπημένα μάτια γεμάτα συμπάθεια. She saw|the|two|old men|who|her|were looking|with|sad|eyes|full of|sympathy She saw the two old men looking at her with sad eyes full of sympathy.

Έτριψε το μέτωπο της μιά-δυο φορές, αφηρημένα. He rubbed|the|forehead|of her|||times|absentmindedly She rubbed her forehead a couple of times, absentmindedly.

— Πού τον έβαλαν; ρώτησε ήσυχα. Where|him|did they put|asked|quietly — Where did they put him? she asked quietly.

Ο Παγράτης ζύγωσε και θέλησε να τη σηκώσει, να της μιλήσει γι' άλλα πράγματα. The|Pagratīs|approached|and|wanted|to|her|lift|to|her|speak||other|things Pagratios approached and wanted to lift her up, to talk to her about other things.

Αλλά με την ίδια άτονη φωνή ξαναρώτησε: But|with|the|same|toneless|voice|asked again But with the same weak voice, he asked again:

— Τι τον έκαμαν; What|him|did — What did they do to him?

— Τον έθαψα εγώ, είπε ο γέρος με βραχνή φωνή. him|I buried|I|said|the|old man|with|hoarse|voice — I buried him, said the old man in a hoarse voice.

— Πού; Where — Where?

— Στο περιβολάκι μου, κάτω από τον πλάτανο. In the|little garden|my|under|from|the|plane tree — In my little garden, under the plane tree. Τον κοίταξε με μάτια βαθιά όπου έκαιε ο πυρετός. Him|looked|with|eyes|deep|where|burned|the|fever She looked at him with deep eyes where the fever burned. Όρθιος μπροστά της, ο γέρος δε γύρευε πια να κρύψει τα δάκρυα του. Standing|in front of|her|the|old man|not|sought|anymore|to|hide|the|tears|his Standing in front of her, the old man no longer sought to hide his tears.

— Θα με πας να τον δω; ρώτησε η Θέκλα. — Will you take me to see him? asked Thekla.

— Ποιον, τον τάφο; Βέβαια, αν θέλεις. Whom|the|grave|Of course|if|you want — Who, the grave? Of course, if you want. Μα πρέπει ν' αλλάξεις ρούχα. But|you must||change|clothes But you need to change clothes.

Η κυρα-Παγράταινα την παρέλαβε και την έντυσε με γυναικεία χωρικά φορέματα. The|||her|took|and|her|dressed|in|women's|rural|dresses Madam Pagratina took her in and dressed her in women's rural clothes.

— Ήταν της ψυχοκόρης μου ρούχα, της εξήγησε. It was|of the|stepdaughter|my|clothes|to her|explained — These were my goddaughter's clothes, she explained to her. Τώρα παντρεύτηκε και μου έμειναν αυτά. Now|he/she got married|and|to me|remained|these Now she has married and these are left to me. Όσο είσαι μαζί μου θα σε περνώ για ψυχοκόρη μου. As long as|you are|with|me|will|you|consider|as|stepdaughter|my As long as you are with me, I will consider you my goddaughter.

Αφού την έντυσε, φώναξε τον Παγράτη, και οι δυο μαζί τη συνόδευσαν στο πίσω μέρος της φυλακής όπου ήταν το περιβολάκι του δεσμοφύλακα. After|her|dressed|called|the|Pagratis|and|the|two|together|her|accompanied|to the|back|part|of the|prison|where|was|the|small garden|of the|jailer After she dressed her, she called Pagrat and the two of them accompanied her to the back of the prison where the warden's little garden was.

Στη ρίζα του πλατάνου, το νωπό χώμα μαρτυρούσε το νεόσκαφτο λάκκο όπου κοιμούνταν ο καλός της. At|root|of|plane tree|the|wet|soil|testified|the|newly dug|pit|where|slept|the|good|her At the root of the plane tree, the moist soil testified to the freshly dug grave where her beloved lay.

Με δεμένα χέρια και σκυφτό κεφάλι κοίταζε το χώμα όπου ο Παγράτης είχε μπήξει ένα χοντροπελεκημένο ξύλινο σταυρό. With|bound|hands|and|bowed|head|looked|the|soil|where|the|Pagratis|had|driven|a|crudely hewn|wooden|cross With her hands tied and her head bowed, she looked at the ground where Pagratis had driven a thick-hewn wooden cross. Μα τα μάτια της έμεναν ξερά, ενώ στο πλάγι της οι δυο γέροι έκλαιγαν με λυγμούς. But|the|eyes|her|remained|dry|while|at|side|her|the|two|old men|cried|with|sobs But her eyes remained dry, while beside her the two old men wept with sobs.

Η Παγράταινα πήρε σιγά το χέρι της. The|Pagratina|took|slowly|the|hand|her Pagratina gently took her hand.

— Έλα, κόρη μου, της είπε. Come|daughter|my|to her|said — Come, my daughter, she said.

Η Θέκλα σήκωσε τα μάτια, τους είδε, και σα να ξυπνούσε από όνειρο, έπιασε το μέτωπο της, γυρεύοντας να ξαναθυμηθεί. The|Thekla|raised|the|eyes|them|saw|and|as|to|was waking|from|dream|touched|the|forehead|her|searching|to|remember again Thekla raised her eyes, saw them, and as if waking from a dream, touched her forehead, trying to remember.

— Έλα, κόρη μου, ξαναείπε η γριά. Come|daughter|my|said again|the|old woman — Come on, my daughter, the old woman said again.

— Ναι… πάμε… αποκρίθηκε η Θέκλα. Yes|let's go|replied|the|Thekla — Yes… let's go… Thekla replied. Γονάτισε, φίλησε το χώμα που σκέπαζε τον άντρα της και προσκύνησε το σταυρό. She knelt|kissed|the|soil|that|covered|the|man|her|and|worshipped|the|cross She knelt, kissed the earth that covered her husband, and bowed to the cross.

Ύστερα σηκώθηκε και ακολούθησε τους γέρους στο δωμάτιο τους. Then|he got up|and|he followed|them|old men|to the|room|their Then she got up and followed the old people into their room.

— Τώρα πάμε στο Δυρράχιο, είπε. "Now let's go to Durrës," he said.

Ο ήλιος έγερνε πίσω από τα βουνά όταν ο Παγράτης και η Θέκλα ξεκίνησαν με τ' άλογα. The|sun|was rising|behind|from|the|mountains|when|the|Pagratis|and|the|Thekla|started|with||horses The sun was setting behind the mountains when Pagratios and Thekla set off on their horses.

Στη θέση του ο δεσμοφύλακας είχε αφήσει έναν ανεψιό του, που ήταν συνηθισμένος να τον αναπληρώνει, όταν έλειπε από τη φυλακή. In|position|his|the|jailer|had|left|a|nephew|his|who|was|accustomed|to|him|replace|when|was absent|from|the|prison In his place, the jailer had left a nephew of his, who was used to filling in for him when he was away from the prison.

— Ώστε, είπε της Θέκλας, μπορώ να μείνω μαζί σου όσο μ' έχεις ανάγκη. So|she said|to Thekla|Thekla|I can|to|stay|together|with you|as long as||you have|need — So, Thekla said, I can stay with you as long as you need me.

Η Παγράταινα είχε σφίξει την κόρη στην αγκαλιά της, μα, από τα κλάματα, δεν μπόρεσε ούτε λέξη ν' αρθρώσει. The|Pagrataina|had|tightened|the|daughter|in the|embrace|her|but|from|the|cries|not|was able|even|word||articulate Pagratina had tightened her embrace around her daughter, but, from the crying, she couldn't utter a single word.

Τα περικομμένα μαύρα μάτια της Θέκλας, καμένα από τον πυρετό και την αϋπνία, της πλήγωναν την καρδιά. The|sunken|black|eyes|of|Thekla|burned|by|the|fever|and|the|insomnia|of|hurt|her|heart The cut black eyes of Thekla, burned by fever and insomnia, wounded her heart.

— Άναψε μια καντήλα στον τάφο του, ήταν τα τελευταία λόγια που της είπε η Θέκλα. Light|a|candle|at the|grave|his|were|the|last|words|that|to her|said|the|Thekla — Light a candle at his grave, were the last words Thekla said to her.

Και η γριά ορκίστηκε μέσα στην καρδιά της πως, όσο ζούσε, το λάδι θα έκαιε μπροστά στο σταυρό. And|the|old woman|swore|inside|in the|heart|her|that|as long as|lived|the|oil|would|burn|in front of|at the|cross And the old woman swore in her heart that, as long as she lived, the oil would burn in front of the cross.