×

Vi använder kakor för att göra LingQ bättre. Genom att besöka sajten, godkänner du vår cookie-policy.


image

Παραμύθι χωρίς όνομα, ΣΤ'. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ! (1)

ΣΤ'. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ! (1)

ΣΤ'. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ! Πρωί-πρωί το Βασιλόπουλο ξύπνησε την Ειρηνούλα.

- Έλα μαζί μου, της είπε. Πάγω να φέρω το φαγί της ημέρας, πριν σηκωθούν οι άλλοι.

- Πού πάμε; ρώτησε η αδελφή του.

- Στο δάσος. Πάρε ένα καλαθάκι μαζί σου, θα μαζέψομε ό,τι βρούμε.

Και με λαφριά βήματα κατέβαιναν το βουνό, όταν έξαφνα παράξενος ήχος κίνησε την προσοχή τους. Τ' αδέλφια σταμάτησαν ν' ακούσουν. - Τι είναι αυτό; ρώτησε η Ειρηνούλα

- Σαν ήχος κυπριού μου φάνηκε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

- Μπα! Πού να βρεθεί κυπρί εδώ; Κατσίκες δεν έχει στο γύρο!

Προχώρησαν λιγάκι και πάλι ακούστηκε το ίδιο κουδούνισμα.

Η Ειρηνούλα κοίταξε γύρω της, δεν είδε τίποτα και πλησίασε στην άκρη του γκρεμνού. Μα καθώς έσκυψε, έβγαλε μια φωνή και τραβήχθηκε πίσω.

- Τι τρέχει; ρώτησε το Βασιλόπουλο κι έσκυψε κοντά της.

Κάτω, στη ρίζα του βουνού, ήταν ξαπλωμένο το γκρεμισμένο πτώμα του αρχικαγκελάριου, και γύρω του χοροπηδούσε σα μαϊμού ένα ανθρωπάκι μισομαύρο-μισοκίτρινο, που μια ανασηκώνουνταν και μια ξαναμαζεύουνταν ανακούρκουδα πλάγι στο σώμα.

Κάθε του κίνηση συνοδεύονταν με κουδούνισμα κυπριών.

- Ένας πεθαμένος! ψιθύρισε τρομαγμένη η Ειρηνούλα.

- Είναι ο Πανουργάκος, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και ο Τζοτζές. Μα τι κάνει εκεί γύρω του; Λες και γυρεύει μονάχος του να τον σηκώσει…

Έξαφνα ο νάνος έσκυψε πάνω στον πεθαμένο, έσχισε το ρούχο του, το άνοιξε, έχωσε το χέρι του μέσα, και μ' ένα τσιριχτό γέλιο ανασηκώθηκε κι έτρεξε στον κάμπο και από κει κατά τη χώρα, όσο γρήγορα μπορούσαν να τον πάνε τα στραβά του ποδαράκια - Τι έκανε; ρώτησε η Ειρηνούλα τρέμοντας όλη. Τι του έκανε του Πανουργάκου;

- Δεν μπόρεσα να διακρίνω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, μα ο Τζοτζές ήταν πάντα λίγο παλαβός. Έλα, Ειρηνούλα, μην τρομάζεις έτσι!

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά τον κάμπο, όπου κατέβηκαν και τράβηξαν στο δάσος.

Ήταν χαρά Θεού εκείνη η ώρα. Τα πουλάκια έλεγαν το πρωινό τους τραγούδι, που σαν προσευχή ανέβαινε στον απαλό ουρανό. Τα λουλούδια σκορπούσαν ολόγυρα τη γλυκιά τους μυρωδιά, και χιλιάδες διάφανες στάλες είχαν σκαλώσει σε κάθε φυλλαράκι, σε κάθε χορτάρι, σα διαμάντια ατίμητα.

Παντού ξυπνούσε η φύση με τις πρώτες αχτίδες του ηλίου. Ένας σπίνος χαμηλοπετούσε για να βρει κανένα άχυρο ή πούπουλο να φτιάσει τη φωλιά του. Οι μέλισσες φτερούγιζαν και μουρμούριζαν με αγάπη γύρω στα δροσερά αγριολούλουδα, και ο βάτος άπλωνε τα κλωνάρια του, βαριά φορτωμένα καρπούς, σα να τους πρόσφερε σιωπηλά στα πεινασμένα αδέλφια.

- Αχ, τι ωραία σμέουρα! φώναξε η Ειρηνούλα Έλα να τα μαζέψομε.

Μα πεσμένο χάμω, το Βασιλόπουλο παρατηρούσε το πήγαινε κι έλα των μερμηγκιών, που ακολουθούσαν όλα τον ίδιο δρόμο, είτε πήγαιναν είτε ήρχουνταν, σταματώντας κάπου κάπου, σα να συνομιλούσαν, φεύγοντας πάλι βιαστικά, χωρίς να βγουν ποτέ από τη γραμμή τους. Μερικά ήταν φορτωμένα με κανένα σπόρο ή έντομο, και το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως εκείνα πήγαιναν πάντα προς το ίδιο σημείο, ενώ όσα γύριζαν δε βαστούσαν τίποτα.

- Έλα δω, Ειρηνούλα, φώναξε, έλα να βρούμε που πηγαίνουν το φορτίο τους τα μερμήγκια!

Και σκυμμένα στο χώμα, τ' αδέλφια ακολούθησαν τη ζωντανή γραμμή, που σταματούσε σε μια μικρή τρύπα, όπου όλα τα φορτωμένα μερμήγκια χώνουνταν, και ύστερα ξανάβγαιναν πάλι χωρίς φόρτωμα, πηγαίνοντας να βρουν τίποτε άλλο. - Δες τι περίεργο, είπε η Ειρηνούλα, δεν τρώγουν το φαγί τους, μόνο το κρύβουν μέσα στην τρύπα.

- Η τρύπα αυτή είναι η φωλιά τους, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, κι εξακολούθησε συλλογισμένο: Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης πως ζώντας στη φύση θα μάθομε πολλά πράματα; Να το πρώτο μάθημα που μας δίνει το μερμήγκι. Δεν του φθάνει να μαζεύει το φαγί της ημέρας, μόνο κάνει παρακαταθήκη στη φωλιά του για τους κακούς καιρούς ίσως…

- Αλήθεια, θαύμασε η Ειρηνούλα. Καλό ήταν να κάναμε και μεις το ίδιο. Μα τι να μαζέψομε; Τα σμέουρα σαπίζουν, δε βαστούν!

- Άλλα πράματα έχομε μεις να κάνομε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, αν θέλομε να είμαστε έτοιμοι ν' αντικρίσομε τις φουρτούνες, σαν έλθουν οι κακοί καιροί… Πήγαιναν κουβεντιάζοντας τα δυο αδέλφια, και μαζεύοντας ό,τι καρπό έβρισκαν στα δέντρα και χαμόδεντρα.

Σε λίγο έφθασαν σε λίμνη μισοκρυμμένη κάτω από τα δέντρα και τους καλαμιώνες Ένα κοπάδι τρομαγμένες αγριόπαπιες πέταξαν κι έφυγαν, χτυπώντας τα φτερά τους.

- Πάπιες! φώναξε με χαρά το Βασιλόπουλο. Αφού φωλιάζουν εδώ, θα βρούμε μπόλικα αυγά.

Δεν άργησαν τωόντι να βρουν τις φωλιές, και μάζεψαν τόσα αυγά, που αφού γέμισαν το πανέρι, έδεσαν και στα μαντίλια τους.

- Κρίμα να μην έχεις τόξο! είπε η Ειρηνούλα. Μπορούσες να σκοτώσεις καμιάν αγριόπαπια. Δες, δεν έφυγαν όλες, μένουν μερικές ανάμεσα στα καλάμια.

- Τόξο δεν έχω, μα έχω σφενδόνα, αποκρίθηκε χαρούμενα το Βασιλόπουλο.

Και με μια πετριά σκότωσε μια πάπια, που ανήσυχα έβγαζε το κεφάλι της από μέσα από τα χορτάρια να δει τ' αδέλφια. Το κυνήγι τον ενθουσίασε Έβγαλε τα πέδιλα του και πήδηξε στο νερό, για να πιάσει το σκοτωμένο πουλί. Ύστερα σημάδεψε και σκότωσε και άλλα αγριόπουλα.

Και αφού μάζεψε κάμποσα, τα έδεσε όλα μαζί περνώντας ένα μακρύ βούρλο από τις μύτες τους, τα φόρτωσε στον ώμο του και καταχαρούμενος τράβηξε με την αδελφή του για το παλάτι.

Στον κάμπο μάζεψαν κι ένα μάτσο αγριόχορτα.

- Τώρα έχω ό,τι μου χρειάζεται για το γιαχνί μου, είπε η Ειρηνούλα. Θα φάμε βασιλικά σήμερα.

- Τουλάχιστον το φαγί μας θα είναι τίμια κερδισμένο, αποκρίθηκε ο αδελφός της.

Σαν έφθασαν στο παλάτι, όλοι κοιμούνταν ακόμα.

Πήγαν στο μαγειριό ν' αφήσουν το φορτίο τους, κι εκεί βρήκαν τον υπασπιστή Πολύκαρπο που κουιούνταν ξαπλωμένος εμπρός στο τζάκι. Το μαγειριό ήταν βρώμικο και ακατάστατο Οι κατσαρόλες είχαν μείνει άπλυτες, μερικά σπασμένα πιάτα κείτουνταν σκόρπια εδώ κι εκεί, μαζί με μεταχειρισμένα ποτήρια.

Η Ειρηνούλα σήκωσε τα μανίκια της και άρχισε να συμμαζεύει τα πράματα.

- Τι θα κάνεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Εκείνο που θα έκανε η Γνώση στη θέση μου, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. Θα καθαρίσω πρώτα όλ' αυτά εδώ, και ύστερα θα ψήσω τα πουλιά, όπως είδα να ψήνει το κρέας η κυρα-Φρόνηση. Το Βασιλόπουλο την αγκάλιασε.

- Γεια σου, αδελφούλα, είπε. Με σένα πλάγι μου, νιώθω πως θα εκτελέσω το σκοπό μου.

- Ποιο σκοπό;

- Να στείλομε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πίσω στο δωρητή του.

Ο Πολύκαρπος ξύπνησε με τις ομιλίες Είδε τ' αδέλφια και σηκώθηκε βιαστικά, χαιρέτησε βαθιά κι ετοιμάζουνταν να βγει έξω. Μα βλέποντας την Ειρηνούλα που μάζευε τα ποτήρια, σταμάτησε, και η απορία του έγινε σάστιση όταν την είδε να τα πλένει και να τα σκουπίζει.

Κατακοκκίνισε κι έτρεξε να της τα πάρει.

- Δεν κάνει, κυρα-Βασιλοπούλα μου! Δεν είναι αυτή δουλεία για τα χεράκια σου! είπε με κομμένη φωνή.

Η Ειρηνούλα γέλασε.

- Γιατί; ρώτησε.

- Γιατί αυτή είναι δουλειά του παραμάγειρα.

- Και πού είναι ο παραμάγειρας;

- Κοιμάται ή γυρνά σε καμιά διασκέδαση, αποκρίθηκε.

- Βλέπεις λοιπόν; Πρέπει να το κάνω εγώ, αφού δεν είναι άλλος να το κάνει. Το μαγειριό πρέπει να παστρευθεί και το φαγί πρέπει να ψηθεί Αφού ο μάγειρας και ο παραμάγειρας λείπουν, θα τους αναπληρώσω εγώ.

Ο υπασπιστής ήταν κατακόκκινος.

- Λοιπόν… λοιπόν… άρχισε, και σταμάτησε.

- Λοιπόν, τι; ρώτησε η Ειρηνούλα.

- Άφησε με να σε βοηθήσω λοιπόν κι εγώ, κυρα-Βασιλοπούλα. Αφού καταδέχεσαι συ τέτοια δουλειά, θα την καταδεχθώ κι εγώ.

Άρπαξε έναν κουβά και μια σκούπα, και με ζήλο άρχισε να τρίβει το πάτωμα του μαγειριού, ενώ η Ειρηνούλα μαδούσε τα πουλιά.

Ωστόσο το Βασιλόπουλο, ακούοντας ομιλίες στα βασιλικά δωμάτια, πήγε να παραδώσει του πατέρα του το γράμμα που είχε βρει στο τραπέζι του κυρ-Λαγόκαρδου.

Η οικογένεια ήταν μαζεμένη στην τραπεζαρία, και όταν μπήκε το Βασιλόπουλο, όλοι τον δέχθηκαν με μια φωνή:

- Έλα δω να μάθεις το θαύμα.

Ο Βασιλιάς πέρασε και ξαναπέρασε μπροστά του, και, με καμάρι απλώνοντας το μανδύα του, ρώτησε:

- Βλέπεις τίποτα καινούριο;

- Όχι, απάντησε το Βασιλόπουλο

- Πώς όχι! αναφώνησε η Ζήλιω. Δε βλέπεις πως κάποιος τρανός Βασιλιάς μας έστειλε καινούρια ρούχα; Της Πικρόχολης έστειλε μια φούστα, του Βασιλιά καινούρια φορεσιά και μανδύα, και μένα μιαν ωραία τραχηλιά, σαν αυτή που έσχισε χθες η μέγαιρα αδελφή μου.

Ευτυχώς η Πικρόχολη ήταν τόσο απασχολημένη θαυμάζοντας τη φούστα της, που δεν άκουσε τα λόγια της Ζήλιως.

Το Βασιλόπουλο γέλασε.

- Αλήθεια, έγινε θαύμα, είπε, μα όχι απ' έξω, παρά από μέσα από το παλάτι. Τα ρούχα σας είναι τα ίδια, μόνο που τα έραψε μια νεραϊδούλα.

- Νεραϊδούλα! είπε μ' έκσταση η Βασίλισσα, σμίγοντας τα όμορφα χεράκια της. Αχ, την είδες; Δε μου έφερε κανένα σμαραγδένιο βραχιόλι, σαν της Βασίλισσας θειας μου;

- Δύσκολο πράμα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Η Ειρηνούλα έχει δάχτυλα, μα δεν έχει φλουριά!

Χρειάστηκαν εξηγήσεις. Και το Βασιλόπουλο διηγήθηκε πως, τη νύχτα, ενόσω όλοι κοιμούνταν, η Ειρηνούλα τον περίμενε και κάθη- σε κι έραψε ολωνών τα φορέματα

Η Βασίλισσα έγινε έξω φρενών.

- Η κόρη μου ράφτρα! ξεφώνισε. Μα πού ακούστηκαν τέτοια πράματα! Ως εκεί ξέπεσε η κόρη μου η Βασιλοπούλα; Την έπιασαν τα νεύρα της και βγήκε από το δωμάτιο.

- Την πρόστυχη! είπε με αηδία η ξανθή παρακόρη. Εγώ δεν μπορώ πια να τη σχετίζομαι, ύστερα από τα καμώματα της!

Και με μεγαλοπρέπεια ξαπλώθηκε στο σοφά.

- Γιατί είσαι κουτή; ψιθύρισε η άλλη. Απεναντίας, χάιδευε την, για να σου ράβει καινούρια φουστάνια. Εγώ θα της πω όλα τα καλοπιάσματα που ξέρω, μήπως και μου ράψει φόρεμα όμορφο σαν που ήταν της Ζήλιως, προτού σκεπαστεί με λεκέδες.

Η Ζήλιω, βλέποντας καινούρια πάλι την τραχηλιά της, δεν ήξερε αν έπρεπε να καταφρονήσει την αδελφή της. Η Πικρόχολη όμως αισθάνθηκε απαραίτητη την ανάγκη να ξεστομίσει μερικά από τα συνηθισμένα της λόγια

- Δε φταίγει το καημένο το κορίτσι, είπε με φθόνο. Είναι μερικοί άνθρωποι που γεννιούνται ταπεινοί και χυδαίοι.

- Ναι, λόγου χάρη σαν εσένα, είπε με κακία η Ζήλιω.

Η Πικρόχολη όρμησε και άρπαξε τον κότσο της.

Γύρισε η Ζήλιω και της έδωσε ένα μπάτσο που ακούστηκε ως το μαγειριό, όπου η Ειρηνούλα κοκκίνιζε τα πουλιά, και ο Πολύκαρπος ξέπλενε τα χόρτα.

Αμέσως ξέσπασαν και οι φωνές.

- Τα ίδια της συχωρεμένης! μουρμούρισε η Ειρηνούλα.

Και, αφήνοντας το χαρανί της στη φροντίδα του Πολύκαρπου, έτρεξε στην τραπεζαρία, την ώρα που το Βασιλόπουλο είχε στριμώξει τη Ζήλιω σε μια γωνιά, ενώ ο Βασιλιάς, πεσμένος στο σοφά, βαστούσε από τη φούστα τη φουρκισμένη Πικρόχολη.

- Ντροπή, αδελφές μου, ντροπή! είπε με λύπη η Ειρηνούλα. Μη φωνάζετε έτσι! Θ' αναστατώσετε τη χώρα! Καθώς την είδαν οι αδελφές της, παράτησαν έξαφνα τον καβγά, για να ρωτήσουν αν αλήθεια αυτή είχε ράψει τα σχισμένα τους ρούχα, και πώς

Η Ειρηνούλα λοιπόν έβγαλε τις βελόνες της και την κλωστή, και κάθησε στο πεζούλι του παραθύρου να τους δείξει πώς τα μεταχειρίζουνταν.

- Πατέρα, είπε τότε το Βασιλόπουλο, χθες βράδυ βρήκα ένα γράμμα στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μα δεν ξέρω να διαβάσω και σου το έφερα.

Ο Βασιλιάς το πήρε, έβαλε τα γυαλιά του και διάβασε:

«Εξοχώτατε!

Άλλον από σένα δεν περιμένω σήμερα να έλθει στο σπίτι μου, κι επειδή δεν προφθαίνω να έλθω εγώ στο δικό σου, σου αφήνω τούτο το γράμμα εδώ, για να το βρεις αμέσως και να μάθεις πως τρέχω και τρέχεις το μεγαλύτερον κίνδυνο. Το Βασιλόπουλο, που μοιάζει λεονταράκι και αετουδάκι, ξέρει πως δεν πούλησες την αλυσίδα. Ξέρει και μερικά άλλα, που μπορούν να σε βλάψουν αν μείνεις εδώ. Εγώ το στρίβω αμέσως με την αλυσίδα και πάγω στου Αρχοντα θείου, όπου ελπίζω, ύστερα από μερικές πληροφορίες που θα του δώσω για την κατάντια του Κράτους μας, να τον καταφέρω να με βοηθήσει με το στρατό του, να κατακτήσω το ωραίο κτήμα που δε θέλησε να μου χαρίσει ο Βασιλιάς, και που είναι πέρα από το ποτάμι. Σα θέλεις, έλα να με βρεις. Φέρε μαζί σου τα διαμαντένια ποτήρια του Βασιλιά και τα τελευταία διαμαντικά της Βασίλισσας που βρίσκονται στο κελάρι σου και που αξίζουν κάμποσα φλουριά. Μη φοβάσαι τίποτα, μάχη δε μπορεί να γίνει χωρίς στρατιώτες, η νίκη είναι δική μας. Μόνο φύγε αμέσως

Ο πιστός σου Λαγόκαρδος»

Ο Βασιλιάς σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το γιο του από πάνω από τα γυαλιά του.

- Τι θα πει αυτό; ρώτησε παραζαλισμένος.

Το Βασιλόπουλο έκανε μερικά βήματα απάνω-κάτω και γύρισε πάλι στο Βασιλιά.

- Θα πει, πατέρα, πως το γράμμα αυτό ήταν γραμμένο για τον Πανουργάκο. Θα πει πως ο Λαγόκαρδος είναι όχι μόνο μπερμπάντης, αλλά και προδότης, και πως σε λίγες μέρες, σε λίγες ώρες ίσως, τα στρατεύματα του Άρχοντα θείου μας μπορούν να εισβάλουν στο Κράτος μας. Θα πει κι ένα άλλο: πως αυτός μοιάζει να ξέρει πράματα που δεν ξέρομε μεις, δηλαδή πως δεν έχομε στρατό και πως δε θα γίνει καμιά αντίσταση στα σύνορα.

- Τι κάθεσαι και λες! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. Δεν έχομε, λέει στρατό! Κολοκύθια με τη ρίγανη! Χιλιάδες στρατιώτες ρίχνω στο βασίλειο του θείου μου, οπόταν θελήσω. Κι εκατό καράβια, όλο σίδερο σκεπασμένα, κατεβάζει το ποτάμι με την πρώτη μου προσταγή! Δεν έχομε, λέει, στρατό! Θα τον κρεμάσω να τον φαν τα όρνια, τον πρώτο που θα τολμήσει να ξαναπεί τέτοιο λόγο!

Κι έξω φρενών ο Βασιλιάς έσπρωξε την κορώνα στην κορυφή του κεφαλιού του, και με μεγάλα βήματα πήγε και ήλθε δυο-τρεις φορές στην κάμαρα.

Το Βασιλόπουλο κοίταξε με μάτια λυπημένα το γαϊδουρίσιο κεφάλι, που από πάνω από την κονσόλα, με την τενεκεδένια κορώνα περασμένη ανάμεσα στ' αυτιά του, έμοιαζε να τους κοροϊδεύει

ΣΤ'. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ! (1) F'. ARMY AND FORTRESS OF PEACE! (1)

ΣΤ'. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ! STRATOS AND STOLOS PARES! Πρωί-πρωί το Βασιλόπουλο ξύπνησε την Ειρηνούλα. In the morning, Vassilopoulos woke up Irinoula.

- Έλα μαζί μου, της είπε. "Come with me," he told her. Πάγω να φέρω το φαγί της ημέρας, πριν σηκωθούν οι άλλοι. I'm going to get the food of the day before the others get up.

- Πού πάμε; ρώτησε η αδελφή του. - Where are we going; asked his sister.

- Στο δάσος. - In the forest. Πάρε ένα καλαθάκι μαζί σου, θα μαζέψομε ό,τι βρούμε. Take a basket with you, we will collect whatever we find.

Και με λαφριά βήματα κατέβαιναν το βουνό, όταν έξαφνα παράξενος ήχος κίνησε την προσοχή τους. And with slow steps they were descending the mountain, when suddenly a strange sound aroused their attention. Τ' αδέλφια σταμάτησαν ν' ακούσουν. - Τι είναι αυτό; ρώτησε η Ειρηνούλα

- Σαν ήχος κυπριού μου φάνηκε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. ||"of a bell"||||| - As the sound of my carpet seemed to me, Vassilopoulos responded.

- Μπα! Πού να βρεθεί κυπρί εδώ; Κατσίκες δεν έχει στο γύρο! |||goat's cheese|||||| Where to find cypress here? No goats in the round!

Προχώρησαν λιγάκι και πάλι ακούστηκε το ίδιο κουδούνισμα. They went a little further and the same bell rang again.

Η Ειρηνούλα κοίταξε γύρω της, δεν είδε τίποτα και πλησίασε στην άκρη του γκρεμνού. |||||||||||||cliff's edge Irinoula looked around, saw nothing and approached the edge of the cliff. Μα καθώς έσκυψε, έβγαλε μια φωνή και τραβήχθηκε πίσω.

- Τι τρέχει; ρώτησε το Βασιλόπουλο κι έσκυψε κοντά της. - What's up; Vassilopoulos asked and leaned close to her.

Κάτω, στη ρίζα του βουνού, ήταν ξαπλωμένο το γκρεμισμένο πτώμα του αρχικαγκελάριου, και γύρω του χοροπηδούσε σα μαϊμού ένα ανθρωπάκι μισομαύρο-μισοκίτρινο, που μια ανασηκώνουνταν και μια ξαναμαζεύουνταν ανακούρκουδα πλάγι στο σώμα. |||||||||||chancellor's|||||||||||||||||||| At the top of the mountain, the ruined corpses of the Chiefs Officer were lying down, and a monkey half-moon-half-yellow rose like a monkey around him, one rising and one reeking backward in the body.

Κάθε του κίνηση συνοδεύονταν με κουδούνισμα κυπριών. ||||||small bells His every move was accompanied by the ringing of cypresses.

- Ένας πεθαμένος! - A dead man! ψιθύρισε τρομαγμένη η Ειρηνούλα.

- Είναι ο Πανουργάκος, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και ο Τζοτζές. ||||||||Jojes - It is Panourgakos, answered Vasilopoulos, and Tzotzes. Μα τι κάνει εκεί γύρω του; Λες και γυρεύει μονάχος του να τον σηκώσει… But what does he do around him? You say he's looking for him to pick him up ...

Έξαφνα ο νάνος έσκυψε πάνω στον πεθαμένο, έσχισε το ρούχο του, το άνοιξε, έχωσε το χέρι του μέσα, και μ' ένα τσιριχτό γέλιο ανασηκώθηκε κι έτρεξε στον κάμπο και από κει κατά τη χώρα, όσο γρήγορα μπορούσαν να τον πάνε τα στραβά του ποδαράκια |||||||||||||||||||||shrill laugh|||||||||||||||||||||| Suddenly the dwarf leaned over the dead man, tore his clothes, opened them, put his hand inside, and with a shrill laugh got up and ran to the plain and from there across the country, as fast as his crooked legs could take him. - Τι έκανε; ρώτησε η Ειρηνούλα τρέμοντας όλη. Τι του έκανε του Πανουργάκου; What did he do to Panourgakos?

- Δεν μπόρεσα να διακρίνω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, μα ο Τζοτζές ήταν πάντα λίγο παλαβός. - I couldn't tell, Vassilopoulos replied, but Tzotzes was always a little crazy. Έλα, Ειρηνούλα, μην τρομάζεις έτσι!

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά τον κάμπο, όπου κατέβηκαν και τράβηξαν στο δάσος. And they made their way again to the plain, where they descended and pulled into the forest.

Ήταν χαρά Θεού εκείνη η ώρα. It was joy of God at that time. Τα πουλάκια έλεγαν το πρωινό τους τραγούδι, που σαν προσευχή ανέβαινε στον απαλό ουρανό. The birds sang their morning song, which as a prayer ascended to the soft sky. Τα λουλούδια σκορπούσαν ολόγυρα τη γλυκιά τους μυρωδιά, και χιλιάδες διάφανες στάλες είχαν σκαλώσει σε κάθε φυλλαράκι, σε κάθε χορτάρι, σα διαμάντια ατίμητα.

Παντού ξυπνούσε η φύση με τις πρώτες αχτίδες του ηλίου. Everywhere nature woke up with the first rays of the sun. Ένας σπίνος χαμηλοπετούσε για να βρει κανένα άχυρο ή πούπουλο να φτιάσει τη φωλιά του. |finch||||||||feather||||| A fin flew low to find any straw or feathers to make its nest. Οι μέλισσες φτερούγιζαν και μουρμούριζαν με αγάπη γύρω στα δροσερά αγριολούλουδα, και ο βάτος άπλωνε τα κλωνάρια του, βαριά φορτωμένα καρπούς, σα να τους πρόσφερε σιωπηλά στα πεινασμένα αδέλφια. |||||||||||||bramble||||||||||||||| The bees fluttered and murmured lovingly around the cool wildflowers, and the bush spread its twigs, heavily loaded with fruit, as if offering them silently to the hungry brothers.

- Αχ, τι ωραία σμέουρα! |what||- Oh, what lovely raspberries! φώναξε η Ειρηνούλα Έλα να τα μαζέψομε.

Μα πεσμένο χάμω, το Βασιλόπουλο παρατηρούσε το πήγαινε κι έλα των μερμηγκιών, που ακολουθούσαν όλα τον ίδιο δρόμο, είτε πήγαιναν είτε ήρχουνταν, σταματώντας κάπου κάπου, σα να συνομιλούσαν, φεύγοντας πάλι βιαστικά, χωρίς να βγουν ποτέ από τη γραμμή τους. Μερικά ήταν φορτωμένα με κανένα σπόρο ή έντομο, και το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως εκείνα πήγαιναν πάντα προς το ίδιο σημείο, ενώ όσα γύριζαν δε βαστούσαν τίποτα. Some were loaded with no seed or insect, and Vassilopoulos noticed that they always went to the same place, while what they were doing did not do anything.

- Έλα δω, Ειρηνούλα, φώναξε, έλα να βρούμε που πηγαίνουν το φορτίο τους τα μερμήγκια! - Come here, Irinoula, he shouted, let's find out where the partridges go!

Και σκυμμένα στο χώμα, τ' αδέλφια ακολούθησαν τη ζωντανή γραμμή, που σταματούσε σε μια μικρή τρύπα, όπου όλα τα φορτωμένα μερμήγκια χώνουνταν, και ύστερα ξανάβγαιναν πάλι χωρίς φόρτωμα, πηγαίνοντας να βρουν τίποτε άλλο. - Δες τι περίεργο, είπε η Ειρηνούλα, δεν τρώγουν το φαγί τους, μόνο το κρύβουν μέσα στην τρύπα.

- Η τρύπα αυτή είναι η φωλιά τους, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, κι εξακολούθησε συλλογισμένο: Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης πως ζώντας στη φύση θα μάθομε πολλά πράματα; Να το πρώτο μάθημα που μας δίνει το μερμήγκι. - This hole is their nest, replied Vasilopoulos, and continued pensive: Do you remember the words of Knowledge that living in nature we will learn many things? Here is the first lesson that the partridge gives us. Δεν του φθάνει να μαζεύει το φαγί της ημέρας, μόνο κάνει παρακαταθήκη στη φωλιά του για τους κακούς καιρούς ίσως… He does not have enough time to gather the food of the day, he only makes a deposit in his nest for the bad weather maybe…

- Αλήθεια, θαύμασε η Ειρηνούλα. - True, Irinoula admired. Καλό ήταν να κάναμε και μεις το ίδιο. It was good that we did the same. Μα τι να μαζέψομε; Τα σμέουρα σαπίζουν, δε βαστούν! But what to collect? Raspberries rot, they do not grow!

- Άλλα πράματα έχομε μεις να κάνομε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, αν θέλομε να είμαστε έτοιμοι ν' αντικρίσομε τις φουρτούνες, σαν έλθουν οι κακοί καιροί… "We have other things to do," Vassilopoulos replied, "if we want to be ready to face the brutes, as if the bad times are coming." Πήγαιναν κουβεντιάζοντας τα δυο αδέλφια, και μαζεύοντας ό,τι καρπό έβρισκαν στα δέντρα και χαμόδεντρα.

Σε λίγο έφθασαν σε λίμνη μισοκρυμμένη κάτω από τα δέντρα και τους καλαμιώνες Ένα κοπάδι τρομαγμένες αγριόπαπιες πέταξαν κι έφυγαν, χτυπώντας τα φτερά τους. Soon they reached a lake half-hidden under the trees and reeds A flock of terrified wild ducks flew away, fluttering their wings.

- Πάπιες! φώναξε με χαρά το Βασιλόπουλο. Αφού φωλιάζουν εδώ, θα βρούμε μπόλικα αυγά. Once they nest here, we will find plenty of eggs.

Δεν άργησαν τωόντι να βρουν τις φωλιές, και μάζεψαν τόσα αυγά, που αφού γέμισαν το πανέρι, έδεσαν και στα μαντίλια τους. ||indeed|||||||||||||||||| It was not long before they found the nests, and they collected so many eggs, that after filling the basket, they tied them in their handkerchiefs.

- Κρίμα να μην έχεις τόξο! - Too bad you do not have a bow! είπε η Ειρηνούλα. Μπορούσες να σκοτώσεις καμιάν αγριόπαπια. Δες, δεν έφυγαν όλες, μένουν μερικές ανάμεσα στα καλάμια. Look, not all of them are gone, some are left between the reeds.

- Τόξο δεν έχω, μα έχω σφενδόνα, αποκρίθηκε χαρούμενα το Βασιλόπουλο. |||||slingshot|||| "I do not have a bow, but I do have a slingshot," replied Vasilopoulos happily.

Και με μια πετριά σκότωσε μια πάπια, που ανήσυχα έβγαζε το κεφάλι της από μέσα από τα χορτάρια να δει τ' αδέλφια. And with a stone he killed a duck, which anxiously pulled its head out of the grass to see the brothers. Το κυνήγι τον ενθουσίασε Έβγαλε τα πέδιλα του και πήδηξε στο νερό, για να πιάσει το σκοτωμένο πουλί. The hunt excited him. He took off his sandals and jumped into the water to catch the killed bird. Ύστερα σημάδεψε και σκότωσε και άλλα αγριόπουλα. He then marked and killed other wild birds.

Και αφού μάζεψε κάμποσα, τα έδεσε όλα μαζί περνώντας ένα μακρύ βούρλο από τις μύτες τους, τα φόρτωσε στον ώμο του και καταχαρούμενος τράβηξε με την αδελφή του για το παλάτι. ||||||||||||||||||||||"overjoyed"|||||||| And after he had gathered some, he tied them all together by passing a long rope through their noses, loaded them on his shoulder, and happily pulled with his sister to the palace.

Στον κάμπο μάζεψαν κι ένα μάτσο αγριόχορτα. In the plain they also gathered a bunch of weeds.

- Τώρα έχω ό,τι μου χρειάζεται για το γιαχνί μου, είπε η Ειρηνούλα. "Now I have everything I need for my yahni," said Irinoula. Θα φάμε βασιλικά σήμερα. We will eat royal today.

- Τουλάχιστον το φαγί μας θα είναι τίμια κερδισμένο, αποκρίθηκε ο αδελφός της. "At least our food will be honestly won," replied her brother.

Σαν έφθασαν στο παλάτι, όλοι κοιμούνταν ακόμα. When they arrived at the palace, everyone was still asleep.

Πήγαν στο μαγειριό ν' αφήσουν το φορτίο τους, κι εκεί βρήκαν τον υπασπιστή Πολύκαρπο που κουιούνταν ξαπλωμένος εμπρός στο τζάκι. They went to the kitchen to leave their cargo, and there they found Lieutenant Polycarp lying in front of the fireplace. Το μαγειριό ήταν βρώμικο και ακατάστατο Οι κατσαρόλες είχαν μείνει άπλυτες, μερικά σπασμένα πιάτα κείτουνταν σκόρπια εδώ κι εκεί, μαζί με μεταχειρισμένα ποτήρια. ||||||||||||||lay scattered||||||||

Η Ειρηνούλα σήκωσε τα μανίκια της και άρχισε να συμμαζεύει τα πράματα. Irinoula rolled up her sleeves and began to put things together.

- Τι θα κάνεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Εκείνο που θα έκανε η Γνώση στη θέση μου, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. Θα καθαρίσω πρώτα όλ' αυτά εδώ, και ύστερα θα ψήσω τα πουλιά, όπως είδα να ψήνει το κρέας η κυρα-Φρόνηση. |||||||||I will roast||||||||||| I will clean all this here first, and then I will cook the birds, as I saw the mistress-Wisdom cooking the meat. Το Βασιλόπουλο την αγκάλιασε.

- Γεια σου, αδελφούλα, είπε. Με σένα πλάγι μου, νιώθω πως θα εκτελέσω το σκοπό μου. With you by my side, I feel that I will fulfill my purpose.

- Ποιο σκοπό;

- Να στείλομε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πίσω στο δωρητή του.

Ο Πολύκαρπος ξύπνησε με τις ομιλίες Είδε τ' αδέλφια και σηκώθηκε βιαστικά, χαιρέτησε βαθιά κι ετοιμάζουνταν να βγει έξω. Polycarpus woke up with the speeches He saw the brothers and stood up, greeted deeply and was preparing to go out. Μα βλέποντας την Ειρηνούλα που μάζευε τα ποτήρια, σταμάτησε, και η απορία του έγινε σάστιση όταν την είδε να τα πλένει και να τα σκουπίζει. But seeing Irinoula picking up the glasses, he stopped, and his question became puzzling when he saw her washing them and wiping them.

Κατακοκκίνισε κι έτρεξε να της τα πάρει. He blushed and ran to get them.

- Δεν κάνει, κυρα-Βασιλοπούλα μου! - It does not, my lady-Santa! Δεν είναι αυτή δουλεία για τα χεράκια σου! είπε με κομμένη φωνή.

Η Ειρηνούλα γέλασε.

- Γιατί; ρώτησε.

- Γιατί αυτή είναι δουλειά του παραμάγειρα.

- Και πού είναι ο παραμάγειρας; - And where is the cook?

- Κοιμάται ή γυρνά σε καμιά διασκέδαση, αποκρίθηκε. - Sleeps or goes back to some fun, he replied.

- Βλέπεις λοιπόν; Πρέπει να το κάνω εγώ, αφού δεν είναι άλλος να το κάνει. - So you see? I have to do it myself, since there is no one else to do it. Το μαγειριό πρέπει να παστρευθεί και το φαγί πρέπει να ψηθεί Αφού ο μάγειρας και ο παραμάγειρας λείπουν, θα τους αναπληρώσω εγώ. ||||be cleaned up||||||||||||||||| The kitchen must be pasteurized and the food must be cooked. Since the cook and the cook are missing, I will replace them.

Ο υπασπιστής ήταν κατακόκκινος. The supporter was crimson.

- Λοιπόν… λοιπόν… άρχισε, και σταμάτησε. - Well… so ισε started, and stopped.

- Λοιπόν, τι; ρώτησε η Ειρηνούλα. - So what? Irinoula asked.

- Άφησε με να σε βοηθήσω λοιπόν κι εγώ, κυρα-Βασιλοπούλα. - So let me help you too, mistress-Santa Claus. Αφού καταδέχεσαι συ τέτοια δουλειά, θα την καταδεχθώ κι εγώ. Once you take on such a job, I will take it too.

Άρπαξε έναν κουβά και μια σκούπα, και με ζήλο άρχισε να τρίβει το πάτωμα του μαγειριού, ενώ η Ειρηνούλα μαδούσε τα πουλιά. |||||||||||||||||||plucked|| He grabbed a bucket and a broom, and zealously began to scrub the kitchen floor, while Irinoula plucked the birds.

Ωστόσο το Βασιλόπουλο, ακούοντας ομιλίες στα βασιλικά δωμάτια, πήγε να παραδώσει του πατέρα του το γράμμα που είχε βρει στο τραπέζι του κυρ-Λαγόκαρδου. |||||||||||||||||||||||Mr. Lagokardos However, Vasilopoulos, listening to speeches in the royal rooms, went to deliver to his father the letter he had found on the table of Mr. Lagokardos.

Η οικογένεια ήταν μαζεμένη στην τραπεζαρία, και όταν μπήκε το Βασιλόπουλο, όλοι τον δέχθηκαν με μια φωνή: The family was gathered in the dining room, and when Vasilopoulos entered, everyone welcomed him with one voice:

- Έλα δω να μάθεις το θαύμα. - Come and see the miracle.

Ο Βασιλιάς πέρασε και ξαναπέρασε μπροστά του, και, με καμάρι απλώνοντας το μανδύα του, ρώτησε: The King passed and passed in front of him again, and, proudly spreading his cloak, asked:

- Βλέπεις τίποτα καινούριο; - Do you see anything new?

- Όχι, απάντησε το Βασιλόπουλο

- Πώς όχι! αναφώνησε η Ζήλιω. exclamó Celos. Δε βλέπεις πως κάποιος τρανός Βασιλιάς μας έστειλε καινούρια ρούχα; Της Πικρόχολης έστειλε μια φούστα, του Βασιλιά καινούρια φορεσιά και μανδύα, και μένα μιαν ωραία τραχηλιά, σαν αυτή που έσχισε χθες η μέγαιρα αδελφή μου. ||||great|||||||Bitter-hearted|||||||||||||||||||||shrew|| Can't you see that some great King sent us new clothes? Pikrocholis sent a skirt, the King's new costume and cloak, and me a nice neck, like the one that my old sister tore yesterday.

Ευτυχώς η Πικρόχολη ήταν τόσο απασχολημένη θαυμάζοντας τη φούστα της, που δεν άκουσε τα λόγια της Ζήλιως. Fortunately, Pikrocholi was so busy admiring her skirt that she did not hear Zelia's words.

Το Βασιλόπουλο γέλασε. Vasilopoulos laughed.

- Αλήθεια, έγινε θαύμα, είπε, μα όχι απ' έξω, παρά από μέσα από το παλάτι. - True, a miracle happened, he said, but not from outside, but from inside the palace. Τα ρούχα σας είναι τα ίδια, μόνο που τα έραψε μια νεραϊδούλα. Your clothes are the same, only a fairy sewed them.

- Νεραϊδούλα! είπε μ' έκσταση η Βασίλισσα, σμίγοντας τα όμορφα χεράκια της. |||||joining|||| said the Queen in ecstasy, clasping her beautiful hands. Αχ, την είδες; Δε μου έφερε κανένα σμαραγδένιο βραχιόλι, σαν της Βασίλισσας θειας μου; Ah, did you see her? Didn't he bring me any emerald bracelet, like my Queen Aunt?

- Δύσκολο πράμα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - Difficult thing, replied Vasilopoulos. Η Ειρηνούλα έχει δάχτυλα, μα δεν έχει φλουριά! Irinoula has fingers, but she does not have a penny!

Χρειάστηκαν εξηγήσεις. Explanations were needed. Και το Βασιλόπουλο διηγήθηκε πως, τη νύχτα, ενόσω όλοι κοιμούνταν, η Ειρηνούλα τον περίμενε και κάθη- σε κι έραψε ολωνών τα φορέματα And Vasilopoulos told that, at night, while everyone was sleeping, Irinoula was waiting for him and he sat down and sewed everyone's dresses

Η Βασίλισσα έγινε έξω φρενών. The Queen became furious.

- Η κόρη μου ράφτρα! ξεφώνισε. Μα πού ακούστηκαν τέτοια πράματα! But where were such things heard! Ως εκεί ξέπεσε η κόρη μου η Βασιλοπούλα; Την έπιασαν τα νεύρα της και βγήκε από το δωμάτιο. Is that where my daughter Vasilopoula fell? She got on her nerves and left the room.

- Την πρόστυχη! |The slut! - The lewd one! είπε με αηδία η ξανθή παρακόρη. said the blonde parachute with disgust. Εγώ δεν μπορώ πια να τη σχετίζομαι, ύστερα από τα καμώματα της! I can no longer relate to her, after her make-up!

Και με μεγαλοπρέπεια ξαπλώθηκε στο σοφά. And with great magnificence he lay down wisely.

- Γιατί είσαι κουτή; ψιθύρισε η άλλη. ||"stupid"||| - Why are you a boxer? whispered the other. Απεναντίας, χάιδευε την, για να σου ράβει καινούρια φουστάνια. Instead, caress her to sew new dresses for you. Εγώ θα της πω όλα τα καλοπιάσματα που ξέρω, μήπως και μου ράψει φόρεμα όμορφο σαν που ήταν της Ζήλιως, προτού σκεπαστεί με λεκέδες. ||||||sweet talk||||||||||||||||| I will tell her all the goodies I know, maybe she will sew a dress as beautiful as it was for Zeal, before she is covered with stains.

Η Ζήλιω, βλέποντας καινούρια πάλι την τραχηλιά της, δεν ήξερε αν έπρεπε να καταφρονήσει την αδελφή της. Η Πικρόχολη όμως αισθάνθηκε απαραίτητη την ανάγκη να ξεστομίσει μερικά από τα συνηθισμένα της λόγια Pikrocholi, however, felt the need to utter some of her usual words

- Δε φταίγει το καημένο το κορίτσι, είπε με φθόνο. "It's not the poor girl's fault," he said enviously. Είναι μερικοί άνθρωποι που γεννιούνται ταπεινοί και χυδαίοι. They are some people who are born humble and vulgar.

- Ναι, λόγου χάρη σαν εσένα, είπε με κακία η Ζήλιω. "Yes, for example like you," said Jealous maliciously.

Η Πικρόχολη όρμησε και άρπαξε τον κότσο της. Pikrocholi rushed and grabbed her bun.

Γύρισε η Ζήλιω και της έδωσε ένα μπάτσο που ακούστηκε ως το μαγειριό, όπου η Ειρηνούλα κοκκίνιζε τα πουλιά, και ο Πολύκαρπος ξέπλενε τα χόρτα. Zilio turned and gave her a cop that was heard as far as the kitchen, where Irinoula blushed the birds, and Polykarpos washed the grass.

Αμέσως ξέσπασαν και οι φωνές. The voices immediately broke out.

- Τα ίδια της συχωρεμένης! |||"the deceased's" - The same of the forgiven! μουρμούρισε η Ειρηνούλα.

Και, αφήνοντας το χαρανί της στη φροντίδα του Πολύκαρπου, έτρεξε στην τραπεζαρία, την ώρα που το Βασιλόπουλο είχε στριμώξει τη Ζήλιω σε μια γωνιά, ενώ ο Βασιλιάς, πεσμένος στο σοφά, βαστούσε από τη φούστα τη φουρκισμένη Πικρόχολη. ||||||||||||||||||cornered|||||||||||||||||angry| And, leaving her cradle in the care of Polycarp, she ran to the dining room, at the time when Vasilopoulos had squeezed Zilio in a corner, while the King, falling to the floor, was holding the furrowed Pikrocholi from his skirt.

- Ντροπή, αδελφές μου, ντροπή! - Shame, my sisters, shame! είπε με λύπη η Ειρηνούλα. Μη φωνάζετε έτσι! Do not shout like that! Θ' αναστατώσετε τη χώρα! You will upset the country! Καθώς την είδαν οι αδελφές της, παράτησαν έξαφνα τον καβγά, για να ρωτήσουν αν αλήθεια αυτή είχε ράψει τα σχισμένα τους ρούχα, και πώς

Η Ειρηνούλα λοιπόν έβγαλε τις βελόνες της και την κλωστή, και κάθησε στο πεζούλι του παραθύρου να τους δείξει πώς τα μεταχειρίζουνταν. So Irinoula took out her needles and thread, and sat on the window sill to show them how to treat them.

- Πατέρα, είπε τότε το Βασιλόπουλο, χθες βράδυ βρήκα ένα γράμμα στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μα δεν ξέρω να διαβάσω και σου το έφερα.

Ο Βασιλιάς το πήρε, έβαλε τα γυαλιά του και διάβασε:

«Εξοχώτατε!

Άλλον από σένα δεν περιμένω σήμερα να έλθει στο σπίτι μου, κι επειδή δεν προφθαίνω να έλθω εγώ στο δικό σου, σου αφήνω τούτο το γράμμα εδώ, για να το βρεις αμέσως και να μάθεις πως τρέχω και τρέχεις το μεγαλύτερον κίνδυνο. ||||||||||||||"have time"||||||||||||||||||||||||||| I do not expect anyone else from you to come to my house today, and because I do not have time to come to yours, I leave this letter to you here, so that you can find it immediately and learn that I am running and running the greatest danger. Το Βασιλόπουλο, που μοιάζει λεονταράκι και αετουδάκι, ξέρει πως δεν πούλησες την αλυσίδα. ||||||eaglet|||||| Vasilopoulos, who looks like a lion and an eagle, knows that you did not sell the chain. Ξέρει και μερικά άλλα, που μπορούν να σε βλάψουν αν μείνεις εδώ. He knows a few more that can hurt you if you stay here. Εγώ το στρίβω αμέσως με την αλυσίδα και πάγω στου Αρχοντα θείου, όπου ελπίζω, ύστερα από μερικές πληροφορίες που θα του δώσω για την κατάντια του Κράτους μας, να τον καταφέρω να με βοηθήσει με το στρατό του, να κατακτήσω το ωραίο κτήμα που δε θέλησε να μου χαρίσει ο Βασιλιάς, και που είναι πέρα από το ποτάμι. ||||||||||||||||||||||||decline||||||||||||||||||||||||||||||||| I immediately twist it with the chain and freeze at the Lord Lord, where I hope, after some information I will give him about the descent of our State, that I will be able to help him with his army, to conquer the beautiful estate he did not want to give me the King, and that is beyond the river. Σα θέλεις, έλα να με βρεις. If you want, come find me. Φέρε μαζί σου τα διαμαντένια ποτήρια του Βασιλιά και τα τελευταία διαμαντικά της Βασίλισσας που βρίσκονται στο κελάρι σου και που αξίζουν κάμποσα φλουριά. ||||diamond-encrusted||||||||||||||||||| Bring with you the King's diamond glasses and the Queen's last diamonds that are in your cellar and that are worth a few pennies. Μη φοβάσαι τίποτα, μάχη δε μπορεί να γίνει χωρίς στρατιώτες, η νίκη είναι δική μας. Μόνο φύγε αμέσως Just leave immediately

Ο πιστός σου Λαγόκαρδος» Your faithful Lagocardos "

Ο Βασιλιάς σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το γιο του από πάνω από τα γυαλιά του. The King raised his eyes and looked at his son from above his glasses.

- Τι θα πει αυτό; ρώτησε παραζαλισμένος. - What does this mean; he asked paralyzed.

Το Βασιλόπουλο έκανε μερικά βήματα απάνω-κάτω και γύρισε πάλι στο Βασιλιά. Vassilopoulos took a few steps up and down and returned to the King.

- Θα πει, πατέρα, πως το γράμμα αυτό ήταν γραμμένο για τον Πανουργάκο. - He will say, father, that this letter was written for Panourgakos. Θα πει πως ο Λαγόκαρδος είναι όχι μόνο μπερμπάντης, αλλά και προδότης, και πως σε λίγες μέρες, σε λίγες ώρες ίσως, τα στρατεύματα του Άρχοντα θείου μας μπορούν να εισβάλουν στο Κράτος μας. He will say that Lagocardos is not only a bandit, but also a traitor, and that in a few days, in a few hours perhaps, the troops of our Uncle Lord can invade our State. Θα πει κι ένα άλλο: πως αυτός μοιάζει να ξέρει πράματα που δεν ξέρομε μεις, δηλαδή πως δεν έχομε στρατό και πως δε θα γίνει καμιά αντίσταση στα σύνορα. He will say another thing: that he seems to know things that we do not know, that is, that we do not have an army and that there will be no resistance at the border.

- Τι κάθεσαι και λες! - What are you sitting and saying! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. Δεν έχομε, λέει στρατό! Κολοκύθια με τη ρίγανη! Zucchini with oregano! Χιλιάδες στρατιώτες ρίχνω στο βασίλειο του θείου μου, οπόταν θελήσω. I throw thousands of soldiers into my uncle's kingdom, whenever I want. Κι εκατό καράβια, όλο σίδερο σκεπασμένα, κατεβάζει το ποτάμι με την πρώτη μου προσταγή! |||||||||||||command And a hundred ships, all iron covered, lower the river at my first command! Δεν έχομε, λέει, στρατό! We do not have, he says, an army! Θα τον κρεμάσω να τον φαν τα όρνια, τον πρώτο που θα τολμήσει να ξαναπεί τέτοιο λόγο! I will hang him to be eaten by the vultures, the first one who will dare to say such a word again!

Κι έξω φρενών ο Βασιλιάς έσπρωξε την κορώνα στην κορυφή του κεφαλιού του, και με μεγάλα βήματα πήγε και ήλθε δυο-τρεις φορές στην κάμαρα. And out of rage the King pushed the crown on the top of his head, and with big steps he went and came two or three times to the arch.

Το Βασιλόπουλο κοίταξε με μάτια λυπημένα το γαϊδουρίσιο κεφάλι, που από πάνω από την κονσόλα, με την τενεκεδένια κορώνα περασμένη ανάμεσα στ' αυτιά του, έμοιαζε να τους κοροϊδεύει