ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (2)
Αργότερα, αν οι ώμοι σου δε μπορέσουν να κρατήσουν τέτοιο βάρος και μετανιώσεις; Τί θλίψεις που θα έχεις τότε, τί πίκρες, τί κατάρες θα κάνεις, πόσα δάκρυα θα κρύβεις, γιατί δεν είσαι βέβαια εσύ Μάρθα Πετρόβνα. Και τί θ' απογίνει η μητέρα; Από τώρα κιόλας είναι ανήσυχη και βασανίζεται. Τί θα γίνει αργότερα όταν θα τα ιδεί όλα ξεκάθαρα; Αλλά και γω;
"Αλήθεια, τί σκεφτήκατε, λοιπόν, για μένα; Δεν τη θέλω τη θυσία σου, Ντουνιά, ούτε και τη δικιά σου, μητερούλα! Κι όσο ζω εγώ, αυτό το πράγμα δε θα γίνει, όχι, δε θα το ανεχθώ! ". Ξαφνικά, συνήλθε και σταμάτησε.
"Δε θα γίνει! Αλλά εσύ... τί κάνεις, λοιπόν, εσύ για να το εμποδίσεις να γίνει; θα τους το απαγορεύσεις; Με ποιο δικαίωμα; Τί μπορείς να τους υποσχεθείς εσύ για να 'χεις αυτό το δικαίωμα που θέλεις να ασκήσεις; Πώς θα τους αφιερώσεις όλη σου τη ζωή, όλο σου το μέλλον, όταν θα τελειώσεις τις σπουδές σου και θα βρεις μια θέση; Τα ξέρουμε αυτά τα παραμύθια. Κι εξ άλλου, εδώ δεν πρόκειται για το μέλλον, αλλά για το παρόν. Γιατί σ' αυτή την περίπτωση πρέπει πρώτα απ' όλα να σκεφθούμε το παρόν. Κάθεσαι και ζεις εις βάρος τους. Τα λεφτά που σου στέλνουν τα εξοικονομάνε προεξοφλώντας μια ετήσια σύνταξη εκατόν είκοσι ρουβλιών και παίρνοντας προκαταβολή από τους Σβιντριγκάιλωφ. Πώς τίς υπερασπίζεσαι εσύ, αυριανέ μου εκατομμυριούχε, μπροστά στους Σβιντριγκάιλωφ και τους Αθανάση Ιβάνοβιτς Βαχρούσιν; Μπας και βλέπεις τον εαυτό σου σαν ολύμπιο θεό και νομίζεις πως μπορείς να καθορίζεις τη μοίρα τους; Σε δέκα χρόνια η μητέρα σου θα έχει στραβωθεί ολότελα με τα σάλια που πλέκει και με τα δάκρυα που μπορεί να χύνει, θα 'χει μείνει πετσί και κόκκαλο απ' τη νηστεία. Και η αδελφή σου;
Για σκέψου λίγο, τί θα συμβεί στην αδελφή σου μέσα σε δέκα χρόνια, τί μπορεί να γίνει η αδελφή σου σ' αυτά τα δέκα χρόνια. Το μαντεύεις;". Αυτοβασανιζότανε έτσι μ' αυτές τις ερωτήσεις και αυτοερεθιζότανε, νιώθοντας κάτι σαν ηδονή. Άλλωστε, όλα αυτά τα ζητήματα, δεν ήτανε καινούργια γι' αυτόν, δεν είχανε τίποτα το αναπάντεχο. Τον έτρωγαν από πολύν καιρό, τον περικύκλωναν, του ξέσχιζαν την καρδιά. Πάει πολύς καιρός που αναμοχλευόταν μέσα του αυτή η ιστορία, που μεγάλωνε και τώρα τελευταία άρχισε να συμπυκνώνεται και να παίρνει τη μορφή ενός τρομακτικού, απίθανου και άγριου ερωτήματος, που πυρπολούσε την καρδιά και το μυαλό του, γυρεύοντας επιταχτικά μιαν απάντηση, που ένιωθε πως είναι αναπόφευκτη. Τώρα, το γράμμα της μητέρας του τον χτύπησε άξαφνα σαν κεραυνός. Δεν ήτανε, βέβαια, τώρα καιρός για κλαψουρίσματα και για πόνους που τους υποφέρεις παθητικά. Αφού αποδείχθηκε πως τα προβλήματα ήτανε άλυτα, έπρεπε ασφαλώς να κάνει κάτι, και αμέσως μάλιστα, όσο γινότανε γρηγορότερα. Με κάθε θυσία να πάρει μια απόφαση, μια οποιαδήποτε απόφαση.
"Διαφορετικά, πρέπει ν' αρνηθώ ολόκληρη τη ζωή", φώναξε άξαφνα με λύσσα, "να δεχτώ τη μοίρα όπως έρχεται μια για πάντα, και να πνίξω μέσα μου το κάθε τι, να παραιτηθώ απ' το δικαίωμα που έχω και γω να δράσω, να ζήσω, ν' αγαπήσω! ". "Το καταλαβαίνετε, κύριε, καταλαβαίνετε τί πάει να πεί να μην έχεις πού να πας;", είπε καθώς θυμήθηκε ξαφνικά την ερώτηση που του έκανε χθες ο Μαρμελάντωφ, "γιατί ο κάθε άνθρωπος, πρέπει οπωσδήποτε να έχει κάποιο μέρος όπου να μπορεί να πάει". Ξαφνικά ανατρίχιασε: Παρουσιάστηκε στο μυαλό του μια σκέψη που την είχε κάνει και χθες. Αλλά δεν ανατρίχιαζε τώρα επειδή του ξαναρχότανε αυτή η σκέψη. Ήξερε πολύ καλά, το προαισ0ανότανε, πως θα του ξαναρχότανε και την περίμενε. Άλλωστε τούτη εδώ η σκέψη, δεν ήτανε καθόλου ίδια με τη χθεσινή. Η διαφορά είναι ότι εδώ κι ένα μήνα, και χθες ακόμα, του παρουσιαζότανε μόνο σαν όνειρο, ενώ τώρα... φαινότανε ολότελα διαφορετική από τα όνειρα, με μια μορφή καινούργια, απειλητική, εντελώς άγνωστη του. Και την καταλάβαινε απόλυτα αυτή τη μεταμόρφωση... Το αίμα χτυπούσε δυνατά στα μηνίγγια του και τα μάτια του θόλωσαν...
Κοίταξε τριγύρω του βιαστικά, γυρεύοντας να βρει' κάτι. Αισθανότανε την επιθυμία να καθίσει κάπου κι έψαχνε για κανένα παγκάκι. Περνούσε τη στιγμή εκείνη τη λεωφόρο Κ... Καμμιά εκατοστή βήματα πιο πέρα έβλεπε ένα παγκάκι. Έτρεξε προς τα εκεί όσο μπορούσε γρηγορότερα, στο δρόμο όμως του 'τύχε μια μικροπεριπέτεια, που του απέσπασε την προσοχή. Καθώς κοίταζε τον πάγκο, είδε μια γυναίκα που βάδιζε μπροστά του, καμμιά εικοσαριά βήματα μακρύτερα. Στην αρχή, δεν την πρόσεξε καθόλου, όπως δεν πρόσεχε ως τώρα κι όλα τα πράγματα που παρουσιάζονταν μπροστά του. Τύχαινε πολλές φορές, λόγου χάρη, να γυρίζει στο δωμάτιο του και να μη θυμάται καθόλου από ποιους δρόμους πέρασε. Και το 'χε συνηθίσει να περπατάει έτσι. Αυτή όμως η γυναίκα, που βάδιζε μπροστά του, είχε πάνω της κάτι το παράξενο που του χτύπησε αμέσως στα μάτια, κάτι τι που σιγά-σιγά συγκέντρωσε ολόκληρη την προσοχή του επάνω της, χωρίς να το θέλει κι ο ίδιος στην αρχή, και σχεδόν με αποστροφή, αλλά όλο και ισχυρότερα ύστερα. Του γεννήθηκε ξαφνικά η επιθυμία να μάθει τί ακριβώς ήτανε αυτό το τόσο έντονα παράξενο, που είχε απάνω της εκείνη η γυναίκα.
Πρώτα-πρώτα, θα πρέπει να ήτανε μια κοπέλα πολύ μικρή: Περπατούσε με τέτοια ζέστη, χωρίς κανένα κάλυμμα στο κεφάλι, δίχως ομπρέλα και δίχως γάντια, κουνώντας τα χέρια της κατά τρόπο κωμικό, σαν ανεμόμυλος. Φορούσε ένα παλιό μεταξωτό φουστάνι, ελαφρό, που φαινότανε όμως κι αυτό παράξενα βαλμένο, μισοκουμπωμένο, και στη μέση, πίσω, ξεσκισμένο εκεί που άρχιζε η φούστα: ολόκληρη λουρίδα είχε ξεκολλήσει και κρεμότανε σαλεύοντας πέρα- δώθε. Γύρω στο λαιμό της είχε ρίξει ένα μικρό σάλι, που έπεφτε όμως στραβά από τη μια μεριά. Επί πλέον, βάδιζε με αστάθεια, τρεκλίζοντας και γέρνοντας πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη.
Την έφτασε, τη στιγμή που πλησίαζε στο παγκάκι. Μόλις έφτασε εκεί, σωριάστηκε στην άκρη του πάγκου, έγειρε το κεφάλι της πίσω, στο στήριγμα, κι έκλεισε τα μάτια. Ήτανε φαίνεται πεθαμένη στην κούραση. Προσέχοντας την καλύτερα, κατάλαβε αμέσως πως ήτανε τύφλα στο μεθύσι. Το θέαμα ήτανε τόσο τερατωδώς παράξενο, που αναρωτήθηκε μήπως έκανε λάθος.
Έβλεπε μπροστά του μια κοπελίτσα νεώτατη, δεκάξη το πολύ χρονών, ίσως και δεκαπέντε, αδύνατη, με μαλλιά ξανθά, ωραία, αλλά με πρόσωπο κάπως φλογισμένο και λίγο πρησμένο, θα 'λεγες. Φαινότανε να μην καταλαβαίνει τίποτα. Είχε βάλει το 'να πόδι πάνω στ' άλλο, δείχνοντας περισσότερο απ' όσο έπρεπε τις γάμπες της και, κατά πάσαν πιθανότητα, δεν το πολυκαταλάβαινε ότι βρισκότανε στο δρόμο. Ο Ρασκόλνικωφ, ούτε κάθισε, ούτε ήθελε να φύγει, παρά στεκότανε μπροστά της όρθιος, δίχως να ξέρει τί απόφαση να πάρει. Αυτός ο δρόμος είναι πάντοτε σχεδόν έρημος. Τώρα, στη μία μετά το μεσημέρι, μ' αυτή τη ζέστη δεν περνούσε από κει ψυχή. Ωστόσο, καμμιά δεκαπενταριά βήματα πιο πέρα, είχε σταθεί παράμερα, σε κάτι δεντράκια στην άκρη του δρόμου, κάποιος κύριος, που καταλάβαινες αμέσως ότι θα 'θελε να πάει και κείνος κοντά στην κοπέλα με ορισμένους σκοπούς. Την είχε ιδεί κι αυτός από μακριά και πήγαινε κοντά της, αλλά του χάλαγε τη δουλειά ο Ρασκόλνικωφ. Του έριχνε άγριες ματιές, προσπαθώντας ωστόσο να μην τον πάρει χαμπάρι, και περίμενε ανυπόμονα τη στιγμή που θα έφευγε αυτός ο κουρελιάρης, για να του αφήσει ελεύθερη τη θέση.
Το πράγμα ήτανε ολοφάνερο!
Ο κύριος αυτός θα ήτανε καμμιά τριανταριά χρονών, γεροδεμένος, παχουλός, με πρόσωπο ροδοκόκκινο, με ρόδινα χείλη στολισμένα με ένα μουστάκι και ντυμένος κομψότατα. Ο Ρασκόλνικωφ θύμωσε τρομερά: τον έπιασε ξαφνικά μια μανία να προσβάλει μ' έναν οποιονδήποτε τρόπο αυτόν τον χον-τρο-λιμοκοντόρο. Παράτησε για μια στιγμή την κοπέλα και τον πλησίασε.
"Ε, του λόγου σου, Σβιντριγκάιλωφ! Τί γυρεύεις εδώ;", φώναξε σφίγγοντας τις γροθιές του και δείχνοντας μ' ένα χαμόγελο τα δόντια του, όπου φαινότανε ένας αφρός λύσσας. "Τί θα πεί αυτό;", ρώτησε ο κύριος αυστηρά, ζαρώνοντας τα φρύδια του και παίρνοντας ένα ύφος ακατάδεχτης κατάπληξης. "Να στρίβεις από δω, αυτό θα πεί". "Πώς τολμάς, παλιάνθρωπε! ". Και σήκωσε το μπαστούνι του.
Ο Ρασκόλνικωφ όρμησε κατά πάνω του, με τις γροθιές σφιγμένες, δίχως να σκεφτεί πως ο χοντρός κύριος θα μπορούσε να τα βάλει με δυο σαν κι αυτόν. Εκείνη τη στιγμή, όμως, κάποιος τον άρπαξε από πίσω με δύναμη: Ήτανε ένας αστυνομικός που μπήκε στη μέση.
"Ε, κύριοι! Παρακαλώ να λείπουν οι καυγάδες σε δημόσιο χώρο. Τί συμβαίνει; Ποιος είσαστε σεις;" ρώτησε αυστηρά τον Ρασκόλνικωφ, βλέποντας τα κουρελιασμένα ρούχα του. Ο Ρασκόλνικωφ κοίταξε τον αστυνομικό επίμονα. Είχε μια φυσιογνωμία αγαθού στρατιωτικού, με τις γκρίζες φαβορίτες του, και με μια έκφραση αρκετά έξυπνη. "Καλά που ήρθατε", του είπε, πιάνοντας τον από το μπράτσο. "Εσάς ακριβώς χρειαζόμουνα. Είμαι πρώην φοιτητής και λέγομαι Ρασκόλνικωφ - το λέω για του λόγου σου, αν σ' ενδιαφέρει να το μάθεις", πρόσθεσε γυρίζοντας κατά τον χοντρό κύριο. "Ελάτε μαζί μου, θα σας δείξω κάτι". Και πιάνοντας τον αστυφύλακα από το χέρι, τον πήγε κοντά στο παγκάκι.
"Κοιτάξτε, είναι τύφλα στο μεθύσι. Τώρα δα περπατούσε στο δρόμο. Δεν ξέρω από πού βγήκε και ποια είναι, αλλά δε φαίνεται να είναι από τις δηλωμένες... Το πιθανότερο είναι να την μέθυσαν... να της έστησαν καμμιά παγίδα... για πρώτη φορά, καταλαβαίνετε; Ύστερα, θα την πέταξαν στο δρόμο... Κοιτάξτε πώς είναι ξεσχισμένο το φουστάνι της και πώς το έχει βάλει; Είναι φανερό ότι δεν το φόρεσε η ίδια, ότι την έντυσαν... Και την έντυσαν χέρια που δεν ξέρουν να το κάνουν αυτό, χέρια αντρικά. Δεν χωράει αμφιβολία. Και τώρα κοιτάξτε και κείνον τον ομορφονιό, που ήμουν έτοιμος ν' αρπαχτώ μαζί του. Δεν τον γνωρίζω, τον βλέπω για πρώτη φορά, αλλά την πρόσεξε και κείνος στο δρόμο. Είδε πως είναι μεθυσμένη, πως δεν ξέρει τί κάνει και τώρα έχει μια τρομερή επιθυμία να την πλησιάσει, να την πάρει έτσι, όπως είναι σ' αυτήν την κατάσταση, και να την πάει κάπου... Έτσι είναι, σίγουρα, πιστέψτε με, δε γελιέμαι εγώ. Τον είδα με τα μάτια μου που την παραμόνευε και την ακολουθούσε. Αλλά του χάλασα τη δουλειά. Και τώρα περιμένει να φύγω. Να τος! Τραβήχτηκε λίγο πιο πέρα και κάνει πως στρίβει τσιγάρο. Πώς να την πάρουμε από τα νύχια του τη φτωχούλα;
Πώς να την πάμε σπίτι της; Για σκεφτείτε και σεις". Ο αστυφύλακας, που κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται, άρχισε να σκέφτεται. Οι σκοποί του χοντρού κυρίου ήταν ολοφάνεροι. Έμενε τώρα το κορίτσι. Έσκυψε από πάνω της για να την εξετάσει από κοντύτερα και στο πρόσωπο του φάνηκε μια ειλικρινής συμπάθεια.
"Α, τί κρίμα! ", είπε κουνώντας το κεφάλι του. "Είναι παιδάκι ακόμα. Την ξεγέλασαν, δε χωράει αμφιβολία. Δεσποινίς, ακούτε; Πού μένετε;". Η μικρή άνοιξε τα μάτια της, τους κοίταξε και τους δυο αποβλακωμένα, με το βαρύ θολωμένο βλέμμα της κι έκανε μια κίνηση με το χέρι της, σα να 'θελε να τους διώξει από κοντά της. "Ακούστε", είπε _ο Ρασκόλνικωφ, ψάχνοντας τις τσέπες του και βγάζοντας είκοσι καπίκια που βρίσκονταν εκεί μέσα, "πάρτε ένα αμάξι και πηγαίνετε την σπίτι της. Να μάθουμε μόνο τη διεύθυνση της". "Δεσποινίς, δεσποινίς", ξανάπε ο αστυφύλακας αφού πήρε τα λεφτά, "θα φωνάξω έναν αμαξά και θα σας συνοδεύσω εγώ ο ίδιος. Πού πρέπει να σας πάω;
Πού μένετε;". "Α, παρατάτε με... κολλιτσίδες! ", ψέλλισε η κοπέλα, κάνοντας την ίδια χειρονομία. "Δεν είναι καλό αυτό! Είναι ντροπή, δεσποινίς, ντροπή! ". Κούνησε πάλι το κεφάλι του, επιτιμητικά, με οίκτο και αγανάκτηση μαζί. "Εδώ ακριβώς είναι η δυσκολία", είπε στον Ρασκόλνικωφ, κοιτάζοντας τον πάλι επίμονα απ' τα νύχια ως την κορφή. Δεν του γέμισε κι αυτός το μάτι - ένας κουρελής και να δίνει λεφτά!
"Τη συναντήσατε πολύ μακριά από δω;", τον ρώτησε. "Σας το είπα, περπατούσε μπροστά μου τρεκλίζοντας, να εκεί στη λεωφόρο. Μόλις έφτασε σε τούτο το παγκάκι, σωριάστηκε κάτω". "Αχ, θεέ μου! Είναι, πραγματικά, ντροπή αυτά που γίνονται στον κόσμο σήμερα! Μια μπουκιά παιδί και να μεθάει! θα την αποπλάνησαν, δε χωράει αμφιβολία. Για κοιτάξτε το φουστάνι της, είναι καταξεσκισμένο!... Πόσο έχει προοδεύσει σήμερα η ακολασία! Ίσως να είναι από καμμιά καλή οικογένεια, που έπεσε στην εξαθλίωση. Υπάρχουν πολλές τέτοιες οικογένειες σήμερα. Βλέποντας την, θα την έπαιρνε κανείς για δεσποινίδα καθώς πρέπει...". Έσκυψε πάλι από πάνω της. Ίσως να 'χε κι αυτός κορίτσια που "τα παίρνει κανείς για δεσποινίδες καθώς πρέπει", με όλη την προσποίηση της ψευτομόρφωσης, με όλες τις προλήψεις της μόδας... "Το κυριότερο είναι να μην την αφήσουμε να πέσει στα χέρια αυτουνού του παλιανθρώπου", πρόσθεσε βιαστικά ο Ρασκόλνικωφ. "Είναι ικανός ν' ασελγήσει απάνω της κι έτσι που είναι ακόμα! Το τί γυρεύει, δεν είναι δύσκολο να το ιδεί κανείς.
Δε φεύγει, ο παλιάνθρωπος! ". Ο Ρασκόλνικωφ μιλούσε δυνατά κι έδειχνε με το δάχτυλο τον χοντρό κύριο.