ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (3)
Αυτός τον άκουσε κι έκανε αμέσως πως ξαναθυμώνει, ύστερα όμως άλλαξε γνώμη και περιορίστηκε να ρίξει μια περιφρονητική ματιά στο φοιτητή. Κατόπιν, απομακρύνθηκε αργά-αργά καμμιά δεκαριά βήματα και πάλι ξαναστάθηκε.
"Το να μην του την αφήσουμε είναι εύκολο πράγμα", είπε σκεφτικά ο αστυφύλακας.
"Να μας έλεγε, τουλάχιστον, πού κάθεται!... Δεσποινίς! Δεσποινίς! ", είπε πάλι, σκύβοντας και πάλι από πάνω της.
Η κοπέλα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, κοίταξε προσεχτικά σα να συνερχόταν σιγά-σιγά κι ύστερα σηκώθηκε και ξαναπήρε τον ίδιο δρόμο, αλλά με αντίθετη τώρα κατεύθυνση. "Μπα! Οι αδιάντροποι! Τί μου κολλάνε;", μουρμούρισε πάλι, κάνοντας την ίδια χειρονομία, σα να 'θελε να διώξει κάποιον.
Περπατούσε γρήγορα, αλλά με βήματα κλονισμένα πάντοτε. Ο λιμοκοντόρος την ακολούθησε, αλλά από την αντικρυνή δεντροστοιχία, χωρίς να την αφήνει καθόλου απ' τα μάτια του.
"Μην ανησυχείτε, δε θα την αφήσω ρούπι", δήλωσε αποφασιστικά ο αστυφύλακας με τα μεγάλα μουστάκια, βαδίζοντας πίσω τους. "Αχ, τί ακολασία βλέπει σήμερα κανείς! ", έλεγε αναστενάζοντας. Την ίδια στιγμή ο Ρασκόλνικωφ ένιωσε κάτι να τον κεντρίζει κι όλα μέσα του αναποδογυρίστηκαν αστραπιαία.
"Ε, ε", φώναξε στον αστυφύλακα "Ακούστε! ".
Ο αστυφύλακας γύρισε.
"Αφήστε τη. Τί ανακατευόσαστε σεις; Αφήστε τη ήσυχη! Ας γλεντήσει (κι έδειξε το λιμοκοντόρο). Τι σας νοιάζει εσάς;".
Ο αστυφύλακας γούρλωσε τα μάτια του και δε μπορούσε να συνέλθει απ' την κατάπληξη του. Ο Ρασκόλνικωφ χασκογέλασε.
"Εχ! εχ, εχ! ", έκανε ο φρουρός της δημοσίας τάξεως, κουνώντας τα χέρια του.
Κι ύστερα άρχισε να παρακολουθεί το λιμοκοντόρο και την κοπέλα. Καθώς φαίνεται, πήρε τον Ρασκόλνικωφ για τρελλό ή και για κάτι άλλο, ακόμα χειρότερο.
"Πάνε τα είκοσι καπίκια μου", είπε οργισμένα ο Ρασκόλνικωφ όταν έμεινε μόνος.
"Ε, θα πάρει άλλα τόσα κι από τον άλλο, αν του αφήσει την κοπέλα, κι έτσι θα τελειώσει αυτή η ιστορία... Τί ανακατεύτηκα τώρα εγώ σ' αυτή τη δουλειά; Γιατί να παραστήσω τώρα τον προστάτη της; Έχω το δικαίωμα ν' ανακατεύομαι; Τι με νοιάζει εμένα; Δε πα να φαγωθούνε οι άνθρωποι μεταξύ τους ολοζώντανοι; Και πώς το τόλμησα να δώσω αυτά τα είκοσι καπίκια; Μήπως ήτανε και δικά μου;".
Αλλά, παρά τα παράξενα τούτα λόγια, ένιωθε πολύ μεγάλο βάρος στην καρδιά του.
Κάθισε στο άδειο παγκάκι. Οι σκέψεις του, φτερούγιζαν δώθε κείθε ασυνάρτητα.
Άλλωστε, του 'κάνε κόπο κείνη τη στιγμή να σκέφτεται οτιδήποτε, θα 'θελε να μην καταλαβαίνει τίποτα, να τα ξεχάσει όλα κι ύστερα να ξυπνήσει και ν' αρχίσει μια ζωή ολότελα καινούργια.
"Κακόμοιρο κοριτσάκι", είπε κοιτάζοντας την άδεια γωνιά του πάγκου. "θα συνέλθει, θα κλάψει και ύστερα θα το μάθει η μητέρα της... Στην αρχή θα τη χτυπήσει, θα τη μαστιγώσει άγρια κι εξευτελιστικά, θα τη διώξει ίσως... Αν υποθέσουμε πως δε θα την διώξει, θα βρεθεί μια Ντάρια Φραντσόβνα, που θα πάρει μυρουδιά τί γίνεται και η μικρή μας θ' αρχίσει να κυλιέται από δω κι από κει... Αμέσως ύστερα το νοσοκομείο... (έτσι γίνεται πάντα με τις κοπέλες που έχουν πολύ τίμιες μανάδες και κάνουν τις βρωμοδουλειές τους στα κρυφά) και ύστερα... ύστερα ξανά το νοσοκομείο... και σε δυο-τρία χρόνια θα είναι σακατεμένη... κι όταν γίνει δεκαοχτώ, δεκαεννιά, το πολύ, χρονών, το τέλος... Λίγες τέτοιες περιπτώσεις έχουμε ιδεί;".
"Δε βαριέσαι! Τί σημασία έχει; Φαίνεται πως ένα τόσο τοις εκατό, καθώς λένε, πρέπει να πηγαίνει κάθε χρόνο κάπου... στο διάβολο σίγουρα, για ν' ανακουφίζονται, ασφαλώς, οι άλλοι και να μην τους γίνονται εμπόδιο. Ένα ποσοστό: Αλήθεια, έχουνε φτιάξει κάτι όμορφες... λεξούλες, ολότελα καθησυχαστικές κάτω απ' την επιστημονική τους αμφίεση. Απ' τη στιγμή που γίνεται λόγος για ποσοστό, δεν υπάρχει πια καμμιά ανησυχία. Αν όμως ήτανε καμμιά άλλη λέξη... τότε... ίσως να μην ήσουνα και τόσο ήσυχος. Αλλά, αν περνούσε και η Ντουνιά μ' έναν οποιονδήποτε τρόπο σ' αυτό το τόσο τοις εκατό; Στο σημερινό ή στ' αυριανό;".
"Μα, πού πηγαίνω λοιπόν;", συλλογίστηκε ξαφνικά. "Είναι παράξενο! Βγήκα για κάποιο λόγο. Αμέσως μόλις διάβασα το γράμμα, έφυγα... Πήγαινα στο νησί Βασιλιέφσκυ, στον Ραζουμίχιν, το θυμάμαι. Μα πώς έγινε και μου ήρθε, έτσι ξαφνικά, η ιδέα να πάω στον Ραζουμίχιν; Δεν είναι παράξενο;".
Απορούσε κι ο ίδιος! Ο Ραζουμίχιν ήτανε ένας από τους παλιούς συμφοιτητές του στο Πανεπιστήμιο. Τα περίεργο είναι πως, τον καιρό που παρακολουθούσε τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, δεν είχε σχεδόν συμφοιτητές, δεν έκανε παρέα με κανέναν απ' αυτούς, δεν πήγαινε να τους ιδεί και δεν του άρεσε να δέχεται τις επισκέψεις τους. 'Άλλωστε όλοι τους δεν άργησαν να του γυρίσουν τις πλάτες.
Δεν έπαιρνε ποτέ μέρος στις συγκεντρώσεις τους, στις κουβέντες τους, στις διασκεδάσεις τους ή σε οτιδήποτε άλλο. Ήτανε σκληρός με τον εαυτό του, δούλευε λυσσασμένα και είχε κερδίσει την εκτίμηση των συμφοιτητών του γι' αυτό, αλλά κανείς δεν τον αγαπούσε. Ήτανε πολύ φτωχός κι είχε μια περηφάνεια ελάχιστα κοινωνική, που κρατούσε τους άλλους σε απόσταση. Φαινότανε σα να 'χει πάντοτε μέσα του κάτι που τον έτρωγε. Μερικοί συμφοιτητές του, έβρισκαν πως έπαιρνε ένα περιφρονητικό ύφος όταν κοίταζε κι αυτούς και τους άλλους ανθρώπους, σα να ήτανε όλοι τους παιδιά, σα να τους ξεπερνούσε όλους στο μυαλό, στις γνώσεις, στις ιδέες κι έβλεπε τις δικές τους ιδέες και τα δικά τους ενδιαφέροντα, σαν πράγματα κατώτερης ποιότητας.
Με τον Ραζουμίχιν, ωστόσο, άγνωστο για ποιο λόγο, είχε συνδεθεί με φιλία ή μάλλον ήτανε πιο εκδηλωτικός μαζί του, περισσότερο από όλους τους άλλους. Εξ άλλου, ήτανε δύσκολο να φερθεί και διαφορετικά στον Ραζουμίχιν. Ήτανε ένα παιδί που ξεχείλιζε από ευθυμία, πολύ διαχυτικό και καλό μέχρι απλοϊκότητας. Αλλά κάτω απ' αυτή τη φαινομενική απλοϊκότητά του, υπήρχε βάθος και αξιοπρέπεια. Οι καλύτεροι απ' τους συμφοιτητές του τον παραδέχονταν και όλοι τους τον αγαπούσαν.
Δεν ήτανε κανένας βλάκας, μ' όλο που μερικές φορές φαινότανε λίγο αφελής. Η εξωτερική του εμφάνιση τράβαγε αμέσως την προσοχή με το ψηλόλιγνο κορμί του, το κακοξυρισμένο του πρόσωπο και τα μαύρα του μαλλιά. Καμμιά φορά έκανε φασαρίες και παράσταινε τον αντρειωμένο. Μια νύχτα, που είχε βγεί έξω με την παρέα του, ξάπλωσε κάτω με μια γροθιά έναν αρχιφύλακα, που ήτανε κοντά δυο μέτρα ψηλός.
Μπορούσε να πίνει τρομακτικά, αλλά μπορούσε και να μη βάζει γουλιά στο στόμα του. Παρασυρόταν μερικές φορές κι έκανε τρέλλες, άλλοτε όμως ήξερε να κάθεται φρόνιμα.
Ο Ραζουμίχιν είχε και τούτο το αξιοσημείωτο: Δεν το 'βάζε κάτω, όσο ανάποδα κι αν του 'ρχονταν τα πράγματα, όποια ατυχία και να τον έβρισκε. Μπορούσε να κοιμάται στις σοφίτες, ν' αντέχει στην πιο άγρια πείνα και στο πιο τρομερό κρύο. Ήτανε πολύ φτωχός και συντηριότανε μόνος του, κάνοντας χίλιες δυο μικροδουλειές.
Ήξερε ένα σωρό μεριές, όπου θα μπορούσε να βγάλει κάνα λεφτό, δουλεύοντας βέβαια πάντοτε.
Μια φορά, πέρασε ολόκληρο χειμώνα, δίχως ν' ανάψει καθόλου φωτιά στην κάμαρα του κι έλεγε πως αυτό του ήτανε κι ευχάριστο, γιατί κοιμάται, λέει, κανείς πολύ καλύτερα όταν κρυώνει. Τώρα, είχε αναγκαστεί να παρατήσει κι αυτός το Πανεπιστήμιο. Πίστευε όμως πως αυτό θα γινότανε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και αγωνιζότανε μ' όλες του τις δυνάμεις να βολέψει την κατάσταση, για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του.
Ο Ρασκόλνικωφ είχε να πάει στο σπίτι του πάνω από τέσσερις μήνες και ο Ραζουμίχιν δεν ήξερε ούτε τη διεύθυνση του. Πριν από δυο μήνες είχανε συναντηθεί κατά τύχη στο δρόμο, αλλά ο Ρασκόλνικωφ γύρισε αλλού το κεφάλι του και μάλιστα πέρασε στ' απέναντι πεζοδρόμιο για να μην τον ιδεί. Ο Ραζουμίχιν, παρ' όλο που τον είδε, συνέχισε το δρόμο του, αποφεύγοντας να ενοχλήσει το φίλο του.