ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (2)
Πόσο τον δροσίζει εκείνο το νερό, που έχει ένα χρώμα υπέροχα γαλάζιο και κυλάει παγωμένο ανάμεσα σε πετραδάκια πολύχρωμα σε μια πεντακάθαρη και χρυσαφένια άμμο!
Ξαφνικά, άκουσε ολοκάθαρα να χτυπάει ένα ρολόι: Αναπήδησε, σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε απ' το παράθυρο, κι όταν κατάλαβε τί ώρα ήτανε πάνω-κάτω, πήδησε απ' το στρώμα του, σε μια κατάσταση απόλυτης διαύγειας, και σα να τον άρπαξε κάποιος απ' το ντιβάνι Περπατώντας στα νύχια των ποδιών του, προχώρησε κατά την πόρτα, τη μισάνοιξε σιγά-σιγά και κάθισε στο κεφαλόσκαλο ν' αφουγκραστεί. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, αλλά κανένας θόρυβος δεν ακουγότανε στη σκάλα, θα 'λέγε κανείς πως όλοι μέσα σ' αυτό το σπίτι είχανε κοιμηθεί..Του φαινότανε παράξενο και τερατώδες, που μπόρεσε να κοιμηθεί έτσι συνέχεια απ' τα χτες, χωρίς να κάνει και χωρίς να προετοιμάσει τίποτα... Και όμως, ίσως να χτύπησε έξη το ρολόι που ακούστηκε. Μετά τον ύπνο και τη χαύνωση τον έπιασε μεγάλη βιασύνη, πυρετώδης και κάπως άτακτη. 'Άλλωστε, οι προετοιμασίες δεν ήτανε καθόλου πολύπλοκες.
Συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις για να τα οργανώσει όλα, κατά τον καλύτερο τρόπο, δίχως να ξεχάσει τίποτα, η καρδιά του όμως χτυπούσε πάντα τόσο δυνατά και γρήγορα, που ανάσαινε με δυσκολία.
Πρώτα-πρώτα, έπρεπε να φτιάξει μια θηλειά και να τη ράψει στο παλτό του, δουλειά που γινότανε μέσα σε λίγα λεφτά. Έψαξε κάτω απ' το προσκέφαλο του κι έβγαλε από ένα σωρό εσώρουχα, που είχε χώσει εκεί, ένα βρώμικο παλιό πουκάμισο, καταλειωμένο, και έσχισε απ' αυτό μια λουρίδα που είχε πλάτος πέντε πόντους και μάκρος είκοσι. Αφού τη δίπλωσε στα δύο, έβγαλε το πλατύ καλοκαιρινό παλτό του, που ήτανε από χοντρό και στέρεο βαμβακερό ύφασμα (το μοναδικό γερό του ρούχο), κι άρχισε να ράβει από μέσα, τις δυο άκρες της, κάτω απ' την αριστερή μασχάλη.
Τα χέρια του έτρεμαν, καθώς έκανε αυτή τη δουλειά, τα κατάφερε όμως τόσο καλά, ώστε το ράψιμο δε φαινότανε καθόλου απέξω, όταν ξαναφόρεσε το παλτό του.
Από πολύ καιρό είχε ετοιμάσει τη βελόνα και την κλωστή, που βρίσκονταν στο συρτάρι του τραπεζιού του, τυλιγμένες μ' ένα χαρτάκι. Όσο για τη θηλιά, ήτανε μια πολύ έξυπνη επινόηση του: Η θηλειά αυτή προοριζότανε για τον μπαλντά. Ήτανε αδύνατο να βγεί έξω στο δρόμο μ' ένα μπαλντά στο χέρι. Αν τον έκρυβε πάλι κάτω απ' το παλτό του, έπρεπε να τον κρατάει με το χέρι του και ήτανε αρκετό αυτό για να τον προσέξουν. Ενώ τώρα, θα περνούσε στη θηλιά που έφτιαξε το σίδερο του μπαλντά και θα 'τανε ήσυχα-ήσυχα κρεμασμένος κάτω απ' τη μασχάλη του, σ' όλο το δρόμο. Χώνοντας το χέρι του στην αριστερή τσέπη του παλτού του, θα κρατούσε το ξύλινο χέρι του μπαλντά, για μην τον αφήσει να κουνιέται πέρα-δωθε. Και καθώς το παλτό του ήτανε φαρδύ - αληθινό σακί- κανένας δε θα μπορούσε να φανταστεί πως το χέρι του κρατούσε ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, μέσα απ' την τσέπη του. Τη θηλιά αυτή την είχε επινοήσει εδώ και δεκαπέντε μέρες.
Όταν τέλειωσε η δουλειά αυτή, έχωσε τα δάχτυλα του στη χαραμάδα, που σχηματιζότανε ανάμεσα στο "τούρκικο" ντιβάνι του και στο πάτωμα, έψαξε στην αριστερή γωνιά και τράβηξε το ενέχυρο, που είχε προετοιμάσει από καιρό και το 'κρύψε εκεί κάτω. Στην πραγματικότητα, δεν ήτανε καθόλου ενέχυρο. Ήτανε, απλώς, μια σανίδα πλανισμένη, που είχε το πάχος και το μέγεθος μιας ταμπακιέρας. Την είχε βρεί, εντελώς τυχαία, σε μια απ' τις περιπλανήσεις του μέσα σε μια αυλή, όπου υπήρχε κάποιο επιπλοποιείο. Κατόπιν, έβαλε πάνω σ' αυτή τη σανίδα μια λαμαρίνα, που τη βρήκε κι αυτή στο δρόμο. Αφού εφάρμοσε τη λαμαρίνα, που ήτανε λεπτότερη, πάνω στο σανιδάκι, τα 'δέσε και τα δυο μαζί γερά, περνώντας μια κλωστή σταυρωτά, και ύστερα τα τύλιξε με προσοχή και κομψότητα μέσα σε άσπρο πεντακάθαρο χαρτί και με τέτοιον τρόπο, που να 'ναι δύσκολο να ξεδιπλωθεί το χαρτί. Κι αυτό το 'κάνε για ν' αποσπάσει λίγο την προσοχή της γριάς και να εκμεταλλευθεί την κατάλληλη στιγμή, όταν αυτή θα προσπαθούσε να λύσει το πακέτο.
Η λαμαρίνα είχε προστεθεί για να δώσει στο αντικείμενο βάρος και για να μην καταλάβει η γριά, τουλάχιστον αμέσως, πως το αντικείμενο ήτανε ξύλινο. Μόλις το 'πιάσε στα χέρια του, άκουσε ξαφνικά κάποιον να φωνάζει στην αυλή: "Είναι περασμένες έξη! ".
"Έξη περασμένες; Ω θεέ μου! ".
Όρμησε κατά την πόρτα, έστησε τ' αυτί, πήρε το καπέλο του κι άρχισε να κατεβαίνει τα δεκατρία σκαλιά προσεχτικά και αθόρυβα, σα γάτος. Έμενε τώρα το σημαντικότερο απ' όλα: Να κλέψει απ' την κουζίνα τον μπαλντά. Το ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει μπαλντά, το 'χε αποφασισμένο από πολύ καιρό. Είχε επίσης κι ένα εργαλείο, σαν κλαδευτήρι, αλλά δεν είχε καμμιά εμπιστοσύνη ούτε σ' αυτό, ούτε κυρίως στις δυνάμεις του. Έτσι, προτίμησε τελικά τον μπαλντά. Με την ευκαιρία, πρέπει να σημειώσουμε, ότι όλες οι αποφάσεις που είχε πάρει σχετικά μ' αυτό το σχέδιο, είχανε το χαρακτηριστικό ότι, όσο περισσότερο οριστικές γίνονταν, τόσο πιο τερατώδεις και παράλογες του φαίνονταν. Παρ' όλη την εναγώνια πάλη που γινόταν μέσα του δε μπόρεσε ποτέ του, ούτε για μια στιγμή, να το πιστέψει ότι θα 'φτάνε στο σημείο να πραγματοποιήσει τα σχέδια του.
Αλλά κι αν το πίστευε, κι αν τα κανόνιζε όλα, ως την τελευταία λεπτομέρεια, έτσι που να μην απομένει πια καμμιά αμφιβολία για τη δουλειά, σίγουρα θ' αρνιότανε να πραγματοποιήσει το σχέδιο του, γιατί θα το 'βρίσκε τερατώδες, παράλογο, ακατόρθωτο. Έμεναν όμως αξεδιάλυτα ακόμα ένα σωρό ερωτήματα κι αμφιβολίες.
Όσο για το πού θα 'βρίσκε τον μπαλντά, δεν τον απασχολούσε καθόλου αυτή η λεπτομέρεια, γιατί ήτανε το ευκολότερο. Πραγματικά, η Ναστάσια δε βρισκότανε ποτέ στο σπίτι, τα βράδια προ πάντων. 'Άλλοτε έτρεχε στους γειτόνους κι άλλοτε στα μαγαζιά, αφήνοντας πάντοτε την πόρτα ορθάνοιχτη. Κάθε φορά που την κατσάδιαζε η σπιτονοικοκυρά, ήτανε γι' αυτό ακριβώς το λόγο.
Ο Ρασκόλνικωφ, λοιπόν, δεν είχε παρά να μπεί ήσυχα-ήσυχα στην κουζίνα, όταν θα 'ρχότανε η στιγμή, και να πάρει τον μπαλντά. Ύστερα, σε μια ώρα (όταν όλα θα είχανε τελειώσει) θα ξαναγύριζε και θα τον έβαζε στη θέση του. Υπήρχαν όμως και μερικές αμφιβολίες: Αν υποθέσουμε πως ξεμπέρδευε σε μια ώρα και όταν θα πήγαινε να βάλει τον μπαλντά στη θέση του είχε ξαναγυρίσει η Ναστάσια; 'Έπρεπε, βέβαια, να προσπεράσει και να περιμένει ώσπου να ξαναφύγει. Αν όμως χρειαζόταν τη στιγμή εκείνη τον μπαλντά; θα 'ρχιζε να ψάχνει, θα 'βάζε τις φωνές κι αμέσως θα γεννιόνταν υποψίες ή τουλάχιστον μια αφορμή για να διατυπωθούν υποψίες.
Όλα όμως αυτά ήτανε μικρολεπτομέρειες μπροστά στις οποίες η σκέψη του αρνιότανε να σταθεί. 'Άλλωστε, δεν είχε πια και τον καιρό. Από τη στιγμή που το πήρε απόφαση, σκεφτότανε μόνο το ουσιώδες κι άφηνε τις λεπτομέρειες γι' αργότερα.
Αλλά αυτή ακριβώς η απόφαση του φαινόταν απραγματοποίητη - τέτοια ήτανε η εντύπωση του. Δε μπορούσε, λόγου χάρη να το φανταστεί ότι θα ερχότανε μια στιγμή που δε θα σκεφτόταν πια, που θα σηκωνόταν και θα πήγαινε κει πέρα, έτσι απλά κι αποφασιστικά. Ακόμα και την τελευταία πρόβα του (δηλαδή την επίσκεψη του για να εξερευνήσει τα κατατόπια) την είχε κάνει έτσι, μόνο δοκιμαστικά, κι όχι στ' αλήθεια. "Μωρέ δεν πάω να κάνω μια δοκιμή", είπε μεσάτου, "αφού έτσι κι αλλιώς όλα αυτά είναι ονειροπολήματα;". Κι αμέσως, έφτυσε αηδιασμένος και τα 'χε βάλει με τον εαυτό του. Ωστόσο, είχε αναλύσει ως την τελευταία λεπτομέρεια τη λύση που έδινε σ' αυτό το πρόβλημα από την ηθική του πλευρά. Η ηθικολογική ερμηνευτική του μέθοδος ήτανε ακονισμένη σαν ξυράφι και ακόμα κι ο ίδιος δεν είχε πια καμμιά αντίρρηση μέσα στη συνείδηση του. Παρ' όλα αυτά, αρνιόταν να πιστέψει τον ίδιο τον εαυτό του κι έψαχνε πεισματικά και ψηλαφώντας να βρεί αντιρρήσεις έξω απ' τον εαυτό του, σαν να τον εξανάγκαζε κάποιος και να τον έσερνε απ' αυτή τη μεριά. Η χτεσινή ημέρα, πλούσια σε στοιχεία τόσο ανεπάντεχα, όσο και αποφασιστικά, είχε επενεργήσει μέσα του κατά τρόπο μηχανικό σχεδόν: Ήτανε σα να τον έπιασε κάποιος απ' το χέρι και τον ανάγκασε να τον ακολουθήσει αναπόφευκτα, τυφλά, με μια δύναμη υπερφυσική· δίχως να μπορεί να του προβάλει την παραμικρή αντίρρηση, θα 'λέγε κανείς πως πιάστηκε η άκρη του σακακιού του στα γρανάζια μιας ρόδας που άρχισε να τον τραβάει επάνω της. Αρχικά - το 'χε σκεφτεί εξ άλλου και πρωτύτερα τον απασχολούσε, ανάμεσα στ' άλλα, ένα ερώτημα: Γιατί ανακαλύπτονται και αποκαλύπτονται τόσο εύκολα όλα σχεδόν τα εγκλήματα και γιατί βρίσκονται τόσο εύκολα τα ίχνη όλων σχεδόν των δολοφόνων;
Πάνω σ' αυτό, έβγαλε σιγά-σιγά διάφορα και περίεργα συμπεράσματα.
Κατά τη γνώμη του, ο κυριότερος λόγος βρισκότανε πολύ λιγότερο στο ότι ήτανε φυσικά αδύνατο ν' αποκρυφτεί το έγκλημα και περισσότερο στον ίδιο τον ένοχο: Όλοι οι εγκληματίες, όποιοι κι αν είναι, τη στιγμή που κάνουν το έγκλημα τους, χάνουν τη θέληση τους και την κρίση τους, και τίς αντικαθιστούν με μια βλακεία παιδιάστικη, την ώρα ακριβώς που η λογική και η φρόνηση τους είναι απαραίτητες.
Ο Ρασκόλνικωφ είχε καταλήξει στην πεποίθηση ότι αυτή η έλλειψη της λογικής και η μείωση της θέλησης, πιάνουν τον άνθρωπο ακριβώς όπως τον βρίσκει και μια αρρώστια, αναπτύσσονται προοδευτικά και φθάνουν στο κορύφωμα της έντασης τους λίγες στιγμές πριν απ' την εκτέλεση του εγκλήματος. Η αρρώστια αυτή συνεχίζεται με την ίδια μορφή και κατά τη στιγμή του εγκλήματος και λίγον καιρό μετά ακόμα, Ανάλογα με τον άνθρωπο. Ύστερα, περνάει, όπως κάθε άλλη αρρώστια. Το ζήτημα είναι να μάθει κανείς αν η αρρώστια αυτή γεννάει το έγκλημα ή μήπως το ίδιο το έγκλημα, απ' τη φύση του, συνοδεύεται πάντοτε από ένα είδος αρρώστιας. Αυτό το ζήτημα όμως, δεν αισθανότανε πως είχε ακόμα τις δυνάμεις να το λύσει.
Φτάνοντας σ' αυτά τα συμπεράσματα, έκρινε πως αυτές οι ηθικές αναστατώσεις δεν μπορούσαν να συμβούν σ' αυτόν προσωπικά, στην υπόθεση που σχεδίαζε και πως, όσο θα κρατούσε η δουλειά, δε θα τον εγκατέλειπαν ούτε η λογική, ούτε η θέληση του.
Κι αυτό, απλούστατα, γιατί εκείνο που λογάριαζε να κάνει "δεν ήταν έγκλημα...". Ας αφήσουμε κατά μέρος τη σειρά των σκέψεων που τον οδήγησαν σε τούτο το απόλυτο συμπέρασμα - έχουμε άλλωστε προτρέξει πάρα πολύ από τα γεγονότα, θα προσθέσουμε μόνον ότι οι καθαρά υλικές δυσκολίες, που παρουσιάζει η υπόθεση, έπαιζαν εντελώς δευτερεύοντα ρόλο στο μυαλό του. "Φτάνει", έλεγε, "να διατηρήσω τον έλεγχο της θέλησης και της λογικής μου και όταν φτάσει εκείνη η στιγμή, όλες αυτές οι δυσκολίες θα ξεπεραστούν, προκειμένου να ιδώ και τις παραμικρότερες λεπτομέρειες του εγχειρήματος μου".
Η εκτέλεση όμως αργούσε. Πίστευε όλο και λιγότερο πως οι αποφάσεις του ήτανε οριστικές κι όταν έφτασε η ώρα, τα γεγονότα πήρανε μια στροφή ολότελα διαφορετική.
Ένα από τα πιο ασήμαντα περιστατικά, τον έφερε σε αδιέξοδο προτού ακόμα κατεβεί τη σκάλα: Φτάνοντας στο πλατύσκαλο της κουζίνας, που η πόρτα της ήτανε, όπως πάντα, ορθάνοιχτη, έριξε μέσα μια λοξή ματιά για να βεβαιωθεί μήπως κατά την απουσία της Ναστάσιας βρισκότανε εκεί μέσα η ίδια η σπιτονοικοκυρά ή, αν δεν ήτανε, να διαπιστώσει αν η πόρτα της κάμαρας της ήτανε καλά κλεισμένη, έτσι που να μη μπορεί να τον ιδεί όταν θα 'μπαίνε στην κουζίνα για να πάρει τον μπαλντά. Αλλά, φαντασθείτε την κατάπληξη του όταν διαπίστωσε ξαφνικά πως η Ναστάσια ήτανε μέσα στην κουζίνα και μάλιστα έκανε κάποια δουλειά:
Έβγαζε από ένα πανέρι κάτι ασπρόρουχα και τ' άπλωνε σε σχοινιά.
Βλέποντας τον σταμάτησε τη δουλειά της, γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε, ώσπου πέρασε το πλατύσκαλο. Εκείνος κοίταζε αλλού, και προσπέρασε σα να μην είδε τίποτα. Η δουλειά όμως χάλασε. Πάει πια ο μπαλντάς.
Η στενοχώρια του ήτανε πολύ μεγάλη. "Πώς περίμενα", σκέφθηκε καθώς περνούσε την εξώπορτα, "πώς το περίμενα ότι αυτήν ακριβώς τη στιγμή η Ναστάσια θ' απουσίαζε απ' την κουζίνα; Γιατί; Γιατί ήμουνα τόσο σίγουρος γι' αυτό το πράγμα;".
Μες στο θυμό του, του ερχότανε να πάρει στην κοροϊδία τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα του έβραζε μια λύσσα βλακώδης και άγρια. Στάθηκε κάτω απ' την εξώπορτα δισταχτικά. Να βγεί στο δρόμο, έτσι άσκοπα, δεν το 'θελε. Ν' ανεβεί πάλι στο δωμάτιο του, δεν το 'θελε ακόμα περισσότερο. "Τι ευκαιρία που έχασα! Και την έχασα μια για πάντα! ", μουρμούριζε όρθιος. Κι ήτανε γυρισμένος, χωρίς κανέναν απολύτως σκοπό, κατά το σκοτεινό σπιτάκι του φύλακα, που η πόρτα του ήτανε επίσης ανοιχτή.
Ξαφνικά, ανατρίχιασε ολόκληρος. Μέσα στο σπίτι του φύλακα, δυο βήματα πιο πέρα, κάτι του γυάλισε, κάτω απ' τον πάγκο... Κοίταξε τριγύρω του:
Ψυχή! Πλησίασε πατώντας στα νύχια του, κατέβηκε δυο σκαλιά και φώναξε το φύλακα σιγανά. "Δεν είναι μέσα!