×

Vi använder kakor för att göra LingQ bättre. Genom att besöka sajten, godkänner du vår cookie-policy.


image

TedX, Loss: A gift for creation | Fotini Tsalikoglou | TEDxAthens

Loss: A gift for creation | Fotini Tsalikoglou | TEDxAthens

Μετάφραση: Eve Theodorou Επιμέλεια: Chryssa Takahashi

Αλλάζουμε κλίμα!

Είναι ένα αγόρι εννιά ετών, το οποίο από τη στιγμή που γεννήθηκε, δε μιλά.

Δεν υπάρχει καμία οργανική βλάβη.

Οι γονείς, που του προσφέρουν τα πάντα, απελπίζονται και περιμένουν,

ώσπου μια μέρα στο τραπέζι, είναι όλα τα καλά του κόσμου γύρω του,

το αγόρι ξεστομίζει τα πρώτα λόγια της ζωής του.

Λέει: «Θέλω τη ζάχαρη».

Ήταν η πρώτη φορά που κάτι έλειπε, η ζαχαριέρα.

Μέχρι τότε τα πάντα, προτού τα επιθυμήσει, προτού καν τα αναζητήσει, ήσαν εκεί.

Η απώλεια δεν γεννά μόνο θλίψη, θυμό, οργή,

αλλά ανοίγει και έναν δρόμο ομιλίας, δημιουργίας,

και αυτό θα είναι ένα από τα συμπεράσματα

που θα με ακολουθήσουν σε αυτά που θα μοιραστούμε μαζί.

Δε χρειάζεται να μας λείπει η ζάχαρη για να μείνουμε άφωνοι, ε;

Οι ανελέητες κρίσεις που ζούμε συνεχώς μας υπενθυμίζουν

ότι η ιστορία είναι φτιαγμένη από βία και απώλεια.

Αλλά και η ιστορία του καθενός μας,

από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνουμε,

προσδιορίζεται από απώλειες και από τον φόβο της απώλειας.

Ο φόβος της εγκατάλειψης, του αποχωρισμού, ότι θα χάσουμε την αποδοχή του άλλου,

ή ακόμα χειρότερα του εαυτού μας, ότι θα χάσουμε το κουράγιο για τη ζωή, ότι δε θα προλάβουμε ενδεχομένως να ζήσουμε προτού πεθάνουμε.

Δικοί σας φόβοι και δικοί μου φόβοι.

Και όλα αυτά μας ενώνουν σε ένα μεγάλο «μαζί».

Ίσως γι'αυτό σπούδασα ψυχολογία, ίσως γι'αυτό γράφω μυθιστορήματα,

για να μπορέσω να κατανοήσω αυτούς τους φόβους.

Ίσως. Ίσως να το καταφέρω.

Είναι ένα μεγάλο στοίχημα για τον καθένα μας αυτό

πώς να τους μεταμορφώσουμε

και να τους βάλουμε στην υπηρεσία της δημιουργίας.

Μεταμορφώσεις της οδύνης.

Αυτός θα μπορούσε να ήταν ένας τίτλος της ομιλίας μου.

Ξέρετε, όλα τα βιβλία που έχω γράψει, τα μυθιστορήματα,

οι ήρωες τους παλεύουν με απώλειες.

Σε αυτήν την αναμέτρηση, όμως, χρωστάνε τη ζωντάνια τους.

Ένα πρόσωπο από αυτά, η Βέρθα για παράδειγμα,

είναι παιδί της απώλειας.

Έχει χάσει το μικρό της αδερφό, η μαμά της είναι βυθισμένη στην κατάθλιψη,

είναι ανήμπορη να την αγαπήσει.

Ξέρετε, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο,

ζούσα εγώ και η κόρη μου μια πολύ μεγάλη απώλεια.

Τον θάνατο της μητέρας μου.

Δεν ήξερα αν και πόσο θα τα καταφέρω.

Έπλασα δυνατή αυτήν την ηρωίδα στη θέση μου.

Εκείνη τα κατάφερε πολύ καλύτερα από εμένα.

Έγινε ένα πρόσωπο πολύ ανθεκτικό στις απώλειες και όχι μόνο αυτό.

Κέρδισε μια τρομακτική, θα έλεγα, οξύτητα

στο πώς θα αντιλαμβάνεται τα πράγματα.

Αναζήτησε και βρήκε ένα μεγάλο νόημα στην τέχνη,

στον δεσμό με μια δασκάλα ζωγραφικής.

«Νόημα και δεσμός», ας κρατήσουμε αυτές τις δύο λέξεις. Και όλα της τα χαρίσματα τα οφείλει στην επεξεργασία της απώλειας.

Δείτε δύο πίνακες που παίξανε ρόλο στη ζωή της και στη δική μου.

Αυτοί οι πίνακες ασκούσαν μια παράξενη έλξη,

πολύ προτού μάθω την ιστορία των δημιουργών τους.

Ίσως είναι κάπως γνωστός αυτός ο πίνακας του Μαγκρίτ.

Έχει κάνει μια σειρά από αυτούς. Τους ονομάζει «Εραστές».

Είναι ένα ζευγάρι ερωτευμένων.

Βλέπετε το σκεπασμένο με ένα σεντόνι πρόσωπο.

Σε ένα τέτοιο σεντόνι, λευκό, όταν ο ζωγράφος ήταν 13 ετών,

του φέρανε τυλιγμένο το άψυχο κορμί μιας γυναίκας.

Ήταν η μητέρα του, που είχε αυτοκτονήσει πέφτοντας στον Σηκουάνα.

Και εδώ, αυτός ο θαυμάσιος πίνακας, του Κάσπαρ Φρίντριχ, του Γερμανού.

Πραγματικά, όταν τον βλέπεις είναι σαν να παγώνεις.

«Η θάλασσα των πάγων» λέγεται.

Σε αυτήν την ίδια θάλασσα της Βαλτικής,

σε μια αντίστοιχη περίπου ηλικία, ο ζωγράφος, 14 ετών νομίζω,

είδε, μπροστά στα μάτια του, να πνίγεται ο μικρός του αδερφός στην προσπάθειά του να τον σώσει.

Ερώτημα: Τι χρωστάει η δύναμη αυτών των πινάκων στις φοβερές αυτές απώλειες

που σημάδεψαν τους δημιουργούς τους;

Και, τι χρωστάνε τα αριστουργήματα της ανθρωπότητας

στα ενδεχόμενα οδυνηρά βιώματα των δημιουργών τους;

Ο καθένας από εμάς, στο μικρό έργο που μπορεί να κάνει,

τι αλήθεια οφείλει αυτό το δημιούργημά του στις απώλειες της ζωής μας;

Θα προσπαθήσω λίγο να εξιχνιάσω το αίνιγμα της δημιουργίας

μέσα από τρεις διαφορετικές ιστορίες αναπάντεχων δημιουργών,

που δεν έχουν να κάνουν τίποτα με διάσημους δημιουργούς.

Δεν έχουν, δηλαδή, τη δυνατότητα να μας μεταφέρουν το ατομικό τους βίωμα και να έχουμε μια καθολική αποδοχή του ατομικού τους βιώματος.

Είναι ένα μωρό, ένας άνθρωπος κλεισμένος σε άσυλο και ένα κοριτσάκι.

Μέσα από αυτούς θα προσπαθήσω να εξιχνιάσω λίγα κομμάτια

από το αίνιγμα της δημιουργίας.

Γιατί, ξέρετε, η δημιουργία, σαν την ομορφιά,

κρατάει ένα δικό της αρνεμήνευτο κομμάτι.

Εδώ, λοιπόν, είναι ο μικρός Έρνστ. Είναι η πρώτη ιστορία μας.

Είναι 18 μηνών, ζει στη Βιέννη και έχει έναν διάσημο παππού,

που τάραξε τον ύπνο των ανθρώπων.

Λέγεται Φρόυντ ο παππούς του.

Είναι 18 μηνών, η μαμά του έχει φύγει για λίγο από το σπίτι.

Το μωρό είναι δυστυχισμένο που έχει φύγει,

γιατί στο μυαλό, ξέρετε, ενός μωρού το για λίγο δεν παίζει.

Το για λίγο εύκολα γίνεται για πάντα.

Κλαίει, λοιπόν, ο μικρός Έρνστ, ώσπου κάποια στιγμή, επινοεί ένα παιχνίδι.

Ένα θαυματουργό, όπως θα αποδειχθεί, παιχνίδι. Παίρνει μια κουβαρίστρα, την τυλίγει με ένα σπάγκο,

την πετάει μακριά και φωνάζει ένα επιφώνημα «fort!»,

που στα Γερμανικά σημαίνει κάτι σαν «πάει μακριά, έφυγε».

Μετά το τυλίγει γρήγορα, το φέρνει κοντά του

και λέει: «Da!». «Να τη! Εδώ είναι!» σημαίνει.

Και ξανά "Fort!" και ξανά "Da!".

Και, ως δια μαγείας, η αγωνία του καταπραΰνεται. Παύει να κλαίει.

Τι συνέβη: αυτό το «fort-da», αυτές οι δύο λεξούλες,

αναπαράγουν αυτό που τον πονάει,

δηλαδή την απουσία της μητέρας και αναπαράγοντας την,

σκηνοθετώντας, δηλαδή στην ουσία, αυτήν την απουσία,

τη μετριάζει, την ελέγχει.

Γίνεται, λοιπόν, εδώ, αν το σκεφτούμε, μια μεγάλη ανατροπή.

Θεωρώ, αυτή την κίνηση, του μικρού Ερνστ σαν μία...

Θεωρώ αυτόν τον μικρό έναν εμβληματικό δημιουργό,

γιατί δημιουργία είναι αυτή η κίνηση που μας μεταμορφώνει

από αντικείμενο μιας οδύνης σε υποκείμενο ικανό να χειριστεί αυτήν την οδύνη.

Υπάρχει, όμως, η συνέχεια της ιστορίας,

που είναι και η ειρωνείας της ιστορίας,

γιατί ήταν 18 μηνών όταν έπαιζε αυτό το παιχνίδι.

Στα 5 του χρόνια η μητέρα δεν θα γυρίσει ποτέ πίσω.

Είναι η σκιά του πραγματικού.

Θα πεθάνει η μαμά του η Σοφία, η αγαπημένη κόρη του Φρόυντ.

Θα πεθάνει από μια επιδημία γρίπης.

Η σκιά του πραγματικού έχει να αντιμετωπίσει τώρα

έναν πραγματικό θάνατο.

Υπάρχει και μία μικρή λεπτομέρεια: έφερε στην κοιλιά της η μητέρα ένα κοριτσάκι,

που δεν πρόλαβε ποτέ να γεννηθεί.

Τι έγινε αυτός ο μικρός;

Έγινε ψυχαναλυτής και μάλιστα πέθανε σε βαθύ γήρας πριν από λίγα χρόνια. Όσο ετοίμαζα την ομιλία σκεφτόμουν

πόσο τυχαίο είναι άραγε το γεγονός,

ότι ό,τι έκανε ο μεγάλος πια Έρνστ Φρόυντ, ο ψυχαναλυτής, ό,τι έγραψε, ό,τι δημοσίευσε,

ό,τι μελέτες έκανε, ένα θέμα είχαν μόνο:

τη μελέτη της σχέσης του δεσμού μάνας-βρέφους.

Πόσο αυτή η απώλεια, αυτό που χάθηκε όταν ήταν 5 χρονών,

καθόρισε το έργο του;

Και πόσο, εντέλει, το κάθε έργο που θα επιλέξουμε να ονομάσουμε «δημιουργία» δεν προσδιορίζεται τελικά,

δεν ονειρεύεται να διορθώσει μια πραγματικότητα.

Πόσο δεν υπάρχει αυτό το άρρητο αίτημα πίσω από κάθε έργο, να κάνουμε μια παρουσία, απουσία.

να διορθώσουμε μια ανεπαρκή πραγματικότητα;

Ένα «fort-da» δηλαδή.

Η δεύτερη ιστορία αφορά τον Νίκο.

Ο Νίκος είναι ένας τρόφιμος στο ψυχιατρείο.

Τον συνάντησα πριν κάμποσα χρόνια,

όταν μαζί με τον σκηνοθέτη Γιάννη Κασπίρη, φτιάχναμε ένα ντοκιμαντέρ για την τρέλα,

για την πάλαι ποτέ, αν θυμάστε, ΝΕΤ, την κρατική τηλεόραση.

Είχαμε μπει, λοιπόν, μέσα με την κάμερα στο περίπτερο των βαριών περιστατικών

και είχαμε μείνει άφωνοι.

Ο Νίκος, καταρχήν να σας πω, γεννήθηκε μέσα στο άσυλο.

Σε όλη του τη ζωή δεν έχει γνωρίσει κάτι άλλο εκτός από το Δαφνί.

Η μάνα του ήταν ήδη τρόφιμος στο Δαφνί.

Ο άνθρωπος αυτός, μόλις μπήκαμε μέσα,

-- ξέρετε πώς είναι οι χώροι ενός ασύλου -- εμείς μόλις μπήκαμε, όμως, σε αυτούς τους χώρους ήταν σαν να μπαίναμε σε ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης.

Όλοι οι τοίχοι ήταν θαυμαστά ζωγραφισμένοι, χαραγμένοι.

Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος,

-- ο Νίκος ήταν ο δημιουργός --

σαν τον Νίκο, που δεν έχει διδαχθεί ποτέ του τίποτα, που δεν έχει καν την ικανότητα ομιλίας,

που τραυλίζει, που δεν ξέρει τι θα πει προοπτική.

Πώς είναι δυνατόν με μια χαλασμένη σούστα,

που έχει ξεκολλήσει κάτω από το κρεβάτι του,

να χαράζει τους τοίχους και να μεταμορφώνει το σύμπαν;

Μείναμε άφωνοι. Απορία.

Η δημιουργία, επαναλαμβάνω, έχει ένα κομμάτι απορίας που κουβαλάει μέσα της.

Εκείνη τη στιγμή, σαν από μηχανής θεός,

εμφανίστηκε ένας άλλος τρόφιμος του ψυχιατρείου,

με μεγάλη δυνατότητα ομιλίας, ο Μιχάλης.

Βλέπει την απορία μας, θέλει να βοηθήσει,

πιάνει τον Νίκο, του λέει:

«Έλα εδώ Νίκο. Όλα αυτά από πού βγήκαν; Όλα αυτά τα έργα», δείχνει τα έργα.

Ο Νίκος δε μιλάει.

Ο Μιχάλης επιμένει:

«Κάπου ήσαν κρυμμένα όλα αυτά!» του λέει, «Από που βγήκαν;»

Εξακολουθεί να μη μιλάει και τότε ο Μιχάλης πιάνει και του λέει:

«Μήπως βγήκαν από εδώ;», δείχνει το κεφάλι του Νίκου.

«Μήπως από εδώ;», δείχνει την καρδιά του.

«Μήπως από εδώ;», δείχνει το σώμα του.

Ξέρετε, δεν έχω ακούσει πιο εύστοχα διατυπωμένη συμπύκνωση

του ανοιχτού ερωτήματος της απορίας, που θέτει η δημιουργία.

Έχει να κάνει κάτι με το μυαλό; Με την καρδιά; Με το σώμα μας;

Από που βγήκαν όλα αυτά, Νίκο;

Ο Νίκος παραμένει βουβός.

Ο Μιχάλης απογοητευμένος γυρνάει και μας λέει:

«Δεν μιλάει».

Εκείνη την ώρα,

-- αυτά είναι καταγεγραμμένα σε ντοκιμαντέρ-

ο Νίκος γυρνάει μπροστά στον φακό και λέει: «Μιλάει, μιλάει», μιλώντας στο τρίτο πρόσωπο για τον εαυτό του.

Λοιπόν, αυτό το: «Μιλάει, μιλάει» του αυτιστικού Νίκου,

συμπυκνώνει, για μένα, την πεμπτουσία της δημιουργίας,

γιατί αυτά τα έργα του γίνανε ακριβώς για να εκφράσουν αυτό που δε μπορεί να πει με λόγια.

Δημιουργία, λοιπόν, είναι η ανάκτηση μιας χαμένης γλώσσας.

Δεν ξέρω πώς τα έκανε αυτά ο Νίκος,

όπως δεν ξέρω πώς όλοι αυτοί οι θαυμαστοί δημιουργοί της Αρτ Μπρουτ,

εκτός παιδείας, εκτός διδαχής, εκτός πανεπιστημίων,

φτιάξανε μοναδικά αριστουργήματα.

Επαναλαμβάνω, ευτυχώς υπάρχει ένα ανερμήνευτο κομμάτι στη δημιουργία.

Εκείνο που ξέρω να πω είναι, ότι κάθε απώλεια στη ζωή μας

δημιουργεί μια συνθήκη εγκλεισμού,

αλλά και ταυτόχρονα τη δυνατότητα εξόδου από αυτόν τον εγκλεισμό.

Τρίτη ιστορία.

Τρίτη ιστορία είναι η Μελίνα.

Η Μελίνα είναι ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, σε έναν παιδικό σταθμό της χώρας μας.

Η Ελένη Σουκούρογλου, παλιά μου φοιτήτρια και νυν πολύ καλή ψυχολόγος,

έκανε μια καταπληκτική πτυχιακή εργασία

για το πώς τα παιδιά απεικονίζουν την κρίση.

Η Μελίνα, λοιπόν, δείτε πώς την απεικόνισε εδώ την κρίση.

«Μια χοντρή κυρία», λέει «με βυζιά και μεγάλα χέρια

και κυρίως μεγάλο στόμα, γιατί μπήκε μέσα στο σπίτι μας

για να μας φάει όλα τα ευρώ μας.

Άνοιξε το ψυγείο, πήρε ό,τι βρήκε μέσα

και έμεινε άδειο το ψυγείο», λέει.

Όταν είδα αυτήν την απεικόνιση της κρίσης, ο νους μου

-- έστω ποιητική αδεία, αλλά όχι μόνο ποιητική αδεία --

πήγε σε αυτόν τον φοβερό πίνακα του Ντε Kούνινγκ.

Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς ζωγράφους της γυναικείας μορφής.

Δείτε αυτά τα χρώματα, τα αγριεμένα μάτια, τα επιθετικά δόντια.

Είναι σαν να απεικονίζονται εδώ,

όλοι οι αρχέγονοι φόβοι που έχουμε για τη γυναικεία δύναμη.

Μελετητές του έργου του επισήμαναν τις κακές σχέσεις

που είχε ο ζωγράφος με τη μητέρα του, που χώρισε από τον πατέρα του,

όταν ο ζωγράφος ήταν 5 χρονών.

Την ίδια εποχή, δηλαδή, που η μικρή Μελίνα ζωγράφιζε τη δική της κρίση.

Να θυμηθούμε βέβαια εδώ, τη γνωστή φράση του Πικάσο, που λέει:

«Έπρεπε να γεράσω για να μάθω να ζωγραφίζω σαν ένα μικρό παιδί». Νομίζω ότι μπορούμε να φανταστούμε, -- με τη φαντασία όλα τα μπορούμε --

να ρίξουμε μια μαγική γέφυρα ανάμεσα στον δεξί πίνακα,

που ζωγραφίστηκε το 1950, από αυτό τον πολύ διάσημο εκπρόσωπο

του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.

Τότε, το 1950, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο,

όπου όλος ο κόσμος και η τέχνη μαζί, άλλαζαν.

Να ενώσουμε αυτό, λοιπόν, με ένα μικρό κοριτσάκι,

που ζωγραφίζει την κρίση σε έναν παιδικό σταθμό,

στη μαστιζόμενη από κρίση, χώρα μας.

Αυτές οι τρεις, τόσο διαφορετικές, ιστορίες, που σας ανέφερα,

έχουν ένα κοινό νήμα, την απώλεια.

Αν το σκεφτούμε, όμως, δεν είναι τόσο έξω από εμάς. Ο καθένας από εμάς, όπως ο μικρός Έρνστ, φοβήθηκε ότι κάποια στιγμή

θα μείνει, για λίγο ή για πολύ, μόνος του.

Και σαν τον Νίκο, έζησε ο καθένας μας την αγριάδα ενός εγκλεισμού.

Όχι σε ένα άσυλο.

Σε έναν αδιέξοδο έρωτα, σε μια ασφυκτική πραγματικότητα,

μέσα σε μια μεγάλη διάψευση.

Και βέβαια, σαν τη μικρή Μελίνα, όλοι μας ζούμε την αθλιότητα

μιας οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης, που δεν δημιουργεί μόνο συνθήκες απώλειας,

αλλά και απαξιώνει αυτούς που υφίστανται αυτές τις απώλειες.

Ξέρετε, αυτό το «Φταις, που δεν έχεις δουλειά! Φταις, που χάνεις το κουράγιο σου! Φταις, που δεν τα καταφέρνεις!».

Κι όλη αυτή η ενοχοποίηση,

μπορούμε να καταλάβουμε, πόσο κακοποιεί τη δημιουργικότητα

και τη δημιουργία, για την οποία εδώ σήμερα μιλάμε.

Υπάρχει, όμως.

Αν υποθέσουμε ότι ο καθένας μας κουβαλάει μια ιστορία απώλειας,

αυτό από μόνο του, τον καθιστά δυνάμει δημιουργό.

Υπάρχει στον καθένα μας.

Στον καθένα μας μέσα, μια ορμή, που κάποια στιγμή,

τον φέρνει σε επαφή με την απώλεια, με την επεξεργασία της απώλειας,

πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς να τη συγκαλύψει και τότε,

αποτυπώνεται το ίχνος του σε έναν στίχο, σε έναν έρωτα, σε έναν αγώνα,

στην ένταξη σε μια συλλογικότητα, ακόμα και σε ένα έργο,

που μπορεί να μην έχει το μεγαλείο ενός σπουδαίου έργου τέχνης,

είναι, όμως, το δικό του δημιούργημα.

Σε αυτό το δικό του δημιούργημα, όταν αποτυπώνεται το ίχνος του,

εκείνη τη στιγμή, γίνεται ο συγγραφέας της μοίρας του.

Εκείνη τη στιγμή, δίνει μια μορφή στη μοίρα του.

Πόσο σημαντικό είναι να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας

μέσα από μια τέτοια δυνατότητα;

Είναι μια δύναμη, που δεν μπορεί, που αξίζει μάλλον,

να μην μπορεί κανείς να μας την πάρει.

Όμως εδώ, δεν έχουμε συμμάχους.

Δεν έχουμε συμμάχους, γιατί η κοινωνία μας,

όπως την ονομάζουν μια νηπενθής κοινωνία,

λέει «όχι» στην επεξεργασία της απώλειας.

Μάλιστα, όπως ο διάολος το λιβάνι, αποφεύγει την επεξεργασία της απώλειας.

Να προχωράμε μπροστά, μια άρρητη επιταγή, να μην κοιτάμε τίποτα πίσω.

Έτσι όμως, μένουν ανοιχτά και ανεπεξέργαστα...

ένα σωρό συλλογικά και ατομικά τραύματα.

Και η θλίψη, ένα ιατρικό συμβάν, ζητάει ένα χάπι για να γιατρευτεί.

Και οι απώλειες ή μας διαλύουν ή τις αγνοούμε

σαν να μη συμβαίνουν ποτέ, σα να μην υπάρχουν.

«Φαστ φουντ. Φαστ λος (απώλεια)».

Μια ξεπέτα στην επεξεργασία της απώλειας,

όπως το φαστ φουντ.

Αν πίσω από όλα αυτά, μέσα σε μια τέτοια άρνηση της απώλειας,

κυριαρχεί ο φόβος του θανάτου.

Υπάρχει μια παροιμία που λέει:

«Αν δε ξέρεις πού πας, πιάσου από την αρχή».

Εκεί στην αρχή, λοιπόν, αν κάνουμε ένα νοερό ταξίδι στις αρχές,

θα δούμε ότι η μελαγχολία είναι μια ελληνική λέξη.

Θα δούμε, επίσης, ότι ο πιο σημαντικός θεραπευτικός ναός της αρχαιότητας,

το Ασκληπιείο, πόσο τυχαίο είναι που επιλέγεται να χτιστεί

δίπλα στην Επίδαυρο.

Δηλαδή, ο πόνος, ένα αναπόσπαστο κομμάτι με την ποίηση, τη ζωή, την τέχνη. Εκείνοι, λοιπόν, οι Έλληνες μπόρεσαν να κάνουν τον φόβο του θανάτου

οίστρο της ζωής.

Πιστεύω, λοιπόν, ότι ο τόπος μας κρύβει ακόμα εκπλήξεις.

Δεν εννοώ εκπλήξεις με σκελετούς σε τάφους.

Εννοώ εκπλήξεις, όπως για παράδειγμα, να ξανακάνουμε επίκαιρο

τον μύθο των Αλκυονίδων ημερών.

Οι Αλκυονίδες μέρες,

όπου αναπάντεχα τελείως, μέσα στον χειμώνα,

υπάρχει κάτι σαν μια αναλαμπή, ένα μικρό καλοκαιράκι.

Η παγωνιά φεύγει, έρχεται η ζεστασιά και όλος ο τόπος φροντίζει...

-- υπογραμμίζω το φροντίζει --

ένα πουλί, την Αλκυόνη, που πρέπει να κλωσήσει τα αυγά του.

Αυτές οι Αλκυονίδες μέρες, αυτή η αναλαμπή μέσα στον χειμώνα,

μας κάνει να πιστεύουμε ότι σε αυτόν τον τόπο, όλα είναι δυνατά. Και ότι αν πιστέψουμε αυτό το «όλα είναι δυνατά»,

που είναι και το μυστικό της δημιουργίας, τότε όλα είναι δυνατά.

Αν κάτι θα θυμάστε από μένα, από αυτή την ομιλία,

αυτό θα ήθελα να είναι αυτό:

«Ο καθένας μας. Ένας δυνάμει δημιουργός».

Ευχαριστώ.

(Χειροκρότημα)

Loss: A gift for creation | Fotini Tsalikoglou | TEDxAthens Verlust: Ein Geschenk für die Schöpfung | Fotini Tsalikoglou | TEDxAthens Loss: A gift for creation | Fotini Tsalikoglou | TEDxAthens La pérdida: un regalo para la creación | Fotini Tsalikoglou | TEDxAtenas La perte : un cadeau pour la création | Fotini Tsalikoglou | TEDxAthens Strata: dar dla tworzenia | Fotini Tsalikoglou | TEDxAthens Perda: uma dádiva para a criação | Fotini Tsalikoglou | TEDxAthens Kayıp: Yaratım için bir armağan | Fotini Tsalikoglou | TEDxAthens 损失:创造的礼物 | Fotini Tsalikoglou | TEDxAthens

Μετάφραση: Eve Theodorou Επιμέλεια: Chryssa Takahashi

Αλλάζουμε κλίμα!

Είναι ένα αγόρι εννιά ετών, το οποίο από τη στιγμή που γεννήθηκε, δε μιλά.

Δεν υπάρχει καμία οργανική βλάβη.

Οι γονείς, που του προσφέρουν τα πάντα, απελπίζονται και περιμένουν,

ώσπου μια μέρα στο τραπέζι, είναι όλα τα καλά του κόσμου γύρω του,

το αγόρι ξεστομίζει τα πρώτα λόγια της ζωής του.

Λέει: «Θέλω τη ζάχαρη».

Ήταν η πρώτη φορά που κάτι έλειπε, η ζαχαριέρα.

Μέχρι τότε τα πάντα, προτού τα επιθυμήσει, προτού καν τα αναζητήσει, ήσαν εκεί.

Η απώλεια δεν γεννά μόνο θλίψη, θυμό, οργή,

αλλά ανοίγει και έναν δρόμο ομιλίας, δημιουργίας,

και αυτό θα είναι ένα από τα συμπεράσματα

που θα με ακολουθήσουν σε αυτά που θα μοιραστούμε μαζί.

Δε χρειάζεται να μας λείπει η ζάχαρη για να μείνουμε άφωνοι, ε;

Οι ανελέητες κρίσεις που ζούμε συνεχώς μας υπενθυμίζουν

ότι η ιστορία είναι φτιαγμένη από βία και απώλεια.

Αλλά και η ιστορία του καθενός μας,

από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνουμε,

προσδιορίζεται από απώλειες και από τον φόβο της απώλειας.

Ο φόβος της εγκατάλειψης, του αποχωρισμού, ότι θα χάσουμε την αποδοχή του άλλου,

ή ακόμα χειρότερα του εαυτού μας, ότι θα χάσουμε το κουράγιο για τη ζωή, ότι δε θα προλάβουμε ενδεχομένως να ζήσουμε προτού πεθάνουμε.

Δικοί σας φόβοι και δικοί μου φόβοι.

Και όλα αυτά μας ενώνουν σε ένα μεγάλο «μαζί».

Ίσως γι'αυτό σπούδασα ψυχολογία, ίσως γι'αυτό γράφω μυθιστορήματα,

για να μπορέσω να κατανοήσω αυτούς τους φόβους.

Ίσως. Ίσως να το καταφέρω.

Είναι ένα μεγάλο στοίχημα για τον καθένα μας αυτό

πώς να τους μεταμορφώσουμε

και να τους βάλουμε στην υπηρεσία της δημιουργίας.

Μεταμορφώσεις της οδύνης.

Αυτός θα μπορούσε να ήταν ένας τίτλος της ομιλίας μου.

Ξέρετε, όλα τα βιβλία που έχω γράψει, τα μυθιστορήματα,

οι ήρωες τους παλεύουν με απώλειες.

Σε αυτήν την αναμέτρηση, όμως, χρωστάνε τη ζωντάνια τους.

Ένα πρόσωπο από αυτά, η Βέρθα για παράδειγμα,

είναι παιδί της απώλειας.

Έχει χάσει το μικρό της αδερφό, η μαμά της είναι βυθισμένη στην κατάθλιψη,

είναι ανήμπορη να την αγαπήσει.

Ξέρετε, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο,

ζούσα εγώ και η κόρη μου μια πολύ μεγάλη απώλεια.

Τον θάνατο της μητέρας μου.

Δεν ήξερα αν και πόσο θα τα καταφέρω.

Έπλασα δυνατή αυτήν την ηρωίδα στη θέση μου.

Εκείνη τα κατάφερε πολύ καλύτερα από εμένα.

Έγινε ένα πρόσωπο πολύ ανθεκτικό στις απώλειες και όχι μόνο αυτό.

Κέρδισε μια τρομακτική, θα έλεγα, οξύτητα

στο πώς θα αντιλαμβάνεται τα πράγματα.

Αναζήτησε και βρήκε ένα μεγάλο νόημα στην τέχνη,

στον δεσμό με μια δασκάλα ζωγραφικής.

«Νόημα και δεσμός», ας κρατήσουμε αυτές τις δύο λέξεις. Και όλα της τα χαρίσματα τα οφείλει στην επεξεργασία της απώλειας.

Δείτε δύο πίνακες που παίξανε ρόλο στη ζωή της και στη δική μου.

Αυτοί οι πίνακες ασκούσαν μια παράξενη έλξη,

πολύ προτού μάθω την ιστορία των δημιουργών τους.

Ίσως είναι κάπως γνωστός αυτός ο πίνακας του Μαγκρίτ.

Έχει κάνει μια σειρά από αυτούς. Τους ονομάζει «Εραστές».

Είναι ένα ζευγάρι ερωτευμένων.

Βλέπετε το σκεπασμένο με ένα σεντόνι πρόσωπο.

Σε ένα τέτοιο σεντόνι, λευκό, όταν ο ζωγράφος ήταν 13 ετών,

του φέρανε τυλιγμένο το άψυχο κορμί μιας γυναίκας.

Ήταν η μητέρα του, που είχε αυτοκτονήσει πέφτοντας στον Σηκουάνα.

Και εδώ, αυτός ο θαυμάσιος πίνακας, του Κάσπαρ Φρίντριχ, του Γερμανού.

Πραγματικά, όταν τον βλέπεις είναι σαν να παγώνεις.

«Η θάλασσα των πάγων» λέγεται.

Σε αυτήν την ίδια θάλασσα της Βαλτικής,

σε μια αντίστοιχη περίπου ηλικία, ο ζωγράφος, 14 ετών νομίζω,

είδε, μπροστά στα μάτια του, να πνίγεται ο μικρός του αδερφός στην προσπάθειά του να τον σώσει.

Ερώτημα: Τι χρωστάει η δύναμη αυτών των πινάκων στις φοβερές αυτές απώλειες

που σημάδεψαν τους δημιουργούς τους;

Και, τι χρωστάνε τα αριστουργήματα της ανθρωπότητας

στα ενδεχόμενα οδυνηρά βιώματα των δημιουργών τους;

Ο καθένας από εμάς, στο μικρό έργο που μπορεί να κάνει,

τι αλήθεια οφείλει αυτό το δημιούργημά του στις απώλειες της ζωής μας;

Θα προσπαθήσω λίγο να εξιχνιάσω το αίνιγμα της δημιουργίας

μέσα από τρεις διαφορετικές ιστορίες αναπάντεχων δημιουργών,

που δεν έχουν να κάνουν τίποτα με διάσημους δημιουργούς.

Δεν έχουν, δηλαδή, τη δυνατότητα να μας μεταφέρουν το ατομικό τους βίωμα και να έχουμε μια καθολική αποδοχή του ατομικού τους βιώματος.

Είναι ένα μωρό, ένας άνθρωπος κλεισμένος σε άσυλο και ένα κοριτσάκι.

Μέσα από αυτούς θα προσπαθήσω να εξιχνιάσω λίγα κομμάτια

από το αίνιγμα της δημιουργίας.

Γιατί, ξέρετε, η δημιουργία, σαν την ομορφιά,

κρατάει ένα δικό της αρνεμήνευτο κομμάτι.

Εδώ, λοιπόν, είναι ο μικρός Έρνστ. Είναι η πρώτη ιστορία μας.

Είναι 18 μηνών, ζει στη Βιέννη και έχει έναν διάσημο παππού,

που τάραξε τον ύπνο των ανθρώπων.

Λέγεται Φρόυντ ο παππούς του.

Είναι 18 μηνών, η μαμά του έχει φύγει για λίγο από το σπίτι.

Το μωρό είναι δυστυχισμένο που έχει φύγει,

γιατί στο μυαλό, ξέρετε, ενός μωρού το για λίγο δεν παίζει.

Το για λίγο εύκολα γίνεται για πάντα.

Κλαίει, λοιπόν, ο μικρός Έρνστ, ώσπου κάποια στιγμή, επινοεί ένα παιχνίδι.

Ένα θαυματουργό, όπως θα αποδειχθεί, παιχνίδι. Παίρνει μια κουβαρίστρα, την τυλίγει με ένα σπάγκο,

την πετάει μακριά και φωνάζει ένα επιφώνημα «fort!»,

που στα Γερμανικά σημαίνει κάτι σαν «πάει μακριά, έφυγε».

Μετά το τυλίγει γρήγορα, το φέρνει κοντά του

και λέει: «Da!». «Να τη! Εδώ είναι!» σημαίνει.

Και ξανά "Fort!" και ξανά "Da!".

Και, ως δια μαγείας, η αγωνία του καταπραΰνεται. Παύει να κλαίει.

Τι συνέβη: αυτό το «fort-da», αυτές οι δύο λεξούλες,

αναπαράγουν αυτό που τον πονάει,

δηλαδή την απουσία της μητέρας και αναπαράγοντας την,

σκηνοθετώντας, δηλαδή στην ουσία, αυτήν την απουσία,

τη μετριάζει, την ελέγχει.

Γίνεται, λοιπόν, εδώ, αν το σκεφτούμε, μια μεγάλη ανατροπή.

Θεωρώ, αυτή την κίνηση, του μικρού Ερνστ σαν μία...

Θεωρώ αυτόν τον μικρό έναν εμβληματικό δημιουργό,

γιατί δημιουργία είναι αυτή η κίνηση που μας μεταμορφώνει

από αντικείμενο μιας οδύνης σε υποκείμενο ικανό να χειριστεί αυτήν την οδύνη.

Υπάρχει, όμως, η συνέχεια της ιστορίας,

που είναι και η ειρωνείας της ιστορίας,

γιατί ήταν 18 μηνών όταν έπαιζε αυτό το παιχνίδι.

Στα 5 του χρόνια η μητέρα δεν θα γυρίσει ποτέ πίσω.

Είναι η σκιά του πραγματικού.

Θα πεθάνει η μαμά του η Σοφία, η αγαπημένη κόρη του Φρόυντ.

Θα πεθάνει από μια επιδημία γρίπης.

Η σκιά του πραγματικού έχει να αντιμετωπίσει τώρα

έναν πραγματικό θάνατο.

Υπάρχει και μία μικρή λεπτομέρεια: έφερε στην κοιλιά της η μητέρα ένα κοριτσάκι,

που δεν πρόλαβε ποτέ να γεννηθεί.

Τι έγινε αυτός ο μικρός;

Έγινε ψυχαναλυτής και μάλιστα πέθανε σε βαθύ γήρας πριν από λίγα χρόνια. Όσο ετοίμαζα την ομιλία σκεφτόμουν

πόσο τυχαίο είναι άραγε το γεγονός,

ότι ό,τι έκανε ο μεγάλος πια Έρνστ Φρόυντ, ο ψυχαναλυτής, ό,τι έγραψε, ό,τι δημοσίευσε,

ό,τι μελέτες έκανε, ένα θέμα είχαν μόνο:

τη μελέτη της σχέσης του δεσμού μάνας-βρέφους.

Πόσο αυτή η απώλεια, αυτό που χάθηκε όταν ήταν 5 χρονών,

καθόρισε το έργο του;

Και πόσο, εντέλει, το κάθε έργο που θα επιλέξουμε να ονομάσουμε «δημιουργία» δεν προσδιορίζεται τελικά,

δεν ονειρεύεται να διορθώσει μια πραγματικότητα.

Πόσο δεν υπάρχει αυτό το άρρητο αίτημα πίσω από κάθε έργο, να κάνουμε μια παρουσία, απουσία.

να διορθώσουμε μια ανεπαρκή πραγματικότητα;

Ένα «fort-da» δηλαδή.

Η δεύτερη ιστορία αφορά τον Νίκο.

Ο Νίκος είναι ένας τρόφιμος στο ψυχιατρείο.

Τον συνάντησα πριν κάμποσα χρόνια,

όταν μαζί με τον σκηνοθέτη Γιάννη Κασπίρη, φτιάχναμε ένα ντοκιμαντέρ για την τρέλα,

για την πάλαι ποτέ, αν θυμάστε, ΝΕΤ, την κρατική τηλεόραση.

Είχαμε μπει, λοιπόν, μέσα με την κάμερα στο περίπτερο των βαριών περιστατικών

και είχαμε μείνει άφωνοι.

Ο Νίκος, καταρχήν να σας πω, γεννήθηκε μέσα στο άσυλο.

Σε όλη του τη ζωή δεν έχει γνωρίσει κάτι άλλο εκτός από το Δαφνί.

Η μάνα του ήταν ήδη τρόφιμος στο Δαφνί.

Ο άνθρωπος αυτός, μόλις μπήκαμε μέσα,

-- ξέρετε πώς είναι οι χώροι ενός ασύλου -- εμείς μόλις μπήκαμε, όμως, σε αυτούς τους χώρους ήταν σαν να μπαίναμε σε ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης.

Όλοι οι τοίχοι ήταν θαυμαστά ζωγραφισμένοι, χαραγμένοι.

Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος,

-- ο Νίκος ήταν ο δημιουργός --

σαν τον Νίκο, που δεν έχει διδαχθεί ποτέ του τίποτα, που δεν έχει καν την ικανότητα ομιλίας,

που τραυλίζει, που δεν ξέρει τι θα πει προοπτική.

Πώς είναι δυνατόν με μια χαλασμένη σούστα,

που έχει ξεκολλήσει κάτω από το κρεβάτι του,

να χαράζει τους τοίχους και να μεταμορφώνει το σύμπαν;

Μείναμε άφωνοι. Απορία.

Η δημιουργία, επαναλαμβάνω, έχει ένα κομμάτι απορίας που κουβαλάει μέσα της.

Εκείνη τη στιγμή, σαν από μηχανής θεός,

εμφανίστηκε ένας άλλος τρόφιμος του ψυχιατρείου,

με μεγάλη δυνατότητα ομιλίας, ο Μιχάλης.

Βλέπει την απορία μας, θέλει να βοηθήσει,

πιάνει τον Νίκο, του λέει:

«Έλα εδώ Νίκο. Όλα αυτά από πού βγήκαν; Όλα αυτά τα έργα», δείχνει τα έργα.

Ο Νίκος δε μιλάει.

Ο Μιχάλης επιμένει:

«Κάπου ήσαν κρυμμένα όλα αυτά!» του λέει, «Από που βγήκαν;»

Εξακολουθεί να μη μιλάει και τότε ο Μιχάλης πιάνει και του λέει:

«Μήπως βγήκαν από εδώ;», δείχνει το κεφάλι του Νίκου.

«Μήπως από εδώ;», δείχνει την καρδιά του.

«Μήπως από εδώ;», δείχνει το σώμα του.

Ξέρετε, δεν έχω ακούσει πιο εύστοχα διατυπωμένη συμπύκνωση

του ανοιχτού ερωτήματος της απορίας, που θέτει η δημιουργία.

Έχει να κάνει κάτι με το μυαλό; Με την καρδιά; Με το σώμα μας;

Από που βγήκαν όλα αυτά, Νίκο;

Ο Νίκος παραμένει βουβός.

Ο Μιχάλης απογοητευμένος γυρνάει και μας λέει:

«Δεν μιλάει».

Εκείνη την ώρα,

-- αυτά είναι καταγεγραμμένα σε ντοκιμαντέρ-

ο Νίκος γυρνάει μπροστά στον φακό και λέει: «Μιλάει, μιλάει», μιλώντας στο τρίτο πρόσωπο για τον εαυτό του.

Λοιπόν, αυτό το: «Μιλάει, μιλάει» του αυτιστικού Νίκου,

συμπυκνώνει, για μένα, την πεμπτουσία της δημιουργίας,

γιατί αυτά τα έργα του γίνανε ακριβώς για να εκφράσουν αυτό που δε μπορεί να πει με λόγια.

Δημιουργία, λοιπόν, είναι η ανάκτηση μιας χαμένης γλώσσας.

Δεν ξέρω πώς τα έκανε αυτά ο Νίκος,

όπως δεν ξέρω πώς όλοι αυτοί οι θαυμαστοί δημιουργοί της Αρτ Μπρουτ,

εκτός παιδείας, εκτός διδαχής, εκτός πανεπιστημίων,

φτιάξανε μοναδικά αριστουργήματα.

Επαναλαμβάνω, ευτυχώς υπάρχει ένα ανερμήνευτο κομμάτι στη δημιουργία.

Εκείνο που ξέρω να πω είναι, ότι κάθε απώλεια στη ζωή μας

δημιουργεί μια συνθήκη εγκλεισμού,

αλλά και ταυτόχρονα τη δυνατότητα εξόδου από αυτόν τον εγκλεισμό.

Τρίτη ιστορία.

Τρίτη ιστορία είναι η Μελίνα.

Η Μελίνα είναι ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, σε έναν παιδικό σταθμό της χώρας μας.

Η Ελένη Σουκούρογλου, παλιά μου φοιτήτρια και νυν πολύ καλή ψυχολόγος,

έκανε μια καταπληκτική πτυχιακή εργασία

για το πώς τα παιδιά απεικονίζουν την κρίση.

Η Μελίνα, λοιπόν, δείτε πώς την απεικόνισε εδώ την κρίση.

«Μια χοντρή κυρία», λέει «με βυζιά και μεγάλα χέρια

και κυρίως μεγάλο στόμα, γιατί μπήκε μέσα στο σπίτι μας

για να μας φάει όλα τα ευρώ μας.

Άνοιξε το ψυγείο, πήρε ό,τι βρήκε μέσα

και έμεινε άδειο το ψυγείο», λέει.

Όταν είδα αυτήν την απεικόνιση της κρίσης, ο νους μου

-- έστω ποιητική αδεία, αλλά όχι μόνο ποιητική αδεία --

πήγε σε αυτόν τον φοβερό πίνακα του Ντε Kούνινγκ.

Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς ζωγράφους της γυναικείας μορφής.

Δείτε αυτά τα χρώματα, τα αγριεμένα μάτια, τα επιθετικά δόντια.

Είναι σαν να απεικονίζονται εδώ,

όλοι οι αρχέγονοι φόβοι που έχουμε για τη γυναικεία δύναμη.

Μελετητές του έργου του επισήμαναν τις κακές σχέσεις

που είχε ο ζωγράφος με τη μητέρα του, που χώρισε από τον πατέρα του,

όταν ο ζωγράφος ήταν 5 χρονών.

Την ίδια εποχή, δηλαδή, που η μικρή Μελίνα ζωγράφιζε τη δική της κρίση.

Να θυμηθούμε βέβαια εδώ, τη γνωστή φράση του Πικάσο, που λέει:

«Έπρεπε να γεράσω για να μάθω να ζωγραφίζω σαν ένα μικρό παιδί». Νομίζω ότι μπορούμε να φανταστούμε, -- με τη φαντασία όλα τα μπορούμε --

να ρίξουμε μια μαγική γέφυρα ανάμεσα στον δεξί πίνακα,

που ζωγραφίστηκε το 1950, από αυτό τον πολύ διάσημο εκπρόσωπο

του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.

Τότε, το 1950, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο,

όπου όλος ο κόσμος και η τέχνη μαζί, άλλαζαν.

Να ενώσουμε αυτό, λοιπόν, με ένα μικρό κοριτσάκι,

που ζωγραφίζει την κρίση σε έναν παιδικό σταθμό,

στη μαστιζόμενη από κρίση, χώρα μας.

Αυτές οι τρεις, τόσο διαφορετικές, ιστορίες, που σας ανέφερα,

έχουν ένα κοινό νήμα, την απώλεια.

Αν το σκεφτούμε, όμως, δεν είναι τόσο έξω από εμάς. Ο καθένας από εμάς, όπως ο μικρός Έρνστ, φοβήθηκε ότι κάποια στιγμή

θα μείνει, για λίγο ή για πολύ, μόνος του.

Και σαν τον Νίκο, έζησε ο καθένας μας την αγριάδα ενός εγκλεισμού.

Όχι σε ένα άσυλο.

Σε έναν αδιέξοδο έρωτα, σε μια ασφυκτική πραγματικότητα,

μέσα σε μια μεγάλη διάψευση.

Και βέβαια, σαν τη μικρή Μελίνα, όλοι μας ζούμε την αθλιότητα

μιας οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης, που δεν δημιουργεί μόνο συνθήκες απώλειας,

αλλά και απαξιώνει αυτούς που υφίστανται αυτές τις απώλειες.

Ξέρετε, αυτό το «Φταις, που δεν έχεις δουλειά! Φταις, που χάνεις το κουράγιο σου! Φταις, που δεν τα καταφέρνεις!».

Κι όλη αυτή η ενοχοποίηση,

μπορούμε να καταλάβουμε, πόσο κακοποιεί τη δημιουργικότητα

και τη δημιουργία, για την οποία εδώ σήμερα μιλάμε.

Υπάρχει, όμως.

Αν υποθέσουμε ότι ο καθένας μας κουβαλάει μια ιστορία απώλειας,

αυτό από μόνο του, τον καθιστά δυνάμει δημιουργό.

Υπάρχει στον καθένα μας.

Στον καθένα μας μέσα, μια ορμή, που κάποια στιγμή,

τον φέρνει σε επαφή με την απώλεια, με την επεξεργασία της απώλειας,

πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς να τη συγκαλύψει και τότε,

αποτυπώνεται το ίχνος του σε έναν στίχο, σε έναν έρωτα, σε έναν αγώνα,

στην ένταξη σε μια συλλογικότητα, ακόμα και σε ένα έργο,

που μπορεί να μην έχει το μεγαλείο ενός σπουδαίου έργου τέχνης,

είναι, όμως, το δικό του δημιούργημα.

Σε αυτό το δικό του δημιούργημα, όταν αποτυπώνεται το ίχνος του,

εκείνη τη στιγμή, γίνεται ο συγγραφέας της μοίρας του.

Εκείνη τη στιγμή, δίνει μια μορφή στη μοίρα του.

Πόσο σημαντικό είναι να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας

μέσα από μια τέτοια δυνατότητα;

Είναι μια δύναμη, που δεν μπορεί, που αξίζει μάλλον,

να μην μπορεί κανείς να μας την πάρει.

Όμως εδώ, δεν έχουμε συμμάχους.

Δεν έχουμε συμμάχους, γιατί η κοινωνία μας,

όπως την ονομάζουν μια νηπενθής κοινωνία,

λέει «όχι» στην επεξεργασία της απώλειας.

Μάλιστα, όπως ο διάολος το λιβάνι, αποφεύγει την επεξεργασία της απώλειας.

Να προχωράμε μπροστά, μια άρρητη επιταγή, να μην κοιτάμε τίποτα πίσω.

Έτσι όμως, μένουν ανοιχτά και ανεπεξέργαστα...

ένα σωρό συλλογικά και ατομικά τραύματα.

Και η θλίψη, ένα ιατρικό συμβάν, ζητάει ένα χάπι για να γιατρευτεί.

Και οι απώλειες ή μας διαλύουν ή τις αγνοούμε

σαν να μη συμβαίνουν ποτέ, σα να μην υπάρχουν.

«Φαστ φουντ. Φαστ λος (απώλεια)».

Μια ξεπέτα στην επεξεργασία της απώλειας,

όπως το φαστ φουντ.

Αν πίσω από όλα αυτά, μέσα σε μια τέτοια άρνηση της απώλειας,

κυριαρχεί ο φόβος του θανάτου.

Υπάρχει μια παροιμία που λέει:

«Αν δε ξέρεις πού πας, πιάσου από την αρχή».

Εκεί στην αρχή, λοιπόν, αν κάνουμε ένα νοερό ταξίδι στις αρχές,

θα δούμε ότι η μελαγχολία είναι μια ελληνική λέξη.

Θα δούμε, επίσης, ότι ο πιο σημαντικός θεραπευτικός ναός της αρχαιότητας,

το Ασκληπιείο, πόσο τυχαίο είναι που επιλέγεται να χτιστεί

δίπλα στην Επίδαυρο.

Δηλαδή, ο πόνος, ένα αναπόσπαστο κομμάτι με την ποίηση, τη ζωή, την τέχνη. Εκείνοι, λοιπόν, οι Έλληνες μπόρεσαν να κάνουν τον φόβο του θανάτου

οίστρο της ζωής.

Πιστεύω, λοιπόν, ότι ο τόπος μας κρύβει ακόμα εκπλήξεις.

Δεν εννοώ εκπλήξεις με σκελετούς σε τάφους.

Εννοώ εκπλήξεις, όπως για παράδειγμα, να ξανακάνουμε επίκαιρο

τον μύθο των Αλκυονίδων ημερών.

Οι Αλκυονίδες μέρες,

όπου αναπάντεχα τελείως, μέσα στον χειμώνα,

υπάρχει κάτι σαν μια αναλαμπή, ένα μικρό καλοκαιράκι.

Η παγωνιά φεύγει, έρχεται η ζεστασιά και όλος ο τόπος φροντίζει...

-- υπογραμμίζω το φροντίζει --

ένα πουλί, την Αλκυόνη, που πρέπει να κλωσήσει τα αυγά του.

Αυτές οι Αλκυονίδες μέρες, αυτή η αναλαμπή μέσα στον χειμώνα,

μας κάνει να πιστεύουμε ότι σε αυτόν τον τόπο, όλα είναι δυνατά. Και ότι αν πιστέψουμε αυτό το «όλα είναι δυνατά»,

που είναι και το μυστικό της δημιουργίας, τότε όλα είναι δυνατά.

Αν κάτι θα θυμάστε από μένα, από αυτή την ομιλία,

αυτό θα ήθελα να είναι αυτό:

«Ο καθένας μας. Ένας δυνάμει δημιουργός».

Ευχαριστώ.

(Χειροκρότημα)