×

Vi använder kakor för att göra LingQ bättre. Genom att besöka sajten, godkänner du vår cookie-policy.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Κόντογλου, Φώτης - Το Βλογημένο Μαντρί

Κόντογλου, Φώτης - Το Βλογημένο Μαντρί

Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δεί ποιός θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μία χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σάν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ᾿ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι᾿ αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ᾿ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ᾿ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.

Αφού βολόδειρε από δώ κι από κεί, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, που ῾ναι φτωχός κόσμος. Απ᾿ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιό φτωχά, και τράβηξε κατά κεί, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.

Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.

Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ῾να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε· μά, σάν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.

Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:

«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σάν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια· και δίχως να δεί καλά καλά ποιός χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ᾿ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».

Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σάν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.

Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φώς ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σάν είδε στο φώς πώς ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ᾿ ανασπάστηκε και το ῾βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:

«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».

Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:

«Βλογημένοι να ῾σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».

Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μία γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα του ῾βαλε και μία μαξιλάρα ν᾿ ακουμπήσει.

Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:

«Βλογημένο να ῾ναι τούτο το καλύβι!».

Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει το ῾να και τ᾿ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.

Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μίαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σάν παλάτι. Τα δοκάρια σάν να ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές που ήτανε κρεμασμένες σάν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ᾿ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λές κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σάν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σάν τους αγγέλους που ῾ναι στον Παράδεισο.

Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.

Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μά πλούσια καρδιά: «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μά είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι᾿ αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.

Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.

Σάν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:

«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν᾿ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε κάν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι άς μήν τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μία φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τα ῾λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δώ, κι από τις πολλές φορές που τα ῾λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε: ῾Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ᾿: Τέκνου μου! Τέκνου μου!᾿. Αυτά τα γράμματα ξέρω...».

Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρείς φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μία φυλλάδα κι είπε:

«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων!».

Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.

Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ᾿ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πεί και το δικό του τ᾿ απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πεί το δικό του κανόνα «Σού την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.

Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα - Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.

Και, σάν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:

«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».

Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».

Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τον Άη-Βασίλη!».

Του λέγει ο Άγιος:

«Αλήθεια, τον ξέχασα!».

Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:

«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».

Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».

Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:

«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».

Του λέγει ο Άγιος:

«Έκοψα, ευλογημένε!».

Μά ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!

Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:

«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ είμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου...».

Σάν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :

«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πές μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Άη-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί να ῾χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».

Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:

«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς, άξιός εστιν και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών...».

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Κόντογλου, Φώτης - Το Βλογημένο Μαντρί Kontoglou|Fotis|The|Blessed|Pen El bendito Mantri - Fotis Kontoglou Kontoglou, Fotis - The Blessed Barn

Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δεί ποιός θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Every|year|the|Saint|Basil|the|eve|of|New Year|travels|from|country|to|country|and|from|village|to|village||knocks|the|doors|to|to|||will|him|accept|with|pure|heart Every year, Santa Claus travels from country to country and from village to village on New Year's Eve, knocking on doors to see who will welcome him with a pure heart. Μία χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. One|year|therefore|he took|the|stick|his|and|he pulled One year, he took his staff and set off. Ήτανε σάν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ᾿ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. It was|like|monk|hermit|dressed|in|some|patched|old rags|with|thick shoes|on|feet|his|and|with me|a|bag|slung|on the|shoulder|his He looked like a monk hermit, dressed in patched old robes, with thick shoes on his feet and a bag slung over his shoulder. Γι᾿ αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ᾿ ανοίγανε την πόρτα. for|this|him|they took|for|servant|and|not|him|they opened|the|door That's why they took him for a servant and didn't open the door. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ᾿ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε. The|Saint|Nicholas|was leaving|sad|because|he saw|the|cruelty|of the|people|and|he was thinking|the|poor|who|serve|since|they have|need|from him|although|that|he|the|same|not|had|need|from|anyone|and|neither|was hungry|nor|was cold Saint Nicholas left sadly, because he saw the indifference of people and thought about the poor who serve, because they are in need, even though he himself had no need of anyone, nor was he hungry, nor was he cold.

Αφού βολόδειρε από δώ κι από κεί, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, που ῾ναι φτωχός κόσμος. After|wandered|from|here|and|from|there|and|after|passed|through|countries|many|and|through|thousands|villages||towns|arrived|in the|Greek|the|regions|where|there is|poor|people After wandering here and there, and after passing through many countries and thousands of villages and towns, he arrived in the Greek lands, where the people are poor. Απ᾿ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιό φτωχά, και τράβηξε κατά κεί, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά. from|all|the|villages|preferred|the|more|poor|and|he/she/it pulled|towards|there|between|the|dry|mountains|that|were located|some|huts|hungry|Lebesouri (a type of people) From all the villages, he preferred the poorest ones, and headed there, among the dry mountains where there were some huts, hungry and destitute.

Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. He walked|at night|and|the|snowstorm|groaned|the|nature|was|very|wild He was walking at night and the snowstorm was moaning, the landscape was very wild. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε. Soul|living|not|could be heard|except|from|any|jackal|that|barked No living soul could be heard, except for a jackal barking.

Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ῾να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. After|walked|for a while|found himself|in|a|sheltered place|that|cut|the|wind|from|a|small|mountain|and|saw|a|sheepfold|stuck|on the|rocks After walking for a while, he found himself in a sheltered spot where the wind was cut off by a small mountain, and he saw a sheepfold clinging to the rocks. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια και μπήκε στη μάντρα. He opened|the|gate|that|was|made|of|wild|reeds|and|he entered|into|yard He opened the gate which was made of wild branches and entered the enclosure. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. The|dogs|woke up|and|started|and|barking The dogs woke up and started barking. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε· μά, σάν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους. They fell|on|him|to|him|tear him apart|but|when|they went|close|to him|they bowed|their|heads|them|and|they crawled|at|feet|him||the|big shoes|him|they whined|fearfully|and|they wagged|pleadingly|their|tails|them They jumped on him to tear him apart; but, as they got close to him, they lowered their heads and crawled to his feet, licking his heavy boots, whimpering fearfully and wagging their tails pleadingly.

Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε: The|Saint|approached|to the|hut|of the|shepherd|and|knocked|the|door|with|the|staff|of the|and|shouted Saint approached the shepherd's hut and knocked on the door with his staff and shouted:

«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Have mercy|on me|Christians|for|the|souls|of the|deceased|your "Have mercy on me, Christians, for the souls of your deceased!" Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σάν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!». And|the|Christ|us|served|when|he came|to|this|the|world And Christ served us when he came into this world!

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια· και δίχως να δεί καλά καλά ποιός χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα: The|door|opened|and|came out|a|shepherd|young man|about|twenty-five|years old|with|black|beard|and|without|to|see|well|clearly|who|was knocking|the|door|said|to the|old man The door opened and a shepherd came out, a young man about twenty-five years old, with black beard; and without really seeing who was knocking at the door, he said to the elder:

«Πέρασε μέσα στ᾿ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Come in|inside|at our|mansion|our|to|warm up "Come inside our mansion to warm yourself!" Καλή μέρα και καλή χρονιά!». Good|day|and|good|year "Good day and happy new year!".

Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σάν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα. This|the|shepherd|was|the|Giannis|the|Baikas|who|him|called|Giannis|Blessed|man|innocent|like|the|sheep|that|grazed|uneducated|completely This shepherd was Giannis Baikas, who was called Giannis the Blessed, a man as innocent as the sheep he grazed, completely uneducated.

Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φώς ένα λυχνάρι. Inside|in the|hut|shone|with|little|light|a|lamp Inside the hut, a dim light from a lamp illuminated the space. Ο Γιάννης, σάν είδε στο φώς πώς ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ᾿ ανασπάστηκε και το ῾βαλε απάνω στο κεφάλι του. The|Giannis|as|saw|in the|light|how|the|guest|was|old|monk|took|the|hand|his|and|it|was freed|and|it|put|upon|on the|head|his When Giannis saw in the light that the guest was an old monk, he took his hand, kissed it, and placed it on his head. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Then|he called|and|the|wife|his|about|twenty|years old|girl|who|was rocking|the|baby|their|inside|in the|crib Then he called his wife, a girl of about twenty years old, who was rocking their baby in the cradle. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε: And|she|went|humbly|and|kissed|the|hand|of the|old man|and|said And she went humbly and kissed the old man's hand, and said:

«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς». Come in|grandfather|to|rest "Come in, grandfather, to rest."

Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε: The|Saint|Basil|stood|at the|door|and|blessed|the|hut|and|said Saint Basil stood at the door and blessed the hut and said:

«Βλογημένοι να ῾σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Blessed|to|be|children|my|and|all|the|household|your "Blessed be you, my children, and all your household!" Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! The|sheep|your|may|multiply|as|of|Job|after|the|plague|and|as|of|Abraham|and|as|of|Laban May your sheep multiply like Job's after the plague, and like Abraham's and Laban's! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!». The|peace|of|Lord|our|Jesus|Christ|may|be|with|you The peace of our Lord Jesus Christ be with you!

Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε η φωτιά. The|Giannis|put|wood|in the|fireplace|and|ignited|the|fire Giannis put wood in the fireplace and the fire blazed up. Ο Άγιος απίθωσε σε μία γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. The|Saint|set down|in|one|corner|the|bag|his|then|took off|the|patched|the|robe|his|and|remained|with|the|belt|his The Saint placed his bag in a corner, then took off his patched robe and remained with his belt. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα του ῾βαλε και μία μαξιλάρα ν᾿ ακουμπήσει. They|put|and|sat|near|to the|fire|and|the|woman|his|put|and|one|pillow|to|rest They put him down and he sat close to the fire, and his wife placed a pillow for him to lean on.

Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του: The|Saint|Nicholas|turned|and|saw|around|him|and|said again|inside|in|mouth|his Saint Basil turned around and looked around him and said again in his mouth:

«Βλογημένο να ῾ναι τούτο το καλύβι!». Blessed|to|be|this|the|hut "Blessed be this little house!".

Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει το ῾να και τ᾿ άλλο. The|Giannis|was coming in and out|in order to|to|bring|the|one|and|the|other Giannis was coming in and out to bring one thing and another. Η γυναίκα του μαγείρευε. The|woman|his|cooked His wife was cooking. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά. The|Giannis|threw in again|wood|in the|fire Giannis threw more wood on the fire.

Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μίαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σάν παλάτι. all at once|illuminated|the|hut|with|one|different|glow|and|appeared|like|palace Suddenly, the hut shone with a different light and looked like a palace. Τα δοκάρια σάν να ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές που ήτανε κρεμασμένες σάν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ᾿ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λές κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. The|beams|as|if|were|smoked with softwood|and|the|ropes|that|were|hanging|as|if|became|golden|lamps|and|the|cheese molds|and|the|cheese strainers|and|the|other|the|tools|that|made cheese|the|Giannis|as if|and|were|studded with diamonds The beams seemed to be smoked with a soft smoke, and the flames that were hanging looked like they had turned into golden lamps, and the cheese molds and the churns and the other tools that Giannis used for cheese-making looked as if they were encrusted with diamonds. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σάν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σάν τους αγγέλους που ῾ναι στον Παράδεισο. And|the|woods|that|burned|in the|fire|smelled sweet|like|frankincense|and|not|creaked|like|creaked|the|woods|of the|fire|but|sang|like|the|angels|who|are|in the|Paradise And the wood that was burning in the fire smelled like incense and did not crackle, as the firewood usually does, but sang like the angels who are in Paradise.

Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός. The|Giannis|was|good|man|as|him|made|the|God Giannis was a good man, as God made him.

Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μά πλούσια καρδιά: «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Poor|was|had|few|sheep|but|rich|heart|The|poverty|the|rich He was poor, had few sheep, but a rich heart: "The poverty is rich!". Ήτανε αυτός καλός, μά είχε και καλή γυναίκα. He was|he|good|but|had|and|good|wife He was good, but he also had a good wife. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. And|whoever|happened|to|knock|the|door|their|would eat|and|would drink|and|would sleep And whoever happened to knock on their door would eat, drink, and sleep. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. And|if|was|and|sad|he found|comfort And if they were sad, they would find comfort. Γι᾿ αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του. for|this|and|the|Saint|Basil|knocked|at the|hut|their|dawned|New Year|eve|of the|grace|his|and|gave|the|blessing|his That is why Saint Basil came to their hut, at dawn on New Year's Day, the eve of his grace, and gave his blessing.

Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου. That|the|night|him|were waiting|all|the|cities|and|the|villages|of the|world|lords|despots|and|official||but|he|not|went|to|any|such|man|but|went|to the|sheepfold|of|John|of|Blessed That night, all the cities and villages of the world were waiting for him, lords, bishops, and dignitaries, but he did not go to any such person, instead he went to the sheepfold of John the Blessed.

Σάν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα: When|settled|the|sheep|entered|inside|the|Giannis|and|says|to the|elder When the sheep were settled, Giannis went inside and said to the elder:

«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν᾿ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε κάν ρημοκλήσι. Elder|great|joy|I have|tonight|that|you came|to|we hear|and|we|any|letter|because|not|we have|church|near|us|nor|even|chapel "Elder, I am very happy tonight that you have come, so we can listen to a letter, because we do not have a church nearby, nor even a small chapel. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι άς μήν τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. I|love|very|the|letters|of|religion|our|and|although|not|the|understand|because|I am|wood|unshaped I love the letters of our religion very much, even if I do not understand them, because I am unrefined wood. Μία φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. One|time|to us|came|an|elder|from Mount Athos|and|to us|left|this|the|holy|pamphlet|and|if|by chance|to|pass|anyone|educated|any|time|him|I put|and|it|reads Once, an elder from Mount Athos came to us and left us this holy pamphlet, and if by chance a literate person passes by sometimes, I ask him to read it. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τα ῾λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δώ, κι από τις πολλές φορές που τα ῾λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. I|all|all|the|letters|that|I know|are|three|words|that|the|said|one|educated man|who|gave|speech|in the|village|two|hours|from|here|and|from|the|many|times|that|the|said|were printed|in the|memory|my All the letters I know are three words that a literate man used to say, who gave speeches in the village, two hours from here, and from the many times he said them, they got printed in my memory. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε: ῾Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ᾿: Τέκνου μου! He|the|grammarian|said|and|repeated|Skoniti|not|mother|of him|and||was bothering|and|of him|says|child|my This literate man would say and repeat: 'Mother of the child, and he would say to him: My child!' Τέκνου μου!᾿. of child|my My child!. Αυτά τα γράμματα ξέρω...». These|the|letters|I know These are the letters I know...

Ήτανε μεσάνυχτα. It was|midnight It was midnight. Ο αγέρας βογγούσε. The|wind|groaned The wind was moaning. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρείς φορές. The|Saint|Nicholas|rose|from above|and|stood|turned|towards|the|east|and|made|the|cross|his|three|times Saint Nicholas got up and stood facing the east and made the sign of the cross three times. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μία φυλλάδα κι είπε: Then|he bent down|and|he took|from|the|bag|his|one|pamphlet|and|he said Then he bent down and took a leaflet from his bag and said:

«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων!». Blessed|the|God|our|always|now|and|forever|and|into|the|ages|of|eternities "Blessed is our God always, now and ever and unto the ages of ages!".

Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. The|Giannis|went|and|stood|from|behind|him|and|crossed|the|arms|his John went and stood behind him and crossed his arms. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της. The|woman|her|breastfed|the|baby|and|went|also|she||stood|near|to the|husband|her His wife breastfed the baby and went and stood close to her husband.

Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ᾿ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πεί και το δικό του τ᾿ απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». And|the|elder|said|the|God|Lord|and|the|dismissal hymn|of the|Circumcision|Form|unchangeably|human|you received|without|to|say|and|the|his own|of him|the|dismissal hymn|which|says|To|all|the|earth|has gone out|the|sound|of you And the elder said the "God is Lord" and the troparion of the Circumcision "You have taken on an unchanging human form", without saying his own troparion, which says: "Your sound has gone out into all the earth". Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. He sang|sweetly|and|humbly|and|the|Yiannis|and|the|Yiannena|him|they listened|with|reverence|and|they made|the|cross|their He sang sweetly and humbly, and both Giannis and Giannaina listened to him with reverence and made the sign of the cross. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πεί το δικό του κανόνα «Σού την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». And|said|the|Saint|Basil|the|morning service|and|the|canon|of the|feast|Come|peoples|let us sing|without|to|say|the|own|his|canon|to You|the|voice|should|be present|Basil And Saint Basil said the morning service and the canon of the feast "Come, nations, let us sing," without saying his own canon "Your voice was shown to be present, Basil." Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση. And|then|he said|all|the|service|and|he made|dismissal And then he said the entire liturgy and gave the dismissal.

Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα - Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε. They sat|at the|table|and|they ate|the|Saint|Basil|the|Great|the|John|the|Blessed|the|wife|of him|and|the|uncle|Mark|the|Mute|who|him|had|gathered|the|John|and|him|helped They sat at the table and ate, Saint Basil the Great, Blessed Giannis, his wife, and Uncle Markos the Mute, whom Giannis had taken in and was helping.

Και, σάν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. And|as|they finished eating|brought|the|woman|the|Vasilopita (a traditional Greek cake)|and|it|placed|on|the|low table And, when they finished eating, the woman brought the Vasilopita and placed it on the table. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε: And|the|Saint|Basil|took|the|knife|and|crossed|the|Vasilopita|and|said And Saint Basil took the knife and crossed the Vasilopita and said:

«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!». In|the|name|of|Father|and|of|Son|and|of|Holy|Spirit "In the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit!".

Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!». And|he cut|the|first|the|piece|and|he said|of|Christ|he cut|the|second|and|he said|of|Virgin Mary|and|then|he cut|the|third|and|not|he said|of|Saint|Basil|but|he said|of|master|of|John|of|Blessed And he cut the first piece and said: "for Christ", he cut the second and said: "for the Virgin Mary", and then he cut the third and did not say: "for Saint Basil", but said: "for the householder John the Blessed!".

Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει: Jumps up|the|Giannis|and|to him|says Giannis jumps up and says to him:

«Γέροντα, ξέχασες τον Άη-Βασίλη!». Elder|you forgot|the|| "Elder, you forgot about Santa Claus!".

Του λέγει ο Άγιος: To him|says|the|Saint The Saint says to him:

«Αλήθεια, τον ξέχασα!». Honestly|him|I forgot "Indeed, I forgot him!".

Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε: And|he cut|a|piece|and|he said And he cut a piece and said:

«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!». of|servant|of|God|Basil "For the servant of God Vasileios!".

Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών». Then|he cut|many|pieces|and|to|each|one|that|he was cutting|he said|of the|housewife|of the|baby|of the|servant|of the|God|Mark|of the|mute|of the|house|of the|animals|of the|poor Then he cut many pieces, and for each one he cut he said: "for the housewife", "for the baby", "for the servant of God Mark the mute", "for the house", "for the livestock", "for the poor".

Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο: He says|again|the|John|to the|Saint Then Giannis says to the Saint:

«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;». Elder|why|not|cut|for|your|holiness|you "Elder, why didn't you cut for your holiness?".

Του λέγει ο Άγιος: To him|says|the|Saint The Saint says to him:

«Έκοψα, ευλογημένε!». I cut|blessed "I cut, blessed one!".

Μά ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος! but|the|Giannis|not|understood|anything|the|lucky But John understood nothing, the fortunate one!

Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. The woman made the bed|the|woman|so that|to|sleep The woman made the bed, so they could sleep. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. They got up|to|do|their|prayer| They got up to say their prayer. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία: The|Saint|Basil|opened|the|palms|his|and|said|the|own|his||wish|that|it|says|the|priest|in the|liturgy Saint Basil opened his palms and said his own wish, which the priest says during the liturgy:

«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ είμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου...». Lord|the|God|my|I know|that|not|I am|worthy|nor|able|in order to|under|the|roof|you enter|of the|house|of the|soul|my "Lord my God, I know that I am not worthy, nor capable, to enter under the roof of the house of my soul...".

Σάν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης : When|he finished|the|prayer|and|they were getting ready|to|lie down|to him|says|the|John When he finished the prayer and was getting ready to lie down, Giannis said to him:

«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πές μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Άη-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί να ῾χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!». You|old man|who|know|the|letters|tell|us|in|which|palaces|perhaps|went|tonight|the|||The|nobles|and|the|kings|what|sins|can|to|have|We|the|poor|are|sinners|and|unfortunate|because|the|poverty|us|makes|to|suffer "You, elder, who know the letters, tell us which palaces did Saint Basil go to tonight? What sins could the lords and kings have? We the poor are sinful and unfortunate, because our poverty makes us suffer!".

Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. The|Saint|Nicholas|cried Saint Basil shed a tear. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα: He got up|again|up|he spread|the|palms|his|and|he said again|the|wish|differently He stood up again, stretched out his palms, and said the prayer differently:

«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς, άξιός εστιν και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών...». Lord|the|God|my|you know|that|the|servant|John|the|simple|worthy|is|and|capable|so that|under|the|roof|of him|you may enter|because|infant|is|and|of the|such|is|the|kingdom|of the|heavens "Lord my God, You know that the servant John the simple is worthy and capable, to enter under Your roof, for he is an infant, and of such is the kingdom of heaven...".

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος. And|again|not|understood|anything|the|Giannis|the|lucky|the|Giannis|the|blessed And again, John the fortunate, John the Blessed, understood nothing.

SENT_CWT:AFkKFwvL=4.58 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=3.14 en:AFkKFwvL openai.2025-02-07 ai_request(all=118 err=0.00%) translation(all=94 err=0.00%) cwt(all=1420 err=0.92%)