×

Vi använder kakor för att göra LingQ bättre. Genom att besöka sajten, godkänner du vår cookie-policy.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Ντοστογιέφσκι - Μια πρωτοχρονιάτικη γιορτή και ένας γάμος

Ντοστογιέφσκι - Μια πρωτοχρονιάτικη γιορτή και ένας γάμος

Τούτες τις μέρες παραβρέθηκα σε ένα γάμο… Αλλά όχι! Καλύτερα να σας πω για την πρωτοχρονιάτικη γιορτή. Ο γάμος ήταν καλός. Μου άρεσε πολύ, το άλλο περιστατικό όμως ήταν καλύτερο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά, παρακολουθώντας το γάμο αυτό, θυμήθηκα εκείνη τη γιορτή. Να πώς έγινε. Πριν από πέντε χρόνια ακριβώς, παραμονή του νέου έτους, με κάλεσαν σε μια παιδική γιορτή… Το πρόσωπο που με καλούσε ήταν ένας άνθρωπος των επιχειρήσεων, διάσημος, με διασυνδέσεις, γνωριμίες, ίντριγκες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που μπορούσες να σκεφτείς ότι αυτή η παιδική γιορτή ήταν μια πρόφαση για τους γονείς να συγκεντρωθούν και να συζητήσουν άλλα ενδιαφέροντα θέματα, με αθώο, τυχαίο, απρομελέτητο τρόπο. Εγώ ήμουν άσχετος με όλα αυτά. Οι δουλειές δε με απασχολούσαν, γι' αυτό και πέρασα το βράδυ αρκετά ανεξάρτητος. Παρευρισκόταν κι ένας άλλος κύριος, που, νομίζω, δεν ήταν ούτε διάσημης καταγωγής ούτε από τζάκι, και ο οποίος, όπως εγώ, έδειχνε, μέσα σε τούτη την οικογενειακή ευτυχία, κάπως σαν παρείσακτος… Τον πρόσεξα πρώτον απ' όλους. Ήταν ένας ψηλός, αδύνατος άντρας, αρκετά σοβαρός και καλοντυμένος. Ωστόσο, ήταν καταφανές ότι δεν είχε μυαλό για χαρές και οικογενειακή ευτυχία. Με το που απομακρυνόταν σε κάποια γωνιά, σταματούσε αμέσως να χαμογελάει και σούφρωνε τα δασιά, μαύρα φρύδια του.

Γνωστούς, εκτός του οικοδεσπότη, στη χοροεσπερίδα αυτή δεν είχε ούτε έναν. Φαινόταν ότι έπληττε τρομερά, αλλά έπαιζε γενναία και μέχρι τέλους το ρόλο του ευτυχισμένου ανθρώπου που διασκεδάζει αφάνταστα. Αργότερα έμαθα ότι επρόκειτο για έναν κύριο από την επαρχία, ο οποίος είχε να λύσει κάποια σημαντική, μπερδεμένη υπόθεση στην πρωτεύουσα, κι ο οποίος έφερνε στον οικοδεσπότη μας μια συστατική επιστολή. Ο οικοδεσπότης μας τον είχε υπό την προστασία του κάθε άλλο παρά con amore* και τον είχε προσκαλέσει στον παιδικό χορό για καθαρά υπολογιστικούς λόγους. Χαρτιά δεν παίξανε, πούρα δεν του προσφέρανε, κουβέντα δεν έπιασε κανείς μαζί του, ίσως γιατί κατάλαβαν το ποιόν του ανθρώπου εξ αποστάσεως, και έτσι ο ήρωάς μου ήταν υποχρεωμένος να σκοτώνει την ώρα μόνος του, χαϊδεύοντας τις φαβορίτες του όλο το βράδυ. Οι φαβορίτες του ήταν πράγματι αρκετά όμορφες. Αλλά τις χάιδευε με τέτοια αφοσίωση που, κοιτώντας τον, μπορούσες να σκεφτείς δικαίως ότι εν αρχή ήρθαν στο φως οι φαβορίτες κι έπειτα προστέθηκε σ' αυτές ο κάτοχός τους, για να τις χαϊδεύει.

Εκτός από αυτό το άτομο, που συμμετείχε με αυτό τον τρόπο, στην οικογενειακή ευτυχία του οικοδεσπότη, ο οποίος είχε πέντε θρεμμένους γιους, μου άρεσε κι ένας άλλος κύριος, αλλά εντελώς διαφορετικού στιλ. Ήταν το πρόσωπο της βραδιάς. Τον έλεγαν Γιούλιαν Μαστακόβιτς. Από την πρώτη ματιά μπορούσες να δεις ότι ήταν επίτιμος καλεσμένος και φερόταν στον οικοδεσπότη όπως ακριβώς ο οικοδεσπότης προς τον κύριο που χάιδευε τις φαβορίτες του. Ο οικοδεσπότης και η οικοδέσποινα του έκαναν άφθονες ρεβεράντζες, ήταν όλο ευγένειες μαζί του, τον φρόντιζαν συνεχώς, τον κερνούσαν ποτά, τον κολάκευαν, έφερναν εκεί που καθόταν τους επισκέπτες τους να τους συστήσουν, αλλά τον ίδιο δεν τον υπέβαλλαν στην ταλαιπωρία να πηγαινοέρχεται.

Παρατήρησα ότι ένα δάκρυ λαμπύρισε στο μάτι του οικοδεσπότη, όταν ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς εξέφρασε την άποψή του για τη βραδιά αυτή, λέγοντας πως σπάνια έχει περάσει τόσο ευχάριστα την ώρα του. Ένιωσα κάπως δυσάρεστα με την παρουσία αυτού του ατόμου, και γι' αυτό, αφού χάζεψα λίγο τα παιδιά, αποσύρθηκα στο μικρό σαλόνι που ήταν εντελώς άδειο, και πέρασα στη λουλουδιασμένη κλειστή βεράντα της οικοδέσποινας που καταλάμβανε το μισό σχεδόν δωμάτιο.

Τα παιδιά ήταν όλα απίστευτα χαριτωμένα και δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να μοιάζουν με μεγάλα, παρά τις νουθεσίες των νταντάδων και των μαμάδων τους. Άδειασαν στο λεπτό το χριστουγεννιάτικο δέντρο, εξαφανίζοντας και το τελευταίο καλούδι, και πρόλαβαν να σπάσουν τα μισά από τα παιχνίδια, πριν καν μάθουν ποιο προοριζόταν για ποιον. Ιδιαίτερα γλυκό ήταν ένα αγοράκι, μαυρομάτικο, με κατσαρά μαλλιά, το οποίο όλο ήθελε να με πυροβολήσει με το ξύλινο τουφέκι του. Αλλά περισσότερο απ' όλα τραβούσε την προσοχή η αδελφή του, μια κοπελίτσα έντεκα χρονών, υπέροχη, σαν μικρός έρωτας, ήρεμη, σοβαρή, χλομή, με μεγάλα στοχαστικά ολοστρόγγυλα μάτια. Την είχαν πειράξει τα παιδιά και κατέφυγε στο μικρό εκείνο σαλονάκι, όπου καθόμουν κι εγώ, και ασχολήθηκε, καθισμένη στη γωνιά, με την κούκλα της. Οι επισκέπτες με σεβασμό έδειχναν έναν πλούσιο φορομπήχτη, τον πατέρα της, και κάποιοι σιγοψιθύριζαν ότι ήδη η κληρονομιά που την περιμένει φτάνει στις τριακόσιες χιλιάδες ρούβλια. Γύρισα να κοιτάξω τους ενδιαφερόμενους για την περίπτωση αυτή και η ματιά μου έπεσε στον Γιούλιαν Μαστακόβιτς, ο οποίος, με τα χέρια πίσω και γερμένο ελαφρώς το κεφάλι στο πλάι, άκουγε, υπερβολικά προσεχτικά μάλλον, τη συζήτηση των αργόσχολων αυτών κυρίων. Επιπλέον, δεν μπορούσα να μη θαυμάσω τη σοφία με την οποία μοίρασαν οι οικοδεσπότες τα δώρα. Η κοπελίτσα, που διέθετε ήδη μια περιουσία από τριακόσιες χιλιάδες ρούβλια, πήρε μια πολύ ακριβή κούκλα. Ακολουθούσαν τα φτηνότερα δώρα, ανάλογα με τη βαθμίδα ευημερίας και κοινωνικής θέσης των γονιών αυτών των ευτυχισμένων παιδιών. Στο τέλος έμεινε ένα αγοράκι δέκα χρονών, αδυνατούλικο, μικρούλικο, κοκκινομάλλικο, με φακίδες, που πήρε μόνο ένα βιβλίο με διηγήματα, τα οποία πραγματεύονταν το μεγαλείο της φύσης, τα δάκρυα της μετάνοιας και λοιπά, χωρίς εικόνες και μάλιστα χωρίς τίτλο.

Ήταν ο γιος της γκουβερνάντας των παιδιών του οικοδεσπότη, μιας φτωχής χήρας, ένα παιδί άκρως παραμελημένο και φοβισμένο. Φορούσε ένα μπλουζάκι από φτηνό τσίτι. Αφού πήρε το δώρο του, τριγύρισε αρκετή ώρα κοντά στα άλλα παιχνίδια. Ήθελε φοβερά να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά δεν τολμούσε. Ήταν φανερό ότι ήξερε ήδη και καταλάβαινε τη θέση του.

Μου αρέσει πολύ να παρατηρώ τα παιδιά. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η πρώτη τους αυτόνομη εκδήλωση στη ζωή. Πρόσεξα ότι ο κοκκινομάλλης μικρός γοητεύτηκε σε τέτοιο βαθμό από τα πλούσια παιχνίδια των άλλων παιδιών, ιδίως από το κουκλοθέατρο, στο οποίο ήθελε οπωσδήποτε να αναλάβει κάποιο ρόλο, που αποτόλμησε να τα κολακέψει. Χαμογελούσε και υποκρινόταν απέναντι στα άλλα παιδιά, χάρισε το μήλο του σε ένα μπουκωμένο αγοράκι, που κρατούσε μια πετσετούλα γεμάτη γλυκίσματα, μέχρι που αποφάσισε ακόμη και να κουβαλήσει κάποιο στην πλάτη του, για να μην το διώξουν από το θέατρο. Όμως, ένα λεπτό αργότερα κάποιος καβγατζής του είχε ρίξει μια γερή κλοτσιά. Το παιδάκι δεν τόλμησε να κλάψει. Εμφανίστηκε τότε η γκουβερνάντα, η μανούλα του, και το πρόσταξε να μην ενοχλεί τα άλλα παιδιά στο παιχνίδι τους. Το παιδί μπήκε στο σαλονάκι που βρισκόταν και η κοπελίτσα. Εκείνη το άφησε να πάει κοντά της και βάλθηκαν και τα δυο, με μεγάλη αφοσίωση, να στολίζουν την πανάκριβη κούκλα.

Καθόμουν ήδη πάνω από ένα μισάωρο στη βεράντα με τους κατιφέδες και λαγοκοιμόμουν, ακούγοντας τη σιγανή κουβέντα του μικρού κοκκινομάλλη και της πεντάμορφης με τις τριακόσιες χιλιάδες ρούβλια προίκα, που έπαιζαν με την κούκλα, όταν ξάφνου στο δωμάτιο μπήκε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς. Εκμεταλλεύτηκε μια θορυβώδη στιγμή τσακωμού των παιδιών και βγήκε κλεφτά από την αίθουσα. Πρόσεξα ότι ένα λεπτό πριν μιλούσε αρκετά θερμά με τον πατέρα της μέλλουσας πλούσιας νύφης, με τον οποίο είχε μόλις γνωριστεί, για τα προτερήματα μιας υπηρεσίας έναντι μιας άλλης. Τώρα στεκόταν συλλογισμένος και σαν να μετρούσε με τα δάχτυλά του.

«Τριακόσια… τριακόσια», μουρμούριζε. «Έντεκα… δώδεκα… δεκατρία και ούτω καθεξής. Δεκαέξι — πέντε χρόνια! Ας πούμε τέσσερα τοις εκατό, 12 επί πέντε =60, και σε αυτά τα 60… να, ας πούμε, σύνολο σε πέντε χρόνια θα είναι τετρακόσια… Μάλιστα! Μα δεν κρατάει τέσσερα τοις εκατό, ο απατεώνας! Ίσως οχτώ ή δέκα τοις εκατό παίρνει. Δηλαδή, ας πούμε πεντακόσιες, πεντακόσιες χιλιάδες, αυτό τουλάχιστον είναι σίγουρο. Ε, τα επιπλέον για ρούχα, χμ…».

Τέλειωσε τους συλλογισμούς του, φύσηξε τη μύτη του στο μαντίλι κι ετοιμαζόταν να βγει από το δωμάτιο, όταν ξάφνου το μάτι του έπεσε στην κοπελίτσα και σταμάτησε. Δε με είχε δει πίσω από τις γλάστρες με την πρασινάδα. Μου φάνηκε πολύ ταραγμένος. Ή τον είχαν επηρεάσει οι υπολογισμοί του, ή κάτι άλλο, σκούπιζε τα χέρια του και δεν μπορούσε να σταθεί σε ένα μέρος. Η ταραχή είχε φτάσει στο plus ultra, όταν σταμάτησε κι έριξε ένα δεύτερο αποφασιστικό βλέμμα στη μέλλουσα νύφη. Ύστερα, ακροποδητί, σαν να ένιωθε ένοχος, άρχισε να πλησιάζει τη μικρή. Πλησίασε χαμογελώντας, έσκυψε και τη φίλησε στο κεφάλι. Εκείνη, που δεν περίμενε τέτοια επίθεση, κραύγασε τρομαγμένη.

«Τι κάνετε εδώ, γλυκό μου παιδί;» ρώτησε ψιθυριστά, κοιτώντας γύρω κλεφτά και τσιμπώντας το μάγουλο της κοπελίτσας.

«Παίζουμε…»

«Α! Μ' αυτόν;» ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς στραβοκοίταξε τον μικρό.

«Κι εσύ, ψυχούλα μου, δεν πας στο σαλόνι καλύτερα;» του είπε.

Ο μικρός σιωπούσε, κοιτώντας τον κατάματα. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς κοίταξε πάλι ένα γύρο και ξανάσκυψε πάνω από το κοριτσάκι.

«Τι είναι αυτό, γλυκιά μου, κούκλα;» ρώτησε.

«Κούκλα», απαντούσε η κοπελίτσα, συνοφρυωμένη και δισταχτική.

«Κούκλα… Μήπως ξέρετε, γλυκιά μου, από τι έχει φτιαχτεί η κούκλα σας;»

«Δεν ξέρω…» απαντούσε η κοπελίτσα ψιθυριστά και έχοντας σκύψει εντελώς το κεφάλι.

«Μα, από κουρελάκια, ψυχούλα μου. Εσύ, μικρέ, πήγαινε στο σαλόνι, στα παιδιά της ηλικίας σου», είπε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, κοιτάζοντας αυστηρά το παιδί.

Η κοπελίτσα και το αγοράκι συνοφρυώθηκαν και πιάστηκαν χέρι χέρι. Δεν ήθελαν να χωρίσουν.

«Ξέρετε γιατί σας χάρισαν αυτή την κούκλα;» ρώτησε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, χαμηλώνοντας όλο και περισσότερο τη φωνή του.

«Δεν ξέρω».

«Γιατί ήσασταν γλυκό και καλό παιδί όλη τη βδομάδα».

Στο σημείο αυτό ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, ταραγμένος όσο δεν παίρνει άλλο, κοίταξε ένα γύρο, και χαμηλώνοντας ακόμα τη φωνή του ρώτησε τελικά, ψιθυριστά, με σχεδόν σβησμένη από την ταραχή και την ανυπομονησία φωνή: «Θα με αγαπάτε, γλυκό μου κοριτσάκι, όταν θα έρθω να επισκεφτώ τους γονείς σας;»

Λέγοντας αυτό, ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς θέλησε για μια ακόμη φορά να φιλήσει το γλυκό κοριτσάκι, αλλά ο κοκκινομάλλης μικρός, βλέποντας ότι εκείνη είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα, την άρπαξε από τα χέρια και άρχισε να κλαίει για συμπαράσταση προς τη μικρή. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς θύμωσε για τα καλά.

«Φύγε, φύγε από δω, φύγε!» έλεγε στο αγοράκι. «Πήγαινε στο σαλόνι! Πήγαινε με τα παιδιά της ηλικίας σου!»

«Όχι, δεν είναι ανάγκη, δε χρειάζεται! Φύγετε από εδώ», είπε η κοπελίτσα, «αφήστε τον, αφήστε τον!» έλεγε κλαίγοντας σχεδόν πια.

Κάποιος ακούστηκε στη μεσόπορτα, ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς ανασήκωσε στη στιγμή το σεβαστό όγκο του ταραγμένος. Αλλά ο μικρός κοκκινομάλλης φοβήθηκε περισσότερο από τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς, άφησε την κοπελίτσα, και σιγανά, τοίχο τοίχο, πέρασε από το σαλόνι στην τραπεζαρία. Για να μην προκαλέσει υποψίες, ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς κίνησε κι εκείνος για την τραπεζαρία. Ήταν κατακόκκινος σαν αστακός και, ρίχνοντας μια ματιά στον καθρέφτη, φάνηκε να ντράπηκε. Ίσως να τον ενόχλησε τελικά το πάθος που έδειξε και η ανυπομονησία του. Ίσως, στην αρχή, να τον εντυπωσίασε σε τέτοιο βαθμό ο υπολογισμός με τα δάχτυλα, να τον γοήτευσε και να τον ενέπνευσε τόσο, που, παρά τη σοβαρότητα και τη σπουδαιότητά του, αποφάσισε να ενεργήσει σαν παιδάκι, και να προσεγγίσει κατευθείαν το αντικείμενό του, παραβλέποντας το γεγονός ότι το αντικείμενο θα μπορούσε να είναι όντως αντικείμενο έπειτα από πέντε τουλάχιστον χρόνια.

Ακολούθησα και εγώ τον αξιότιμο κύριο στην τραπεζαρία και βρέθηκα μπροστά σε μια παράξενη σκηνή. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, κατακόκκινος από την απογοήτευση και την κακία, τρομοκρατούσε το μικρό κοκκινομάλλη, ο οποίος, φεύγοντας όλο και πιο μακριά του, δεν ήξερε πού να τρέξει να κρυφτεί.

«Φύγε, τι κάνεις εδώ, χάσου, χαμένε, δίνε του! Κλέβεις φρούτα, εδώ μέσα, ε; Κλέβεις φρούτα; Δίνε του, χαμένε, δίνε του, μυξιάρικο, πήγαινε με τ' άλλα της ηλικίας σου!»

Τρομαγμένος ο μικρός, αποφασισμένος να γλιτώσει, δοκίμασε να μπει κάτω από το τραπέζι. Τότε ο διώκτης του, εκνευρισμένος όσο δεν παίρνει άλλο, έβγαλε το μεγάλο βατιστένιο μαντίλι του και άρχισε να μαστιγώνει με αυτό, κάτω από το τραπέζι, το αγοράκι που είχε ζαρώσει. Πρέπει να υπογραμμίσω ότι ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς ήταν λίγο χοντρούλης. Ήταν ένας άντρας καλοθρεμμένος, ροδομάγουλος, στιβαρός, με κοιλίτσα, με τα παχάκια του, αυτό που με μια λέξη λέμε χοντρός, στρογγυλός σαν καρύδα. Ίδρωνε, ξεφυσούσε και κοκκίνιζε φοβερά. Στο τέλος, τον έπιασε σχεδόν υστερία, τόσο μεγάλο ήταν μέσα του το αίσθημα της αγανάκτησης και (ποιος ξέρει) ίσως και της ζήλιας. Τότε είναι που έσκασα στα γέλια. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς στράφηκε και, παρά τη σπουδαιότητά του, τα έχασε εντελώς. Τη στιγμή εκείνη, από την απέναντι πόρτα μπήκε ο οικοδεσπότης. Το αγόρι βγήκε κάτω από το τραπέζι σκουπίζοντας τα γόνατα και τους αγκώνες του.

Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς βιάστηκε να φέρει το μαντίλι, που κρατούσε από τη μια άκρη, στη μύτη του.

Ο οικοδεσπότης μάς κοίταξε και τους τρεις μας με έκπληξη, αλλά, σαν άνθρωπος που ξέρει τη ζωή και την αντιμετωπίζει σοβαρά, εκμεταλλεύτηκε αμέσως το γεγονός ότι βρήκε μονάχο τον επισκέπτη του.

«Να, ο μικρός», είπε δείχνοντας τον κοκκινομάλλη, «για τον οποίο είχα την τιμή να σας ζητήσω…»

«Τι;» αποκρινόταν ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, που δεν είχε συνέλθει ακόμα εντελώς.

«Ο γιος της γκουβερνάντας των παιδιών μου», συνέχιζε ο οικοδεσπότης με παρακλητική φωνή, «η φτωχή γυναίκα είναι χήρα, σύζυγος ενός τίμιου υπαλλήλου. Και γι' αυτό… Γιούλιαν Μαστακόβιτς, αν είναι δυνατόν…»

«Αχ, όχι, όχι», φώναξε τότε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, «όχι, συγχωρέστε με, Φιλίπ Αλεξέγεβιτς, δε γίνεται επ' ουδενί. Πληροφορήθηκα ότι δεν υπάρχουν θέσεις, αλλά κι αν ακόμα υπήρχε κάποια, θα τη διεκδικούσαν ήδη δέκα υποψήφιοι, που έχουν πολύ μεγαλύτερο δικαίωμα απ' ό,τι αυτός… Λυπάμαι πολύ, λυπάμαι πολύ…»

«Λυπάμαι», επανέλαβε κι ο οικοδεσπότης, «ο μικρός είναι τόσο ήσυχος, τόσο σεμνός…»

«Σκανταλιάρης μεγάλος, απ' ό,τι πρόσεξα», απαντούσε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, στραβώνοντας υστερικά το στόμα. «Πήγαινε μικρέ, τι στέκεσαι, πήγαινε με τα παιδιά της ηλικίας σου!» είπε απευθυνόμενος στο παιδί.

Στο σημείο αυτό, φαίνεται, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και μου έριξε μια λοξή ματιά. Ούτε εγώ κρατήθηκα και του γέλασα κατάμουτρα. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς στράφηκε στη στιγμή και με περισσή φαρμακερή ειρωνεία ρώτησε τον οικοδεσπότη ποιος είναι αυτός ο περίεργος νεαρός.

Ψιθύρισαν κάτι μεταξύ τους και βγήκαν από το δωμάτιο. Έπειτα είδα τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς, ακούγοντας τον οικοδεσπότη, να κουνάει δύσπιστα το κεφάλι του.

Γελώντας με την ψυχή μου, επέστρεψα στο σαλόνι. Εκεί, ο σπουδαίος γαμπρός, περικυκλωμένος από τους πατεράδες και τις μανάδες της ομήγυρης, την οικοδέσποινα και τον οικοδεσπότη, συζητούσε έντονα με μια κυρία, στην οποία τον είχαν μόλις συστήσει.

Η κυρία κρατούσε από το χέρι το κοριτσάκι με το οποίο δέκα λεπτά νωρίτερα ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς είχε αυτή τη σκηνή στο σαλονάκι. Τώρα είχε αναλυθεί σε παινέματα και εκθειασμούς της ομορφιάς, των ταλέντων, της χάρης και της καλής ανατροφής του γλυκού παιδιού. Είχε ξεδιάντροπα μετατραπεί σε κόλακα μπροστά στην κυρία μαμά. Η μητέρα τον άκουγε περίπου με δάκρυα ενθουσιασμού στα μάτια. Τα χείλη του πατέρα χαμογελούσαν. Ο οικοδεσπότης χαιρόταν για τη γενική ικανοποίηση. Ακόμη και οι υπόλοιποι επισκέπτες τούς συμμερίζονταν, ακόμη και τα παιχνίδια των παιδιών σταμάτησαν, για να μην ενοχλούν τη συζήτηση αυτή. Η ατμόσφαιρα ήταν άκρως ευλαβική. Άκουσα στη συνέχεια πόσο συγκινημένη ως τα βάθη της ψυχής της ήταν η κυρία μαμά της ενδιαφέρουσας κοπελίτσας και με πόσο προσεχτικά διαλεγμένες εκφράσεις ζήτησε από τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς να της κάνει την ξεχωριστή τιμή, να τιμήσει το σπιτικό τους με την πολύτιμη γνωριμία του, άκουσα με πόσο ενθουσιασμό, καθόλου προσποιητό, δέχτηκε την πρόσκληση ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, και άκουσα τους επισκέπτες, καθώς διασκορπίζονταν, όπως η ευγένεια απαιτούσε, προς διάφορες κατευθύνσεις, να παινεύουν δουλικά ο ένας στον άλλο τον φορομπήχτη, την κυρία φορομπήχτη, την κοπελίτσα και κυρίως τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς.

«Είναι παντρεμένος αυτός ο κύριος;» ρώτησα, σχεδόν φωναχτά, έναν από τους γνωστούς μου, που στεκόταν πλησιέστερα από όλους στον Γιούλιαν Μαστακόβιτς.

Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς μου έριξε μια ερωτηματική και κακιωμένη ματιά.

«Όχι!» μου απαντούσε ο γνωστός μου, στενοχωρημένος ως τα βάθη της ψυχής του από την αδεξιότητά μου, την οποία ωστόσο διέπραττα επί τούτου…

--

Πριν από λίγο καιρό περνούσα έξω από την εκκλησία Τ… Το πλήθος του κόσμου και οι αναρίθμητες άμαξες τράβηξαν την προσοχή μου. Γύρω μιλούσαν για το γάμο. Η μέρα ήταν κάπως σκοτεινή, άρχιζε να ψιχαλίζει. Άνοιξα δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και μπήκα στην εκκλησία. Εκεί είδα το γαμπρό. Ήταν ένας κοντός, παχουλός, καλοθρεμμένος άντρας με κοιλίτσα και στολισμένος επιδεικτικά. Έτρεχε πέρα δώθε ταραγμένος και έδινε προσταγές. Τελικά, ακούστηκε ότι ερχόταν η νύφη. Στριμώχτηκα μέσα στο πλήθος και είδα μια υπέροχη καλλονή, στο πρώτο άνθος της ηλικίας της. Αλλά η καλλονή ήταν χλωμή και θλιμμένη. Κοιτούσε σαν χαμένη γύρω της. Μου φάνηκε, μάλιστα, ότι τα μάτια της ήταν κόκκινα από πρόσφατα δάκρυα. Η αυστηρότητα των χαρακτηριστικών του προσώπου της έδινε βάρος και επισημότητα στην ομορφιά της. Αλλά μέσα από αυτή την αυστηρότητα και βαρύτητα, μέσα από αυτή τη θλίψη αχνόφεγγε ακόμα η πρώτη, παιδική, αθώα έκφρασή της. Πάνω της υπήρχε κάτι το αφελές, το ακαθόριστο και νεανικό, κάτι που, θα έλεγε κανείς, ότι εκλιπαρούσε απερίφραστα για έλεος.

Έλεγαν ότι είχε μόλις μπει στα δεκαέξι. Κοιτώντας προσεχτικά το γαμπρό, αναγνώρισα ξαφνικά σ' αυτόν τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς, που είχα να τον δω πέντε χρόνια ακριβώς. Κοίταξα και εκείνην…

Ω, Θεέ μου… Άρχισα να σπρώχνω για να βγω. Ο κόσμος έλεγε ότι η νύφη είναι πλούσια, ότι η νύφη έχει κληρονομιά πεντακόσιες χιλιάδες ρούβλια… και κάμποσα προικιά…

«Πάντως οι υπολογισμοί ήταν σωστοί!» σκέφτηκα, βγαίνοντας επιτέλους στο δρόμο…

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Ντοστογιέφσκι - Μια πρωτοχρονιάτικη γιορτή και ένας γάμος Una fiesta de Nochevieja y una boda - Dostoievski

Τούτες τις μέρες παραβρέθηκα σε ένα γάμο… Αλλά όχι! Καλύτερα να σας πω για την πρωτοχρονιάτικη γιορτή. Ο γάμος ήταν καλός. Μου άρεσε πολύ, το άλλο περιστατικό όμως ήταν καλύτερο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά, παρακολουθώντας το γάμο αυτό, θυμήθηκα εκείνη τη γιορτή. Να πώς έγινε. Πριν από πέντε χρόνια ακριβώς, παραμονή του νέου έτους, με κάλεσαν σε μια παιδική γιορτή… Το πρόσωπο που με καλούσε ήταν ένας άνθρωπος των επιχειρήσεων, διάσημος, με διασυνδέσεις, γνωριμίες, ίντριγκες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που μπορούσες να σκεφτείς ότι αυτή η παιδική γιορτή ήταν μια πρόφαση για τους γονείς να συγκεντρωθούν και να συζητήσουν άλλα ενδιαφέροντα θέματα, με αθώο, τυχαίο, απρομελέτητο τρόπο. Εγώ ήμουν άσχετος με όλα αυτά. Οι δουλειές δε με απασχολούσαν, γι' αυτό και πέρασα το βράδυ αρκετά ανεξάρτητος. Παρευρισκόταν κι ένας άλλος κύριος, που, νομίζω, δεν ήταν ούτε διάσημης καταγωγής ούτε από τζάκι, και ο οποίος, όπως εγώ, έδειχνε, μέσα σε τούτη την οικογενειακή ευτυχία, κάπως σαν παρείσακτος… Τον πρόσεξα πρώτον απ' όλους. Ήταν ένας ψηλός, αδύνατος άντρας, αρκετά σοβαρός και καλοντυμένος. Ωστόσο, ήταν καταφανές ότι δεν είχε μυαλό για χαρές και οικογενειακή ευτυχία. Με το που απομακρυνόταν σε κάποια γωνιά, σταματούσε αμέσως να χαμογελάει και σούφρωνε τα δασιά, μαύρα φρύδια του.

Γνωστούς, εκτός του οικοδεσπότη, στη χοροεσπερίδα αυτή δεν είχε ούτε έναν. Φαινόταν ότι έπληττε τρομερά, αλλά έπαιζε γενναία και μέχρι τέλους το ρόλο του ευτυχισμένου ανθρώπου που διασκεδάζει αφάνταστα. Αργότερα έμαθα ότι επρόκειτο για έναν κύριο από την επαρχία, ο οποίος είχε να λύσει κάποια σημαντική, μπερδεμένη υπόθεση στην πρωτεύουσα, κι ο οποίος έφερνε στον οικοδεσπότη μας μια συστατική επιστολή. Ο οικοδεσπότης μας τον είχε υπό την προστασία του κάθε άλλο παρά con amore* και τον είχε προσκαλέσει στον παιδικό χορό για καθαρά υπολογιστικούς λόγους. Χαρτιά δεν παίξανε, πούρα δεν του προσφέρανε, κουβέντα δεν έπιασε κανείς μαζί του, ίσως γιατί κατάλαβαν το ποιόν του ανθρώπου εξ αποστάσεως, και έτσι ο ήρωάς μου ήταν υποχρεωμένος να σκοτώνει την ώρα μόνος του, χαϊδεύοντας τις φαβορίτες του όλο το βράδυ. Οι φαβορίτες του ήταν πράγματι αρκετά όμορφες. Αλλά τις χάιδευε με τέτοια αφοσίωση που, κοιτώντας τον, μπορούσες να σκεφτείς δικαίως ότι εν αρχή ήρθαν στο φως οι φαβορίτες κι έπειτα προστέθηκε σ' αυτές ο κάτοχός τους, για να τις χαϊδεύει.

Εκτός από αυτό το άτομο, που συμμετείχε με αυτό τον τρόπο, στην οικογενειακή ευτυχία του οικοδεσπότη, ο οποίος είχε πέντε θρεμμένους γιους, μου άρεσε κι ένας άλλος κύριος, αλλά εντελώς διαφορετικού στιλ. Ήταν το πρόσωπο της βραδιάς. Τον έλεγαν Γιούλιαν Μαστακόβιτς. Από την πρώτη ματιά μπορούσες να δεις ότι ήταν επίτιμος καλεσμένος και φερόταν στον οικοδεσπότη όπως ακριβώς ο οικοδεσπότης προς τον κύριο που χάιδευε τις φαβορίτες του. Ο οικοδεσπότης και η οικοδέσποινα του έκαναν άφθονες ρεβεράντζες, ήταν όλο ευγένειες μαζί του, τον φρόντιζαν συνεχώς, τον κερνούσαν ποτά, τον κολάκευαν, έφερναν εκεί που καθόταν τους επισκέπτες τους να τους συστήσουν, αλλά τον ίδιο δεν τον υπέβαλλαν στην ταλαιπωρία να πηγαινοέρχεται.

Παρατήρησα ότι ένα δάκρυ λαμπύρισε στο μάτι του οικοδεσπότη, όταν ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς εξέφρασε την άποψή του για τη βραδιά αυτή, λέγοντας πως σπάνια έχει περάσει τόσο ευχάριστα την ώρα του. Ένιωσα κάπως δυσάρεστα με την παρουσία αυτού του ατόμου, και γι' αυτό, αφού χάζεψα λίγο τα παιδιά, αποσύρθηκα στο μικρό σαλόνι που ήταν εντελώς άδειο, και πέρασα στη λουλουδιασμένη κλειστή βεράντα της οικοδέσποινας που καταλάμβανε το μισό σχεδόν δωμάτιο.

Τα παιδιά ήταν όλα απίστευτα χαριτωμένα και δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να μοιάζουν με μεγάλα, παρά τις νουθεσίες των νταντάδων και των μαμάδων τους. Άδειασαν στο λεπτό το χριστουγεννιάτικο δέντρο, εξαφανίζοντας και το τελευταίο καλούδι, και πρόλαβαν να σπάσουν τα μισά από τα παιχνίδια, πριν καν μάθουν ποιο προοριζόταν για ποιον. Ιδιαίτερα γλυκό ήταν ένα αγοράκι, μαυρομάτικο, με κατσαρά μαλλιά, το οποίο όλο ήθελε να με πυροβολήσει με το ξύλινο τουφέκι του. Αλλά περισσότερο απ' όλα τραβούσε την προσοχή η αδελφή του, μια κοπελίτσα έντεκα χρονών, υπέροχη, σαν μικρός έρωτας, ήρεμη, σοβαρή, χλομή, με μεγάλα στοχαστικά ολοστρόγγυλα μάτια. Την είχαν πειράξει τα παιδιά και κατέφυγε στο μικρό εκείνο σαλονάκι, όπου καθόμουν κι εγώ, και ασχολήθηκε, καθισμένη στη γωνιά, με την κούκλα της. Οι επισκέπτες με σεβασμό έδειχναν έναν πλούσιο φορομπήχτη, τον πατέρα της, και κάποιοι σιγοψιθύριζαν ότι ήδη η κληρονομιά που την περιμένει φτάνει στις τριακόσιες χιλιάδες ρούβλια. Γύρισα να κοιτάξω τους ενδιαφερόμενους για την περίπτωση αυτή και η ματιά μου έπεσε στον Γιούλιαν Μαστακόβιτς, ο οποίος, με τα χέρια πίσω και γερμένο ελαφρώς το κεφάλι στο πλάι, άκουγε, υπερβολικά προσεχτικά μάλλον, τη συζήτηση των αργόσχολων αυτών κυρίων. Επιπλέον, δεν μπορούσα να μη θαυμάσω τη σοφία με την οποία μοίρασαν οι οικοδεσπότες τα δώρα. Η κοπελίτσα, που διέθετε ήδη μια περιουσία από τριακόσιες χιλιάδες ρούβλια, πήρε μια πολύ ακριβή κούκλα. Ακολουθούσαν τα φτηνότερα δώρα, ανάλογα με τη βαθμίδα ευημερίας και κοινωνικής θέσης των γονιών αυτών των ευτυχισμένων παιδιών. Στο τέλος έμεινε ένα αγοράκι δέκα χρονών, αδυνατούλικο, μικρούλικο, κοκκινομάλλικο, με φακίδες, που πήρε μόνο ένα βιβλίο με διηγήματα, τα οποία πραγματεύονταν το μεγαλείο της φύσης, τα δάκρυα της μετάνοιας και λοιπά, χωρίς εικόνες και μάλιστα χωρίς τίτλο.

Ήταν ο γιος της γκουβερνάντας των παιδιών του οικοδεσπότη, μιας φτωχής χήρας, ένα παιδί άκρως παραμελημένο και φοβισμένο. Φορούσε ένα μπλουζάκι από φτηνό τσίτι. Αφού πήρε το δώρο του, τριγύρισε αρκετή ώρα κοντά στα άλλα παιχνίδια. Ήθελε φοβερά να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά δεν τολμούσε. Ήταν φανερό ότι ήξερε ήδη και καταλάβαινε τη θέση του.

Μου αρέσει πολύ να παρατηρώ τα παιδιά. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η πρώτη τους αυτόνομη εκδήλωση στη ζωή. Πρόσεξα ότι ο κοκκινομάλλης μικρός γοητεύτηκε σε τέτοιο βαθμό από τα πλούσια παιχνίδια των άλλων παιδιών, ιδίως από το κουκλοθέατρο, στο οποίο ήθελε οπωσδήποτε να αναλάβει κάποιο ρόλο, που αποτόλμησε να τα κολακέψει. Χαμογελούσε και υποκρινόταν απέναντι στα άλλα παιδιά, χάρισε το μήλο του σε ένα μπουκωμένο αγοράκι, που κρατούσε μια πετσετούλα γεμάτη γλυκίσματα, μέχρι που αποφάσισε ακόμη και να κουβαλήσει κάποιο στην πλάτη του, για να μην το διώξουν από το θέατρο. Όμως, ένα λεπτό αργότερα κάποιος καβγατζής του είχε ρίξει μια γερή κλοτσιά. Το παιδάκι δεν τόλμησε να κλάψει. Εμφανίστηκε τότε η γκουβερνάντα, η μανούλα του, και το πρόσταξε να μην ενοχλεί τα άλλα παιδιά στο παιχνίδι τους. Το παιδί μπήκε στο σαλονάκι που βρισκόταν και η κοπελίτσα. Εκείνη το άφησε να πάει κοντά της και βάλθηκαν και τα δυο, με μεγάλη αφοσίωση, να στολίζουν την πανάκριβη κούκλα.

Καθόμουν ήδη πάνω από ένα μισάωρο στη βεράντα με τους κατιφέδες και λαγοκοιμόμουν, ακούγοντας τη σιγανή κουβέντα του μικρού κοκκινομάλλη και της πεντάμορφης με τις τριακόσιες χιλιάδες ρούβλια προίκα, που έπαιζαν με την κούκλα, όταν ξάφνου στο δωμάτιο μπήκε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς. Εκμεταλλεύτηκε μια θορυβώδη στιγμή τσακωμού των παιδιών και βγήκε κλεφτά από την αίθουσα. Πρόσεξα ότι ένα λεπτό πριν μιλούσε αρκετά θερμά με τον πατέρα της μέλλουσας πλούσιας νύφης, με τον οποίο είχε μόλις γνωριστεί, για τα προτερήματα μιας υπηρεσίας έναντι μιας άλλης. Τώρα στεκόταν συλλογισμένος και σαν να μετρούσε με τα δάχτυλά του.

«Τριακόσια… τριακόσια», μουρμούριζε. «Έντεκα… δώδεκα… δεκατρία και ούτω καθεξής. Δεκαέξι — πέντε χρόνια! Ας πούμε τέσσερα τοις εκατό, 12 επί πέντε =60, και σε αυτά τα 60… να, ας πούμε, σύνολο σε πέντε χρόνια θα είναι τετρακόσια… Μάλιστα! Μα δεν κρατάει τέσσερα τοις εκατό, ο απατεώνας! Ίσως οχτώ ή δέκα τοις εκατό παίρνει. Δηλαδή, ας πούμε πεντακόσιες, πεντακόσιες χιλιάδες, αυτό τουλάχιστον είναι σίγουρο. Ε, τα επιπλέον για ρούχα, χμ…».

Τέλειωσε τους συλλογισμούς του, φύσηξε τη μύτη του στο μαντίλι κι ετοιμαζόταν να βγει από το δωμάτιο, όταν ξάφνου το μάτι του έπεσε στην κοπελίτσα και σταμάτησε. Δε με είχε δει πίσω από τις γλάστρες με την πρασινάδα. Μου φάνηκε πολύ ταραγμένος. Ή τον είχαν επηρεάσει οι υπολογισμοί του, ή κάτι άλλο, σκούπιζε τα χέρια του και δεν μπορούσε να σταθεί σε ένα μέρος. Η ταραχή είχε φτάσει στο plus ultra**, όταν σταμάτησε κι έριξε ένα δεύτερο αποφασιστικό βλέμμα στη μέλλουσα νύφη. Ύστερα, ακροποδητί, σαν να ένιωθε ένοχος, άρχισε να πλησιάζει τη μικρή. Πλησίασε χαμογελώντας, έσκυψε και τη φίλησε στο κεφάλι. Εκείνη, που δεν περίμενε τέτοια επίθεση, κραύγασε τρομαγμένη.

«Τι κάνετε εδώ, γλυκό μου παιδί;» ρώτησε ψιθυριστά, κοιτώντας γύρω κλεφτά και τσιμπώντας το μάγουλο της κοπελίτσας.

«Παίζουμε…»

«Α! Μ' αυτόν;» ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς στραβοκοίταξε τον μικρό.

«Κι εσύ, ψυχούλα μου, δεν πας στο σαλόνι καλύτερα;» του είπε.

Ο μικρός σιωπούσε, κοιτώντας τον κατάματα. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς κοίταξε πάλι ένα γύρο και ξανάσκυψε πάνω από το κοριτσάκι.

«Τι είναι αυτό, γλυκιά μου, κούκλα;» ρώτησε.

«Κούκλα», απαντούσε η κοπελίτσα, συνοφρυωμένη και δισταχτική.

«Κούκλα… Μήπως ξέρετε, γλυκιά μου, από τι έχει φτιαχτεί η κούκλα σας;»

«Δεν ξέρω…» απαντούσε η κοπελίτσα ψιθυριστά και έχοντας σκύψει εντελώς το κεφάλι.

«Μα, από κουρελάκια, ψυχούλα μου. Εσύ, μικρέ, πήγαινε στο σαλόνι, στα παιδιά της ηλικίας σου», είπε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, κοιτάζοντας αυστηρά το παιδί.

Η κοπελίτσα και το αγοράκι συνοφρυώθηκαν και πιάστηκαν χέρι χέρι. Δεν ήθελαν να χωρίσουν.

«Ξέρετε γιατί σας χάρισαν αυτή την κούκλα;» ρώτησε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, χαμηλώνοντας όλο και περισσότερο τη φωνή του.

«Δεν ξέρω».

«Γιατί ήσασταν γλυκό και καλό παιδί όλη τη βδομάδα».

Στο σημείο αυτό ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, ταραγμένος όσο δεν παίρνει άλλο, κοίταξε ένα γύρο, και χαμηλώνοντας ακόμα τη φωνή του ρώτησε τελικά, ψιθυριστά, με σχεδόν σβησμένη από την ταραχή και την ανυπομονησία φωνή: «Θα με αγαπάτε, γλυκό μου κοριτσάκι, όταν θα έρθω να επισκεφτώ τους γονείς σας;»

Λέγοντας αυτό, ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς θέλησε για μια ακόμη φορά να φιλήσει το γλυκό κοριτσάκι, αλλά ο κοκκινομάλλης μικρός, βλέποντας ότι εκείνη είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα, την άρπαξε από τα χέρια και άρχισε να κλαίει για συμπαράσταση προς τη μικρή. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς θύμωσε για τα καλά.

«Φύγε, φύγε από δω, φύγε!» έλεγε στο αγοράκι. «Πήγαινε στο σαλόνι! Πήγαινε με τα παιδιά της ηλικίας σου!»

«Όχι, δεν είναι ανάγκη, δε χρειάζεται! Φύγετε από εδώ», είπε η κοπελίτσα, «αφήστε τον, αφήστε τον!» έλεγε κλαίγοντας σχεδόν πια.

Κάποιος ακούστηκε στη μεσόπορτα, ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς ανασήκωσε στη στιγμή το σεβαστό όγκο του ταραγμένος. Αλλά ο μικρός κοκκινομάλλης φοβήθηκε περισσότερο από τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς, άφησε την κοπελίτσα, και σιγανά, τοίχο τοίχο, πέρασε από το σαλόνι στην τραπεζαρία. Για να μην προκαλέσει υποψίες, ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς κίνησε κι εκείνος για την τραπεζαρία. Ήταν κατακόκκινος σαν αστακός και, ρίχνοντας μια ματιά στον καθρέφτη, φάνηκε να ντράπηκε. Ίσως να τον ενόχλησε τελικά το πάθος που έδειξε και η ανυπομονησία του. Ίσως, στην αρχή, να τον εντυπωσίασε σε τέτοιο βαθμό ο υπολογισμός με τα δάχτυλα, να τον γοήτευσε και να τον ενέπνευσε τόσο, που, παρά τη σοβαρότητα και τη σπουδαιότητά του, αποφάσισε να ενεργήσει σαν παιδάκι, και να προσεγγίσει κατευθείαν το αντικείμενό του, παραβλέποντας το γεγονός ότι το αντικείμενο θα μπορούσε να είναι όντως αντικείμενο έπειτα από πέντε τουλάχιστον χρόνια.

Ακολούθησα και εγώ τον αξιότιμο κύριο στην τραπεζαρία και βρέθηκα μπροστά σε μια παράξενη σκηνή. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, κατακόκκινος από την απογοήτευση και την κακία, τρομοκρατούσε το μικρό κοκκινομάλλη, ο οποίος, φεύγοντας όλο και πιο μακριά του, δεν ήξερε πού να τρέξει να κρυφτεί.

«Φύγε, τι κάνεις εδώ, χάσου, χαμένε, δίνε του! Κλέβεις φρούτα, εδώ μέσα, ε; Κλέβεις φρούτα; Δίνε του, χαμένε, δίνε του, μυξιάρικο, πήγαινε με τ' άλλα της ηλικίας σου!»

Τρομαγμένος ο μικρός, αποφασισμένος να γλιτώσει, δοκίμασε να μπει κάτω από το τραπέζι. Τότε ο διώκτης του, εκνευρισμένος όσο δεν παίρνει άλλο, έβγαλε το μεγάλο βατιστένιο μαντίλι του και άρχισε να μαστιγώνει με αυτό, κάτω από το τραπέζι, το αγοράκι που είχε ζαρώσει. Πρέπει να υπογραμμίσω ότι ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς ήταν λίγο χοντρούλης. Ήταν ένας άντρας καλοθρεμμένος, ροδομάγουλος, στιβαρός, με κοιλίτσα, με τα παχάκια του, αυτό που με μια λέξη λέμε χοντρός, στρογγυλός σαν καρύδα. Ίδρωνε, ξεφυσούσε και κοκκίνιζε φοβερά. Στο τέλος, τον έπιασε σχεδόν υστερία, τόσο μεγάλο ήταν μέσα του το αίσθημα της αγανάκτησης και (ποιος ξέρει) ίσως και της ζήλιας. Τότε είναι που έσκασα στα γέλια. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς στράφηκε και, παρά τη σπουδαιότητά του, τα έχασε εντελώς. Τη στιγμή εκείνη, από την απέναντι πόρτα μπήκε ο οικοδεσπότης. Το αγόρι βγήκε κάτω από το τραπέζι σκουπίζοντας τα γόνατα και τους αγκώνες του.

Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς βιάστηκε να φέρει το μαντίλι, που κρατούσε από τη μια άκρη, στη μύτη του.

Ο οικοδεσπότης μάς κοίταξε και τους τρεις μας με έκπληξη, αλλά, σαν άνθρωπος που ξέρει τη ζωή και την αντιμετωπίζει σοβαρά, εκμεταλλεύτηκε αμέσως το γεγονός ότι βρήκε μονάχο τον επισκέπτη του.

«Να, ο μικρός», είπε δείχνοντας τον κοκκινομάλλη, «για τον οποίο είχα την τιμή να σας ζητήσω…»

«Τι;» αποκρινόταν ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, που δεν είχε συνέλθει ακόμα εντελώς.

«Ο γιος της γκουβερνάντας των παιδιών μου», συνέχιζε ο οικοδεσπότης με παρακλητική φωνή, «η φτωχή γυναίκα είναι χήρα, σύζυγος ενός τίμιου υπαλλήλου. Και γι' αυτό… Γιούλιαν Μαστακόβιτς, αν είναι δυνατόν…»

«Αχ, όχι, όχι», φώναξε τότε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, «όχι, συγχωρέστε με, Φιλίπ Αλεξέγεβιτς, δε γίνεται επ' ουδενί. Πληροφορήθηκα ότι δεν υπάρχουν θέσεις, αλλά κι αν ακόμα υπήρχε κάποια, θα τη διεκδικούσαν ήδη δέκα υποψήφιοι, που έχουν πολύ μεγαλύτερο δικαίωμα απ' ό,τι αυτός… Λυπάμαι πολύ, λυπάμαι πολύ…»

«Λυπάμαι», επανέλαβε κι ο οικοδεσπότης, «ο μικρός είναι τόσο ήσυχος, τόσο σεμνός…»

«Σκανταλιάρης μεγάλος, απ' ό,τι πρόσεξα», απαντούσε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, στραβώνοντας υστερικά το στόμα. «Πήγαινε μικρέ, τι στέκεσαι, πήγαινε με τα παιδιά της ηλικίας σου!» είπε απευθυνόμενος στο παιδί.

Στο σημείο αυτό, φαίνεται, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και μου έριξε μια λοξή ματιά. Ούτε εγώ κρατήθηκα και του γέλασα κατάμουτρα. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς στράφηκε στη στιγμή και με περισσή φαρμακερή ειρωνεία ρώτησε τον οικοδεσπότη ποιος είναι αυτός ο περίεργος νεαρός.

Ψιθύρισαν κάτι μεταξύ τους και βγήκαν από το δωμάτιο. Έπειτα είδα τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς, ακούγοντας τον οικοδεσπότη, να κουνάει δύσπιστα το κεφάλι του.

Γελώντας με την ψυχή μου, επέστρεψα στο σαλόνι. Εκεί, ο σπουδαίος γαμπρός, περικυκλωμένος από τους πατεράδες και τις μανάδες της ομήγυρης, την οικοδέσποινα και τον οικοδεσπότη, συζητούσε έντονα με μια κυρία, στην οποία τον είχαν μόλις συστήσει.

Η κυρία κρατούσε από το χέρι το κοριτσάκι με το οποίο δέκα λεπτά νωρίτερα ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς είχε αυτή τη σκηνή στο σαλονάκι. Τώρα είχε αναλυθεί σε παινέματα και εκθειασμούς της ομορφιάς, των ταλέντων, της χάρης και της καλής ανατροφής του γλυκού παιδιού. Είχε ξεδιάντροπα μετατραπεί σε κόλακα μπροστά στην κυρία μαμά. Η μητέρα τον άκουγε περίπου με δάκρυα ενθουσιασμού στα μάτια. Τα χείλη του πατέρα χαμογελούσαν. Ο οικοδεσπότης χαιρόταν για τη γενική ικανοποίηση. Ακόμη και οι υπόλοιποι επισκέπτες τούς συμμερίζονταν, ακόμη και τα παιχνίδια των παιδιών σταμάτησαν, για να μην ενοχλούν τη συζήτηση αυτή. Η ατμόσφαιρα ήταν άκρως ευλαβική. Άκουσα στη συνέχεια πόσο συγκινημένη ως τα βάθη της ψυχής της ήταν η κυρία μαμά της ενδιαφέρουσας κοπελίτσας και με πόσο προσεχτικά διαλεγμένες εκφράσεις ζήτησε από τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς να της κάνει την ξεχωριστή τιμή, να τιμήσει το σπιτικό τους με την πολύτιμη γνωριμία του, άκουσα με πόσο ενθουσιασμό, καθόλου προσποιητό, δέχτηκε την πρόσκληση ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, και άκουσα τους επισκέπτες, καθώς διασκορπίζονταν, όπως η ευγένεια απαιτούσε, προς διάφορες κατευθύνσεις, να παινεύουν δουλικά ο ένας στον άλλο τον φορομπήχτη, την κυρία φορομπήχτη, την κοπελίτσα και κυρίως τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς.

«Είναι παντρεμένος αυτός ο κύριος;» ρώτησα, σχεδόν φωναχτά, έναν από τους γνωστούς μου, που στεκόταν πλησιέστερα από όλους στον Γιούλιαν Μαστακόβιτς.

Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς μου έριξε μια ερωτηματική και κακιωμένη ματιά.

«Όχι!» μου απαντούσε ο γνωστός μου, στενοχωρημένος ως τα βάθη της ψυχής του από την αδεξιότητά μου, την οποία ωστόσο διέπραττα επί τούτου…

--

Πριν από λίγο καιρό περνούσα έξω από την εκκλησία Τ… Το πλήθος του κόσμου και οι αναρίθμητες άμαξες τράβηξαν την προσοχή μου. Γύρω μιλούσαν για το γάμο. Η μέρα ήταν κάπως σκοτεινή, άρχιζε να ψιχαλίζει. Άνοιξα δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και μπήκα στην εκκλησία. Εκεί είδα το γαμπρό. Ήταν ένας κοντός, παχουλός, καλοθρεμμένος άντρας με κοιλίτσα και στολισμένος επιδεικτικά. Έτρεχε πέρα δώθε ταραγμένος και έδινε προσταγές. Τελικά, ακούστηκε ότι ερχόταν η νύφη. Στριμώχτηκα μέσα στο πλήθος και είδα μια υπέροχη καλλονή, στο πρώτο άνθος της ηλικίας της. Αλλά η καλλονή ήταν χλωμή και θλιμμένη. Κοιτούσε σαν χαμένη γύρω της. Μου φάνηκε, μάλιστα, ότι τα μάτια της ήταν κόκκινα από πρόσφατα δάκρυα. Η αυστηρότητα των χαρακτηριστικών του προσώπου της έδινε βάρος και επισημότητα στην ομορφιά της. Αλλά μέσα από αυτή την αυστηρότητα και βαρύτητα, μέσα από αυτή τη θλίψη αχνόφεγγε ακόμα η πρώτη, παιδική, αθώα έκφρασή της. Πάνω της υπήρχε κάτι το αφελές, το ακαθόριστο και νεανικό, κάτι που, θα έλεγε κανείς, ότι εκλιπαρούσε απερίφραστα για έλεος.

Έλεγαν ότι είχε μόλις μπει στα δεκαέξι. Κοιτώντας προσεχτικά το γαμπρό, αναγνώρισα ξαφνικά σ' αυτόν τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς, που είχα να τον δω πέντε χρόνια ακριβώς. Κοίταξα και εκείνην…

Ω, Θεέ μου… Άρχισα να σπρώχνω για να βγω. Ο κόσμος έλεγε ότι η νύφη είναι πλούσια, ότι η νύφη έχει κληρονομιά πεντακόσιες χιλιάδες ρούβλια… και κάμποσα προικιά…

«Πάντως οι υπολογισμοί ήταν σωστοί!» σκέφτηκα, βγαίνοντας επιτέλους στο δρόμο…