×

Vi använder kakor för att göra LingQ bättre. Genom att besöka sajten, godkänner du vår cookie-policy.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), III. Ο Ποληκούσκα

III. Ο Ποληκούσκα

Το ίδιο κείνο βράδυ, που η συνέλευση, εκλέγοντας τον κληρωτό, θορυβούσε έξω από το γραφείο, μέσα στο κρυερό σκοτάδι της οκτωβριανής νύχτας που απλωνόταν, ο Ποληκέη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, κοντά στο τραπεζάκι του κι έτριβε με μια χοντρή μποτίλια κάποιο φάρμακο για τα άλογα, που κι αυτός ο ίδιος δεν ήξερε τι ήταν. Στο παρασκεύασμα αυτό έμπαινε και σουμπλιμέ, και θειάφι, και αλάτι Αγγλικό, και κάποιο αγριόχορτο που το μάζευε ταχτικά γιατί φαντάστηκε κάποτε, πως ωφελεί στη δύσπνοια των αλόγων και βρήκε πως δε θα ήταν άσκοπο να τους δίνει και σε άλλες περιπτώσεις.

Τα παιδιά είχανε πια πλαγιάσει: δυο στο πατάρι του φούρνου, δυο πίσω στο κρεβάτι κι ένα μέσα στην κούνια που κοντά καθόταν η Ακουλίνα κι έγνεθε. Στο ξύλινο κηροπήγιο, πάνω στο παράθυρο άναβε κάποιο αποκαΐδι από τα μισοκαμένα κεριά του αρχοντικού κι η Ακουλίνα, για να μη διακόπτει ο άντρας της τη σοβαρή απασχόληση του, σηκωνόταν κάθε λίγο κι έφτιαχνε το φιτίλι του.

Ήταν πολλοί που θεωρούσαν τον Ποληκέη σαν ένα τιποτένιο κτηνίατρο και τιποτένιο άνθρωπο. Κι ήταν κι άλλοι, οι περισσότεροι, που τον θεωρούσαν σαν άνθρωπο κακορίζικο, μα σπουδαίο τεχνίτη στη δουλειά του. Όμως η Ακουλίνα παρ' όλο που συχνά του έμπηγε τις φωνές ξυλοφορτώνοντάς τον σ' επίμετρο, τον θεωρούσε αναμφισβήτητα σαν το πρώτο κτηνίατρο και σαν τον πρώτο άνθρωπο σ' όλο τον κόσμο.

Ο Ποληκέη έριξε κάποια σκόνη στη φούχτα του. (Ζυγαριά δε μεταχειριζόταν ποτέ, και ειρωνευόταν τους Γερμανούς που όλα τα ζύγιζαν. «Τούτο εδώ δεν είναι φαρμακείο», συνήθιζε να λέει). Ανακίνησε τη φούχτα, μα σα να του φάνηκε μικρή η ποσότητα τη δεκαπλασίασε. «Θα τη βάλω όλη. Πιο καλύτερα θα είναι» μονολόγησε δυνατά. Η Ακουλίνα στράφηκε γρήγορα κατά τη φωνή του αρχηγού της οικογένειας, περιμένοντας διαταγές, μα σαν είδε πως δεν αποτεινόταν σ' αυτήν κίνησε τους ώμους της. «Παραμιλάει, ο σκασμένος!» - στοχάστηκε και ξανάπιασε το γνέσιμό της. Το χαρτάκι που περιείχε τη σκόνη, έπεσε κάτω από το τραπέζι. Η Ακουλίνα δεν άφησε να της διαφύγει αυτό.

- Ανιούτκα, φώναξε, κοίτα, του μπαμπά κάτι του έπεσε, κατέβα να του το φτάσεις.

Η Ανιούτκα πρόβαλε τα λιπόσαρκα γυμνά ποδαράκια της κάτω απ' τη ρόμπα που τη σκέπαζε, τρύπωσε σαν το γατάκι κάτω από το τραπέζι κι έφτασε το χαρτί.

- Πάρτο, μπαμπά, είπε και ξαναχώθηκε στο κρεβάτι με τα παγωμένα ποδαράκια της.

- Μη με σπρώχνεις, γκρίνιασε η μικρότερη αδελφή της ψευδίζοντας και με νυσταγμένη φωνή.

- Τώρα θα σας δείξω εγώ! - είπε η Ακουλίνα, και παρευθύς και τα δυο κεφάλια κρύφτηκαν κάτω από τη ρόμπα.

- Τρία ρουβλάκια θα μου δώσει, είπε ο Ποληκέη, βουλώνοντας τη μποτίλια, θα του γιατρέψω το άλογο. Και δεν είναι καθόλου πολλά, πρόσθεσε. Τόση σκοτούρα και τόσο χασομέρια! Ακουλίνα πετάξου μια στιγμή στου Νικήτα σου δώσει καπνό. Αύριο του τον πλερώνω.

Κι ο Ποληκέη έβγαλε μεσ' από την τσέπη του πανταλονιού του μια παλιά πίπα από ξύλο φλαμουριάς μ' ένα κομμάτι βουλοκέρι αντίς για επιστόμιο, κι άρχισε να την ταχτοποιεί.

Η Ακουλίνα παράτησε τ' αδράχτι της και βγήκε, δίχως να σκαλώσει πουθενά, πράγμα που ήταν αρκετά δύσκολο. Τότε ο Ποληκέη άνοιξε το ντουλαπάκι, έβαλε μέσα τη μποτίλια με το φάρμακο, πήρε τη μποτίλια της βότκας και την αναποδογύρισε στο στόμα του. Μα δεν είχε στάλα μέσα. Κατσούφιασε λιγάκι, μα όταν η γυναίκα του έφερε τον καπνό και γέμισε την πίπα του, όταν την άναψε και με την πρώτη ρουφηξιά κάθισε στο κρεβάτι, το πρόσωπό του ακτινοβόλησε από ευχαρίστηση και περηφάνια ανθρώπου που τελείωσε το μόχθο της ημέρας του. Άγνωστο αν σκεφτόταν τάχα πώς αύριο θα άδραχνε τη γλώσσα του αλόγου και θα του έριχνε μέσα κείνο το θαυμαστό φάρμακο, ή πως δεν υπάρχει άρνηση για το χρήσιμο άνθρωπο και να, ο Νικήτα του έστειλε με το πρώτο τον καπνό που ζήτησε.

Το βέβαιο είναι πως κείνη τη στιγμή ήταν κατευχαριστημένος. Ξαφνικά η πόρτα, που κρεμόταν σ' ένα κρίκο, άνοιξε και στη γωνία μπήκε ένα κορίτσι από πάνω , όχι το δεύτερο, μα το τρίτο, μια μικρή που την είχαν για τα θελήματα. Πάνω όπως δα το ξέρουμε όλοι εκείνα τα χρόνια λεγόταν η κατοικία των αφεντικών, ακόμα κι όταν ήταν χτισμένη σε χαμήλωμα. Η Αξιούτκα, έτσι λεγόταν η μικρή, πάντα έτρεχε σαν σαΐτα και στο τρέξιμού της τα χέρια της δε λυγούσαν, παρά κουνιόνταν μονοκόμματα, σαν το εκκρεμές του ρολογιού, ανάλογα με τη φόρα του τρέξιμό της κι όχι κάθετα στις δυο πλευρές, μα μπροστά στο κορμί της. Τα μάγουλα της ήταν πάντα πιο κόκκινα απ' το κόκκινο φουστάνι της κι η γλώσσα της κουνιόταν το ίδιο γρήγορα, όσο και τα πόδια της. Όρμησε μέσα στο δωμάτιο, αδράχτηκε από το φούρνο κι άρχισε να κουνιέται και σαν να ήθελε να ξεφουρνίσει μαζωμένες τις λέξεις από δυο-τρεις μεμιάς, είπε κοντανασαίνοντας τούτα τα λόγια, γυρίζοντας στην Ακουλίνα.

- Η κυρία πρόσταξε ο Ποληκέη Ηλίτς τούτη τη στιγμή να έρθει απάνω, πρόσταξε... (σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα). Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς ήταν στην κυρία. Μιλούσαν για τσηκληρωτοί, αναφέρανε τον Ποληκέη Ηλίτς... Η Αβντόνια Νικολάβνα πρόσταξε ...(βαθιά ανάσα πάλι) τούτη τη στιγμή να έρθει...

Ύστερα έριξε μια γρήγορη ματιά στον Ποληκέη, στην Ακουλίνα, στα παιδιά, που πρόβαλαν τα κεφάλια τους κάτω από το πάπλωμα, άρπαξε μια καρυδόφλουδα που βρέθηκε κοντά στο φούρνο την πέταξε στην Ανιούτκα και λέγοντας άλλη μια φορά «Τούτη τη στιγμή να έρθει» έφυγε σαν αστραπή και τα εκκρεμή, κινήθηκαν με τη συνηθισμένη γρηγοράδα κατά πλάτος προς τη γραμμή του τρέξιμού της.

Η Ακουλίνα σηκώθηκε και έδωσε στον άντρα της τα παπούτσια του. Ήταν παλιά στρατιωτικά, κουρελιασμένα. Πήρε πάνω από το φούρνο το καφτάνι και του έδωσε δίχως να τον κοιτάξει.

- Δε θα αλλάξεις πουκάμισο; - τον ρώτησε.

- Μπα... της αποκρίθηκε.

Η Ακουλίνα δεν τον κοίταξε στο πρόσωπο ούτε μια φορά, όσην ώρα κείνος ντυνόταν και ποδενόταν, και έκανε πολύ καλά, που δεν τον κοίταξε. Γιατί το πρόσωπο του Ποληκέη ήταν κατάχλομο, η κάτω μασέλα τρεμούλιαζε και τα μάτια του είχαν κείνη την κλαψιάρικη, την υποταγμένη και βαθύτατα δυστυχισμένη έκφραση, που έχουν μονάχα οι άνθρωποι που είναι αγαθοί, αδύναμοι και φταίχτες. Ο Ποληκέη χτενίστηκε κι ήταν έτοιμος να βγει, μα η Ακουλίνα τον σταμάτησε, του έφτιαξε το κορδόνι του πουκάμισου που δεν ήταν δεμένο καλά και του φόρεσε το σκούφο.

- Τι τρέχει, Ποληκέη Ηλίτς; Σας κάλεσε η κυρία; - ακούστηκε εκείνη τη στιγμή η φωνή της γυναίκας του μαραγκού πίσω από το χώρισμα.

Το πρωινό κείνης της ημέρας ακριβώς, η μαραγκίνα είχε καυγαδίσει για καλά με την Ακουλίνα, για μια κανάτα αλισίβα που της αναποδογύρισαν τα παιδιά του Ποληκέη και τώρα καταχάρηκε που άκουσε να τον καλεί η κυρία, σίγουρα για να τον κατσαδιάσει ποιος ξέρει για πια στραβομάρα του πάλι. Η γυναίκα αυτή ήταν μοναδική να σε κόβει με το μπαμπάκι, τόσο λεπτή, διπλώματα και φαρμακερή γλώσσα είχε. Κανένας δεν κατάφερνε καλύτερα απ' αυτήν να ζεματίσει τον άλλον μ' ένα λογάκι. Έτσι τουλάχιστο, νόμιζε η ίδια για τον εαυτό της.

- Σίγουρα θα θέλουν να σας στείλουν φαίνεται στη πολιτεία για ψώνια συνέχισε. Έτσι φαντάζομαι. Και για μια τέτοια δουλειά μονάχα άνθρωπο εμπιστοσύνης μπορούν να στείλουν, για τούτο καλέσανε του λόγου σου. Κι αν είναι έτσι, Ποληκέη Ηλίτς, να μου πάρετε ένα μικρό πακετάκι τσάι, σας παρακαλώ.

Η Ακουλίνα συγκράτησε τα δάκρυα, που την έπνιξαν και τα χείλη της σφίχτηκαν με μια κακιά έκφραση. Έτσι δα της ερχόταν να την αρπάξει από τα βρομερά μαλλιά της αυτή τη σιχαμερή μαραγκίνα. Όμως σαν έριξε μια ματιά στα παιδιά της και στοχάστηκε πως θ' απόμεναν ορφανά και κείνη χήρα αν πήγαινε ο άντρας της στο στρατό, παράτησε τη μαραγκίνα με την τσουχτερή γλώσσα, έκρυψε το πρόσωπό της στα δυο της χέρια και έγειρε το κεφάλι στο μαξιλάρι.

- Με ζούλιξεθ, μανούλα, μουρμούρισε το ψευδό κοριτσάκι της, τραβώντας το ρούχο του κάτω από τον αγκώνα της μάνας του.

- Άμποτε να μου πεθαίνατε όλα σας! Για πιότερη συφορά μου σας γέννησα! Ξεφώνισε η Ακουλίνα κι έβαλε κάτι φωναχτά κλάματα, που διασκέδασαν πολύ τη μαραγκίνα, γιατί ακόμα δεν είχε ξεχάσει την πρωινή ιστορία με την αλισίβα.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

III. Ο Ποληκούσκα III. Polikuska III. Polikuska

Το ίδιο κείνο βράδυ, που η συνέλευση, εκλέγοντας τον κληρωτό, θορυβούσε έξω από το γραφείο, μέσα στο κρυερό σκοτάδι της οκτωβριανής νύχτας που απλωνόταν, ο Ποληκέη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, κοντά στο τραπεζάκι του κι έτριβε με μια χοντρή μποτίλια κάποιο φάρμακο για τα άλογα, που κι αυτός ο ίδιος δεν ήξερε τι ήταν. |||||||||lottery||||||||cold|||of October|||||||||||||||||||||||||||||||||| That very evening, when the assembly, electing the lottery, was bustling outside the office, in the cold darkness of the October night that spread out, Polikei sat at the edge of the bed, near his small table, rubbing a thick bottle of some medicine for horses, of which he himself did not know what it was. Στο παρασκεύασμα αυτό έμπαινε και σουμπλιμέ, και θειάφι, και αλάτι Αγγλικό, και κάποιο αγριόχορτο που το μάζευε ταχτικά γιατί φαντάστηκε κάποτε, πως ωφελεί στη δύσπνοια των αλόγων και βρήκε πως δε θα ήταν άσκοπο να τους δίνει και σε άλλες περιπτώσεις. |preparation||||sublime|||||English||||||||||||||dyspnea|||||||||||||||| This preparation included sublimates, sulfur, English salt, and some wild herb that he collected regularly because he once imagined that it was beneficial for the horses' dyspnea and found that it would not be pointless to give it to them in other cases.

Τα παιδιά είχανε πια πλαγιάσει: δυο στο πατάρι του φούρνου, δυο πίσω στο κρεβάτι κι ένα μέσα στην κούνια που κοντά καθόταν η Ακουλίνα κι έγνεθε. |children|||||||||||||||||||||||| The children had already gone to bed: two in the attic of the oven, two behind the bed, and one in the crib, where Akoulina sat nearby and was knitting. Στο ξύλινο κηροπήγιο, πάνω στο παράθυρο άναβε κάποιο αποκαΐδι από τα μισοκαμένα κεριά του αρχοντικού κι η Ακουλίνα, για να μη διακόπτει ο άντρας της τη σοβαρή απασχόληση του, σηκωνόταν κάθε λίγο κι έφτιαχνε το φιτίλι του. ||candleholder||||||ember|||half-burned||||||||||||||||||||||||wick| On the wooden candlestick, on the window, there was a burning ember from the half-burnt candles of the manor, and Akoulina, so as not to interrupt her husband in his serious work, would get up every now and then and adjust the wick.

Ήταν πολλοί που θεωρούσαν τον Ποληκέη σαν ένα τιποτένιο κτηνίατρο και τιποτένιο άνθρωπο. |||||||||veterinarian||| Many considered Polike to be a worthless veterinarian and a worthless person. Κι ήταν κι άλλοι, οι περισσότεροι, που τον θεωρούσαν σαν άνθρωπο κακορίζικο, μα σπουδαίο τεχνίτη στη δουλειά του. |||||||||||unlucky|||||| And there were others, the majority, who saw him as an unfortunate man, but a great craftsman in his work. Όμως η Ακουλίνα παρ' όλο που συχνά του έμπηγε τις φωνές ξυλοφορτώνοντάς τον σ' επίμετρο, τον θεωρούσε αναμφισβήτητα σαν το πρώτο κτηνίατρο και σαν τον πρώτο άνθρωπο σ' όλο τον κόσμο. but||||||||was shouting||||||||||||||||||||||

Ο Ποληκέη έριξε κάποια σκόνη στη φούχτα του. Polikee poured some powder into his palm. (Ζυγαριά δε μεταχειριζόταν ποτέ, και ειρωνευόταν τους Γερμανούς που όλα τα ζύγιζαν. (He never used a scale and mocked the Germans who weighed everything. «Τούτο εδώ δεν είναι φαρμακείο», συνήθιζε να λέει). "This isn't a pharmacy," he used to say.) Ανακίνησε τη φούχτα, μα σα να του φάνηκε μικρή η ποσότητα τη δεκαπλασίασε. ||||||||||||tenfolded He stirred his fist, but it seemed to him that the amount was small so he multiplied it by ten. «Θα τη βάλω όλη. I will put it all in. Πιο καλύτερα θα είναι» μονολόγησε δυνατά. It will be better," he soliloquized loudly. Η Ακουλίνα στράφηκε γρήγορα κατά τη φωνή του αρχηγού της οικογένειας, περιμένοντας διαταγές, μα σαν είδε πως δεν αποτεινόταν σ' αυτήν κίνησε τους ώμους της. ||||||||||||||||||was turning to|||||| Akoulina quickly turned towards the voice of the head of the family, waiting for orders, but when she saw that he was not addressing her, she shrugged her shoulders. «Παραμιλάει, ο σκασμένος!» - στοχάστηκε και ξανάπιασε το γνέσιμό της. |||||||spinning| "He’s mumbling, that fool!" - she thought and resumed her gesture. Το χαρτάκι που περιείχε τη σκόνη, έπεσε κάτω από το τραπέζι. The little paper that contained the powder fell under the table. Η Ακουλίνα δεν άφησε να της διαφύγει αυτό.

- Ανιούτκα, φώναξε, κοίτα, του μπαμπά κάτι του έπεσε, κατέβα να του το φτάσεις. Aniutka||||||||||||

Η Ανιούτκα πρόβαλε τα λιπόσαρκα γυμνά ποδαράκια της κάτω απ' τη ρόμπα που τη σκέπαζε, τρύπωσε σαν το γατάκι κάτω από το τραπέζι κι έφτασε το χαρτί. |Aniutka|||||||||||||||||||||||||

- Πάρτο, μπαμπά, είπε και ξαναχώθηκε στο κρεβάτι με τα παγωμένα ποδαράκια της. - Take it, Dad, she said and burrowed back into bed with her cold little feet.

- Μη με σπρώχνεις, γκρίνιασε η μικρότερη αδελφή της ψευδίζοντας και με νυσταγμένη φωνή. - Don't push me, her younger sister whined in a whiny and sleepy voice.

- Τώρα θα σας δείξω εγώ! - Now I'll show you! - είπε η Ακουλίνα, και παρευθύς και τα δυο κεφάλια κρύφτηκαν κάτω από τη ρόμπα. - said Akoulina, and immediately both heads hid under the robe.

- Τρία ρουβλάκια θα μου δώσει, είπε ο Ποληκέη, βουλώνοντας τη μποτίλια, θα του γιατρέψω το άλογο. - He will give me three rubles, said Polikey, stopping up the bottle, I will cure his horse. Και δεν είναι καθόλου πολλά, πρόσθεσε. And that is not too much, he added. Τόση σκοτούρα και τόσο χασομέρια! ||||wasting time So much trouble and so much wasting time! Ακουλίνα πετάξου μια στιγμή στου Νικήτα σου δώσει καπνό. Akoulina, fly for a moment to Nikitas and give him some tobacco. Αύριο του τον πλερώνω. |||pay Tomorrow I will pay him back.

Κι ο Ποληκέη έβγαλε μεσ' από την τσέπη του πανταλονιού του μια παλιά πίπα από ξύλο φλαμουριάς μ' ένα κομμάτι βουλοκέρι αντίς για επιστόμιο, κι άρχισε να την ταχτοποιεί. ||||||||||||||||of mulberry|||||||mouthpiece||||| And Polikei took out of his pants pocket an old pipe made of linden wood with a piece of wax instead of a mouthpiece, and began to prepare it.

Η Ακουλίνα παράτησε τ' αδράχτι της και βγήκε, δίχως να σκαλώσει πουθενά, πράγμα που ήταν αρκετά δύσκολο. ||||spindle|||||||||||| Akoulina set aside her spindle and went out, without getting stuck anywhere, which was quite difficult. Τότε ο Ποληκέη άνοιξε το ντουλαπάκι, έβαλε μέσα τη μποτίλια με το φάρμακο, πήρε τη μποτίλια της βότκας και την αναποδογύρισε στο στόμα του. Then Polikei opened the little cupboard, put the bottle with the medicine inside, took the bottle of vodka, and poured it into his mouth. Μα δεν είχε στάλα μέσα. But there was not a drop inside. Κατσούφιασε λιγάκι, μα όταν η γυναίκα του έφερε τον καπνό και γέμισε την πίπα του, όταν την άναψε και με την πρώτη ρουφηξιά κάθισε στο κρεβάτι, το πρόσωπό του ακτινοβόλησε από ευχαρίστηση και περηφάνια ανθρώπου που τελείωσε το μόχθο της ημέρας του. He sulked a little, but when his wife brought him the tobacco and filled his pipe, when he lit it and with the first puff sat on the bed, his face lit up with pleasure and the pride of a man who had completed the toil of his day. Άγνωστο αν σκεφτόταν τάχα πώς αύριο θα άδραχνε τη γλώσσα του αλόγου και θα του έριχνε μέσα κείνο το θαυμαστό φάρμακο, ή πως δεν υπάρχει άρνηση για το χρήσιμο άνθρωπο και να, ο Νικήτα του έστειλε με το πρώτο τον καπνό που ζήτησε. Unknown|||||||would seize||||||||||||||||not||||||||||||||||||| It is unknown whether he was thinking about how tomorrow he would seize the horse's bit and administer that marvelous remedy, or how there is no denial for a useful man, and behold, Nikitas sent him the tobacco he asked for with the first delivery.

Το βέβαιο είναι πως κείνη τη στιγμή ήταν κατευχαριστημένος. The certain thing is that at that moment he was very pleased. Ξαφνικά η πόρτα, που κρεμόταν σ' ένα κρίκο, άνοιξε και στη γωνία μπήκε ένα κορίτσι από πάνω , όχι το δεύτερο, μα το τρίτο, μια μικρή που την είχαν για τα θελήματα. Suddenly the door, which was hanging on a ring, opened and a girl entered from above in the corner, not the second, but the third, a little one who was kept for errands. Πάνω όπως δα το ξέρουμε όλοι εκείνα τα χρόνια λεγόταν η κατοικία των αφεντικών, ακόμα κι όταν ήταν χτισμένη σε χαμήλωμα. ||||||||||||of the|of the bosses|||||||a low area As we all know, in those years it was called the masters' residence, even when it was built on a low elevation. Η Αξιούτκα, έτσι λεγόταν η μικρή, πάντα έτρεχε σαν σαΐτα και στο τρέξιμού της τα χέρια της δε λυγούσαν, παρά κουνιόνταν μονοκόμματα, σαν το εκκρεμές του ρολογιού, ανάλογα με τη φόρα του τρέξιμό της κι όχι κάθετα στις δυο πλευρές, μα μπροστά στο κορμί της. |Axioutka|||||||||||running||||||bent||||||||||||||running|||||||||||| Axioutka, that's what they called the little girl, always ran like the wind, and in her running, her arms did not bend but moved stiffly like the pendulum of a clock, depending on the speed of her run and not vertically on either side, but in front of her body. Τα μάγουλα της ήταν πάντα πιο κόκκινα απ' το κόκκινο φουστάνι της κι η γλώσσα της κουνιόταν το ίδιο γρήγορα, όσο και τα πόδια της. Her cheeks were always redder than her red dress, and her tongue moved just as fast as her legs. Όρμησε μέσα στο δωμάτιο, αδράχτηκε από το φούρνο κι άρχισε να κουνιέται και σαν να ήθελε να ξεφουρνίσει μαζωμένες τις λέξεις από δυο-τρεις μεμιάς, είπε κοντανασαίνοντας τούτα τα λόγια, γυρίζοντας στην Ακουλίνα. |||||||||||||||||take out of the oven|gathered|||||||||||||| She rushed into the room, grabbed the stove, and started moving as if she wanted to unleash a collection of words all at once, saying these words while catching her breath, turning to Akoulina.

- Η κυρία πρόσταξε ο Ποληκέη Ηλίτς τούτη τη στιγμή να έρθει απάνω, πρόσταξε... (σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα). |||||Ilits||||||||||||| - The lady ordered Polikei Ilits to come up at this moment, she commanded... (she paused and took a deep breath). Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς ήταν στην κυρία. Yegor Mikhailovich was with the lady. Μιλούσαν για τσηκληρωτοί, αναφέρανε τον Ποληκέη Ηλίτς... Η Αβντόνια Νικολάβνα πρόσταξε ...(βαθιά ανάσα πάλι) τούτη τη στιγμή να έρθει... ||Tsiklitroti||||||Abdonia|||||||||| They were talking about the situation, mentioning Polikei Ilits... Avdonia Nikolavna ordered ...(deep breath again) at this moment to come...

Ύστερα έριξε μια γρήγορη ματιά στον Ποληκέη, στην Ακουλίνα, στα παιδιά, που πρόβαλαν τα κεφάλια τους κάτω από το πάπλωμα, άρπαξε μια καρυδόφλουδα που βρέθηκε κοντά στο φούρνο την πέταξε στην Ανιούτκα και λέγοντας άλλη μια φορά «Τούτη τη στιγμή να έρθει» έφυγε σαν αστραπή και τα εκκρεμή, κινήθηκαν με τη συνηθισμένη γρηγοράδα κατά πλάτος προς τη γραμμή του τρέξιμού της. |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||pendulum||||usual||||||||| Then she threw a quick glance at Polikay, at Akulina, at the children, who popped their heads out from under the blanket, grabbed a walnut shell that was found near the stove, threw it at Anyutka and saying once again "At this moment let her come" she left like a flash and the pendulum moved with the usual speed across the line of her running.

Η Ακουλίνα σηκώθηκε και έδωσε στον άντρα της τα παπούτσια του. Akulina got up and gave her husband his shoes. Ήταν παλιά στρατιωτικά, κουρελιασμένα. They were old military shoes, tattered. Πήρε πάνω από το φούρνο το καφτάνι και του έδωσε δίχως να τον κοιτάξει. She took the caftan from above the oven and handed it to him without looking at him.

- Δε θα αλλάξεις πουκάμισο; - τον ρώτησε. - Aren't you going to change your shirt? - she asked him.

- Μπα... της αποκρίθηκε. - Nah... he replied.

Η Ακουλίνα δεν τον κοίταξε στο πρόσωπο ούτε μια φορά, όσην ώρα κείνος ντυνόταν και ποδενόταν, και έκανε πολύ καλά, που δεν τον κοίταξε. |||||||||||||||was putting on his shoes|||||||| Akoulina did not look him in the face not once, while he was getting dressed and putting on his shoes, and she did very well not to look at him. Γιατί το πρόσωπο του Ποληκέη ήταν κατάχλομο, η κάτω μασέλα τρεμούλιαζε και τα μάτια του είχαν κείνη την κλαψιάρικη, την υποταγμένη και βαθύτατα δυστυχισμένη έκφραση, που έχουν μονάχα οι άνθρωποι που είναι αγαθοί, αδύναμοι και φταίχτες. why|||||||||jaw||||||||||||||||||||||||||are Because Polikeis' face was very pale, his lower jaw was trembling, and his eyes had that tearful, submissive, and deeply unhappy expression, which only people who are good, weak, and guilty have. Ο Ποληκέη χτενίστηκε κι ήταν έτοιμος να βγει, μα η Ακουλίνα τον σταμάτησε, του έφτιαξε το κορδόνι του πουκάμισου που δεν ήταν δεμένο καλά και του φόρεσε το σκούφο. Polikeis styled his hair and was ready to go out, but Akoulina stopped him, fixed the laces of his shirt that were not tied properly, and put the cap on his head.

- Τι τρέχει, Ποληκέη Ηλίτς; Σας κάλεσε η κυρία; - ακούστηκε εκείνη τη στιγμή η φωνή της γυναίκας του μαραγκού πίσω από το χώρισμα. |||||||||||||||||of the carpenter|||| - What's going on, Polikeis Helits? Did the lady call you? - The voice of the carpenter's wife was heard just then from behind the partition.

Το πρωινό κείνης της ημέρας ακριβώς, η μαραγκίνα είχε καυγαδίσει για καλά με την Ακουλίνα, για μια κανάτα αλισίβα που της αναποδογύρισαν τα παιδιά του Ποληκέη και τώρα καταχάρηκε που άκουσε να τον καλεί η κυρία, σίγουρα για να τον κατσαδιάσει ποιος ξέρει για πια στραβομάρα του πάλι. |||||||Maragkina|||||||||||lye|||||||||||||||||||||||||||strabomara|| That morning, the carpenter's wife had a serious quarrel with Akoulina over a jug of lye that Polikeis's children had overturned, and she was now delighted to hear that the lady was calling him, surely to scold him for some mistake of his again. Η γυναίκα αυτή ήταν μοναδική να σε κόβει με το μπαμπάκι, τόσο λεπτή, διπλώματα και φαρμακερή γλώσσα είχε. |||||||||||||||poisonous|| This woman was unique in cutting you down with cotton; she was so thin, had sharp remarks and a venomous tongue. Κανένας δεν κατάφερνε καλύτερα απ' αυτήν να ζεματίσει τον άλλον μ' ένα λογάκι. |||||||scald||||| No one managed better than her to scald someone with a little remark. Έτσι τουλάχιστο, νόμιζε η ίδια για τον εαυτό της. At least, that is what she thought of herself.

- Σίγουρα θα θέλουν να σας στείλουν φαίνεται στη πολιτεία για ψώνια συνέχισε. - They surely want to send you, it seems, to the city for shopping, she continued. Έτσι φαντάζομαι. That's how I imagine it. Και για μια τέτοια δουλειά μονάχα άνθρωπο εμπιστοσύνης μπορούν να στείλουν, για τούτο καλέσανε του λόγου σου. And for such a job, they can only send a person of trust, that's why they called you. Κι αν είναι έτσι, Ποληκέη Ηλίτς, να μου πάρετε ένα μικρό πακετάκι τσάι, σας παρακαλώ. And if that's the case, Polikei Ilits, please get me a small packet of tea.

Η Ακουλίνα συγκράτησε τα δάκρυα, που την έπνιξαν και τα χείλη της σφίχτηκαν με μια κακιά έκφραση. ||held back|||||drowned||||||||| Akoulina held back the tears that choked her, and her lips tightened with an angry expression. Έτσι δα της ερχόταν να την αρπάξει από τα βρομερά μαλλιά της αυτή τη σιχαμερή μαραγκίνα. |||||||||filthy||||||little rat That's how she felt like grabbing that disgusting weaver by her filthy hair. Όμως σαν έριξε μια ματιά στα παιδιά της και στοχάστηκε πως θ' απόμεναν ορφανά και κείνη χήρα αν πήγαινε ο άντρας της στο στρατό, παράτησε τη μαραγκίνα με την τσουχτερή γλώσσα, έκρυψε το πρόσωπό της στα δυο της χέρια και έγειρε το κεφάλι στο μαξιλάρι. |||||||||||||||||||||||||||||stinging||||||||||||||| But when she glanced at her children and thought about how they would be left orphaned and she a widow if her husband went to the army, she abandoned the weaver with the stinging tongue, hid her face in her two hands, and rested her head on the pillow.

- Με ζούλιξεθ, μανούλα, μουρμούρισε το ψευδό κοριτσάκι της, τραβώντας το ρούχο του κάτω από τον αγκώνα της μάνας του. |you squeezed||||false||||||||||||| - She pressed me, mom, murmured her false little girl, pulling her dress down from under her mother's elbow.

- Άμποτε να μου πεθαίνατε όλα σας! perhaps|||you all die|| - I wish you all would die! Για πιότερη συφορά μου σας γέννησα! ||misfortune||| I gave birth to you for more misery! Ξεφώνισε η Ακουλίνα κι έβαλε κάτι φωναχτά κλάματα, που διασκέδασαν πολύ τη μαραγκίνα, γιατί ακόμα δεν είχε ξεχάσει την πρωινή ιστορία με την αλισίβα. Akoulina shouted and let out some loud cries, which greatly entertained the carpenter's wife because she still hadn't forgotten the morning story with the lye.