IX. Ο Θάνατος του Μπέλεγκ
Ο Μπέλεγκ γύρεψε τον Τούριν ανάμεσα στους νεκρούς για να τον θάψει. Αλλά δεν μπορούσε να βρει το πτώμα του. Τότε κατάλαβε ότι ο γιος του Χούριν ήταν ακόμη ζωντανός και ότι τον μετέφεραν στην Άνγκμπαντ. Αυτός, όμως, παρέμεινε αναγκαστικά στο Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ μέχρι να επουλωθούν τα τραύματά του. Τότε ξεκίνησε με ελάχιστες ελπίδες να βρει τα ίχνη των Ορκ και τα εντόπισε κοντά στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Εκεί χωρίζονταν, μερικά περνούσαν από τις παρυφές του Δάσους του Μπρέθιλ και πήγαιναν προς το Πέρασμα του Μπρίθιαχ, ενώ άλλα έστριβαν δυτικά. Και ήταν ολοφάνερο στον Μπέλεγκ ότι έπρεπε να ακολουθήσει εκείνα που πήγαιναν απευθείας και με μεγαλύτερη ταχύτητα στην Άνγκμπαντ, τραβώντας προς το Πέρασμα του Άναχ. Έτσι διέσχισε το Ντίμπαρ και ανέβηκε στο Πέρασμα του Άναχ και μπήκε στα Έρεντ Γκόργκοροθ, τα Βουνά του Τρόμου, και από κει στα υψίπεδα Τάουρ-νου-Φούιν, στο Δάσος της Νύχτας, μια περιοχή τρόμου και σκοτεινής μαγείας, περιπλάνησης και απόγνωσης.
Ο Μπέλεγκ, νυχτωμένος σε αυτήν τη φρικτή περιοχή, από τύχη διέκρινε ένα μικρό φως ανάμεσα στα δέντρα και πλησιάζοντας βρήκε ένα Ξωτικό να κοιμάται κάτω από ένα μεγάλο ξερό δέντρο, δίπλα στο κεφάλι του ήταν μια λυχνία από την οποία είχε γλιστρήσει το κάλυμμα. Τότε ο Μπέλεγκ ξύπνησε το Ξωτικό και του έδωσε λέμπας και το ρώτησε ποια μοίρα το είχε φέρει σ' αυτό το τρομερό μέρος. Και το Ξωτικό του είπε ότι είναι ο Γκουίντορ, γιος του Γκουίλιν.
Ο Μπέλεγκ τον κοίταξε με θλίψη, γιατί ο Γκουίντορ δεν ήταν παρά μια σκυφτή και δειλή σκιά της προηγούμενης μορφής και της ανδρείας του, όταν στη Μάχη των Αναρίθμητων Δακρύων ο κύριος του Νάργκοθροντ έφτασε ως τις ίδιες τις πύλες της Άνγκμπαντ και εκεί αιχμαλωτίστηκε. Γιατί ο Μόργκοθ σκότωσε ελάχιστους από τους Νόλντορ που αιχμαλώτισε λόγω της δεξιοσύνης τους στην εξόρυξη μετάλλων και πολύτιμων λίθων. Και τον Γκουίντορ δεν τον σκότωσε, αλλά τον έβαλε να δουλεύει στα ορυχεία του Βορρά. Οι Νόλντορ είχαν πολλές από τις φεανοριανές λυχνίες, κάτι κρύσταλλους κρεμασμένους σε ένα λεπτό αλυσιδωτό δίχτυ, που ακτινοβολούσαν πάντα ένα εσωτερικό γαλάζιο φως, εξαιρετικό για να βρίσκεις το δρόμο σου στο σκοτάδι της νύχτας ή μέσα σε σήραγγες. Το μυστικό αυτών των λυχνιών δεν το γνώριζαν ούτε και οι ίδιοι.
Έτσι πολλά από τα Ξωτικά ξέφυγαν από το σκοτάδι των ορυχείων, γιατί κατάφεραν να ανοίξουν τούνελ. Ο Γκουίντορ όμως πήρε ένα μικρό σπαθί από κάποιον στα καμίνια και, ενώ δούλευε μαζί με άλλους σπάζοντας πέτρες, επιτέθηκε ξαφνικά στους φρουρούς. Ξέφυγε αλλά με το ένα χέρι κομμένο. Και τώρα κειτόταν εξαντλημένος κάτω από τα μεγάλα πεύκα του Τάουρ-νου-Φούιν.
Από τον Γκουίντορ ο Μπέλεγκ έμαθε ότι η μικρή ομάδα των Ορκ που προπορευόταν και από την οποία είχε κρυφτεί και ο ίδιος, δεν είχε αιχμαλώτους και ταξίδευε ολοταχώς. Μια εμπροσθοφυλακή ίσως, που έφερνε την είδηση στην Άνγκμπαντ. Ο Μπέλεγκ απελπίστηκε με αυτό το νέο, γιατί κατάλαβε ότι αυτούς που είχε δει να στρίβουν προς τα δυτικά μετά τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν ανήκαν σε μεγαλύτερο στρατό, που κατά τη συνήθεια των Ορκ άρχισε να λεηλατεί την περιοχή αναζητώντας τροφή και λάφυρα και τώρα μπορεί να γύριζε στην Άνγκμπαντ από τη «Στενή Γη», τη στενόμακρη λωρίδα του Σίριον, πολύ πιο μακριά προς τα δυτικά. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, η μοναδική του ελπίδα ήταν να επιστρέψει στο Πέρασμα του Μπρίθιαχ και μετά να προχωρήσει βόρεια προς το Τολ Σίριον.
Όμως, σχεδόν δεν είχε προλάβει να τα σκεφτεί όλ' αυτά, όταν ακούστηκε θόρυβος ενός μεγάλου στρατού που ερχόταν απ' τα νότια μέσα απ' το δάσος. Και κρυμμένοι στα κλαδιά ενός δέντρου είδαν τους υπηρέτες του Μόργκοθ να περνούν, προχωρώντας αργά, φορτωμένοι με λάφυρα και αιχμαλώτους και περικυκλωμένοι από λύκους. Και είδαν τον Τούριν αλυσοδεμένο, να τον μαστιγώνουν για να προχωρεί.
Τότε ο Μπέλεγκ του είπε για το λόγο που βρισκόταν ο ίδιος στο Τάουρ-νου-Φούιν. Και ο Γκουίντορ προσπάθησε να τον αποτρέψει από αυτό το εγχείρημα, λέγοντας ότι το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να βρεθεί δίπλα στον Τούριν στα μαρτύρια που τον περίμεναν. Αλλά ο Μπέλεγκ δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον Τούριν και ενώ ο ίδιος ήταν σε απελπισία, ξύπνησε στην καρδιά του Γκουίντορ η ελπίδα. Και μαζί συνέχισαν ακολουθώντας τους Ορκ μέχρι που βγήκαν από το δάσος στις ψηλές πλαγιές που κατέβαιναν στους γυμνούς αμμόλοφους του Ανφάουγκλιθ. Εκεί, σε σημείο απ' όπου φαίνονταν οι κορυφές των Θανγκορόντριμ, σε μια γυμνή κοιλάδα, στρατοπέδευσαν οι Ορκ και έβαλαν λύκους να φρουρούν ολόγυρα το στρατόπεδο. Μετά άρχισαν να γλεντούν και να απολαμβάνουν τα λάφυρά τους. Και αφού διασκέδασαν τυραννώντας τους αιχμαλώτους, έπεσαν για ύπνο μεθυσμένοι. Στο μεταξύ, η μέρα έφευγε και έπεσε βαθύ σκοτάδι. Μια μεγάλη καταιγίδα πλησίασε από τα δυτικά και βροντές ακούγονταν από μακριά καθώς ο Μπέλεγκ και ο Γκουίντορ προχωρούσαν σιγά-σιγά προς το στρατόπεδο.
Όταν είχαν πια αποκοιμηθεί όλοι, ο Μπέλεγκ έβγαλε το τόξο του και μέσα στο σκοτάδι σκότωσε τέσσερις από τους λύκους φρουρούς στη νότια πλευρά, έναν-έναν και αθόρυβα. Μετά, με μεγάλο κίνδυνο, εισχώρησαν στο στρατόπεδο και βρήκαν τον Τούριν αλυσοδεμένο χειροπόδαρα σε ένα δέντρο. Παντού γύρω του στον κορμό ήταν καρφωμένα μαχαίρια που του είχαν πετάξει οι Ορκ, αλλά δεν ήταν τραυματισμένος. Και είχε χαμένες τις αισθήσεις του, βυθισμένος σ' ένα ναρκωμένο λήθαργο ή σ' έναν ύπνο ολοκληρωτικής εξουθένωσης. Τότε ο Μπέλεγκ και ο Γκουίντορ έκοψαν τα δεσμά του στο δέντρο και μετέφεραν τον Τούριν έξω από το στρατόπεδο. Αλλά ήταν πολύ βαρύς για να τον πάνε μακριά και δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν περισσότερο από μια συστάδα αγκαθόδεντρα ψηλά στις πλαγιές πάνω από το στρατόπεδο. Εκεί τον ξάπλωσαν κάτω. Και τώρα η καταιγίδα πλησίαζε, και στα Θανγκορόντριμ άρχισαν να πέφτουν αστραπές. Ο Μπέλεγκ τράβηξε το σπαθί του, το Ανγκλάχελ, και έκοψε τα δεσμά του Τούριν. Αλλά η μοίρα εκείνη τη μέρα ήταν πιο δυνατή, γιατί το σπαθί του Έολ, του Σκοτεινού Ξωτικού, γλίστρησε από το χέρι του και κέντρισε τον Τούριν στο πόδι.
Τότε ο Τούριν ξύπνησε ξαφνικά γεμάτος οργή και φόβο και, βλέποντας μια μορφή να σκύβει από πάνω του μέσα στο σκοτάδι με ένα γυμνό σπαθί στο χέρι, πετάχτηκε πάνω με μια δυνατή κραυγή πιστεύοντας ότι είχαν έρθει πάλι οι Ορκ για να τον βασανίσουν. Και παλεύοντας μαζί του μέσα στο σκοτάδι άρπαξε το Ανγκλάχελ και σκότωσε τον Μπέλεγκ Κουθάλιον νομίζοντας ότι ήταν εχθρός του.
Μα όπως στεκόταν εκεί, αντιλαμβανόμενος πως είναι ελεύθερος, και έτοιμος να πουλήσει ακριβά τη ζωή του ενάντια σε φανταστικούς εχθρούς, μια μεγάλη αστραπή φέγγισε από πάνω τους και με το φως της διέκρινε το πρόσωπο του Μπέλεγκ. Τότε ο Τούριν έμεινε ακίνητος σαν πέτρα και σιωπηλός, αντικρίζοντας αυτό τον τρομερό θάνατο και ξέροντας τι είχε κάνει. Και τόσο φοβερό ήταν το πρόσωπό του έτσι όπως φωτιζόταν από τις αστραπές που έπεφταν παντού τριγύρω, που ο Γκουίντορ ζάρωσε κάτω στο έδαφος και δεν τολμούσε να υψώσει το βλέμμα του.
Όμως στο στρατόπεδο οι Ορκ ξύπνησαν και από την καταιγίδα και από την κραυγή του Τούριν και ανακάλυψαν ότι ο Τούριν τους είχε ξεφύγει. Δεν προσπάθησαν όμως να τον βρουν γιατί ήταν γεμάτοι τρόμο από τους κεραυνούς που έπεφταν από τα δυτικά, πιστεύοντας ότι τους έστελναν εναντίον τους οι μεγάλοι Εχθροί πέρα από τη Θάλασσα. Τότε άνεμος σηκώθηκε και έπεσαν μεγάλες βροχές και άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού από τα ύψη του Τάουρ-νου-Φούιν. Και παρόλο που ο Γκουίντορ φώναζε στον Τούριν και τον προειδοποιούσε για τον τρομερό κίνδυνο που διέτρεχαν, αυτός δεν απαντούσε αλλά καθόταν ακίνητος και αδάκρυτος δίπλα στο σώμα του Μπέλεγκ Κουθάλιον, που κειτόταν στο σκοτεινό δάσος, σκοτωμένος από το χέρι του τη στιγμή που εκείνος του έκοβε τα δεσμά της δουλείας και τον ελευθέρωνε.
Όταν ήρθε το πρωί, η καταιγίδα απομακρύνθηκε προς τ' ανατολικά περνώντας πάνω από το Λόθλαν και ο φθινοπωριάτικος ήλιος υψώθηκε καυτός και λαμπερός. Αλλά οι Ορκ, που μισούσαν το φως σχεδόν όσο και τους κεραυνούς, πιστεύοντας ότι ο Τούριν θα το έχει σκάσει μακριά από κείνο το μέρος και όλα τα ίχνη της φυγής του θα έχουν ξεπλυθεί από τη βροχή, έφυγαν βιαστικά ανυπομονώντας να φτάσουν στην Άνγκμπαντ. Από μακριά ο Γκουίντορ τους είδε να προχωρούν βόρεια πάνω από την αχνιστή άμμο του Ανφάουγκλιθ. Έτσι είχαν τα πράγματα και οι Ορκ γύριζαν τώρα στον Μόργκοθ με άδεια χέρια και άφησαν πίσω τους το γιο του Χούριν, που καθόταν τρελός και μαρμαρωμένος στις πλαγιές του Τάουρ-νου-Φούιν, κουβαλώντας ένα φορτίο πιο βαρύ και από τα δεσμά τους.
--
Τότε ο Γκουίντορ ξεσήκωσε τον Τούριν να τον βοηθήσει στην ταφή του Μπέλεγκ, κι αυτός σηκώθηκε σαν κάποιος που περπατά μέσα στον ύπνο του. Και μαζί έβαλαν τον Μπέλεγκ σ' έναν ρηχό τάφο και έβαλαν δίπλα του το Μπελθρόντινγκ, το μεγάλο τόξο του, που ήταν φτιαγμένο από μαύρο τάξο. Αλλά το τρομερό σπαθί, το Ανγκλάχελ, το πήρε ο Γκουίντορ, λέγοντας ότι ήταν προτιμότερο να πάρει εκδίκηση από τους υπηρέτες του Μόργκοθ παρά να κείτεται άχρηστο μέσα στη γη. Και επίσης πήρε το λέμπας της Μέλιαν για να τους δίνει δύναμη μέσα στις ερημιές.
Αυτό ήταν το τέλος του Μπέλεγκ του Τοξότη, του πιστότερου των φίλων, του πιο επιδέξιου απ' όλους όσοι ζούσαν στα δάση του Μπελέριαντ τις Παλαιές Ημέρες, κι ήταν ένα τέλος από το χέρι εκείνου που αγαπούσε πιο πολύ. Και τούτη η θλίψη χαράχτηκε στο πρόσωπο του Τούριν και δεν ξεθώριασε ποτέ.
--
Όμως το Ξωτικό του Νάργκοθροντ ξαναβρήκε κουράγιο και δύναμη και φεύγοντας από το Τάουρ-νου-Φούιν οδήγησε και τον Τούριν μακριά. Όσο διάβαιναν μαζί μακριούς και δύσκολους δρόμους, ούτε μια φορά δεν μίλησε ο Τούριν και περιπλανιόταν σαν άνθρωπος χωρίς επιθυμία και σκοπό καθώς προχωρούσε η χρονιά και πλησίαζε ο χειμώνας στις βόρειες χώρες. Αλλά ο Γκουίντορ ήταν πάντα δίπλα του να τον φρουρεί και να τον οδηγεί. Και έτσι πέρασαν τον Σίριον προς τα δυτικά και έφτασαν τελικά στην Όμορφη Λίμνη και το Έιθελ Ίβριν, τις πηγές απ' όπου αναβλύζει ο Νάρογκ κάτω από τα Όρη της Σκιάς. Εκεί ο Γκουίντορ μίλησε στον Τούριν και είπε:
«Ξύπνα, Τούριν, γιε του Χούριν! Στη λίμνη Ίβριν υπάρχει αστείρευτο γέλιο. Τρέφεται από κρυστάλλινες πηγές ανεξάντλητες και τη φρουρεί από τη βεβήλωση ο Ούλμο, ο Κύριος των Υδάτων, που δημιούργησε την ομορφιά της τις αρχαίες ημέρες»
Τότε ο Τούριν γονάτισε και ήπιε από το νερό. Και ξαφνικά έπεσε κάτω και τα δάκρυά του λύθηκαν επιτέλους και θεραπεύτηκε από την τρέλα του.
Εκεί έφτιαξε ένα τραγούδι για τον Μπέλεγκ και το ονόμασε Λάερ Κου Μπέλεγκ, το Τραγούδι του Μεγάλου Τόξου, και το τραγουδούσε δυνατά αδιαφορώντας για τον κίνδυνο. Και ο Γκουίντορ του 'δωσε στα χέρια το σπαθί Ανγκλάχελ και ο Τούριν αισθάνθηκε ότι ήταν βαρύ και δυνατό και είχε μεγάλη ισχύ. Αλλά η λεπίδα του ήταν μαύρη και θαμπή και οι κόψεις του στομωμένες. Τότε ο Γκουίντορ είπε:
«Αυτό είναι παράξενο σπαθί, αλλιώτικο από κάθε άλλο που έχω δει στη Μέση-γη. Θρηνεί για τον Μπέλεγκ όπως κι εσύ. Αλλά παρηγορήσου. Γιατί επιστρέφω στο Νάργκοθροντ του Οίκου του Φινάρφιν, εκεί όπου γεννήθηκα και ζούσα πριν από τη θλίψη μου. Θα έρθεις μαζί μου και θα θεραπευτείς και θα ανανεωθείς».
«Ποιος είσαι;» είπε ο Τούριν.
«Ένα περιπλανώμενο Ξωτικό, ένας σκλάβος που διέφυγε, που τον συνάντησε και τον βοήθησε ο Μπέλεγκ», απάντησε ο Γκουίντορ. «Όμως κάποτε ήμουν ο Γκουίντορ, ο γιος του Γκουίλιν, άρχοντας του Νάργκοθροντ, μέχρι που πήγα στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ και υποδουλώθηκα στην Άνγκμπαντ».
«Τότε μήπως είδες τον Χούριν, γιο του Γκάλντορ, τον πολεμιστή του Ντορ-λόμιν;» είπε ο Τούριν.
«Δεν τον είδα», είπε ο Γκουίντορ. «Αλλά στην Άνγκμπαντ κυκλοφορεί η φήμη ότι ακόμη αψηφά τον Μόργκοθ. Και ο Μόργκοθ τον καταράστηκε κι αυτόν και όλη του την οικογένεια».
«Αυτό το πιστεύω», είπε ο Τούριν.
Και τότε σηκώθηκαν και φεύγοντας από το Έιθελ Ίβριν ταξίδεψαν νότια ακολουθώντας τις όχθες του Νάρογκ, μέχρι που τους έπιασαν ανιχνευτές των Ξωτικών και τους έφεραν αιχμάλωτους στο κρυφό οχυρό.
Έτσι έφτασε ο Τούριν στο Νάργκοθροντ.