XVI. Ο Ερχομός του Γλάουρουνγκ (2)
Και ο Τουράμπαρ τράβηξε το Γκούρθανγκ από τη θήκη του και κάρφωσε το σπαθί ψηλά πάνω από το κεφάλι του και φάνηκε σ' εκείνους που κοιτούσαν ότι μια φλόγα ξεπήδησε από το χέρι του Τουράμπαρ πολλά μέτρα στον αέρα. Τότε έβγαλαν όλοι μια δυνατή κραυγή:
“Το Μαύρο Αγκάθι του Μπρέθιλ!”
“Το Μαύρο Αγκάθι του Μπρέθιλ”, είπε ο Τουράμπαρ. “Και καλά θα κάνει να το φοβάται. Γιατί μάθετε και τούτο: η καταδίκη αυτού του Δράκοντα (και όλης της γενιάς του, λένε) είναι ότι όσο σκληρή κι αν είναι η κεράτινη πανοπλία του, σκληρότερη και από σίδερο, από κάτω σέρνεται με την κοιλιά ενός φιδιού. Έτσι, Άνθρωποι του Μπρέθιλ, πηγαίνω τώρα να αναζητήσω την κοιλιά του Γκλάουρουνγκ με όποιον τρόπο μπορέσω. Ποιος θα έρθει μαζί μου; Χρειάζομαι λίγους μα με δυνατά χέρια και ακόμη πιο δυνατές ψυχές”.
Τότε ο Ντόρλας βγήκε μπροστά και είπε:
“Θα έρθω μαζί σου, άρχοντα, γιατί πάντα προτιμώ την επίθεση παρά να περιμένω τον εχθρό”.
Αλλά κανείς άλλος δεν απάντησε τόσο γρήγορα στο κάλεσμα, γιατί τους είχε κυριέψει ο τρόμος του Γκλάουρουνγκ και η αφήγηση των ανιχνευτών που τον είδαν είχε διαδοθεί και είχε μεγαλώσει από στόμα σε στόμα. Τότε ο Ντόρλας φώναξε:
“Ακούστε, Άνθρωποι του Μπρέθιλ, φαίνεται τώρα καθαρά ότι σε μια εποχή τόσο κακή σαν τη δική μας οι συμβουλές του Μπράντιρ απέβησαν μάταιες. Δεν γλιτώνουν αυτοί που κρύβονται. Δεν θα πάρει κανείς σας τη θέση του γιου του Χάντιρ για να μην ντροπιαστεί ο οίκος του Χάλεθ;”
Με αυτό τον τρόπο χλευάστηκε ο Μπράντιρ, αν και καθόταν όντως στην υψηλή θέση του επικεφαλής της συγκέντρωσης παρόλο που τον αγνοούσαν, και πικρία γέμισε την καρδιά του, γιατί ο Τουράμπαρ δεν επέπληξε τον Ντόρλας. Αλλά κάποιος Χούνθορ, συγγενής του Μπράντιρ, σηκώθηκε και είπε:
“Κάνεις άσχημα, Ντόρλας, να μιλάς έτσι και να ντροπιάζεις τον άρχοντά σου, που τα μέλη του από κακή τύχη δεν μπορούν να κάνουν αυτό που θα 'θελε η καρδιά του. Πρόσεχε μήπως φανεί το αντίθετο σ' εσένα σε κάποια περίσταση! Και πώς μπορεί να πει κανείς ότι οι συμβουλές του ήταν μάταιες, αφού δεν εφαρμόστηκαν ποτέ; Εσύ, υπήκοός του, πάντα τις θεωρούσες κενές περιεχομένου. Σου λέω, λοιπόν, ότι ο Γκλάουρουνγκ έρχεται τώρα σ' εμάς, όπως πήγε πριν στο Νάργκοθροντ, επειδή μας πρόδωσαν τα κατορθώματά μας, όπως το φοβόταν ο άρχοντάς μας. Όμως, αφού αυτή η συμφορά ήρθε τώρα, με την άδειά σου, γιε του Χάντιρ, θα πάω εγώ για λσγαριασμό του οίκου του Χάλεθ”.
Τότε ο Τουράμπαρ είπε:
“Τρεις είναι αρκετοί! Εσάς τους δύο θα πάρω. Όμως, άρχοντα, δεν σε περιφρονώ. Ορίστε! Πρέπει να φύγουμε γρήγορα και η αποστολή μας θα χρειαστεί δυνατούς. Πιστεύω ότι η θέση σου είναι με το λαό σου. Γιατί είσαι σοφός και είσαι και θεραπευτής. Και πριν περάσει πολύς καιρός, μπορεί να χρειαστεί και η σοφία σου και κάποια θεραπεία σου”. Όμως αυτά τα λόγια, αν και σωστά, το μόνο που κατάφεραν ήταν να πικράνουν ακόμη περισσότερο τον Μπράντιρ και είπε στον Χούνθορ:
“Πήγαινε τότε, αλλά όχι με την άδειά μου. Γιατί μια σκιά είναι απλωμένη πάνω σ' αυτόν τον άνθρωπο και θα σε οδηγήσει στο κακό”.
Τώρα ο Τουράμπαρ βιαζόταν να φύγει. Αλλά όταν πήγε στη Νίνιελ να την αποχαιρετήσει, αυτή αρπάχτηκε από πάνω του κλαίγοντας σπαραχτικά.
“Μη φύγεις, Τουράμπαρ, σε ικετεύω!” είπε. “Μην προκαλέσεις τη σκιά από την οποία είχες σωθεί με τη φυγή! Όχι, όχι, φύγε πάλι και πάρε με μαζί σου, μακριά!”
“Νίνιελ αγαπημένη”, της απάντησε, “δεν μπορούμε να το σκάσουμε πάλι για κάπου πιο μακριά, εσύ κι εγώ. Είμαστε κλεισμένοι σε αυτήν τη χώρα. Και ακόμη και αν έφευγα, εγκαταλείποντας τους ανθρώπους που μας βοήθησαν, δεν θα μπορούσα παρά να σε πάρω μαζί μου σε μια άστεγη ερημιά, που θα σήμαινε το θάνατό σου και το θάνατο του παιδιού μας. Εκατό λεύγες απλώνονται ανάμεσα σ' εμάς και τις λίγες χώρες που βρίσκονται ακόμη έξω από την εμβέλεια της Σκιάς. Όμως κάνε κουράγιο, Νίνιελ. Γιατί σου λέω αυτό: ούτε εσύ ούτε εγώ δεν θα σκοτωθούμε από αυτόν το Δράκοντα, ούτε από κανέναν από τους εχθρούς του Βορρά”. Τότε η Νίνιελ έπαψε να κλαίει κι απόμεινε σιωπηλή, αλλά το φιλί της ήταν κρύο όταν χώρισαν.
Τότε ο Τουράμπαρ με τον Ντόρλας και τον Χούνθορ έφυγαν με μεγάλη βιασύνη για το Νεν Γκίριθ και όταν έφτασαν εκεί, ο ήλιος έδυε και οι σκιές είχαν μακρύνει. Και οι δύο τελευταίοι από τους ανιχνευτές τούς περίμεναν εκεί.
“Ήρθες πάνω στην ώρα, κύριε”, είπαν. “Γιατί ο Δράκοντας έχει πλησιάσει και ήδη, όταν φύγαμε, είχε φτάσει στο χείλος του Τέιγκλιν και κοίταζε άγρια πέρα από το νερό. Κινείται πάντα τη νύχτα κι έτσι μπορεί να περιμένουμε κάποιο χτύπημα πριν από τα αυριανά χαράματα”.
Ο Τουράμπαρ κοίταξε πάνω από τους καταρράχτες του Κελέμπρος και είδε τον ήλιο να κατεβαίνει στη δύση του και μαύρες στήλες καπνού να υψώνονται δίπλα στις όχθες του ποταμού.
“Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο”, είπε. “Όμως αυτές οι ειδήσεις είναι καλές, γιατί ο φόβος μου ήταν ότι θα έψαχνε στην περιοχή. Και αν περνούσε βόρεια και έφτανε στις Διαβάσεις και από κει στον παλιό δρόμο στον κάμπο, τότε δεν θα υπήρχε ελπίδα. Τώρα όμως κάποιο μένος περηφάνιας και κακίας τον σπρώχνει να προχωρεί ακάθεκτος”. Την ώρα που μιλούσε αναρωτιόταν και αναλογιζόταν μέσα του: "Ή μήπως ένα πλάσμα τόσο μοχθηρό και ολέθριο αποφεύγει τις Διαβάσεις, όπως και οι Ορκ; Το Χάουδ-εν-Έλλεθ; Μήπως η Φιντούιλας στέκει ακόμη ανάμεσα σ' εμένα και το χαμό μου;"
Τότε γύρισε στους συντρόφους του και είπε:
“Αυτό το έργο έχουμε τώρα μπροστά μας. Πρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμη, γιατί το πολύ γρήγορα σε αυτή την περίπτωση είναι εξίσου κακό με το πολύ αργά. Όταν πέσει το σούρουπο, πρέπει να κατεβούμε κάτω αθόρυβα και με κάθε μυστικότητα μέχρι τον Τέιγκλιν. Αλλά προσέξτε! Γιατί τα αυτιά του Γκλάουρουνγκ είναι εξίσου γερά με τα μάτια του και θανάσιμα. Αν φτάσουμε στο ποτάμι χωρίς να μας αντιληφθεί, πρέπει τότε να κατεβούμε μέσα στη χαράδρα και να περάσουμε το ποτάμι κι έτσι να βρεθούμε στο δρόμο που θα πάρει όταν μετακινηθεί”.
“Μα πώς μπορεί να προχωρήσει έτσι;”, είπε ο Ντόρλας. “Μπορεί να είναι ευκίνητος, αλλά είναι ένας μεγάλος Δράκος και πώς θα κατεβεί τον ένα γκρεμό και θα ανεβεί τον άλλο, όταν το μπροστινό του μέρος πρέπει να αρχίσει πάλι να ανεβαίνει πριν το πίσω μέρος του να έχει κατεβεί; Και αν μπορεί να το κάνει αυτό, σε τι θα μας βοηθήσει να είμαστε κάτω στο αγριεμένο νερό; “
“Ίσως μπορεί να το κάνει”, απάντησε ο Τουράμπαρ, “και πραγματικά, αν μπορεί, θα είναι άσχημα για μας. Αλλά έχω την ελπίδα από όσα μαθαίνουμε γι' αυτόν και από το μέρος που βρίσκεται τώρα, ότι ο σκοπός του είναι άλλος. Έχει φτάσει στο χείλος του Κάμπεντ-εν-Άρας, απ' όπου, όπως λέτε, ένα ελάφι πήδησε κάποτε για να γλιτώσει από τους κυνηγούς του Χάλεθ. Τόσο μεγάλος είναι τώρα, που νομίζω ότι θα επιχειρήσει να πιαστεί από την απέναντι πλευρά. Αυτή είναι η μόνη μας ελπίδα και μπορούμε να την εμπιστευόμαστε”.
Η καρδιά του Ντόρλας σφίχτηκε μ' αυτά τα λόγια. Γιατί ήξερε καλύτερα απ' όλους ολόκληρη τη γη του Μπρέθιλ, και το Κάμπεντ-εν-Άρας ήταν όντως μέρος ζοφερό. Από την ανατολική πλευρά υπήρχε ένας απότομος γκρεμός δεκαπέντε μέτρα περίπου, γυμνός, με εξαίρεση τα δέντρα που φύτρωναν στο χείλος του. Από την άλλη πλευρά υπήρχε μια όχθη κάπως απότομη και λιγότερο ψηλή, καλυμμένη με αναρριχητικά και θάμνους, αλλά ανάμεσα στα δυο τοιχώματα το νερό έτρεχε ορμητικά στους βράχους και, παρόλο που ένας άντρας τολμηρός και με σίγουρο βήμα θα μπορούσε να το περάσει τη μέρα, τη νύχτα ήταν επικίνδυνο να το τολμήσει. Όμως αυτό ήταν το σχέδιο του Τουράμπαρ και ήταν ανώφελο να του φέρει κανείς αντίρρηση.
Έτσι ξεκίνησαν το σούρουπο και δεν προχώρησαν κατευθείαν στον Δράκοντα, αλλά πρώτα πήραν το μονοπάτι προς τις Διαβάσεις. Μετά, πριν απομακρυνθούν πολύ, έστριψαν νότια από ένα στενό δρόμο και μπήκαν στο λυκόφως του δάσους πάνω από τον Τέιγκλιν. Και καθώς πλησίαζαν στο Κάμπεντ-εν-Άρας, προχωρώντας βήμα-βήμα και σταματώντας συχνά για να αφουγκραστούν, τους ήρθε η οσμή της πυρκαγιάς και μια δυσωδία που τους αρρώστησε. Αλλά παντού απλωνόταν μια θανατερή ακινησία και δεν φυσούσε η παραμικρή πνοή ανέμου. Τα πρώτα άστρα είχαν αρχίσει να λάμπουν μπροστά τους στην ανατολή και αμυδρές στήλες καπνού υψώνονταν ίσιες και αταλάντευτες μέσα στο τελευταίο φως στη δύση.
--
Στο μεταξύ, μόλις έφυγε ο Τουράμπαρ, η Νίνιελ απόμεινε αμίλητη σαν πέτρα. Αλλά ο Μπράντιρ ήρθε και της είπε:
“Νίνιελ, μη φοβάσαι μέχρι τέλους το χειρότερο. Δεν σε συμβούλεψα να περιμένεις;”
“Το έκανες”, του απάντησε. “Όμως πώς θα με ωφελούσε αυτό τώρα; Γιατί η αγάπη μπορεί να υπάρχει και να υποφέρει ακόμη και χωρίς γάμο”.
“Αυτό το ξέρω”, είπε ο Μπράντιρ. “Όμως ο γάμος δεν είναι για το τίποτα”.
“Όχι”, είπε η Νίνιελ “Γιατί τώρα είμαι δύο μηνών έγκυος στο παιδί του. Όμως δεν μου φαίνεται ότι ο φόβος μου για την απώλεια είναι πιο βαρύς. Δεν σε καταλαβαίνω”.
“Ούτε κι εγώ τον εαυτό μου”, της είπε. “Και όμως φοβάμαι”.
“Τι καλά που παρηγορείς!”, φώναξε η Νίνιελ “Μα, Μπράντιρ, φίλε: παντρεμένη ή ανύπαντρη, μητέρα ή κόρη, ο τρόμος μου είναι αβάσταχτος. Ο Κύριος της Μοίρας έφυγε για να προκαλέσει τη μοίρα του κάπου μακριά κι εγώ πώς θα μείνω εδώ και θα περιμένω τον αργό ερχομό των ειδήσεων, καλών ή κακών; Αυτήν τη νύχτα μπορεί να συναντηθεί με τον Δράκοντα κι εγώ πώς θα στέκω ή θα κάθομαι, πώς θα περνώ τις τρομερές ώρες;”
“Δεν ξέρω”, απάντησε αυτός, “αλλά με κάποιον τρόπο οι ώρες πρέπει να περάσουν για σένα και για τις γυναίκες εκείνων που πήγαν μαζί του”.
“Αυτές ας κάνουν ό,τι τους λέει η καρδιά τους!”, φώναξε η Νίνιελ “Εγώ, όμως, θα πάω. Δεν θα σταθούν τα χιλιόμετρα ανάμεσα σ' εμένα και τον κίνδυνο του κυρίου μου. Θα πάω να προϋπαντήσω τις ειδήσεις!”
Τότε ο τρόμος του Μπράντιρ έγινε μαύρος από τα λόγια της και φώναξε:
“Αυτό δεν θα το κάνεις, αν μπορώ να το εμποδίσω, γιατί έτσι θα βάλεις σε κίνδυνο κάθε σύνεση. Τα χιλιόμετρα που μεσολαβούν μπορεί να δώσουν χρόνο για διαφυγή, αν γίνει το κακό.”
“Αν συμβεί το κακό, δεν θα θέλω να ξεφύγω”, του είπε, “Και τώρα η σοφία σου είναι μάταιη και δεν θα με εμποδίσεις”. Και βγήκε μπροστά σε όσους ήταν ακόμη μαζεμένοι στον ανοιχτό χώρο του Έφελ και φώναξε: “Άντρες του Μπρέθιλ! Δεν θα περιμένω εδώ. Αν ο κύριός μου αποτύχει, τότε κάθε ελπίδα έχει χαθεί. Η γη σας και τα δάση σας θα καούν ολοκληρωτικά και όλα τα σπίτια σας θα γίνουν στάχτη και κανείς, κανείς δεν θα ξεφύγει. Επομένως, γιατί να καθυστερώ εδώ; Τώρα πάω να προϋπαντήσω τις ειδήσεις και ό,τι μπορεί να στείλει η μοίρα. Όσοι είναι της ίδιας γνώμης ας έρθουν μαζί μου!”
Τότε πολλοί προθυμοποιήθηκαν να πάνε μαζί της: οι γυναίκες του Ντόρλας και του Χούνθορ, επειδή εκείνοι που αγαπούσαν είχαν φύγει με τον Τουράμπαρ, άλλοι από οίκτο για τη Νίνιελ και επιθυμία να της συμπαρασταθούν και πολλοί περισσότεροι ακόμη που δελεάστηκαν από τις ίδιες τις φήμες για τον Δράκοντα, νομίζοντας μέσα στη ανδρεία τους ή την ανοησία τους (αφού γνώριζαν πολύ λίγο το κακό) ότι θα δουν παράξενα και ένδοξα κατορθώματα. Γιατί πραγματικά τόσο δυνατό θεωρούσαν μέσα τους το Μαύρο Σπαθί, που ελάχιστοι μπορούσαν να πιστέψουν ότι ακόμη και ο Γκλάουρουνγκ θα μπορούσε να τον νικήσει. Έτσι ξεκίνησαν γρήγορα, με βιασύνη, μια μεγάλη ομάδα, προς έναν κίνδυνο που δεν κατανοούσαν. Και προχωρώντας με ελάχιστη ανάπαυση λίγο πριν από τα μεσάνυχτα έφτασαν κουρασμένοι επιτέλους στο Νεν Γκίριθ, αλλά ο Τουράμπαρ είχε φύγει πριν από λίγο. Μα η νύχτα είναι κρύος σύμβουλος και πολλοί τώρα απορούσαν με την απερισκεψία τους. Και όταν άκουσαν από τους ανιχνευτές που είχαν απομείνει εκεί πόσο κοντά, είχε φτάσει ο Γκλάουρουνγκ και τον απελπισμένο σκοπό του Τουράμπαρ, η καρδιά τους πάγωσε και δεν τόλμησαν να προχωρήσουν άλλο. Μερικοί κοίταζαν προς το Κάμπεντ-εν-Άρας με ανήσυχα μάτια, αλλά τίποτα δεν έβλεπαν και τίποτα δεν άκουγαν πέρα από την παγερή φωνή του καταρράχτη. Και η Νίνιελ κάθισε χώρια και μεγάλο ρίγος την κυρίεψε.
--
Όταν έφυγαν η Νίνιελ και όσοι πήγαν μαζί της, ο Μπράντιρ είπε σε εκείνους που έμειναν:
“Δείτε πώς με περιφρονούν και πώς χλευάζονται όλες οι συμβουλές μου! Διαλέξτε κάποιον άλλο γι' αρχηγό σας: γιατί εδώ αποποιούμαι και την κυριαρχία μου και το λαό μου. Ας γίνει ο Τουράμπαρ άρχοντάς σας και κατ' όνομα, αφού ήδη έχει πάρει όλη μου την εξουσία. Ας μη με αναζητήσει ξανά κανείς είτε για συμβουλές είτε για γιατρειά!”
Και έσπασε το ραβδί του. Και μέσα του σκέφτηκε: “Τώρα δεν μου απομένει τίποτα παρά μόνο η αγάπη μου για τη Νίνιελ, επομένως, όπου πηγαίνει αυτή, από σύνεση ή από ανοησία, πρέπει να πηγαίνω κι εγώ. Αυτήν τη σκοτεινή ώρα τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί. Μπορεί όμως κάλλιστα ακόμη κι εγώ να μπορέσω να αποτρέψω κάποιο κακό πριν τη χτυπήσει, αν είμαι κοντά της”.
Φόρεσε έτσι στη μέση του ένα κοντό σπαθί, όπως σπάνια το έκανε μέχρι τότε, και πήρε το μπαστούνι του και με τη μικρή ταχύτητα που μπορούσε να περπατά βγήκε από την πύλη του Έφελ και ακολούθησε κουτσαίνοντας τους άλλους στο μακρύ μονοπάτι προς τα δυτικά σύνορα του Μπρέθιλ.