8. ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ (568-605)
ΧΟΡ. Αρχοντόσπιτο ανοιχτό στους ξένους πάντα,
σπίτι ανθρώπου ανοιχτοχέρη,
ως κι ο Απόλλωνας, ο Πύθιος, ο λυράρης,
δέχτηκε σ᾽ εσέ να μείνει
και να γίνει στα δικά σου βοσκοτόπια
προβατάρης· κι η φλογέρα του σκοπούς
έπαιζε ποιμενικούς
στις μακριές βουνοπλαγιές,
τα δικά σου όταν ζευγάρωναν κοπάδια.
--
Μαγεμένες απ᾽ τη γλύκα τους κι οι λύγκες
πλουμιστές μαζί βοσκούσαν·
κι απ᾽ της Όθρης τα φαράγγια κατεβήκαν
τα μαυρόξανθα λιοντάρια·
και πιο πέρ᾽ απ᾽ τα ψηλά, τα φουντωμένα
έλατα, ένα γοργοκίνητο, ελαφρό
ελαφάκι παρδαλό
βγήκε κι έστησε χορό,
Φοίβε, Φοίβε, στης κιθάρας σου τον ήχο.
--
Και γι᾽ αυτό κοντά στη λίμνη εκεί της Βοίβης
με τα καθαρά νερά
έχει ο Άδμητος αμέτρητα κοπάδια·
τα οργωμένα του χωράφια
κι οι πλατιοί ανοιχτοί του κάμποι
σύνορο έχουν
κατά κει που ο Ήλιος λύνει τ᾽ άλογά του,
δυτικά, τον ουρανό των Μολοσσών·
και το Πήλιο από την άλλη
κυβερνάει, όπου τ᾽ αλίμενα του Αιγαίου
ακρογιάλια.
--
Ως και σήμερα, με μάτια δακρυσμένα,
κι ενώ κλαίει την ακριβή,
την ασύγκριτη γυναίκα που έχει χάσει,
διάπλατ᾽ άνοιξε τις θύρες
του σπιτιού του για τον ξένο. (600)
Ω, η ευγένεια
φέρνει πάντα την ευλάβεια προς τους άλλους.
Έχει ο ενάρετος και φρόνηση πολλή.
Τον θαυμάζω εγώ κι ελπίζω
πως καλό θα δει ένας άνθρωπος με τόση
θεοσέβεια.