×

Vi använder kakor för att göra LingQ bättre. Genom att besöka sajten, godkänner du vår cookie-policy.

image

LinguaTree Slow Greek Lessons, 10 Plural-Only Greek nouns

10 Plural-Only Greek nouns

Γεια σας,

και καλωσήρθατε και πάλι στο κανάλι μου.

Κανονικά τα ουσιαστικά έχουν ενικό και πληθυντικό αριθμό.

Υπάρχουν όμως και κάποια ουσιαστικά,

που εμφανίζονται μόνο στον πληθυντικό αριθμό.

Και γι'αυτά θα μιλήσουμε σήμερα.

Όλα αυτά τα ουσιαστικά έχουν ένα κοινό,

τελειώνουν όλα σε άλφα (-α),

όχι επειδή είναι θηλυκά,

αλλα επειδή το γένος τους είναι ουδέτερο

στον πληθυντικό αριθμό.

Αυτές τις λέξεις τις χρησιμοποιούμε,

παρά πολύ συχνά στα ελληνικά.

Γιαυτό θα σας πρότεινα να μείνετε μέχρι το τέλος του βίντεο,

για να μην μπερδευτείτε ποτέ ξανά.

Η πρώτη κατηγορία είναι οι ξένες γλώσσες.

Όλες οι γλώσσες βρίσκονται στον πληθυντικό αριθμό.

Λέμε τα ελληνικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά.

Τα τελευταία δύο χρόνια μαθαίνω ελληνικά.

Ένα αντικείμενο το οποίο είναι διπλό

και βρίσκεται πάντα στον πληθυντικό αριθμό, είναι τα γυαλιά.

Όταν διαβάζω φοράω τα γυαλιά μου,

για να μην κουράζονται τα μάτια μου.

Τα ρέστα είναι τα χρήματα, που θα επιστρέψει ο πωλητής στον πελάτη,

εάν αυτός του δώσει ένα ποσό μεγαλύτερο από την αξία τους.

Για παράδειγμα, εάν αγοράσω ένα κιλό πατάτες που κάνει τρία ευρώ

τότε τα ρέστα μου είναι δύο ευρώ.

Ένας από τους μαθητές μου είχε μια πολύ καλή ιδέα,

για να θυμάται πιο εύκολα τη σημασία αυτής της λέξης.

Η λέξη ρέστα θυμίζει την αγγλική λέξη rest.

Οπότε τα ρέστα "is the rest of the amount".

Επίσης μια γιορτή που βρίσκεται πάντα στον πληθυντικό αριθμό, είναι και τα Χριστούγεννα.

Νομίζω όλοι γνωρίζετε πόσο πολύ αγαπάω τα Χριστούγεννα,

και πάντα βρίσκω μια δικαιολογία, να πω κάτι για αυτά, σχεδόν σε κάθε βίντεο.

Έχω παρατηρήσει ότι πολλοί μαθητές κάνουν το λάθος να νομίζουν

ότι τα Χριστούγεννα είναι θηλυκό και λένε καλή Χριστούγεννα.

Όμως αυτό δεν είναι σωστό. Το σωστό είναι καλά Χριστούγεννα.

Η επόμενη λέξη είναι τα εγκαίνια.

Όταν ανοίγει μια καινούρια επιχείρηση,

ένα καινούριο μαγαζί ή μία έκθεση,

το γιορτάζουμε με μία εκδήλωση.

Είναι μία ευκαιρία για να γίνει πιο γνωστό το μέρος

και να διαφημιστεί.

Όταν σκέφτομαι εγώ τη λέξη εγκαίνια,

μου έρχεται στο μυαλό μία έκθεση έργων τέχνης, μία γκαλερί,

στην οποία οι καλεσμένοι θαυμάζουν τα έργα,

συζητούν γι'αυτά

και απολαμβάνουν το ποτό τους.

Μιας και μιλάμε για γιορτές,

τα γενέθλια είναι επίσης μια λέξη,

που δεν έχει ενικό αριθμό.

Στα γενέθλια καλούμε τους φίλους και τους συγγενείς μας

για να φάμε όλοι μαζί και να κόψουμε την τούρτα.

Συνηθίζουμε να φέρνουμε δώρα σε αυτόν που γιορτάζει

και τον γεμίζουμε με ευχές.

Η πιο γνωστή είναι τα χρόνια πολλά.

Την επόμενη λέξη θα την περιγράψω με ένα παράδειγμα:

Στον δρόμο για τη δουλειά μου

συναντάω έναν παλιό μου συμμαθητή

και στο τέλος της κουβέντας,

στέλνω χαιρετίσματα στους γονείς του.

Τα χαιρετίσματα είναι ένας τρόπος

να εκφράσεις ότι νοιάζεσαι για κάποιον

και εύχεσαι να είναι καλά.

Τα μεσάνυχτα, όπως το λέει και η λέξη,

είναι η στιγμή της νύχτας, όπου το ρολόι δείχνει δώδεκα.

Αν και παλιά κοιμόμουν πάντα μετά τα μεσάνυχτα,

τώρα προτιμώ να κοιμάμαι νωρίς για να ξυπνάω νωρίς.

Τα τρεχάματα είναι ασταμάτητες

και κουραστικές υποχρεώσεις,

για να τακτοποιηθούν δύσκολες καταστάσεις.

Για παράδειγμα, αγόρασα ένα σπίτι

και είχα πολλά τρεχάματα με την εφορία.

Έχει τρεχάματα με την υγεία του.

Η τελευταία λέξη για σήμερα είναι τα γεράματα.

Τα γεράματα είναι η τελευταία περίοδος

στη ζωή ενός ανθρώπου,

γνωστά και ως γηρατειά.

Ο παππούς μου και η γιαγιά μου ερωτεύτηκαν

και παραμένουν αχώριστοι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.

Αυτό λοιπόν ήταν το βίντεο για σήμερα.

Εάν σας άρεσε, μην ξεχάσετε να πατήσετε like

και να κάνετε εγγραφή στο κανάλι μου.

Εμείς θα τα πούμε, όπως πάντα, την επόμενη φορά.

Φιλάκια πολλά!!!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

10 Plural-Only Greek nouns pluriel|seulement||noms 1. Γυαλιά - Glasses 2. Νέα - News 3. Χρήματα - Money 4. Ρούχα - Clothes 5. Μακαρόνια - Pasta 6. Γένια - Beard 7. Σκαλιά - Stairs 8. Γραμματάρια - Notes 9. Είδη - Goods 10. Σχέδια - Plans|Μόνο||1. Γυαλιά - Glasses 2. Χρήματα - Money 3. Νέα - News 4. Ρούχα - Clothes 5. Γένια - Beard 6. Μαλλιά - Hair 7. Παπούτσια - Shoes 8. Σκαλιά - Stairs 9. Κλειδιά - Keys 10. Γραμματάρια - Bills |solo||Nomen |тільки|| 10 Griechische Substantive nur im Plural 10 Plural-Only Greek nouns 10 sustantivos griegos plurales 10 vain monikkomuotoisia kreikkalaisia substantiiveja 10 noms grecs au pluriel uniquement 10 Sostantivi greci solo plurali 10 Греческие существительные во множественном числе 10 Sadece Çoğul Yunanca İsimler

Γεια σας, |Ihnen |your Hello, Moi,

και καλωσήρθατε και πάλι στο κανάλι μου. ||||||ma und|||||| |welcome||again||channel| and welcome back to my channel. y bienvenidos de nuevo a mi canal. ja tervetuloa takaisin kanavalleni.

Κανονικά τα ουσιαστικά έχουν ενικό και πληθυντικό αριθμό. ||существительные|||||число normalement|les|noms||singulier||pluriel|nombre Normally||nouns|have|singular||plural|number ||nouns|||||Zahl ||sostantivi||singolare||| ||іменники||||| Normaalisti||substantiivit||||| Normalerweise gibt es Substantive im Singular und Plural. Normally nouns have singular and plural. Normalmente los sustantivos tienen número singular y plural. Normaalisti substantiiveilla on yksikkö- ja monikkoluku.

Υπάρχουν όμως και κάποια ουσιαστικά, ||||substantiiveja ||||noms there are|however|||nouns ||||Substantive Es gibt jedoch auch einige Substantive, But there are also some nouns, Sin embargo, hay algunos sustantivos Kuitenkin on myös joitakin substantiiveja, Il existe cependant des noms,

που εμφανίζονται μόνο στον πληθυντικό αριθμό. |появляются|||| |apparaissent|||| which|appear|||plural|number that|appear|||| |appaiono|||plurale| |з'являються|||| die nur im Plural auftreten. which appear only in the plural. que solo aparecen en plural. jotka esiintyvät vain monikkoluvussa. qui apparaissent uniquement au pluriel. які з'являються тільки в множині.

Και γι'αυτά θα μιλήσουμε σήμερα. et|pour cela||parler| |for these|||heute |about these||| |за це||| Und darüber werden wir heute sprechen. And that's what we'll talk about today. Y de ellos vamos a hablar hoy. Ja näistä puhumme tänään. Et c'est de cela dont nous allons parler aujourd'hui. І про них ми поговоримо сьогодні.

Όλα αυτά τα ουσιαστικά έχουν ένα κοινό, ||||||общее |||noms|ont||commun |these||nouns||one|common feature |||Substantive|||common ||||||comune ||nämä||||yhteinen piirre Alle diese Substantive haben eines gemeinsam, All these nouns have one thing in common, Todos estos sustantivos tienen algo en común, Kaikilla näillä substantiiveilla on yksi yhteinen asia, Tous ces substantifs ont un point commun, Усі ці іменники мають спільне,

τελειώνουν όλα σε άλφα (-α), päättyvät|||| finissent|||alpha| enden|||alpha| end||in|alpha| enden alle auf Alpha (-a), all end in alpha (-a), todos terminan en alfa (-α), kaikki päättyvät alfa (-a), ils se terminent tous par alpha (-a), всі закінчуються на альфа (-а),

όχι επειδή είναι θηλυκά, |||самки |||femmes no|because||females |||weiblich |||femmine |||самки |||naaraat nicht weil sie weiblich sind, not because they are female, no porque sean femeninos, ei koska ne ovat naispuolisia, pas parce qu'ils sont féminins, не тому що вони жіночого роду,

αλλα επειδή το γένος τους είναι ουδέτερο mutta|||suku|||neutri (1) mais||le|genre|||neutre but|because||gender|||neutral |||Geschlecht|||neutral ||||||neutro sondern weil ihr Geschlecht neutral ist but because their gender is neuter sino porque tienen género neutro vaan koska niiden suku on neutraali але оскільки їх рід є середнім

στον πληθυντικό αριθμό. |pluriel| |plural| |plurale| im Plural. in the plural. en plural. monikossa. au pluriel. в множині.

Αυτές τις λέξεις τις χρησιμοποιούμε, ||||utilisons ||words||we use ||||wir verwenden Das sind die Worte, die wir verwenden, We use these words, Estas palabras se usan Käytämme näitä sanoja, Nous utilisons ces mots, Ці слова ми використовуємо,

παρά πολύ συχνά στα ελληνικά. à côté de||souvent|| very||often|| than very often in Greek. con mucha frecuencia en griego. erittäin usein kreikaksi. très souvent en grec.

Γιαυτό θα σας πρότεινα να μείνετε μέχρι το τέλος του βίντεο, siksi|||||||||| c'est pourquoi|||proposerais||||||| "For this reason"|||I would suggest||you stay||||| |||ich vorschlage||||||| тому|||||||||| Deshalb würde ich vorschlagen, dass Sie bis zum Ende des Videos bleiben, So I would suggest you stay till the end of the video, Por eso te recomiendo que te quedes hasta el final del vídeo Siksi ehdottaisin, että pysytte videon loppuun asti, C'est pourquoi je vous suggérerais de rester jusqu'à la fin de la vidéo,

για να μην μπερδευτείτε ποτέ ξανά. |||перепутать|никогда|снова pour|||vous trompez|| ||"so that you"|get confused|ever|again |||se confundam|| |||to get confused|nie| |||vi confondiate|| |||переплутати|| |||sekaantukaa|| damit Sie nie wieder verwirrt sind. so you never get confused again. para que no vuelvas a confundirte nunca más. ette koskaan sekoitu. pour ne plus jamais être confus.

Η πρώτη κατηγορία είναι οι ξένες γλώσσες. ||kategoria|||ulkomaiset| ||catégorie|||étrangères| |first|category|||foreign|languages Die erste Kategorie sind die Fremdsprachen. The first category is foreign languages. La primera categoría son los idiomas extranjeros. Ensimmäinen kategoria on vieraat kielet. La première catégorie est les langues étrangères.

Όλες οι γλώσσες βρίσκονται στον πληθυντικό αριθμό. ||языки|||| |||sont|||nombre |||are||plural| |||||plurale| Alle Sprachen stehen im Plural. All languages are in the plural. Todos los idiomas se ponen en plural. Kaikki kielet ovat monikossa. Всі мови знаходяться у множині.

Λέμε τα ελληνικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά. ||||saksaa|||| |||les|l'allemand|||| We speak||||German|||| Wir sagen: der Grieche, der Deutsche, der Engländer, der Franzose. We speak Greek, German, English, French. Decimos el griego, el alemán, el inglés, el francés. Sanomme kreikka, saksa, englanti, ranska. Nous parlons le grec, l'allemand, l'anglais, le français. Ми говоримо грецькою, німецькою, англійською, французькою.

Τα τελευταία δύο χρόνια μαθαίνω ελληνικά. ||||j'apprends| the|last two||years|I am learning| |||роки|| Ich habe in den letzten zwei Jahren Griechisch gelernt. I have been learning Greek for the last two years. Estos dos últimos años he estado aprendiendo griego. Viimeiset kaksi vuotta olen oppinut kreikkaa. Depuis les deux dernières années, j'apprends le grec. Протягом останніх двох років я вивчаю грецьку.

Ένα αντικείμενο το οποίο είναι διπλό |предмет||||двойное |objet||qui||double |object||||double |objeto|||| |object||das οποίο||doppelt |oggetto|||| |||||подвійне |kappale||||kaksinkertainen Ein Objekt, das doppelt ist An object that is duplicated Un objeto que es doble Esine, joka on kaksinkertainen Un objet qui est double. Об'єкт, який є подвоєним

και βρίσκεται πάντα στον πληθυντικό αριθμό, είναι τα γυαλιά. ||||||||очки |est||||||les|lunettes |is always|||plural||||glasses ||||plural|número||| ||immer||||||Brille ||||plurale|||| ||||||||lasit und steht immer im Plural, ist die Brille. and is always in the plural, it is the glasses. y siempre va en plural, son las gafas. ja on aina monikossa, on lasit. і завжди перебуває у множині, це окуляри.

Όταν διαβάζω φοράω τα γυαλιά μου, |читаю|||| ||je porte||lunettes| |I read|I wear||| ||painan||| Wenn ich lese, trage ich meine Brille, When I read I wear my glasses, Cuando leo me pongo las gafas, Kun luen, käytän silmälasejani, Коли я читаю, я ношу свої окуляри,

για να μην κουράζονται τα μάτια μου. pour|||se fatiguent||| in order to|||tire||eyes| |||get tired||| damit meine Augen nicht müde werden. so my eyes don't get tired. para no cansarme la vista. jotta silmieni ei tarvitse väsyä. pour ne pas fatiguer mes yeux.

Τα ρέστα είναι τα χρήματα, που θα επιστρέψει ο πωλητής στον πελάτη, |сдача||||||вернёт||продавец||клиенту les|rendre||les|argent||va|retournera||vendeur||client |change|are||money|||return||seller||customer |Wechselgeld||||||zurückgeben||Verkäufer||customer |resti||||||resterà||venditore|| |решта||||||поверне|||| |vaihtorahat||||jotka||||||asiakkaalle Das Kleingeld ist das Geld, The change is the money that the seller will give back to the customer, La vuelta es el dinero Vaihtoraha on se raha, jonka myyjä palauttaa asiakkaalle, La monnaie est l'argent que le vendeur retournera au client, Решта - це гроші, які продавець поверне покупцеві,

εάν αυτός του δώσει ένα ποσό μεγαλύτερο από την αξία τους. |||||сумма||||| si|||donne||montant|plus grand|||valeur| if|he||gives him||amount||||value| wenn|||gibt||Betrag|größeres|||Wert| |||||importo||||valore| |||antaa||summa||||| wenn er ihm einen Betrag gibt, der ihren Wert übersteigt. if he gives him an amount greater than their value. si le ha dado más de lo que costaba. jos hän antaa hänelle summan, joka on suurempi kuin niiden arvo. s'il lui donne un montant supérieur à leur valeur. якщо той дасть йому суму більшу за їх вартість.

Για παράδειγμα, εάν αγοράσω ένα κιλό πατάτες που κάνει τρία ευρώ |||||kilo||||| ||si||un|kilo|||||euros ||if|I buy||kilo|potatoes|that|costs||three euros |||||Kilo|Kartoffeln|||| |||||кіло||||| For example, if I buy a kilo of potatoes that costs three euros Por ejemplo, si compro un kilo de patatas Esimerkiksi jos ostan kilogramman perunoita, jotka maksavat kolme euroa Наприклад, якщо я куплю кілограм картоплі, що коштує три євро

τότε τα ρέστα μου είναι δύο ευρώ. alors||reste||||euros then||change||are|| then my change is two euros. entonces la vuelta son dos euros. niin sitten minun vaihtorahani ovat kaksi euroa.

Ένας από τους μαθητές μου είχε μια πολύ καλή ιδέα, |||||||||идея |||élèves|||||| one|one of||students||had|||| Einer meiner Studenten hatte eine sehr gute Idee, One of my students had a very good idea, Uno de mis alumnos tuvo una gran idea Yksi oppilaistani sai erittäin hyvän idean, Un de mes élèves avait une très bonne idée,

για να θυμάται πιο εύκολα τη σημασία αυτής της λέξης. ||помнить||||||| pour|pour|se souvenir||||signification|de celle-ci||mot in order to||to remember|more|easily||meaning|of this||word ||sich erinnert||||Bedeutung||| ||ricorda||||||| to more easily remember the meaning of this word. para acordarse mejor del significado de esta palabra. jotta hänen olisi helpompi muistaa tämän sanan merkitys. pour se souvenir plus facilement de la signification de ce mot.

Η λέξη ρέστα θυμίζει την αγγλική λέξη rest. |||||englannin||lepoa |||rappelle||anglaise||repos |word|rest|reminds of||English||rest |||erinnert||English||rest |||||англійське||відпочинок Das Wort Rest erinnert an das englische Wort Rest. The word resta resembles the English word rest. La palabra "ρέστα" se parece a la palabra "rest" del inglés (y a la palabra "resta" en español) Sana ρέστα muistuttaa englannin kielen sanaa rest. Le mot rest rappelle le mot anglais rest.

Οπότε τα ρέστα "is the rest of the amount". ||||||||сумма |||sont|||de||montant So||change|is|||||amount |||sind||Rest|||amount ||||||||сума So the rest is the rest of the amount. Por tanto, la "ρέστα" es el resto de la cantidad. Joten 'is the rest of the amount' tarkoittaa 'loput määrästä'. Donc, les 'ρέστα' "c'est le reste du montant".

Επίσης μια γιορτή που βρίσκεται πάντα στον πληθυντικό αριθμό, είναι και τα Χριστούγεννα. ||juhla||||||||||joulutortut ||fête||est|||pluriel|||||Noël Also||celebration||is always|||plural|number (1)|is|||Christmas ||Feier|||||||||| |||||||plurale||||| Also a celebration, which is always in the plural, Además, una fiesta Myös juhla, joka on aina monikossa, on joulu. Aussi une fête qui est toujours au pluriel, ce sont les Noël.

Νομίζω όλοι γνωρίζετε πόσο πολύ αγαπάω τα Χριστούγεννα, |||||rakastan|| ||savez|combien||j'aime|les|Noël I think||know|how|very much|love||Christmas |||wie sehr||liebe||Weihnachten |||||||Natal Ich denke, Sie alle wissen, wie sehr ich Weihnachten liebe, I think you all know how much I love Christmas, Creo que todos sabéis cuánto me gustan las Navidades, Luulen, että kaikki tietävät, kuinka paljon rakastan joulua, Je pense que vous savez tous combien j'aime Noël,

και πάντα βρίσκω μια δικαιολογία, να πω κάτι για αυτά, σχεδόν σε κάθε βίντεο. ||||tekosyy||||||||| ||je trouve||excuse||dire||||presque||| |always|I find||excuse||say||about||almost||every| ||||excuse||||||||| ||||виправдання||||||||| and I always find an excuse, to say something about them, in almost every video. y siempre encuentro una excusa ja löydän aina tekosyyn sanoakseni jotain siitä, melkein joka videossa. Et je trouve toujours une excuse pour dire quelque chose à ce sujet, presque dans chaque vidéo. і завжди знаходжу виправдання, щоб щось сказати про це, майже в кожному відео.

Έχω παρατηρήσει ότι πολλοί μαθητές κάνουν το λάθος να νομίζουν |huomannut|||||||| |observé|||||l'|erreur|| |I have noticed|||||||| |I have noticed|||students|make||||think |osservato|||||||| I have noticed that many students make the mistake of thinking He notado que muchos alumnos Olen huomannut, että monet opiskelijat tekevät virheen luullessaan J'ai remarqué que beaucoup d'élèves font l'erreur de penser Я помітив, що багато студентів роблять помилку, вважаючи

ότι τα Χριστούγεννα είναι θηλυκό και λένε καλή Χριστούγεννα. ||||женский|||| ||Noël||féminin|||| ||||female|||| ||||feminine||sagen|| ||||жіноче|||| ||||feminiini|||| that Christmas is feminine que la Navidad es femenina que Noël est féminin et disent bon Noël. що Різдво є жіночим родом і кажуть хороше Різдво.

Όμως αυτό δεν είναι σωστό. Το σωστό είναι καλά Χριστούγεννα. However||||||correct||Merry| ||||||certo||| But this is not correct. The correct one is Merry Christmas. Pero eso no es correcto. Mutta tämä ei ole oikein. Oikein on oikein joulua. Cependant, ce n'est pas correct. La bonne formule est Joyeux Noël.

Η επόμενη λέξη είναι τα εγκαίνια. |||||торжественное открытие |prochaine|||les|inauguration |next||||The opening ceremony ||||die|the inauguration |||||inaugurazione |||||урочисте відкриття |||||avajaiset Das nächste Wort ist Inauguration. The next word is inauguration. La siguiente palabra es inauguración. Seuraava sana on avajaiset. Le mot suivant est les inaugurations. Наступне слово - це відкриття.

Όταν ανοίγει μια καινούρια επιχείρηση, ||||бизнес |ouvre||nouvelle|entreprise |opens||new|business ||||business |apre|||attività ||||yritys Wenn ein neues Unternehmen eröffnet, When starting a new business, Cuando se abre un negocio nuevo, Kun uusi yritys avautuu, Quand une nouvelle entreprise ouvre, Коли відкривається новий бізнес,

ένα καινούριο μαγαζί ή μία έκθεση, |||||выставка ||magasin||une|exposition ||store|||new store opening |||||exhibition |||||mostra |||||виставка |||||näyttely ein neues Geschäft oder eine Ausstellung, a new store or an exhibition, una nueva tienda o una exposición, uusikauppa tai näyttely, новий магазин або виставка,

το γιορτάζουμε με μία εκδήλωση. ||||мероприятие le|fêtons|||événement |celebrate|||event |feiern|||Veranstaltung ||||evento |святкуємо|||подія |juhlimme|||tapahtuma feiern wir es mit einer Veranstaltung. we celebrate it with an event. se celebra con una inauguración. juhlimme sitä tapahtumalla. Nous le célébrons avec un événement. ми святкуємо це з подією.

Είναι μία ευκαιρία για να γίνει πιο γνωστό το μέρος ||возможность|||стать||известным||место |||pour||devenir|plus|connu|| ||Gelegenheit|||||bekannter||der Ort ||opportunity|||become||well-known|the|place Es ist eine Gelegenheit, den Ort besser bekannt zu machen It is an opportunity to make the place better known Es una ocasión para hacer el lugar más conocido Se on tilaisuus tehdä paikasta tunnetumpi. C'est une occasion de faire connaître davantage l'endroit Це можливість зробити місце більш відомим

και να διαφημιστεί. ||рекламироваться |à|se faire de la publicité ||"be advertised" ||to be advertised ||si pubblicizzi ||рекламуватися ||mainostaa und werben. and be advertised. y darle publicidad. ja mainostettavaksi. et de le promouvoir. і прорекламувати його.

Όταν σκέφτομαι εγώ τη λέξη εγκαίνια, |||||avajaiset |||||inauguration |I think||the|word|inauguration |||||inaugurazione Wenn ich an das Wort Öffnung denke, When I think of the word inauguration, Cuando pienso en la palabra inauguración, Kun ajattelen sanaa avajaiset,

μου έρχεται στο μυαλό μία έκθεση έργων τέχνης, μία γκαλερί, ||||||работы||| me||||une|exposition|d'œuvres|d'art|une|galerie |comes to||mind||exhibition|artworks|artworks||art gallery |||Kopf|||of works|of art||gallery |||||mostra|di opere||| |||||||||галерея |||||näyttely|teoksia|||galleria Ich denke an eine Kunstausstellung, eine Galerie, an art exhibition, a gallery comes to mind, me viene a la mente una exposición de arte, una galería, tulee mieleeni taideteosten näyttely, galleria, il me vient à l'esprit une exposition d'œuvres d'art, une galerie, мені на думку приходить виставка творів мистецтва, галерея,

στην οποία οι καλεσμένοι θαυμάζουν τα έργα, ||||восхищаются|| |||invités|admiration|les|œuvres |||guests|admire||works of art |||Gäste|admire||Werke |||ospiti|ammirano|| ||||дивляться|| |||vieraat|ihmettelevät|| in der die Gäste die Werke bewundern, in which guests admire the works, en la que los invitados admiran las obras, jossa vieraat ihailevat teoksia, où les invités admirent les œuvres, в якій гості дивуються творам,

συζητούν γι'αυτά обсуждают| discutent| they discuss|about these discuss| discutono| обговорюють| keskustelevat| darüber diskutieren they talk about them las comentan keskustelevat niistä discutent à leur sujet обговорюють їх

και απολαμβάνουν το ποτό τους. |наслаждаются||| et|profitent||boisson| |genießen||Getränk| |and enjoy||drink| |godono||drink| und ihr Getränk genießen. and enjoy their drink. y disfrutan de la bebida. ja nauttivat juomastaan. et profitent de leur boisson. і насолоджуються своїм напоєм.

Μιας και μιλάμε για γιορτές, ||||juhlista ||||fêtes da|||| "Since"|since|we are talking|about| Apropos Urlaub, Speaking of holidays, Ya que hablamos de vacaciones, Koska puhumme juhlista, Puisque nous parlons de fêtes, Оскільки ми говоримо про свята,

τα γενέθλια είναι επίσης μια λέξη, |syntymäpäivä|||| |birthday||also|| Geburtstag ist auch ein Wort, birthday is also a word, el cumpleaños también es una palabra syntymäpäivät ovat myös sana, les anniversaires sont aussi un mot, день народження також є словом,

που δεν έχει ενικό αριθμό. ||||numero |||singulier|nombre |||singular| |||singolare| |||однини| which has no singular number. que no tiene una forma en singular. jolla ei ole yksikkömuotoa. qui n'a pas de singulier.

Στα γενέθλια καλούμε τους φίλους και τους συγγενείς μας ||зовем|||||| à les|anniversaire|nous invitons|||||parents| |birthday|we invite||friends|||relatives| |Geburtstag|laden|||||Verwandte| ||chiamiamo|||||| ||ми запрошуємо|||||| ||kutsumme|||||sukulaiset| An unserem Geburtstag laden wir unsere Freunde und Verwandten ein On birthdays we invite our friends and relatives En los cumpleaños invitamos a nuestros amigos y familiares Syntymäpäivinä kutsumme ystävämme ja sukulaisemme Pour les anniversaires, nous invitons nos amis et notre famille.

για να φάμε όλοι μαζί και να κόψουμε την τούρτα. |||||||coupions||gâteau ||we eat|||||cut||cake |||||||we cut||Torte |||||||coppiare|| |||||||||торт |||||||||kakku to eat together and cut the cake. para comer todos juntos y cortar la tarta. jotta voimme syödä kaikki yhdessä ja leikata kakkua. pour manger tous ensemble et couper le gâteau.

Συνηθίζουμε να φέρνουμε δώρα σε αυτόν που γιορτάζει привыкаем||||||| nous avons l'habitude|à|apporter|cadeaux|à|||fête "We usually"||bring|gifts|to|him|who|is celebrating wir gewöhnen uns||bringen|||||celebrates siamo soliti||portare||||| |||||||святкує tottumme||||ille|||juhlii Wir haben die Angewohnheit, demjenigen, der das Fest feiert, Geschenke zu bringen. We usually bring gifts to the one celebrating Solemos llevar regalos a la persona que lo celebra Olemme tottuneet tuomaan lahjoja juhlivalle henkilölle Ми звикли приносити подарунки тому, хто святкує

και τον γεμίζουμε με ευχές. ||наполняем||пожеланиями |le|nous remplissons||souhaits ||we fill him||wishes ||we fill||Wünschen ||lo riempiamo||auguri ||наповнюємо|| ||täytämme||toivotuksia und wir füllen sie mit Wünschen. and we fill him with wishes. y la llenamos de deseos. ja täytämme hänet toivotuksilla. et nous le remplissons de vœux. і наповнюємо його побажаннями.

Η πιο γνωστή είναι τα χρόνια πολλά. ||tunnettu|||| la||connue|||| ||bekannte|||| ||well-known|||years| Die bekannteste ist die der langen Jahre. The most famous is happy birthday. El más famoso es cumpleaños feliz. Tunnetuin niistä on 'hyvää syntymäpäivää.' La plus connue est bonnes années. Найвідоміше з них — багато років.

Την επόμενη λέξη θα την περιγράψω με ένα παράδειγμα: |||||kuvata||| |||||décrire||| |next|The next word|||describe||| |||||beschreiben||| |||||опишу||| I will describe the next word with an example: La siguiente palabra la voy a explicar con un ejemplo: Seuraavan sanan kuvaan esimerkin avulla: Je vais décrire le prochain mot avec un exemple :

Στον δρόμο για τη δουλειά μου |road|||| Auf dem Weg zur Arbeit On my way to work De camino a mi trabajo Matkalla töihin На шляху до моєї роботи

συναντάω έναν παλιό μου συμμαθητή встречаю||||одноклассника rencontrer||ancien||camarade de classe meet||old||classmate I meet||||classmate incontro||||compagno di classe зустрічаю|||| tapaan||||luokkatoverin Ich treffe einen alten Klassenkameraden von mir I meet an old classmate of mine me encuentro con un antiguo compañero de clase tapaan vanhan luokkakaverini я зустрічаю старого однокласника

και στο τέλος της κουβέντας, ||||разговоры |à la|||conversation ||"end"||conversation und||||conversation ||||conversazione ||||розмови ||||keskustelusta und am Ende des Gesprächs, and at the end of the conversation, y al final de la conversación ja keskustelun lopussa, і в кінці розмови,

στέλνω χαιρετίσματα στους γονείς του. |приветствия||| j'envoie|salutations||parents| send|Send regards|to the|parents| ich sende|Grüße||| invio|||| lähetän|terveiset||| I send my regards to his parents. le mando recuerdos a sus padres. lähetän terveisiä hänen vanhemmilleen. J'envoie des salutations à ses parents.

Τα χαιρετίσματα είναι ένας τρόπος |salutations||| |Grüße|||eine Art |Greetings|||way Grüße sind eine Möglichkeit Greetings are one way Los recuerdos son una forma Terveiset ovat eräänlainen tapa Les salutations sont un moyen

να εκφράσεις ότι νοιάζεσαι για κάποιον |выразить||заботишься|| |expressions||tu te soucies||quelqu'un |express||care about someone|| zu|||sich kümmern|| |||ti prendi cura|| |||переживаєш|| |||välität|| zum Ausdruck bringen, dass Sie sich um jemanden kümmern to express that you care about someone de expresar que te acuerdas de alguien ilmaista, että välität jostakusta d'exprimer que tu tiens à quelqu'un висловити, що ти піклуєшся про когось

και εύχεσαι να είναι καλά. |желаешь||| |tu souhaites||| |"you wish"||be| |you wish||| |auguri||| |бажаєш||| |toivot||| und Sie wünschen ihnen alles Gute. and you wish them well. y esperas que esté bien. ja toivot, että hän voi hyvin. et tu souhaites qu'il aille bien. і бажаєш, щоб все було добре.

Τα μεσάνυχτα, όπως το λέει και η λέξη, |keskiyöllä|||||| |minuit|||dit|||mot |midnight|as|it||also|| |Mitternacht|||||| Mitternacht, wie das Wort sagt, At midnight, as the saying goes, La medianoche, como dice la misma palabra, Keskellä yötä, kuten sana sanoo, À minuit, comme le dit le mot, Опівночі, як і говорить слово,

είναι η στιγμή της νύχτας, όπου το ρολόι δείχνει δώδεκα. ||||yö||||| ||||nuit|où||montre|montre|douze ||moment||night|when||clock|shows| ||||Nacht|||Uhr|| ist die Zeit der Nacht, wenn die Uhr zwölf anzeigt. it is the time of night, when the clock strikes twelve. es el momento de la noche en el que el reloj marca las doce. on yön hetki, jolloin kello näyttää kaksitoista. c'est le moment de la nuit, où l'horloge indique douze.

Αν και παλιά κοιμόμουν πάντα μετά τα μεσάνυχτα, если||раньше|спал|||| |||je dormais||||minuit if||old|I was sleeping|always|after||midnight ob||früher|I was sleeping|||| |||dormivo|||| ||колись||||| |||nukuin|||| Obwohl ich früher immer nach Mitternacht geschlafen habe, Although I used to always sleep after midnight, Aunque antes siempre me dormía después de medianoche, Vaikka ennen nukuin aina keskiyön jälkeen, Bien que jadis je m'endormais toujours après minuit, Хоча раніше я завжди спав після півночі,

τώρα προτιμώ να κοιμάμαι νωρίς για να ξυπνάω νωρίς. |||nukkua||||herätä|aikaisin |je préfère||dormir||||se réveiller| |I prefer||I sleep||to||wake up| |||dormire||||| |||спати||||| Ich gehe jetzt lieber früh ins Bett, um früh aufzuwachen. now I prefer to sleep early to wake up early. ahora prefiero acostarme temprano para levantarme temprano. nyt pidän parempana nukkua aikaisin, jotta herään aikaisin. maintenant je préfère m'endormir tôt pour me réveiller tôt. тепер я надаю перевагу спати рано, щоб прокидатися рано.

Τα τρεχάματα είναι ασταμάτητες |дела||непрекращающиеся les|tracas||incessantes |"The running around"|are|unstoppable |hustles||unstoppable |corse||incessanti |поспіхи||безперервні |hädät||lakkaamattomat Die Läufe sind ununterbrochen The runs are non-stop Los trajines ("τα τρεχάματα") son tareas Hälinät ovat loputtomia Les courses sont incessantes. Постійно є метушня.

και κουραστικές υποχρεώσεις, |утомительные| |fatigantes|obligations |and tiring|and tiring obligations |exhausting|Verpflichtungen ||obbligazioni |втомливі|обов'язки |väsytävät| und lästige Verpflichtungen, and tiresome duties, interminables y tediosas ja väsyttäviä velvollisuuksia, et des obligations fatigantes, і виснажливі зобов'язання,

για να τακτοποιηθούν δύσκολες καταστάσεις. ||упорядочиться||ситуации pour||s'arranger||situations ||be resolved|difficult|situations ||get organized||Situationen ||si sistemino|| ||влаштуються|| ||tulevat järjestymään||tilanteet um schwierige Situationen zu meistern. to settle difficult situations. para resolver situaciones difíciles. jotta vaikeat tilanteet voitaisiin ratkaista. pour régler des situations difficiles. щоб впорядкувати складні ситуації.

Για παράδειγμα, αγόρασα ένα σπίτι For example, I bought a house Por ejemplo, me compré una casa Esimerkiksi ostin talon Par exemple, j'ai acheté une maison Наприклад, я купив будинок

και είχα πολλά τρεχάματα με την εφορία. ||||||налоговая служба |j'avais||tracas|||fiscalité ||a lot|troubles|||tax office |||hustles|||tax office |||affari|||agenzia delle entrate ||||||податкова |||juoksemista|||verotoimisto und ich hatte viele Auseinandersetzungen mit dem Finanzamt. and I had a lot of run-ins with the tax office. y tuve mucho trajín con Hacienda. ja minulla oli paljon ongelmia verottajan kanssa. et j'avais beaucoup de soucis avec le fisc. і в мене було багато клопотів з податковою.

Έχει τρεχάματα με την υγεία του. |tracas|||santé| |hassles||his|health|his ||||Gesundheit| |problemi|||| Er hat ein gesundheitliches Problem. He's having problems with his health. Tiene mucho trajín con su salud. Hänellä on ongelmia terveytensä kanssa. Il a des soucis de santé. У нього проблеми зі здоров'ям.

Η τελευταία λέξη για σήμερα είναι τα γεράματα. |||||||старость |||||||vieillesse |last|||today|||old age |||||||old age |||||||vecchiaia |||||||старість |||||||vanhuus The last word for today is old age. La última palabra de hoy es la vejez. Viimeinen sana tänään on vanheneminen. Le dernier mot pour aujourd'hui est la vieillesse. Останнє слово на сьогодні - це старість.

Τα γεράματα είναι η τελευταία περίοδος |||la||période |Alter|||letzte|Lebensphase |Old age|||last|period |||||період |velhice|||| Das Alter ist die letzte Periode Old age is the last period La vejez es la última etapa Vanhuus on viimeinen ajanjakso. La vieillesse est la dernière période. Старість - це останній період.

στη ζωή ενός ανθρώπου, ||d'un|homme ||of a|of a person |||eines Menschen im Leben eines Menschen, in a man's life, en la vida de una persona, yhden ihmisen elämässä, в житті людини,

γνωστά και ως γηρατειά. |||старость connus||comme|vieillesse known|||old age conhecidos|||velhice bekannt|||old age |||vecchiaia |||старість |||vanhuus auch bekannt als Alter. also known as old age. conocida también como ancianidad. tunnetaan myös vanhuutena. connus aussi sous le nom de vieillesse. відомі також як старість.

Ο παππούς μου και η γιαγιά μου ερωτεύτηκαν |||||||влюбились |papy||||||sont tombés amoureux |||||||they fell in love |mein Großvater||||||fell in love |||||||si sono innamorati |||||||закохалися Mein Großvater und meine Großmutter verliebten sich My grandfather and grandmother fell in love Mis abuelos se enamoraron Isoisäni ja isoäitini rakastuivat Mon grand-père et ma grand-mère sont tombés amoureux Мій дідусь і моя бабуся закохалися

και παραμένουν αχώριστοι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα. |остаются|неразлучные|||глубокие|| |restent|inséparables|jusqu'à||profonds||vieillesse |they remain|inseparable|||old age|their|old age |they remain|inseparable|||tiefen||Alter ||inseparabili|||profondi||vecchiaia ||нерозлучні||||| |pysyvät|||||| and they remain inseparable until their old age. y permanecerán inseparables toda la vejez. ja pysyvät erottamattomina syvälle vanhuuteen asti. et restent inséparables jusqu'à leurs vieux âges. і залишаються нерозлучними до своїх глибоких старість.

Αυτό λοιπόν ήταν το βίντεο για σήμερα. ||war|||| |well||||| So that was the video for today. Y este ha sido el vídeo de hoy. Tämä oli siis video tänään. Отже, це було відео на сьогодні.

Εάν σας άρεσε, μην ξεχάσετε να πατήσετε like ||||||нажать| ||||oubliez|à|appuyer| ||||forget||click| ||||vergessen||to press| ||||||premere| ||||||painaa| If you liked it, don't forget to hit like Si os ha gustado, no os olvidéis de darle a like Jos pidit siitä, älä unohda painaa tykkäystä.

και να κάνετε εγγραφή στο κανάλι μου. ||abonniert|||| und abonnieren Sie meinen Kanal. and subscribe to my channel. y suscribiros a mi canal. ja tilata kanavani.

Εμείς θα τα πούμε, όπως πάντα, την επόμενη φορά. |||скажем||||| we|will||see|as|||| Wir sehen uns, wie immer, beim nächsten Mal. We will see you, as always, next time. Nos vemos, como siempre, la próxima vez. Puhumme seuraavalla kerralla, kuten aina.

Φιλάκια πολλά!!! Küsse| Many kisses!!! ¡¡¡Muchos besos!!! Paljon pusuja!!!